Ε.Χ. Γονατάς, «Ο βιβλιοπώλης και ο πιστός πελάτης
του»
Το αφήγημα βρίσκεται στο βιβλίο του Ε.Χ. Γονατά «ΤΡΕΙΣ ΔΕΚΑΡΕΣ ΚΑΙ ΑΛΛΑ
ΑΦΗΓΗΜΑΤΑ» των εκδόσεων ΣΤΙΓΜΗ (2006) με
γραφή πολυτονική.
Όπως κάθε φορά που η τύχη τον ευνοούσε και κατάφερνε να ξετρυπώσει μια καλή παρτίδα παλιά βιβλία ή χειρόγραφα, έτσι και χθες ο καλός φίλος μου, ο Θόδωρος ο παλαιοβιβλιοπώλης, με πήρε στο τηλέφωνο να με ειδοποιήσει, ώστε να είμαι πάλι εγώ από τους πρώτους, αν όχι ο πρώτος, ευνοούμενους της ερευνητικής διαλογής: «Έγινε γερή ψαριά, φίλε μου. Σε περιμένω να με ξαλαφρώσεις. Έλα το συντομότερο». Το συντομότερο ήταν η επομένη το πρωί, αφού σήμερα το απόγεμα, ημέρα Τετάρτη, τα καταστήματα δεν ανοίγουν.
Η αναγνωρισμένη όμως τρέλλα μου για τα βιβλία (που την παρώξυνε κάποια νύξη του Θόδωρου ότι, στη νέα συγκομιδή, του φάνηκε πώς πήρε το μάτι του κι ένα σπανιότατο αντίτυπο της Συναγωγής Αισωπείων Μύθων σε έκδοση Φραγκφούρτης του 1610, δεμένο με άσπρο μαλακό, ευλύγιστο προβατήσιο δέρμα) με υποχρέωσε να περάσω από το παλαιοβιβλιοπωλείο το ίδιο απόγεμα, μήπως κι ο Θόδωρος, παρ’ ελπίδα, ήταν ανοιχτός. Όμως όχι. Νομοταγής και υπάκουος τηρητής των Κανονισμών ωραρίου εργασίας της δημοτικής και της αστυνομικής Αρχής είχε το μαγαζί του κλειστό. Αυτό πάντως εμένα δεν μ’ εμπόδισε, μιας και είχα κάνει τον κόπο να φτάσω ως εκεί, να κοιτάξω μεσ’ απ’ τα τζάμια της κλειστής εξώθυρας, όπου αντίκρυσα σε μια γωνιά έναν λοφίσκο από βιβλία να διαγράφεται κάτω από ένα κιτρινισμένο σεντόνι. Η κορυφή της πυραμίδας είχε υποχωρήσει από την ακατάστατη και βιαστική τοποθέτηση των βιβλίων και αρκετά από αυτά πρόβαλαν από το πανί ενώ άλλα κείτονταν σκόρπια στο δάπεδο.
Κοιτούσα μαγεμένος, με κομμένη ανάσα, και με κατέβαλε όπως πάντα το ίδιο δέος. Α, και να μπορούσα να τα θαυμάσω ένα-ένα, να τα πάρω στο χέρι μου, να τα ψαχουλέψω και να τα χαϊδέψω ! Όμως αυτό που αισθάνθηκα ξαφνικά ξεπερνούσε τις επιταγές κάθε λογικού και φυσικού νόμου. Ένιωσα στα ρουθούνια μου τη γνώριμη μυρωδιά κουφέτου που αποπνέει το μισοσαπισμένο χαρτί των παμπάλαιων εντύπων, τα οποία έχουν μείνει χρόνια ολόκληρα στο σκοτάδι χωρίς καμιά επαφή με τον ήλιο και τον καθαρό αέρα. Στην πραγματικότητα κάτι τέτοιο ήταν αδύνατον να συμβεί, γιατί η απόσταση που με χώριζε απ’ τα βιβλία ήταν αρκετή, πάνω από τρία μέτρα, και τα χοντρά κρύσταλλα της εξώθυρας στέκονταν εμπόδιο ανυπέρβλητο. Και όμως η έντονη μυρωδιά που ανάδιναν με μεθούσε.
Έφυγα ανικανοποίητος, κυνηγημένος από τα βιβλία, και γύρισα σπίτι, όπου κοιμήθηκα έναν ύπνο ταραγμένο όλο εφιάλτες. Ξύπνησα απότομα νωρίς το πρωί με την αίσθηση ότι κρατώ κάποιο βιβλίο στο χέρι. Δεν βαστούσα όμως τίποτα παρά μόνο το κουρέλι αυτού του ονείρου.
Στις οχτώμισι βρισκόμουν έξω από το μαγαζί του Θόδωρου. Χτυπώ, ξαναχτυπώ την ξύλινη πόρτα ασφαλείας, που δεν υπήρχε χθες και η οποία κάλυπτε τώρα πίσω της τα χοντρά κρύσταλλα. Κανένα φως απ’ το παράθυρο, καμιά φωνή από μέσα. Αφού έμεινα έτσι κάπου μια ώρα περιμένοντας, ένας άνθρωπος με μαύρο κουστούμι εμφανίστηκε και, αφού με παραμέρισε ευγενικά, ήλεγξε σχολαστικά τον αριθμό και την επιγραφή του μαγαζιού και κόλλησε στην πόρτα ένα χαρτί.
Ήταν το αγγελτήριο θανάτου του Θόδωρου, που είχε πεθάνει τη νύχτα στον ύπνο του και του οποίου η κηδεία είχε οριστεί για την επομένη στις τρεις το απόγεμα, από το κοιμητήριο της Αγίας Μάρθας του δημοτικού κοιμητηρίου. Μαύρη απελπισία με τύλιξε κι έμπηξα μια δυνατή κραυγή πόνου. Την ίδια στιγμή, ρίχνοντας μια ματιά στο γραμματοκιβώτιο της εισόδου, είδα να εξέχει από τη φαρδειά σχισμή του ένας χοντρός φάκελλος. Πλησίασα και διάβασα το όνομά μου καλλιγραφημένο επάνω του από το χέρι του Θόδωρου. Ο φάκελλος είχε ένα βιβλίο μέσα. Ήταν το Ονειροκριτικόν του Αχμέτ Αμπού Μπαζάρ, σε έξοχη έκδοση μικρού σχήματος Λιψίας, δεμένο κομψά με πράσινο δέρμα στη ράχη και στις γωνιές, και μαρμαρόκολλα στις επιφάνειες, η οποία απεικόνιζε μωβ και κίτρινες θαλασσιές ανεμώνες και μέδουσες.
Ήταν το μεταθανάτιο δώρο του Θόδωρου.
Το πιο πολύτιμο δώρο που μου έκανε ποτέ κανείς !
πηγή:
Ομάδα για το
Βιβλίο, Φιλοσοφική Σχολή, ΕΚΠΑ
Ψηφίδες από τη ζωή των βιβλίων
Το ελληνικό βιβλίο από τον 20ο στον 21ο αιώνα