Κυριακή 3 Αυγούστου 2008

Καλοκαίρι του ’53: ταξίδι στο χωριό

Ένα ανέκδοτο διήγημα προσφορά της Σώτης στο βιβλιοπωλείο μας

Καλοκαίρι του ’53: ταξίδι στο χωριό

Τη Μαρία, την ψυχοκόρη του Παναγιώτη του Μπέτσιου, τη διώξανε απ’ το χωριό – την Αμμουδερή Φωκίδας – τον Οχτώβρη του ’53, αφού τη φτύσανε καταμεσής στην πλατεία και την είπανε πουτάνα. Ο Παναγιώτης ο Μπέτσιος ήτανε πρόεδρος της κοινότητας∙ είχε εκλεγεί με τον Εθνικό Συναγερμό∙ λέγανε πως το ’49 είχε καθαρίσει έξι κομμουνιστοσυμμορίτες με τα ίδια του τα χέρια. Τώρα, οι συμμορίτες βρισκόντουσαν στη φυλακή ή στο παραπέτασμα, και στις εκλογές του ’51, εδέησ’ ο Κύριος κι ο Εθνικός Συναγερμός σάρωσε. Βόηθησαν και τα παιδιά απ’ τα τάγματα ασφαλείας, έτσι, για να σφίγγουν οι κώλοι∙ και τώρα ο Παναγιώτης ο Μπέτσιος είχ’ αρραβωνιάσει την ψυχοκόρη του με το Βασίλη, έναν ανεψιό του απ’ το Λιδορίκι, πρωτοπαλίκαρο στα Τ.Ε.Α., δυο μέτρα άντρα, από οικογένεια με το κούτελο καθαρό. Το λοιπόν, την άνοιξη του ’53, ο Βασίλης έδωσε λόγο να πάρει τη Μαρία, όχι μονάχα επειδή ήτανε θέλημα του μπάρμπα του: η κοπέλα του καλάρεσε∙ γεροφτιαγμένη, με μαλλιά ίσαμε τη μέση, πυκνά, μαύρα μαλλιά∙ τα ’λουζε στην αυλή με το νερό απ’ την τρόμπα.
Έφτασε το καλοκαίρι, η θάλασσα λάδι, μύριζαν οι λεμονιές. Στα μέσα Ιουνίου, ήρθε στο χωριό για πρώτη φορά δάσκαλος. Η κοινότητα ― ο Παναγιώτης ο Μπέτσιος ― είχε φτιάξει μονοτάξιο σχολείο, γιατί, είπε, ήθελε να τον γράψει η ιστορία. Ζήτησε δάσκαλο απ’ τη νομαρχία και του στείλανε μάνι-μάνι έναν άρτι αποφοιτήσαντα απ’ την ακαδημία. Μόλις ξεπέζεψε ο δάσκαλος απ’ το μουλάρι – ήρθε με λεωφορείο ώς το Κεφαλοχώρι κι έπειτα με μουλάρι ώς την Αμμουδερή ― τρέξανε όλοι να τονε δούνε: καλέ, αυτός ήτανε ντιπ νιούτσικος, θα τα ’κανε καλά τα παιδιά, για θα του παίρνανε τον αέρα; Αλλά, μόλις άνοιξε το στόμα του, όλοι σκιάχτηκαν, γιατ’ είχε βαριά φωνή και λίγα ήτανε τα λόγια του.

Η Μαρία στεκόταν πίσω απ’ το τσούρμο και σηκωνόταν στις μύτες των ποδιών για να τονε δει. Και σαν τον αντίκρισε, η καρδιά της βρόνταγε και νόμισε πως έφταιγ’ η ζέστη: ο ήλιος σε χτυπούσε κατακέφαλα, κι η Μαρία είχε ιδρώσει, το φουστάνι κόλλαγε απάνω της. Της ερχόταν να βουτήξει στη θάλασσα να ’ρθει στα συγκαλά της.
Ο δάσκαλος νοίκιασε ένα δωμάτιο στο δίπατο της χήρας του Ντούτση, που θα του καθάριζε και θα του μαγείρευε κιόλα. «Είδατε τι κάνει η ηγεσία μας;» είπε στο καφενείο ο κοινοτάρχης και κέρασε ένα γύρο ουζάκια. «Σχολεία! Μεγαλεία!» «Σχολεία, μεγαλεία», επανέλαβε κι ο Βασίλης, γιατί ό,τι έλεγε ο μπάρμπας του ήτανε νόμος.
Τα απογέματα, ο Βασίλης γύρναγε μ’ ένα τζιπ πέρα-δώθε στα χωριά κι έλεγε πώς ο βασιλιάς έσωσε τη χώρα απ’ τους Βούλγαρους: καθόταν στα καφενεία, περνούσε απ’ τα λεμονοχώραφα∙ μερικοί τον χαιρετούσαν, άλλοι, μόλις τον βλέπανε, αλλάζανε δρόμο. Η Μαρία δεν έφευγε ποτέ απ’ την Αμμουδερή, όμως, σαν τέλειωνε τις δουλειές της μέρας κι η Μπέτσιαινα πήγαινε στη γειτόνισσα, κατέβαινε στην παραλία κι αγνάντευε τη θάλασσα. Και καμιά φορά, περπάταγε μέχρι την εκκλησία της Παναγίας, ώς το κοιμητήρι όπου ήτανε θαμμένοι η μάνα κι ο πατέρας της. Προτού νυχτώσει, γύρναγε στο σπίτι για να σερβίρει το φαΐ, να πλύνει τα πιάτα και να πει δυο κουβέντες με το Βασίλη στην αυλή. Ο Βασίλης περνούσε κάθε βράδυ, αλλά περσότερο μιλούσε στον κυρ-Παναγιώτη, παρά σ’ εκείνηνε, λέγανε για τα πολιτικά, και μονάχα μια φορά τής είχε παινέψει το φουστάνι «Ωραίο φουστάνι, Μαριγώ!»∙ εκείνη είχε κοιτάξει το φουστάνι της λες και το ’βλεπε πρώτη φορά. Δεν ήξερε αν είχε κοκκινίσει∙ ίσως και να ’χε κοκκινίσει.
Πάντως, όταν είδε το δάσκαλο να ’ρχεται μ’ αργό βήμα απ’ την άλλη μεριά της παραλίας, η Μαρία έγινε κατακόκκινη κι έπιασε τα μάγουλά της που καίγανε. Ξαφνικά, φοβήθηκε μην την πάρει κανα μάτι, κι η καρδιά της άρχισε πάλι να βροντάει και της ήρθε λιγοθυμιά∙ τούτη τη φορά, δεν έφταιγ’ η ζέστη γιατ’ ήταν απογεματάκι και φύσαγε μαΐστρος. Μαΐστρος φύσαγε όλο τον Ιούλη που η Μαρία συναντούσε το δάσκαλο: τον συναντούσε εκεί πέρα, στις εκβολές του χείμαρρου. Το καλοκαίρι ήτανε καυτό κι η θάλασσα μπουνάτσα∙ κι η Μαρία ούτε που κατάλαβε πώς βρέθηκε στις καλαμιές, μισόγδυτη κι έπειτα τσίτσιδη, να μη θέλει να ξεκορμίσει απ’ το δάσκαλο. Κάθε φορά, λαχταρούσε ν’ ακούσει ότι την αγαπούσε, αλλά εκείνος, μετά από τριάντα μέρες πανωτές, τής είπε μοναχά: «Άμα τ’ αποφασίσεις, σε παίρνω και φεύγουμε. Δε με βλέπω να μένω εδώ πέρα. Ταξίδι ήρθα μοναχά. Έφτασ’ η είδηση πως είχα ξάδερφο στ’ αντάρτικο.» «Και...θα σε διώξουνε;» ψέλλισε η Μαρία με το ’να χέρι πάνω στο στόμα. «Θα φύγω μοναχός μου,» απάντησε εκείνος. «Απ’ το φασιστοχώρι,» μουρμούρισε. «Λοιπόν, θα ’ρθεις;»
Δεν είπε πού θα πήγαινε∙ στην Άμφισσα; Στην Αθήνα; Κι έφυγε, ένα πρωί έφυγε. Είπε μονάχα: «Ταξίδι ήτανε και τέλειωσε.»
Όμως, η Μαρία δεν μπορούσε να κάνει την αποκοτιά∙ δεν μπορούσε να τον ακολουθήσει. Τις νύχτες τής κοβόταν η ανάσα, κι άνοιγε το παράθυρο κι ανάπνεε βαθιά για να σωθεί απ’ τον πνιγμό∙ και τον Δεκαπενταύγουστο, λίγο πριν απ’ το πανηγύρι, της ανέβηκε πυρετός και παραμίλαγε. Ούτ’ ήξερε τι έλεγε, αλλ’ ο αρραβώνας με το Βασίλη χάλασε κι ο κυρ-Παναγιώτης άρχισε να της φέρεται σα σε δουλικό. Στο χωριό ήρθ’ άλλος δάσκαλος – «τούτη τη φορά, το καλό που σας θέλω,» είπε ο κυρ-Παναγιώτης, «να τα ψάξετε καλύτερα τα κοινωνικά του φρονήματα!» και τα ψάξανε κι ο άνθρωπος ήτανε καθαρός. Ήρθ’ ο Σεπτέμβρης, κι ο Οχτώβρης, κι η Μαρία πάχυνε κομματάκι κι όλοι λέγανε πως ήτανε ατιμασμένη, πως την είχε γκαστρώσει ένα κουμάσι που ’χε ξάδερφο στο βουνό. Και μια μέρα που πήγε στο εμπορικό για να ψωνίσει, οι χωριανοί βαλθήκανε να τη βρίζουνε και να τη φτύνουνε, ξετσίπωτη, πάρ’ το μπάσταρδό σου και δρόμο∙ κι ο κοινοτάρχης, που καθότανε μαζί με τον παπά στο καφενείο, γρύλισε «Καλά να πάθ’ η πουτάνα» κι έπειτα φώναξε «Άιντε, μάζευτα, να ξεμαγαρίσ’ ο τόπος.» Ήταν παραμονή του Άη Δημήτρη∙ η θάλασσα άφριζε. Η Μαρία γύρισε στο σπίτι, μάζεψε ένα μπογαλάκι και πήρε το μουλάρι για το Κεφαλοχώρι. Κανείς δεν ξέρει τι απέγινε.

Σώτη Τριανταφύλλου
.
Οι φωτογραφίες που επιλέξαμε είναι από τη συλλογή της σπουδαίας φωτογράφου Βούλας Παπαιωάννου λεύκωμα της οποίας κυκλοφορεί και βρίσκεται στο βιβλιοπωλείο μας και η προσωπογραφία είναι δημιουργία της Βάσως Κατράκη.

Δεν υπάρχουν σχόλια: