Πέμπτη 29 Μαρτίου 2012

Μας άφησε ένας φίλος, ένας σύντροφος του δρόμου, ένας άνθρωπος που έζησε την εποχή του με πάθος και λύσσα, ένας ευρωπαίος διανοούμενος, ένας μεγάλος συγγραφέας. Ο Αντόνιο Ταμπούκι.


Σε λίγο, όταν δεν θα ακούγετε πλέον την ανάσα μου, ανοίξτε διάπλατα εκείνο το παράθυρο, αφήστε να μπει το φως και οι θόρυβοι του ζωντανού κόσμου, σας ανήκουν, η σιωπή είναι δική μου. Και να φύγετε αμέσως, κλείστε την πόρτα και αφήστε εδώ το πτώμα, εκείνο δεν θα είμαι εγώ, έδωσα ήδη εντολές στη Φράου να το ξεφορτωθεί στα γρήγορα... Υπάρχει μια θρησκευτική αγάπη του θανάτου που έχει κάτι το νεκροφιλικό, λες κι ο κόσμος αγαπάει περισσότερο τα πτώματα παρά τους ζωντανούς... Ένας ωραίος θάνατος... τι ανοησία, ο θάνατος δεν είναι ποτέ ωραίος, ο θάνατος είναι αποκρουστικός, πάντα, είναι η άρνηση της ζωής... Λένε ότι ο θάνατος είναι ένα μυστήριο, αλλά το γεγονός της ύπαρξης είναι ένα μεγαλύτερο μυστήριο, φαινομενικά κοινότοπο, κι όμως τόσο μυστηριώδες...
(από το μυθιστόρημα «Ο Τριστάνο πεθαίνει. Μια ζωή», μτφρ. Ανταίου Χρυσοστομίδη, εκδόσεις Άγρα 2004)

Έφυγε από τη ζωή ένας από τους σπουδαιότερους ευρωπαίους συγγραφείς, και μεγάλος φίλος της Ελλάδας. Ο Αντόνιο Ταμπούκι πέθανε την Κυριακή 25 Μαρτίου 2012 μετά από πολύμηνη ασθένεια στη Λισσαβόνα, μια πόλη που επέλεξε ως δεύτερη πατρίδα του και που επανέρχεται συχνά στο έργο του.
Γεννήθηκε στις 24 Σεπτεμβρίου 1943 στην Πίζα. Σπούδασε στην Πίζα, στο Παρίσι και στη Λισσαβόνα λογοτεχνία και φιλοσοφία. Δίδαξε για πολλά χρόνια στο Πανεπιστήμιο της Σιένα. Έγραψε 40 βιβλία, τα περισσότερα από τα οποία έχουν μεταφραστεί σε 40 γλώσσες. 
Από πολύ νέος ασχολήθηκε συστηματικά με τον Φερνάντο Πεσσόα, μεταφράζοντας ένα μεγάλο μέρος του έργου του στα ιταλικά. Ταυτόχρονα υπήρξε ένας από τους επιφανέστερους μελετητές του έργου του Πορτογάλου ποιητή και συγγραφέα και συνέβαλε ουσιαστικά στην παγκόσμια εδραίωση και διάδοση του έργου του. Ένα τμήμα των δοκιμίων του για τον Πεσσόα έχουν δημοσιευτεί στον τόμο «Η νοσταλγία του πιθανού - Γραπτά για τον Φερνάντο Πεσσόα» (εκδ. Άγρα 2007). Στον Πεσσόα αφιέρωσε κι ένα λογοτεχνικό του έργο «Οι τρεις τελευταίες μέρες του Φερνάντο Πεσσόα - Ένα παραλήρημα» (εκδ. Άγρα 1999).
Η εκτενής νουβέλα του «Ρέκβιεμ» (1992) γράφτηκε απευθείας στα πορτογαλικά, ενώ το μυθιστόρημά του «Έτσι ισχυρίζεται ο Περέιρα» (1994), που τον έκανε παγκοσμίως γνωστό, διαδραματίζεται στην Πορτογαλία του Σαλαζάρ. 
Ο Αντόνιο Ταμπούκι, παρότι ξεκίνησε τη συγγραφική του καριέρα με ένα μυθιστόρημα («Piazza d' Italia», 1975) υπήρξε κυρίως συγγραφέας της μικρής φόρμας. Από το «Παιχνίδι της αντιστροφής» (1981) μέχρι το «Ο χρόνος γερνάει γρήγορα» (2009) ο Ταμπούκι έγραψε μια σειρά από αριστοτεχνικά, συχνά μινιμαλιστικά,  διηγήματα που έδωσαν μια νέα ώθηση στη σύγχρονη ιταλική λογοτεχνία. Στα χρόνια που πέρασαν ανάμεσα σε αυτές τις δύο συλλογές, δημοσίευσε επίσης τις συλλογές «Η γυναίκα του Πόρτο Πιμ» (1983), «Μικρές παρεξηγήσεις άνευ σημασίας» (1985), «Τα πετούμενα του Μπεάτο Αντζέλικο» (1987), «Ο μαύρος άγγελος» (1991), «Όνειρα ονείρων» (1992). 
Οι εκτενείς νουβέλες/μυθιστορήματά του είναι το «Νυχτερινό στην Ινδία» (1984), «Η γραμμή του ορίζοντα» (1986), « Ρέκβιεμ - Μια παραίσθηση» (1992), «Οι τρεις τελευταίες μέρες του Φερνάντο Πεσσόα - Ένα παραλήρημα» (1994), «Έτσι ισχυρίζεται ο Περέιρα» (1994), «Η κομμένη κεφαλή του Νταμασένου Μοντέιρο» (1997), «Είναι αργά, όλο και πιο αργά» (2001), «Ο Τριστάνο πεθαίνει. Μια ζωή» (2004).
Κοσμοπολίτης συγγραφέας που ταξίδευε συνεχώς, ο Ταμπούκι συγκέντρωσε τα ταξιδιωτικά του κείμενα στον τόμο «Ταξίδια και άλλα ταξίδια» το 2011. 
Ο Ταμπούκι υπήρξε ένας έντονα πολιτικοποιημένος συγγραφέας. Παρενέβαινε τακτικά με άρθρα του σε εφημερίδες χτυπώντας όλα τα κακώς κείμενα, ιδιαίτερα της περιόδου του μπερλουσκονισμού. Αυτό, μάλιστα, είχε ως αποτέλεσμα μια μεγάλη δικαστική του περιπέτεια τα τελευταία δύο χρόνια με τον αντιπρόεδρο της Βουλής, στέλεχος του κόμματος του Μπερλουσκόνι. 

Υπερασπίστηκε σθεναρά τα δικαιώματα των τσιγγάνων στην Ιταλία (έγραψε, μάλιστα, το βιβλίο «Οι τσιγγάνοι και η Αναγέννηση» το 1999). Τον απασχόλησαν επίσης θέματα που αφορούσαν τη δημοκρατία και την τρομοκρατία («Η γαστρίτιδα του Πλάτωνα», βιβλίο του 1998), και υπήρξε ιδρυτικό μέλος του Διεθνούς Κοινοβουλίου των Συγγραφέων (1993) που δημιουργήθηκε για να υπερασπιστεί συγγραφείς απ' όλο τον κόσμο που δέχονταν απειλές κατά της ζωής τους στις χώρες τους. Το Κοινοβούλιο εξέδιδε το περιοδικό «Αουτονταφέ» που κυκλοφόρησε ταυτόχρονα σε 8 γλώσσες, καθώς και στην Ελλάδα (εκδ. Άγρα).
Πολλά βιβλία του έχουν μεταφερθεί στον κινηματογράφο. Σημειώνουμε τις ταινίες «Νυχτερινό στην Ινδία» του Αλαίν Κορνώ, «Έτσι ισχυρίζεται ο Περέιρα» του Ρομπέρτο Φαέντσα με τον Μαρτσέλο Μαστρογιάνι, «Ρέκβιεμ» του Αλαίν Τανέρ, κ.α. Ο κινηματογράφος υπήρξε πάντα ένα από τα σημαντικά σημεία αναφοράς στο έργο του. Στον κινηματογράφο του Αλμοδόβαρ αφιέρωσε το βιβλίο του «20 φωτογράμματα» με 11 νυχτερινές φωτογραφίες του γιου του Μικέλε Ταμπούκι (2006).
Κείμενά του μεταφέρθηκαν στο θέατρο από τον Τζόρτζιο Στρέλερ και άλλους σε διάφορες χώρες. Στην Ελλάδα ο Μιχάλης Βιρβιδάκης ανέβασε στα Χανιά το έργο «Τρεις ασήμαντες ιστορίες χωρίς συμπέρασμα» (2005).

Έχει βραβευτεί με πολλά διεθνή βραβεία, μεταξύ των οποίων Pen Club, Campiello, Viareggio Repaci στην Ιταλία, Prix Médicis Étranger, Prix Européen de la Littérature, Prix Méditerranée στη Γαλλία, Ευρωπαϊκό Αριστείον, το Nossack στη Γερμανία, το Europäischer Stäatspreis στην Αυστρία, το Hidalgo και Francisco Cerecedo στην Ισπανία. Συζητήθηκε συχνά η υποψηφιότητά του για το Βραβείο Νόμπελ. 
Από το 1997 ερχόταν στην Ελλάδα κάθε χρόνο, στις αρχές του καλοκαιριού, είτε για να παρουσιάσει βιβλία του είτε για να κάνει διακοπές - κυρίως στην Κρήτη, φιλοξενούμενος στο ξενοδοχείο Δώμα, στα Χανιά. Τα Χανιά ανταπέδωσαν την αγάπη του Ταμπούκι κάνοντάς τον επίτιμο δημότη της πόλης το 2011. 
Ένα χρόνο πριν, τον Μάιο του 2010, είχε αναγορευτεί επίτιμος διδάκτωρ του τμήματος Ιταλικής Γλώσσας και Φιλολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.
Σχεδόν το σύνολο του έργου του έχει εκδοθεί στην Ελλάδα από τις Εκδόσεις Άγρα σε μεταφράσεις πάντα του Ανταίου Χρυσοστομίδη (ο οποίος μάλιστα τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Μετάφρασης το 2003 για τη μετάφραση του μυθιστορήματος «Είναι αργά, όλο και πιο αργά»). Με τον Ανταίο Χρυσοστομίδη τον συνέδεε μια στενή φιλία που αποτυπώνεται στο βιβλίο τους «Ένα πουκάμισο γεμάτο λεκέδες» (1999), μια σειρά συζητήσεων για το μέχρι τότε δημοσιευμένο έργο του συγγραφέα.  
Ήταν παντρεμένος με την Πορτογαλίδα Μαρί-Ζοζέ Λανκάστρε, επίσης μελετήτρια και μεταφράστρια του Πεσσόα, με την οποία απέκτησε δύο παιδιά. 
Η είδηση του θανάτου του μεταδόθηκε αμέσως σε όλο τον κόσμο, με εκτενή δημοσιεύματα σε πολλές ευρωπαϊκές εφημερίδες. Ο Ιταλός εκδότης του Κάρλο Φελτρινέλι έκανε την ακόλουθη δήλωση: «Μας άφησε ένας φίλος, ένας σύντροφος του δρόμου, ένας άνθρωπος που έζησε την εποχή του με πάθος και λύσσα, ένας ευρωπαίος διανοούμενος, ένας μεγάλος συγγραφέας».
Τελευταία δημόσια παρουσία στην Ελλάδα:
1) Μέγαρο Μουσικής, στο πλαίσιο των εκδηλώσεων Megaron Plus παρουσίαση του βιβλίου «Ταξίδια και άλλα ταξίδια» με τον Ανταίο Χρυσοστομίδη και τον Βαλέριο Αντάμι (19 Μαΐου 2011)
2) Ιταλικό Ινστιτούτο Αθήνας, προλόγισμα της προβολής της ταινίας «Νυχτερινό στην Ινδία» του Αλαίν Τανέρ (20 Μαΐου 2011)
Αναδημοσίευση επιστολής που μας κοινοποιήθηκε απο τις εκδόσεις ΑΓΡΑ

Κυριακή 25 Μαρτίου 2012

Προβλήματα της ηθικής στην άσκηση της πολιτικής. Σημειώσεις της Σώτης Τριανταφύλλου για το βιβλίο "εγκώμιο της πραότητας" του Ν. Μπόμπιο


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟ «ΕΓΚΩΜΙΟ ΤΗΣ ΠΡΑΟΤΗΤΑΣ» (1)
  
 Ο Νορμπέρτο Μπόμπιο έφυγε από τον κόσμο το 2004, όταν η ιταλική δημοκρατία (ασταθής, διεφθαρμένη, αλλά «ιστορική» και «πλουραλιστική») είχε δώσει τη θέση της στο κράτος του Σίλβιο Μπερλουσκόνι, στο πε­ριοδικό Panorama (αντίστοιχο του γερμανικού Spiegel) και στην αμφίβολη αισθητική του Βιττόριο Σγκάρμπι, ο οποίος έγινε ένα είδος πρέσβη του ιταλικού πολιτισμού στον κόσμο, παραδίδοντας μαθήματα sex-appeal από το ραδιόφωνο. Ο Μπόμπιο πρόλαβε να γίνει μάρτυρας της υποχώρησης της ιταλικής διανόησης και της ανόδου μιας νεόπλουτης μικροαστικής τάξης που απέκτησε εξουσία από το εμπόριο, τις υπηρεσίες, τα μέσα ενημέρωσης και το χρηματιστήριο· η ευτέλεια και το κενό της ιταλικής ζωής ήταν ολοφάνερα: ο Ουμπέρτο Έκο ετάχθη υπέρ της ιδιωτικοποίησης του πανεπιστημίου (εφόσον το δημόσιο είχε αποτύχει), η Οριάνα Φαλλάτσι εξέδωσε το La rabbia et lorgo­glio (όπου επιτέθηκε εναντίον όλων των Αράβων και των μαύρων, αδιακρίτως, εφόσον η Αριστερά, από την πλευρά της, τους κάλυπτε αδιακρίτως), ενώ ο πρώην αριστερός συγγραφέας Αλμπέρτο Αρμπαζίνο ξεκίνησε σταυροφορία κα­τά των μεταναστών. Το ερώτημα του σύγχρονου πολίτη, όπως το θέτει ο Νορμπέρτο Μπόμπιο, είναι: Τι πρέ­πει να κάνουμε; Πώς πρέπει να αντιδράσουμε, λόγου χάρη, στο γεγονός ότι η Forza Italia ενθάρρυνε τους φοιτητές του Πανεπιστημίου της Μπολόνια να καταδίδουν τους καθηγητές που εξέφραζαν την αντίθεσή τους στην κυβέρνηση; Και πόσο αποτελεσματική είναι η βί­αιη σύγκρουση; Για όποιον αναζητεί «εσχάτους» της Αριστεράς, ο Νορμπέρτο Μπόμπιο είναι ο «έσχατος» μιας εποχής. (2)
Η μεταπολεμική ευρωπαϊκή Αριστερά –τα οργανωμένα μέλη της, οι «οπαδοί» και οι συνοδοιπόροι της– αναπτύχθηκε μέσα στο μίσος: το «ταξικό μίσος» που υπαγόρευαν τα μαρξιστικά κείμενα και την οργή που είχε προκαλέσει ο φασισμός, ο ναζισμός και οι φρικαλεότητες του πολέμου. Παρά την ανθρωπιστική της παράδοση, μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο η Αριστερά ορίστηκε περισσότερο αρνητικά –ως ένα λαϊκό κίνημα εναντίον του φασισμού, εναντίον του ναζισμού, αν και όχι επαρκώς εναντίον του σταλινισμού– παρά θετικά, δηλαδή ως μια συγκεκριμένη πολιτική πρόταση ή ένα εφικτό όραμα. Όσο για τον Νορμπέρτο Μπόμπιο, το τελευταίο έργο του οποίου είναι αυτό εδώ το Εγκώμιο της πραότητας, εκφράζει - εξαιτίας της μακροζωίας του και με τον τρόπο του- το αντιφασιστικό και αριστερό κίνημα στην Ιταλία: την πορεία του, τις μεταπτώσεις και τις μεταστροφές του· τα σφάλματα και τις ελλείψεις του· τα κουσούρια των καλών προθέσεων. Και θέτει το ζήτημα του Κακού στην πολιτική και στον σύγχρονο κόσμο, προτείνοντας ανεκτικότητα, mitezza (πραότητα, ηπιότητα, μετριοπάθεια: όχι υποχωρητικότητα, όχι υποταγή) και διά βίου δέσμευση στην υπεράσπιση της ελευθερίας και στην αναζήτηση της αλήθειας.
Για τον Νορμπέρτο Μπόμπιο όλα άρχισαν το 1942, όταν προσχώρησε στο τότε παράνομο κόμμα Αzione –που είχε στόχο «μια δημοκρατία χωρίς επίθετα»– ούτε χριστιανική, ούτε σοσιαλιστική· και όταν πήρε μέρος στο αντιστασιακό κίνημα, με αποτέλεσμα να φυλακιστεί για λίγο καιρό. Η αντίσταση εναντίον του φασισμού προερχόταν από ένα ευρύ φάσμα της ιταλικής κοινωνίας: από το εξόριστο κομμουνιστικό κόμμα του οποίου ηγείτο ο Παλμίρο Τολιάττι (ο Γκράμσι είχε πε­θάνει το 1937, έχοντας περάσει τα χρόνια του φασισμού σε φυλακή του Πιεμόντε), από τους υποστηρικτές του φιλελευθερισμού που εκπροσωπούσε ο Κάρλο Σφόρ­τσα· από το αριστερό (μη μαρξιστικό) κίνημα Giustizia e Libertà που είχε ήδη αποδυναμωθεί μετά τη δολοφονία των ηγετών του Νέλλο και Κάρλο Ροσσέλλι το 1937· από την οργάνωση των βασιλοφρόνων Alleanza Nazio­nale που είχε στόχο τη ρήξη της μοναρχίας με τον φα­σισμό· τέλος, από μια σειρά πρόσωπα και σχηματισμούς με διαφορετικές πεποιθήσεις (κοινοβουλευτικοί σοσιαλιστές, «προοδευτικοί» ιερωμένοι κτλ.). Το 1943 ήταν αποφασιστική χρονιά για την Ιταλία και τις αριστερές οργανώσεις: μετά την ανατροπή του φα­σιστικού καθεστώτος τον Ιούλιο, η Ιταλία άλλαξε στρατόπεδο και τους τρεις τέσσερις μήνες που ακολούθησαν, ενώ συνεχίζονταν ο πόλεμος και οι διπλωματικές χειρονομίες (όπως η συνδιάσκεψη της Τεχεράνης), τα γεγονότα υπήρξαν καταιγιστικά. Η Ιταλία, από μέλος του Άξονα έγινε το θέατρο συμμαχιών που περιελάμβαναν μοναρχικούς, κομμουνιστές του PCI, μέ­λη της άκρας αριστεράς (της Bandiera rossa) που αντιτάσσονταν στον σταλινισμό, καθώς και σοσιαλιστές, φιλελεύθερους, χριστιανούς, πατριώτες θαυμαστές του Γκαριμπάλντι και φεμινίστριες. Ο Νορμπέρτο Μπόμπιο εξελίχθηκε μέσα στη συγκυρία της πολιτικής σύμπραξης –που καθόρισε σε μεγάλο βαθμό τα πολιτικά πράγματα και τους δρόμους της σκέψης– καθώς και της πρωτοφανούς βίας στα μέτωπα του πολέμου. Το 1948 (αφού είχε σπουδάσει φιλοσοφία στο Μάρμπουργκ της Γερμανίας, όπου, σύμφωνα με τη μόδα της εποχής, η διατριβή του αφορούσε τον Καρλ Γιάσπερς) βρέ­θηκε στο Πανεπιστήμιο του Τορίνο, στο κέντρο του βιο­μη­χανικού Βορρά, που έγινε μια από τις εστίες της αν­θρωπιστικής Αριστεράς, σημείο συνάντησης στοχαστών όπως ο Βιττόριο Φόα, ο Λεόνε και η Νατάλια Γκίνζ­μπουργκ, ο Φράνκο Αντονιτσέλλι και ο Μάσσιμο Μίλα. Στη δεκαετία του ’50, στη λεγόμενη «Χερσόνησο», συνέβη αυτό που προσδοκούσε ο Ντον Φαμπρίτσο Σαλίνα στον Γατόπαρδο του Λαμπεντούζα («Για να μην αλ­λάξει τίποτα, πρέπει να αλλάξουν όλα»): μετά την εκλο­γική νίκη της Χριστιανοδημοκρατίας το 1948 (και την ήττα του «Λαϊκού Μετώπου»), οι στόχοι και οι ελπίδες της Αριστεράς υλοποιήθηκαν σε σημαντικό βαθμό μέσω του συνδικαλιστικού κινήματος: ο Ιταλός (και λιγότερο ο ξένος μετανάστης) βιομηχανικός εργάτης θεωρήθηκε ο τυπικός προλετάριος, ο φορέας και­νούργιων ιδεών που απέρριπτε τα ήθη του καθυστερημένου αγροτικού Νότου και ήταν έτοιμος για επαναστατικές πράξεις. Ωστόσο, ούτε ο ιδιότυπος εκλογικός νό­μος (legge truffa: νόμος «απάτη») ούτε η ευρεία λαϊκή βάση του συνασπισμού κομμουνιστών-σοσιαλιστών (που εκφραζόταν από τα παράλληλα ρεύματα της τέχνης και της λογοτεχνίας: τον νεορεαλισμό, τα λογοτεχνικά έργα του Παζολίνι, τα μυθιστορήματα του Βάσκο Πρατολίνι, του Κάρλο Κασσόλα, της Έλσα Μοράντε) έβαλαν σε πραγματικό κίνδυνο την κυριαρχία της Χριστιανοδημοκρατίας. Έτσι, σ’ αυτή την περίοδο της βιομηχανικής άνθησης (το «boom») την οποία διαδέχτηκε η στασιμότητα (το «sboom»), αναπτύχθηκε η αριστερή σκέψη (η βασισμένη στις δημοκρατικές αρχές του Γκράμσι που έθετε ερωτήματα για τη νεοτερικότητα), καθώς κι ένας τρόπος ζωής που απομακρυνόταν τόσο από το χριστιανικό-Καθολικό πρό­τυπο όσο και από το σταλινικό-σοβιετικό. Στην πραγματικότητα, χωρίς «να αλλάξει τίποτα», δηλαδή χω­­ρίς να συμβεί κοινωνική επανάσταση, η Ιταλία εξελίχθηκε από μια καινούργια, αναπτυσσόμενη χώρα (δεν είχε περάσει ούτε ένας αιώνας από την ενοποίησή της) στο κατ’ εξοχήν ευρωπαϊκό σκηνικό των πολιτικών και πολιτιστικών ζυμώσεων.
Την περίοδο της ακμής του μυθιστορήματος (Τζόρτζο Μπασσάνι, Έλιο Βιττορίνι, Ίταλο Καλβίνο), στον χώρο της πολιτικής και ιστορικής σκέψης σημειωνόταν μια κοσμογονία: ο Νορμπέρτο Μπόμπιο ήταν ένας από την πληθώρα των διανοουμένων της Αριστεράς (ο όρος σήμερα ακούγεται ελαφρώς γελοίος) που αναθεώρησαν το μαρξιστικό-λενινιστικό δόγμα, επιμένοντας στην «έννομη» δημοκρατία, στον διαχωρισμό και στον περιορισμό των εξουσιών. Το 22ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ και η στρατιωτική επέμβαση στην Ουγγαρία ενθάρρυναν την καταξίωση της απλής, σχεδόν αυτονόητης θεωρίας του «εθνικού δρόμου για τον σοσιαλισμό», την οποία είχε επεξεργαστεί ο Τολιάττι: έτσι, στη δεκαετία του ’50, παράλληλα με τη φιλολογική και ιστορική έρευνα γύρω από τη γέννηση και την ανάπτυξη των ολοκληρωτισμών (π.χ. τα έργα του Πρίμο Λέβι), διαμορφώθηκε η βάση για τον λεγόμενο ευρωκομμουνισμό (άλλος ένας όρος –αν όχι μια ολόκληρη έννοια και στρατηγική– που ξεπεράστηκε θλιβερά).
Το 1956, ο ίδιος ο Μπόμπιο κινείτο ακόμα στον χώ­ρο της έρευνας του Δικαίου, επηρεασμένος από τη φαι­νομενολογία (θα μπορούσαμε μάλιστα να θεωρήσουμε ως επίγονό του τον Τζόρτζο Αγκάμπεν). Μέχρι το 1965, όταν εκδόθηκε το δοκίμιό του για τον Χομπς, μελετούσε τη σχέση της Λογικής με την επιστήμη του Δικαίου με εργαλείο μια εκδοχή του θετικισμού (που, με τη σει­ρά της, καταγόταν από τον Ρούντολφ Κάρναπ). Στη συνέχεια, τα γραπτά του θα προσανατολιστούν περισσότερο στην ανάλυση της επικαιρότητας (της πλούσιας σε γεγονότα), ενώ το θεωρητικό τους υπόβαθρο θα διευ­ρυνθεί με επιστροφή στον Χέγκελ (η οποία μπορεί να θεωρηθεί επίσης ως σημείο των καιρών που παρατάθηκαν μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’80).
Το 1965 ο δυτικός κόσμος κλυδωνίστηκε με πρωτοφανή τρόπο και ένταση. Στην Ιταλία αυτός ο κλυδωνισμός διήρκεσε πάνω από δεκαπέντε χρόνια: από το 1968, μεταξύ ποικίλων κινημάτων, λαϊκών αιτημάτων και πολιτικών αναταραχών, οι αντάρτες πόλεων βρέθηκαν να ορίζουν την πολιτική ζωή· παρ’ ελπίδα, οι δια­­βόητες Ερυθρές Ταξιαρχίες και οι συγγενικές υπερ-αριστερές τρομοκρατικές οργανώσεις ενεπλάκησαν σε μια βρόμικη μάχη που δεν μπορούσε να αναδείξει νικητές. Έτσι, σε μια χώρα «προοδευτικών» μεγαλοεπι­χειρηματιών (όπως ήταν, λόγου χάρη, ο Αντριάνο Ολιβέττι), κομμουνιστών αριστοκρατών (όπως ο Λουκίνο Βισκόντι) και θρησκόληπτων αγροτικών μαζών, εκτυλίχθηκε –μπροστά στα έκπληκτα μάτια των κομμουνιστών– η τραγωδία του πολιτικού οπτιμισμού. Παραλλήλως, αναδείχθηκε η «στρατευμένη» φιλοσοφική σκέψη του Μπόμπιο η οποία συμβάδιζε –και περιστασιακά ταυτιζόταν– με τις θέσεις της ριζοσπαστικής εφημερίδας Ιl Mondo, των αγωνιστών υπέρ του κοσμικού κράτους, των πολιτικών όπως ο Μάρκο Πανέλλα (που πρωτοστάτησε στον αγώνα για το δικαίωμα του διαζυγίου και των αμβλώσεων), καθώς και μιας πλευράς του εργατισμού την οποία εκπροσωπούσε στο Τορίνο ο Ρανιέρο Παντσιέρι (γνωστός από το περιοδικό Quader­ni Rossi που ίδρυσε μαζί με τον Μάριο Τρόντι).
Το 1969 ο Μπόμπιο ήταν ένας από τους ιδρυτές της Σχολής Πολιτικών Επιστημών του Τορίνο. Ακολούθησε μια περίοδος φοιτητικών αναταράξεων όπου δεν έλει­ψαν οι αντιπαραθέσεις του με τους φοιτητές - αντίθετα από άλλους καθηγητές, ο Μπόμπιο δεν φαινόταν διατεθειμένος να κολακέψει το φοιτητικό κίνημα και να αποδεχθεί την αυταπάτη της παντοδυναμίας του. Εξάλλου, εκείνον τον καιρό το Βατικανό, οι ΗΠΑ και η δράση των Ερυθρών Ταξιαρχιών αναχαίτισαν και αμαύ­­ρωσαν το πλουραλιστικό όραμα του Ενρίκο Μπερ­λί­γκουερ, ο οποίος δεν άργησε να χαρακτηριστεί οπορτουνιστής από το ΚΚΣΕ και από τις τοπικές υπερ-αρι­στερές οργανώσεις (3)
Ο «ιστορικός συμβιβασμός», μια πολιτική πλατφόρμα που διαμορφώθηκε το 1972 και είχε ως στόχο της να συμφιλιώσει τη διχασμένη Ιταλία, ήταν εν πολλοίς επι­νόηση του Νορμπέρτο Μπόμπιο, ο οποίος στην αρχή της δεκαετίας του ’70, στα πλαίσια της ιστορικής του έρευνας γύρω από το ιταλικό «Novecento», ασχολείτο με το πατριωτικό, εκσυγχρονιστικό κίνημα και τη δράση του Κάρλο Κατάνεο, μια μάλλον παράδοξη μορφή του Risorgimento. Η ιδέα ότι, παρά τη δημοτικότητά τους, το Κομμουνιστικό και το Σοσιαλιστικό Κόμμα δεν θα κατάφερναν να απο­σπάσουν κοινοβουλευτική πλειοψηφία, καθώς και τα αιματηρά γεγονότα της Χιλής συνέβαλαν στη συναρμολόγηση αυτής της συμφιλιωτικής πολιτικής την οποία το 1977 ο Μπόμπιο ανέλυε στο «Τι λογής σοσιαλισμός», ενώ ολόγυρά του –ως απάντηση στη δράση της ακροδεξιάς τρομοκρατίας– το λεγόμενο «Μαχόμενο Κο­μμουνιστικό Κόμμα» συναγωνιζόταν τις φασιστικές ορ­γανώσεις σε φανατισμό και βία. Στη διάρκεια του «ιστορικού συμβιβασμού» –κατά τον οποίον η άκρα δεξιά διαχωρίστηκε από τη Χριστιανοδημοκρατία και η άκρα αριστερά διαχωρίστηκε οριστικά από το PCI  η ιδεολογία και η εξουσία γνώρισαν βαθιά κρίση. Έκτο­τε, ο Μπόμπιο θα περιγράψει τη διάλυση των θεσμών επιμένοντας στη θέση της μη-βίας η οποία αντιβαίνει στον παραδοσιακό μαρξισμό-λενινισμό. Έτσι κι αλλιώς, αντίθετα από τα στελέχη της οργανωμένης Αριστεράς, ο Μπόμπιο αντλούσε συμπεράσματα από τον Καντ (τον οποίον οι μαρξιστές θεωρούσαν ανεπίτρεπτα «ιδεαλιστή»), καθώς και από την «απλή» ηθική που πρεσβεύει ότι η τιμιότητα και η ειλικρίνεια αποτελούν την καλύτερη πολιτική και ότι η αλήθεια είναι πάντα «επαναστατική».
Ποια είναι τα «μεγάλα» ζητήματα που απασχολούν τον Μπόμπιο ως φιλόσοφο του εικοστού αιώνα: πρώτον, το ζήτημα του Κακού (άρα και του Καλού, της «αρε­τής») το οποίο ερευνά διεξοδικά (αν και χωρίς πρωτοτυπία, δεδομένου ότι αναφέρεται από τον Αριστοτέλη και τον Πλάτωνα μέχρι τον Μπενεντέτο Κρότσε όπως οι περισσότεροι στοχαστές)· δεύτερον, είναι το ζήτημα της ισότητας και της ατομικής ελευθερίας (ιδέες που διαστρεβλώθηκαν τόσο από την πολιτική Δεξιά ό­σο και από την Αριστερά)· τρίτον, είναι το ζήτημα της βίας/μη-βίας που ενέπνευσε την πολιτική του PCI· τέταρτον, το ζήτημα της θρησκείας και της Εκκλησίας και πώς σχετίζονται με τη δημοκρατία και τα πολιτικά δι­καιώματα (όχι μόνο στον σύγχρονο κόσμο αλλά στην πορεία της ιστορίας, εξ ού και η μελέτη και η ανάλυση του Λεβιάθαν). Καθώς η σκέψη του ωρίμασε στα «μολυβένια χρόνια», ο Μπόμπιο ασχολήθηκε, όπως ανα­μενόταν, με τα προβλήματα της ηθικής στην άσκηση της πολιτικής: τι «επιτρέπεται»; Τι πρέπει να θεωρείται παραβίαση ενός οικουμενικού ηθικού κώδικα; Γιατί ο σκοπός δεν αγιάζει τα μέσα; Τι είναι τελικά «κράτος»; Γιατί απέτυχαν οι «ανθρωπιστικές» πολιτικές όπως εκείνη του ιστορικού συμβιβασμού; Ποια είναι η διαφορά της πολιτικής «πραότητας» από εκείνη που κηρύσσουν οι παπάδες (προτείνοντας ως σύμβολο τον αμνό); Γιατί η πραότητα βρίσκεται πάντα στο έλεος της πολιτικής;
Από τα τέλη της δεκαετίας του ’70 ο Μπόμπιο, ως επίτιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου του Τορίνο και αργότερα ως γερουσιαστής (επί προεδρίας του Σάντρο Περτίνι), άρχισε να παίζει ενεργό πολιτικό ρόλο συμβάλλοντας στη δημιουργία του Δημοκρατικού Κόμματος της Αριστεράς (το οποίο μετεξελίχθηκε στους «Δημοκράτες της Αριστεράς») και επισημαίνοντας τα με­γεθυνόμενα προβλήματα της τεχνοκρατίας και της γρα­φειοκρατίας. Το έργο που εκφράζει αυτή τη φάση της ζωής και της δράσης του ήταν το Δεξιά και Αριστερά (1994), (4)  ένα απρόσμενο μπεστ-σέλερ, που όφειλε την επιτυχία του σε μια επίκαιρη κριτική της ιταλικής πολιτικής, καθώς ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι ανα­μειγνυόταν στα ζητήματα της άμεσης εξουσίας (5) . Έτσι κι αλλιώς, η διαφθορά, ο ρόλος της Μαφίας και της Κα­θολικής Εκκλησίας αποτελούσαν –και αποτελούν– ανεξάντλητο υλικό για τους ριζοσπάστες στοχαστές, από τον Μπόμπιο μέχρι τον Χάμπερμας και τον Αγκάμπεν, καθώς οι τρεις αυτοί μοιράζονται την αναγωγή στην αναλυτική φιλοσοφία, την άρνηση του δογματισμού και την ορθολογιστική μεθοδολογία στην ανάλυση των προ­βλημάτων του Δικαίου, των αντιφάσεων του κράτους και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Οι επιρροές του Μπόμπιο, εκτός από τον Καρλ Γιάσπερς, τον Χομπς και τον Λοκ, πρέπει να αναζητηθούν στην ιταλική σοσιαλιστική και φιλελεύθερη παράδοση: στον Βιλφρέντο Παρέτο (ο οποίος εφάρμοσε την επιστημονική μεθοδολογία στη μελέτη των μακροοικονομικών προβλημάτων, αλλά δεν έζησε για να καταγράψει την άνοδο του φασισμού), στον Γκαετάνο Μόσκα και στον Πιέρο Γκομπέττι· για να αναλύσει το πα­ρόν και να προτείνει λύσεις για το μέλλον, ο Μπόμπιο ανατρέχει στο φαινόμενο του φασισμού: γιατί ο φασισμός εξελίχθηκε σε μαζικό κίνημα; Ποιος είναι ο ρόλος των ελίτ; Μπορεί να υπάρξει φιλελεύθερος καπιταλισμός; Ποια είναι τα όρια της πολιτικής ηθικής; Ποιες είναι οι αιτίες των φυλετικών και πολιτικών διακρίσεων; Είναι πράγματι η ιστορία «ένα νεκροταφείο αρι­στοκρατών» όπως έλεγε ο Παρέτο; Πώς, ύστερα από μια σύντομη στιγμή αμφισβήτησης, φτάσαμε στο σημείο εκκίνησης, δηλαδή στο αστυνομικό κράτος και στην «κατάργηση» του ατόμου μπροστά στις οργανωμένες ομάδες; Ποιος ήταν ο ρόλος της αριστερής τρομοκρατίας; Τι σημαίνει «πολιτική ανυπακοή»; Γιατί εξεγείρονται οι πολίτες; (6) Και τέλος: είναι η τρομοκρατία ηθικά αποδεκτή; Ισχύει πράγματι το homo homini lupus του Χομπς; Αν συμπεραίνει κάτι ο Νορμπέρτο Μπόμπιο είναι το εξής: οι πολιτικές εξουσίες είναι ανίκανες να χειριστούν το σύνολο των κοινωνικών αιτημάτων. Διανύουμε μια εποχή του χρόνου όπου ο τίτλος μιας ποιητικής συλλογής του Παζολίνι –Le meglio gioventù (γραμμένη στη διάλεκτο του Φριούλι)– αποκτά πάλι νόημα: Τα καλύτερα χρόνια της ζωής μας θα αργήσουν να έρθουν· η επαναστατική ορμή βρίσκεται πίσω μας, στον εικοστό αιώνα· το παρόν μας ήταν ένα μελαγχολικό μέλλον που δεν είχε προβλεφθεί.
Σώτη Τριανταφύλλου
 [1] Νorberto Bobbio, “Εγκώμιο της πραότητας και άλλα κείμενα περί ηθικής”, μετ. Ηλιοφώτιστη Παπαστεφάνου, Εκδ. Πατάκη, σειρά “Κόσμος”, 2008.
2. Τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια η συμμετοχή των διανοουμένων στα κοινωνικά κινήματα έχει ελαχιστοποιηθεί: ο Αντόνιο Ταμπούκκι, ο Αντρέα Καμιλλέρι και ο Νάννι Μορέττι δεν διαθέτουν το θεωρητικό υπόβαθρο για να καταγγείλουν το φασιστοειδές κύμα που έχει ξεσπάσει στην Ιταλία. Όπως έγραψε η Monde diplomatique τον Απρίλιο του 2002 «από την Ιταλία λείπει ο Πιερ Μπουρντιέ, ο Γκορ Βιντάλ, η Σούζαν Ζορζ…». Οι γνώμες πάνω σ’ αυτό διίστανται.
3.  Σ’ αυτό το σημείο έχει ενδιαφέρον να διαβαστεί το δοκίμιο του Μάριο Tρόντι «Berlinguer. Il principe disarmato» (ed. Sisifo, 1994), όπου γίνεται κριτική στον ειρηνιστικό «ρεφορμισμό» του PCI.
4.  Νorberto Bobbio, “Δεξιά και αριστερά: σημασία και αίτια μιας πολιτικής διάκρισης”, Μετ. Ελεονώρα Ανδρεδάκη, εκδ. Πόλις, 1996.
5.  Πρέπει να τονιστεί ότι ούτε ο Νορμπέρτο Μπόμπιο, ούτε κανείς άλλος προέβλεψε αυτό που ο Αλεξάντερ Στίλλε χαρακτήρισε «λεηλασία της Ρώμης» και συνίσταται στη μονοπώληση των μέσων ενημέρωσης και στον εκχυδαϊσμό της πολιτικής ζωής μετά την ίδρυση της Forza Italia. Αν και ελάχιστοι διανοούμενοι με γόητρο υποστηρίζουν τον Σίλβιο Μπερλουσκόνι και τις ιταλικές κυβερνήσεις που προέκυψαν μετά την «κατρακύλα» του Μπεττίνο Κράξι, οι παλιοί κεντρο-αριστεροί – όπως, λόγου χάρη, ο οικονομολόγος Τζεμινέλλο Άλβι, κινήθηκαν προς τα δεξιά (μολονότι ο νεο-μαλθουσιανισμός του Άλβι πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπόψη). Ο Μπόμπιο, που πρόσκειται στο αριστερό «μέτωπο» με το υπερβολικά ρομαντικό όνομα «Η Ελιά», ούτε πρωτοτυπεί ούτε διαφέρει ριζικά από τους δημοσιογράφους της Repubblica και του Espresso σε ό,τι αφορά τα ζητήματα του «άγριου» φιλελευθερισμού και της παγκοσμιοποίησης.
6.  Βλ. και Τed Robert Gurr, Why Men Rebel?, Princeton University Press, 1970.

Η τελετή απονομής των Βραβείων και των Επαίνων για τον 1ο ποιητικό διαγωνισμό ΕΛΙΚΩΝ τη Δευτέρα 26 Μαρτίου

Η τελετή απονομής των Βραβείων και των Επαίνων 
για τον 1ο Ποιητικό Διαγωνισμό ΕΛΙΚΩΝ 
θα πραγματοποιηθεί τη Δευτέρα 26 Μαρτίου 2012 και ώρα 20:00 
στην Αίθουσα Εκδηλώσεων του Επιμελητηρίου Βοιωτίας


Υπενθυμίζεται ότι σύμφωνα με την Επίσημη Προκήρυξη του 1ου Διαγωνισμού ΕΛΙΚΩΝ απονέμονται 3 βραβεία και 3 έπαινοι που συνοδεύονται από έπαθλα.

Οι βραβευμένοι είναι:
Το 1ο Βραβείο του 1ου Ποιητικού Διαγωνισμού ΕΛΙΚΩΝ απονέμεται στη συμμετοχή με το ψευδώνυμο ΕΛΕΝΗ ΑΛΕΞΑΝΔΡΗ για το ποίημα ΕΥΔΟΜΕΡΟΣ (Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΟΔΥΣΣΕΑ) με συνολική βαθμολογία 64,5 βαθμών. Α/Α 66.
Το 2ο Βραβείο του 1ου Ποιητικού Διαγωνισμού ΕΛΙΚΩΝ απονέμεται στη συμμετοχή με το ψευδώνυμο ΤΑΞΙΑΡΧΗΣ Α. ΚΟΥΛΟΥΜΠΟΣγια το ποίημα ΚΑΛΛΙΓΡΑΦΙΚΕΣ ΚΑΤΑΣΚΕΥΕΣ ΑΝΑΜΝΗΣΕΩΝ με συνολική βαθμολογία 60 β. Α/Α 170.
Το 3ο Βραβείο του 1ου Ποιητικού Διαγωνισμού ΕΛΙΚΩΝ απονέμεται στη συμμετοχή με το ψευδώνυμο ΜΑΡΙΛΗ ΜΕΛΑ για το ποίημα ΜΠΡΑΪΓ με συνολική βαθμολογία 59,5 Β. Α/Α 51.

Οι Επαινοι
Ο Α' Επαινος του 1ου Ποιητικού Διαγωνισμού ΕΛΙΚΩΝ απονέμεται στη συμμετοχή με το ψευδώνυμο ΕΡΜΙΝΑ ΠΑΒΙΤΣ για το ποίημα ΠΕΤΡΑ με συνολική βαθμολογία 57,5 Β. Α/Α.
Ο Β' Επαινος του 1ου Ποιητικού Διαγωνισμού ΕΛΙΚΩΝ απονέμεται στη συμμετοχή με το ψευδώνυμο
ΑΡΤΕΜΙΣ για το ποίημα ΕΑΡΙΝΗ ΒΡΟΧΗ ΑΣΥΜΜΕΤΡΩΝ ΑΙΣΘΗΜΑΤΩΝ με συνολική βαθμολογία 57 β. Α/Α 94.
Ο Γ' Επαινος του 1ου Ποιητικού Διαγωνισμού ΕΛΙΚΩΝ απονέμεται στη συμμετοχή με το ψευδώνυμο ΑΦΡΟΔΙΤΗ ΠΟΛΙΤΗ για το ποίημα ΓΕΦΥΡΕΣ ΣΙΩΠΗΣ με συνολική βαθμολογία 54,5 β. Α/Α 48.

Για τον ειδικό κλάδο του Διαγωνισμού με θέμα τη Λιβαδειά το βραβείο που αθλοθέτησε ο Σύλλογος Οι Φίλοι του ΞΕΝΙΑ Λιβαδειάς απονέμεται στη συμμετοχή με το ψευδώνυμο MIST.

Τρίτη 20 Μαρτίου 2012

"...Εκεί που βρίσκουν όλα θεραπεία. / Στο πέραν. Στο ποτέ. Στην ουτοπία". Τιμήσαμε τον Μάνο Ελευθερίου και την παγκόσμια ημέρα ποίησης.

Ο Μάνος Ελευθερίου στο βιβλιοπωλείο της Λιβαδειάς ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΚΦΡΑΣΗ (Μάρτιος 2012)
Μάνος Ελευθερίου – δυο λόγια για την ποίησή του
Τραγουδά, πότε σπαραχτικά, πότε παρηγορητικά, τη φθορά του σώματος και της μορφής. 
Σαρκάζει και αυτοσαρκάζεται. 
Τραγουδά τον Χρόνο που χειμωνιάζει πάνω στους ανθρώπους. 
Τραγουδά την ομορφιά και το θάνατο που είναι το τίμημα της ομορφιάς. 
Τραγουδά την άραχλη και άρρωστη και παγωμένη επαρχιακή ζωή και τη στενάχωρη, μέσα σ’ αυτό το περιβάλλον, παρουσία του ευαίσθητου ανθρώπου. 
Τραγουδά τους καημούς και τους πόνους της φυλής μας, με το ελληνικό γλωσσικό όργανο, υπενθυμίζοντάς μας τι γλώσσα έχει ο καημός κι ο δεκαπεντασύλλαβος. 
Αποστηθίζει την ερημιά της γης και τραγουδά την παρακμή, αντιπαλεύοντας τον Χρόνο, αντιπαλεύοντας αυτό τον νοητό λύκο που ορίζει τη ζωή και τα αισθήματά μας. 
Τραγουδά τον πόνο του ανθρώπου και των πραγμάτων, μεγαλύτερος αδελφός αυτός του Καρυωτάκη, όπως ο Μιχάλης Γκανάς είναι μεγαλύτερος αδερφός του Κώστα Κρυστάλλη, προκρίνοντας την αγάπη και την έκφρασή της, προκρίνοντας την απλοχεριά των αισθημάτων, προκειμένου να μην χρειαστεί ν’ αναρωτηθούμε: Γιατί δε μας το λέγαν όσο ζούσαν / εκείνοι που κρυφά μας αγαπούσαν; 
Τραγουδά κι είναι μονίμως ασθενής δηλητηριασμένος απ’ τη λογοτεχνία κι έχει συμπτώματα βαριά των αναμνήσεων, γιατί η τέχνη της Ποιήσεως ρουφά το αίμα της καρδιάς του ποιητή. Κι ο ποιητής τον επιούσιον άρτον της αγάπης / με της καρδιάς του παίρνει το μισθό, προσβλέποντας ο ίδιος και, ταυτόχρονα, προτρέποντας κι εμάς τους αναγνώστες του στην ίδια προσδοκία: εκεί που βρίσκουν όλα θεραπεία. / Στο πέραν. Στο ποτέ. Στην ουτοπία. 
Γιώργος Χ. Θεοχάρης



Τιμήσαμε τον ποιητή ΜΑΝΟ ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ. 
Το βιβλιοπωλείο ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΚΦΡΑΣΗ, το ΤΡΟΦΩΝΙΟ ΩΔΕΙΟ και ΟΙ ΦΙΛΟΙ ΤΟΥΣ συνεργάσθηκαν για τέταρτη συνεχόμενη χρονιά και γιόρτασαν την παγκόσμια ημέρα ποίησης με το μεράκι και την ποιότητα που χαρακτηρίζει τις εκδηλώσεις τους και παρουσίασαν μια βραδιά αντάξια των προσδοκιών  του κοινού που γέμισε και πάλι ασφυκτικά το βιβλιοπωλείο.
Η Σταυρούλα Πολλάτου και η Πέπη Θεοχάρη τραγουδούν μελοποιημένη ποίηση Μάνου Ελευθερίου
Ποιήματα διάβασαν οι : Αγραφιώτης Γιώργος, Θεοχάρης Γιώργος, Κατσικογιάννη Βάσω. Τραγούδησαν η Πέπη Θεοχάρη και η Σταυρούλα Πολλάτου, στο πιάνο η Κατερίνα Μπότση και στη κιθάρα η Μαρία Πανουργιά. Έκτακτη συμμετοχή του κιθαρίστα και συνθέτη Κώστα Μουστάκα.
Οι συντελεστές της εκδήλωσης με τον Μάνο Ελευθερίου.
Θα επανέλθουμε και με άλλο οπτικοακουστικό υλικό.

Σάββατο 17 Μαρτίου 2012


“Η ΜΟΥΣΙΚΗ ΣΥΝΑΝΤΑ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ” 

το ΤΡΟΦΩΝΙΟ ΩΔΕΙΟ 
το Βιβλιοπωλείο ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΚΦΡΑΣΗ
οι φίλοι τους 
γιορτάζουν και φέτος την παγκόσμια ημέρα ποίησης

ΜΕ ΤΟΝ ΜΑΝΟ ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ 

Κυριακή 18 Μαρτίου 2012 ώρα 8.00 μ.μ.
στο βιβλιοπωλείο ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΚΦΡΑΣΗ 
 Πεσ. Μαχητών 47, Λιβαδειά

Δευτέρα 12 Μαρτίου 2012

Με τους στίχους, τα τραγούδια και την παρουσία του Μάνου Ελευθερίου υποδεχόμαστε και φέτος την παγκόσμια ημέρα ποίησης την Κυριακή 18 Μαρτίου


“Η ΜΟΥΣΙΚΗ ΣΥΝΑΝΤΑ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ”

το ΤΡΟΦΩΝΙΟ ΩΔΕΙΟ
το Βιβλιοπωλείο ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΚΦΡΑΣΗ
οι φίλοι τους
γιορτάζουν και φέτος την παγκόσμια ημέρα ποίησης

ΜΕ ΤΟΝ ΜΑΝΟ ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ
Κυριακή 18 Μαρτίου 2012|8.00 μ.μ.

στο βιβλιοπωλείο ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΚΦΡΑΣΗ,
Πεσ. Μαχητών 47, Λιβαδειά

Στον σπουδαίο ποιητή μας Μάνο Ελευθερίου είναι αφιερωμένη η καθιερωμένη κοινή εκδήλωση του βιβλιοπωλείου ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΚΦΡΑΣΗ και του ΤΡΟΦΩΝΙΟΥ ΩΔΕΙΟΥ στις 18 Μαρτίου 2012 με αφορμή τον γιορτασμό της παγκόσμιας ημέρας ποίησης. Με την παρουσία του Μάνου Ελευθερίου και των φίλων μας φιλοδοξούμε και φέτος να σας προσφέρουμε μια βραδιά αντάξια της παράδοσης που έχουμε δημιουργήσει.

ΜΑΛΑΜΑΤΕΝΙΑ ΛΟΓΙΑ
ποίηση: Μάνος Ελευθερίου

Μαλαματένια λόγια στο μαντίλι
τα βρήκα στο σεργιάνι μου προχτές.
Τ' αλφαβητάρι πάνω στο τριφύλλι
σου μάθαινε το αύριο και το χτες
μα εγώ περνούσα τη στερνή την Πύλη
με του καιρού δεμένος τις κλωστές.

Ζητούσα τα μεγάλα τα κυνήγια
κι όπως δεν ήμουν μάγκας και νταής
περνούσα τα δικά σου δικαστήρια,
αφού στον άδη μέσα θα με βρεις
να με δικάσεις πάλι με μαρτύρια
και σαν κακούργο να με τιμωρείς.

Τ' αηδόνια σε χτικιάσανε στην Τροία
που στράγγιξες χαμένα μια γενιά.
Καλύτερα να σ' έλεγαν Μαρία
και να ‘σουν ράφτρα μες στην Κοκκινιά,
κι όχι να ζεις μ' αυτή την συμμορία
και να μην ξέρεις τ' άστρο του φονιά.

Με δέσαν στα Στενά και στους Κανόνες
και ξημερώνοντας Παρασκευή
τοξότες, φάλαγγες και λεγεώνες
με πήραν και με βαλαν σε κλουβί
και στα υπόγεια ζάρια τους αιώνες
παιχνίδι παίζουν οι αργυραμοιβοί.

Γυρίσανε πολλοί σημαδεμένοι
απ' του καιρού την άγρια πληρωμή.
Στο μεσοστράτι τέσσερις ανέμοι
τους πήραν για σεργιάνι μια στιγμή
και βρήκανε τη φλόγα που δεν τρέμει
και το μαράζι δίχως αφορμή.

Και σαν τους άλλους χάθηκαν κι εκείνοι
τους βρήκαν να γαβγίζουν στα μισά.
Κι απ' το παλιό μαρτύριο να 'χει μείνει
ένα σκυλί τη νύχτα που διψά,
γυναίκες στη γωνιά μ' ασετυλίνη
παραμιλούν στην ακροθαλασσιά.

Του κόσμου ποιος το λύνει το κουβάρι
ποιος είναι καπετάνιος στα βουνά;
Ποιος δίνει την αγάπη και τη χάρη
και στις μυρτιές του άδη σεργιανά;
Μαλαματένια λόγια στο χορτάρι
ποιος βρίσκει για την άλλη τη γενιά;

Και στ' ανοιχτά του κόσμου τα καμιόνια
θα ξεφορτώνουν στην Καισαριανή
Πως έγινε με τούτο τον αιώνα
και γύρισε καπάκι η ζωή;
Πως το ‘φερε η μοίρα και τα χρόνια
να μην ακούσεις έναν ποιητή;

Τα δίχτυα που είχα ρίξει στο σκοτάδι
τα φέραν καταπάνω μου οι καιροί.
Κι είδα τις έξι βρύσες μου σημάδι
ληστές να τις φυλούν και θυρωροί.
Χρυσά κυπαρισσόμηλα στον άδη
και που κανείς ποτέ δεν ιστορεί.



Ο Μάνος Ελευθερίου γεννήθηκε στην Ερμούπολη της Σύρας το 1938. Έχει εκδώσει μυθιστορήματα, ποιητικές συλλογές, τόμους με πεζά, λευκώματα και τέσσερις τόμους για το "Θέατρο στην Ερμούπολη τον 20ό αιώνα, 1901-1921", καθώς και την ανθολογία "Ερμούπολη, Μια πόλη στη λογοτεχνία" (Μεταίχμιο, 2004). Τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος 2005 για το μυθιστόρημά του "O καιρός των χρυσανθέμων" (Mεταίχμιο, 2004). Παράλληλα ασχολήθηκε με το τραγούδι. Ως στιχουργός έχει στο ενεργητικό του περίπου 400 τραγούδια και έχει συνεργαστεί σχεδόν με όλους τους Έλληνες συνθέτες.



Τρίτη 6 Μαρτίου 2012

Μια συναρπαστική βραδιά με την "Αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα"

Η ΑΛΚΗ ΖΕΗ στο βιβλιοπωλείο ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΚΦΡΑΣΗ 5-3-12
Το μυθιστόρημα των ανθρώπων της αριστεράς που τις αποφάσεις για τη ζωή τους έπαιρναν τα γεγονότα και όχι οι ίδιοι ζωντάνεψε χθες βράδυ η ΑΛΚΗ ΖΕΗ στο βιβλιοπωλείο μας καθώς με σεβασμό και αγάπη δεκάδες αναγνώστες της - κάθε ηλικίας - συζήτησαν με πάθος μαζί της το βιβλίο που τάραξε τις συνειδήσεις μας πριν 25 χρόνια και ξαναέρχεται στην επικαιρότητα με την επανέκδοσή του από το "Μεταίχμιο".

Ο φίλος μας ποιητής Γιώργος Θεοχάρης προλόγισε την Άλκη Ζέη με το κείμενο που ακολουθεί.

Άλκη Ζέη: Η αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα, Μεταίχμιο, 2010 

«Κανείς από τη γενιά μας δεν πρόλαβε (να γίνει αυτό που ήθελε). Μας προλάβαιναν άλλα. Πόλεμος, Δεκέμβρης, εμφύλιος, δικτατορία. Όλο τα παλιά θυμόμαστε. Μας βαριούνται. Δεν λέμε να τα ξεχάσουμε, είναι όλη μας η ζωή. Πόσες φορές είπαμε να τη φτιάξουμε από την αρχή! Δεν είναι το κουράγιο που μας έλειψε».

Κάπως έτσι τελειώνει το μυθιστόρημα της Άλκης Ζέη «Η αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα». Κάπως έτσι ολοκληρώνεται το μυθιστόρημα – ρέκβιεμ μιας γενιάς αριστερών ελλήνων που η ζωή τους έμελλε να καθορίζεται από τις θεμελιακές επιλογές που έκαναν στην νεότητά τους. Επιλογές που στόχευαν στη δημιουργία ενός νέου κόσμου, στον κόπο και στον πόνο της οικοδόμησης του οποίου ξόδεψαν τα καλύτερά τους χρόνια και στου οποίου τα συντρίμμια παρέμεινε εγκλωβισμένη η ύπαρξή τους.  

Το μυθιστόρημα της Άλκης Ζέη εκδόθηκε στην Ελλάδα το 1987, όταν η περεστρόικα τραβούσε την κουρτίνα πίσω από την λουστραρισμένη πρόσοψη του υπαρκτού σοσιαλισμού και άρχιζαν ν’ αποκαλύπτονται τα μέχρι τότε επιμελώς κρυμμένα. Μια αποκάλυψη ήταν και τούτο το κείμενο, κι όσο κι αν προξένησε αντιδράσεις, στους κύκλους που πάντα υπερασπίζονται την άποψη ότι τα άπλυτα που αφορούν στα ιερά και στα όσια της ιδεολογίας δεν πρέπει να βγαίνουν στη φόρα, δεν μπόρεσε να αμφισβητηθεί η βάση της αλήθειας του, γιατί, παρότι δεν επρόκειτο για ντοκουμέντο ιστορικής έρευνας, το πραγματολογικό υλικό της μυθοπλασίας ήταν ο καμβάς της ζωής της ίδιας της συγγραφέως. Η Άλκη Ζέη διηγήθηκε λογοτεχνικά πλευρές της ζωής της και της ζωής των συναγωνιστών και συντρόφων της.

Το αφηγηματικό εύρημα είναι το εξής: Βρισκόμαστε στον πρώτο καιρό της απριλιανής δικτατορίας. Έλληνες εμιγκρέδες βρίσκονται στο Παρίσι. Είναι κοντά στη ηλικία των πενήντα. Οι περισσότεροι υπήρξαν σύντροφοι από την εφηβεία τους, στη διάρκεια της γερμανικής κατοχής. Πήραν μέρος στη σύγκρουση του Δεκέμβρη το 1944. Κάποιοι πολέμησαν στον εμφύλιο που ακολούθησε. Κάποιοι φυλακίστηκαν, βασανίστηκαν, εξορίστηκαν. Κάποιοι βρέθηκαν στην αναγκαστική υπερορία μετά την ήττα του Δημοκρατικού Στρατού. Κάποιοι παραγκωνίστηκαν και διαγράφτηκαν από το Κόμμα, μα παραμένει η φλόγα μέσα τους άσβηστη. Τώρα βρίσκονται στο Παρίσι, μη μπορώντας να επιστρέψουν στην στρατοκρατούμενη Ελλάδα. Μια παρέα απ’ την ομάδα των αυτοεξόριστων, που την αποτελούν η Ελένη, ο Ευγένιος, ο Πάνος, ο Στέφανος και η Άννα παίρνουν μέρος στο γύρισμα μιας ταινίας, ως κομπάρσοι. Το γύρισμα αφορά σε μια σκηνή σ’ ένα βαγόνι σιδηροδρόμου. Είναι στατικό γύρισμα. Το τρένο βρίσκεται στο σταθμό και οι κομπάρσοι επιβάτες καθοδηγούνται ανάλογα με τις ανάγκες του σεναρίου από τον σκηνοθέτη. Ο τίτλος της ταινίας είναι Το τρένο της φρίκης. Όσες μέρες διαρκεί το γύρισμα, με τη συμμετοχή των εμιγκρέδων κομπάρσων, μία εβδομάδα πάνω κάτω, τόσος είναι και ο χρόνος της αφήγησης. Αντίθετα ο χρόνος της μυθιστορηματικής δράσης που καλύπτει η αφήγηση εκτείνεται σε τρεις περίπου δεκαετίες (1940-1970), αυτές που σημάδεψαν την νεώτερη ελληνική ιστορία και το αριστερό κίνημα στη χώρα μας. Τις δεκαετίες που σημάδεψαν ζωές χιλιάδων ανθρώπων.  

Αφηγείται η Ελένη. Όταν ο υπεύθυνος του γυρίσματος λέει: σκηνή – πλάνο – λήψη, η αφήγηση γίνεται σε πρώτο πρόσωπο και η Ελένη αναθυμάται τη ζωή της ως τότε. Όταν ακούγεται η εντολή: μοτέρ στοπ, η αφήγηση περνάει στο τρίτο πρόσωπο και, κατά τεκμήριο, αφορά στο παρόν της παρισινής παρέας. 

Η Ελένη γεννήθηκε στην Αθήνα. Γόνος αστικής οικογένειας. Το βαφτιστικό της όνομα είναι Δάφνη. Στα δεκαέξι της οργανώνεται στη ΕΠΟΝ και παίρνει το συνωμοτικό ψευδώνυμο Ελένη που θα την ακολουθήσει σ’ όλη της τη ζωή. Σε μια συνεργασία της γνωρίζει κι ερωτεύεται τον καθοδηγητή της, τον Αχιλλέα. Εκείνος θα παραμείνει μέχρι το τέλος του μυθιστορήματος με το συνωμοτικό του όνομα. Αχιλλέας. Δεν θα μάθουμε ποτέ το πραγματικό. Μέσα στο καμίνι της μάχης του Δεκέμβρη 1944 η Ελένη αρραβωνιάζεται τον Αχιλλέα. Δεν κατορθώνουν να μείνουν μαζί παρά λίγες ώρες και ο Αχιλλέας φεύγει κυνηγημένος στο βουνό, υποσχόμενος, σύμφωνα και με το τραγούδι εκείνης της περιόδου «Μας πήραν την Αθήνα –νανού, νανού, νανού- μόνο για ένα μήνα», ότι σ’ ένα μήνα ο ΕΛΑΣ θα διώξει τους Εγγλέζους και θα γυρίσει κοντά στην Ελένη. Αντί γι’ αυτό, βέβαια, ακολούθησε η Βάρκιζα, ο Εμφύλιος και η ήττα του Δημοκρατικού Στρατού. Ο Αχιλλέας, καπετάνιος του ΔΣΕ ακολουθεί τη μοίρα των ηττημένων και βρίσκεται στην Τασκένδη. Η Ελένη, η «Αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα», η αρραβωνιαστικιά ούτε καλά καλά της μιας νύχτας, ζει το δράμα στην Αθήνα. «Σ’ ένα χρόνο θα ‘χουμε μπει στην Αθήνα», της είπε ο Αχιλλέας ξεκινώντας ο εμφύλιος. «Πόσα κεφάλια μπηγμένα σε πασσάλους σ’ ένα χρόνο», σκέφτεται η Ελένη που συλλαμβάνεται, φυλακίζεται και γλυτώνει την εξορία, χάρη στις διασυνδέσεις της δυναμικής, αριστερής μητέρας της με πρόσωπα της κεντρικής εξουσίας. Η μητέρα της εξασφαλίζει για την Ελένη διαβατήριο και φεύγει για τη Ρώμη, τάχα να σπουδάσει. Εκείνη όμως έχει συνεννοηθεί με τον Σεριόζα, έναν υπάλληλο της σοβιετικής πρεσβείας στην Αθήνα με τον οποίο μυστικά συνεργάζεται, να λάβει βίζα από τη σοβιετική πρεσβεία στη Ρώμη για τη Μόσχα, προκειμένου να φτάσει στην Τασκένδη, στον Αχιλλέα. Η βίζα καθυστερεί. Η Ελένη μένει στην Ιταλία πολύν καιρό. Γνωρίζεται με τον Ζαν Πωλ, έναν Βέλγο ζωγράφο. Ερωτεύεται. Συνάπτει σχέση. Είναι τώρα η Δάφνη. Δίνει χώρο στην φιμωμένη επιθυμία της ψυχής και του σώματος. Κάποτε έρχεται η πολυπόθητη βίζα. Πηγαίνει στο Παρίσι απ’ όπου θα φύγει για τη Μόσχα. Στο Παρίσι την περιμένει η Μαρί Τερέζ, εκ μέρους του γαλλικού Κομμουνιστικού Κόμματος. Φτάνει στη Μόσχα κι από εκεί στην Τασκένδη. Ανταμώνει τον Αχιλλέα. Μένει έγκυος. Γεννάει μια κόρη, τη Δαφνούλα. Ο Αχιλλέας που ζει πλέον η Ελένη δεν είναι εκείνος που ονειρεύτηκε. Προτεραιότητα γι’ αυτόν είναι το Κόμμα κι όχι η Ελένη. Ούτε η ΕΣΣΔ είναι η κομμουνιστική κοινωνία που οραματίστηκε. Ούτε η κοινότητα των πολιτικών προσφύγων είναι αυτή που περίμενε. Η Ελένη απογοητεύεται από τις συνθήκες ζωής και διαβίωσης, από τις σχέσεις των ανθρώπων που σκιάζονται από την αλληλοϋπονόμευση και την ομαδοποίηση γύρω από τις κυρίαρχες τάσεις της κομματικής ιεραρχίας, κάθε φορά. Απογοητεύεται αντικρίζοντας πρώην περήφανους μαχητές του ΔΣΕ να έχουν μετατραπεί σε ανθρωπάκια.  Τα χρόνια κυλάνε, με ό,τι κουβαλάνε στο πέρασμά τους, εκεί στην Τασκένδη. Θάνατος του Στάλιν, 20ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ, αποσταλινοποίηση, εποχή Χρουτσιόφ, ωμοφαγικά γεγονότα στις κοινότητες των ελλήνων της Τασκένδης με την ανακαταγραφή και την πτώση του Ζαχαριάδη. Η Ελένη ζει τις εξελίξεις και την επίδρασή τους πάνω στους έλληνες πολιτικούς πρόσφυγες. Ζει την επίδραση των γεγονότων στον Αχιλλέα. Κάποτε μετακομίζουν στη Μόσχα. Στην Ελλάδα η πολιτική κατάσταση επιτρέπει δειλά ανοίγματα ανθρώπινης αντιμετώπισης των ηττημένων, δίνοντας ελπίδες επαναπατρισμού στους πρόσφυγες. Η Ελένη και η Δαφνούλα παίρνουν άδεια τρίμηνης παραμονής και έρχονται στην Αθήνα. Ο Αχιλλέας παραμένει στη Μόσχα. Είμαστε στις αρχές του 1967. Η Ελένη εξασφαλίζει ακόμη μια τρίμηνη άδεια. Ξαναγίνεται η Δάφνη. Ζει ανέμελα ό,τι έχει στερηθεί. Σε μιαν εκδρομή στους Δελφούς κάνει έρωτα μ’ ένα παλιό της γνώριμο. Λίγες μέρες πριν λήξει η άδεια παραμονής γίνεται η δικτατορία της 21ης Απριλίου 1967. Καταφέρνει και φεύγουν, μαζί με τη Δαφνούλα, στο Παρίσι. Εκεί ζει τα γεγονότα του Μάη 1968, την εισβολή των σοβιετικών τανκς στην Πράγα και τη διάσπαση του ΚΚΕ. Ο Αχιλλέας στέλνεται παράνομα στην χουντοκρατούμενη Αθήνα και μόλις φτάνει συλλαμβάνεται, φυλακίζεται και ορίζεται η δίκη του. 

Αυτό είναι, λίγο πολύ, το πλαίσιο της μυθιστορηματικής δράσης. Ωστόσο ανάμεσα στις γραμμές της αφήγησης προβάλλουν και θίγονται ζητήματα εξαιρετικής σημασίας για την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, υπόσταση, αυτοδιαχείριση, ελευθερία, εν σχέσει με την πίστη, την ιδεολογία, τη στράτευση. Θίγονται ζητήματα που αφορούν στην υπεράσπιση των ατομικών χαρακτηριστικών, της προσωπικότητας του ατόμου, απέναντι στην καταστατική ομογενοποίηση της προσωπικότητας στα πλαίσια της κοπαδικής λειτουργίας της μάζας, στο όνομα ενός υψηλού σκοπού και στο όνομα μιας κίβδηλης συλλογικότητας. Θίγονται ζητήματα που έχουν να κάνουν με το αν αξίζει ο άνθρωπος να ξοδεύει τη ζωή του διατεταγμένα, για όποιο σκοπό, και αν έχει δικαίωμα να πει «φτάνει ως εδώ», χωρίς να χαρακτηριστεί ρίψασπις, προδότης, χαφιές, λακές και άλλα ηχηρά παρόμοια.    

Η Ελένη, πριν φύγει από την Ελλάδα, αμέσως με τη λήξη του εμφυλίου, αρχίζει να βλέπει πράγματα που γίνονται από το Κόμμα τα οποία δεν ερμηνεύονται αποτελεσματικά. Τρανό παράδειγμα η περίπτωση του Ανεμοδαρμένου ή Θησέα. Η Ελένη τον γνωρίζει από την Κατοχή. Είναι ανώτατο στέλεχος. Καθοδηγητής που συνεπαίρνει τις ψυχές. Τώρα έχει πιαστεί από την κρατική ασφάλεια η οποία επιχαίρει πως έδωσε καίριο χτύπημα στον παράνομο μηχανισμό του ΚΚΕ. Ο Ανεμοδαρμένος καταγγέλεται από το Κόμμα ως πράκτορας. Εκείνος εκτελείται. Δημοσιεύεται η φωτογραφία του πτώματός του. Το ΚΚΕ χαρακτηρίζει τη φωτογραφία πλαστή και την εκτέλεση ψεύτικη. Ισχυρίζεται ότι ο πράκτορας Ανεμοδαρμένος έχει φυγαδευτεί στις ΗΠΑ.  

Για την Ελένη οι εκπλήξεις, σχετικά με το τι πραγματικά οικοδομείται στον υπαρκτό σοσιαλισμό, αρχίζουν από την ώρα που ο σοβιετικός πρόξενος στη Ρώμη που της δίνει τη βίζα, πληροφορούμενος πως εκείνη θα ταξιδέψει από το Παρίσι στη Μόσχα, της λέει: «Ωραία, θα σας βάλουν στη βίζα τρεις μέρες παραμονή στη Μόσχα, ώσπου να πάρετε το τρένο για την Τασκένδη». Η Ελένη δεν καταλαβαίνει. «Τι άδεια για τη Μόσχα, αφού θα έχω βίζα για τη Σοβιετική Ένωση;» Κι αφού είδε με τα μάτια της κι έζησε την καθημερινότητα στην Τασκένδη, όταν ο καθηγητής της των ρωσικών Μιχαήλ Γκρηγκόρεβιτς, ένας παραγκωνισμένος καθηγητής πανεπιστημίου που εκδιώχθηκε από τη Μόσχα γιατί δεν απέρριπτε, όπως του εζητείτο, αριστούχους φοιτητές του που η στάση τους δεν ήταν αρεστή στο Κόμμα, όταν, λοιπόν, ο καθηγητής, με τον αέρα αισιοδοξίας που έπνευσε από το 20ο Συνέδριο, λέει στην Ελένη «Καταλαβαίνεις, τώρα θα γυρίσουν οι φίλοι μου!», «Από πού, Μιχαήλ Γκρηγκόρεβιτς;», ρωτά η Ελένη. «Από τα στρατόπεδα», της αποκρίνεται. Η Ελένη σκέφτεται: «κι εμείς, άμα ακούγαμε καμιά τέτοια διάδοση, λέγαμε: “ψευτιές, ψευτιές, ψευτιές”».    

Η Ελένη λαμβάνει στην Τασκένδη ένα δέμα σταλμένο από τη Μόσχα, από τον παλιό της φίλο Σεριόζα –για τον οποίο τα αισθήματα αγάπης υπερβαίνουν εκείνα του έρωτα. Μέσα στο δέμα υπάρχουν και δύο τεράστια πακέτα βαμβάκι. Η Ελένη αναρωτιέται: «Πώς το μάντεψε ο Σεριόζα ότι μου ‘λειπε τόσο πολύ το βαμβάκι! Η Βάγια, με χίλια ζόρια, κατάφερνε να μου βρει λίγο από το νοσοκομείο όπου δουλεύει. Η μεγάλη μου απορία ήταν γιατί στην Τασκένδη, με τις απέραντες καλλιεργημένες εκτάσεις βαμβάκι, που την εποχή της συγκομιδής δεν φτάνανε οι μηχανές να το μαζέψουν, (…), δεν μπορούσες να βρεις στα φαρμακεία ούτε ένα πακέτο βαμβάκι. Ο Αχιλλέας δίνει την κλασσική απάντηση: “Φαίνεται χρειάζεται αλλού”. Ο Αντρέας, πάλι, εξηγεί διαφορετικά: “Είναι κι αυτό ένα από τα μυστήρια της σοβιετικής οικονομίας”».    

Η Ελένη ζει τα τραγικά γεγονότα της Τασκένδης, το 1955, όταν οι εσωκομματικοί διαγκωνισμοί για τη νομή της κομματικής εξουσίας και για την εξυπηρέτηση των σχεδιασμών του σοβιετικού πολίτ μπιρό, οδήγησαν σε αιματοκύλισμα, σ’ αυτή τη μακρινή γωνιά της γης, εκείνους που πριν λίγα χρόνια πολεμούσαν πλάι πλάι με τρύπιες αρβύλες, στη Μουργκάνα, στο Βίτσι, στο Γράμμο. Ας προσμετρήσουμε εδώ πως η Άλκη Ζέη εντάσσει στη μυθιστορηματική δράση τα γεγονότα της Τασκένδης το 1987, όταν ακόμη ελάχιστες αναφορές είχαν δοθεί στην ανάγνωση –κυρίως σε μορφή αναμνήσεων, γιατί στη λογοτεχνία δεν είχε σχεδόν ακόμη τίποτα εγκιβωτιστεί. Μονάχα ίσως ο Θωμάς Δρίτσιος είχε καταθέσει τη μαρτυρία του. Αργότερα, μετά το 1987, ακολούθησαν τα βιβλία μαρτυρίας και λογοτεχνικής διαχείρισης των γεγονότων, του Στέλιου Γιατρουδάκη, του Χρήστου Καινούργιου, του Γαβρίλη Λαμπάτου,  του Γιώργου Αθανάσαινα, του Κώστα Τσιαντίνη, αλλά και του Μιχάλη Πιτένη, της Μαρούλας Κλιάφα, του Κώστα Ακρίβου, της Ελένης Σαραντίτη, του Δημήτρη Σαραντάκου, της Έλενας Χουζούρη, του Αλέξη Πάρνη. [Να, με την ευκαιρία, μια ενδεικτική βιβλιογραφία για όποιον θα ήθελε να εντρυφήσει στα γεγονότα εκείνα].

Η Ελένη κάνει την τραγική διαπίστωση, στην Τασκένδη, για την δικαιοδοσία του Κόμματος να έχει λόγο και εξουσία πάνω στα ανθρώπινα συναισθήματα. Κάποτε δεν θ’ αντέξει και θα πει στον Αχιλλέα: «Μη μου λες χιλιοτριμμένα τσιτάτα. Ή θα μου μιλάς σαν άντρας μου ή σαν γραμματέας του κόμματος». Για να θα πάρει την απάντηση: «Το ένα δεν αναιρεί το άλλο». 

Η κομματική πειθαρχία επιβάλει την τήρηση μιας ογκολιθικής ηθικής η οποία συνθλίβει τα συναισθήματα. Μια ηθική που οδηγεί τους ανθρώπους να φροντίζουν το φαίνεσθαι σε βάρος του είναι. Στο Παρίσι, στην εποχή της δικτατορίας, βρίσκεται στην παρέα των εμιγκρέδων και η Άννα, η οποία ανήκει ηλικιακά στην επόμενη γενιά, αυτή που θα ονομαστεί, αργότερα, γενιά του Πολυτεχνείου. Λέει η Άννα στην Ελένη: «Αυτή είναι η διαφορά της γενιάς μας. Εμείς κάνουμε έρωτα κι ας είμαστε στην παρανομία και δεν το κρύβουμε. Εσείς ή το κάνετε στα κρυφά ή γίνεστε οσιομάρτυρες, ανέραστες και κομπλεξικές και κάθεστε και κλαίτε ακόμα τον εκτελεσμένο ΕΠΟΝίτη που σας είχε πρωτοφιλήσει».

Ο Αχιλλέας είναι το πρότυπο του ενταγμένου με την ψυχή και με το σώμα στην ιδέα. Καλύτερα του ενταγμένου στον φορέα που ενεργεί στο όνομα της ιδέας. Στο κόμμα. Εμπιστεύεται τις αποφάσεις του κόμματος τυφλά. Ακόμα κι όταν βλέπει. «Αφού το λέει το κόμμα, έτσι είναι!» Όμως το κόμμα είναι οι άνθρωποι, οι οποίοι, συχνά πυκνά, ενεργούν εξυπηρετώντας σκοπιμότητες και συμφέροντα. Μυριάδες ακολούθησαν τυφλά τη γραμμή του κόμματος στα χρόνια εκείνα. Για πολλούς ήταν επιλογή επιβίωσης. Όριζε τη στάση τους το συμφέρον. Για κάποιους άλλους η στάση τους υπαγορευόταν από την πίστη στην ιδέα. Αυτοί υπήρξαν τραγικά υποκείμενα της ιστορικής διαδρομής του κομμουνιστικού κινήματος. Ένας απ’ αυτούς ήταν ο Αχιλλέας.  Θα παραμείνει, ως το τέλος της μυθιστορηματικής πλοκής, με το αντάρτικο ψευδώνυμο. Αχιλλέας. Δεν θα μας δώσει τα στοιχεία της ταυτότητάς του η συγγραφέας. Γιατί; Μα ακριβώς επειδή ο Αχιλλέας δεν επιθύμησε άλλη ζωή έξω από τη στράτευσή του στην ιδέα. Δεν θέλησε να έχει ποτέ άλλη ταυτότητα. Σαν τους οσιομάρτυρες μιας άλλης ορθοδοξίας που κανένα συναξάρι δεν αποτυπώνει το ονοματεπώνυμό τους. 

Το ασκημένο μάτι της Άλκης Ζέη, εισχωρεί σε λεπτές πτυχές της ανθρώπινης συνείδησης, όπως, για παράδειγμα, στην αποτύπωση της απογοήτευσης που νιώθουν οι γάλλοι κομμουνιστές καθώς, αντικρίζοντας την Ελένη, συνειδητοποιούν ότι δεν επιβεβαιώνει με την εμφάνισή της, τη διάθεσή της και τη θέρμη της για ζωή, το μοντέλο που έχουν στο μυαλό τους για την αφοσιωμένη αρραβωνιαστικιά του καπετάνιου, την ταγμένη γυναίκα που οφείλει να είναι πάνω από τα ανθρώπινα κι όχι να πατάει στη γη, ενώ τούτη εδώ  δίνει χώρο στο κορμί της που θάλλει και μπουμπουκιάζει και σκάει ανθούς. Όσοι γνώριζαν την Ελένη απ’ την Αντίσταση, όταν έγινε η αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα, και την συναντούν είτε στην Τασκένδη είτε στην Αθήνα είτε, αργότερα, στο Παρίσι, θεωρούν πως διατηρείται φρέσκια εξαιτίας του «μεγάλου έρωτά της για τον Αχιλλέα» ή εξαιτίας του «ρομαντικού μύθου που ενσαρκώνει». «Δεν γέρασες, γιατί έζησες το όνειρό μας εκεί που ήσουνα», της λένε οι παλιοί της σύντροφοι όταν επαναπατρίζεται με την τρίμηνη άδεια το 1966. Όμως την Ελένη έθρεψε η θέρμη της για τη ζωή και η θέλησή της να χαρεί με τη θηλυκή της υπόσταση. Αυτή της η δυνατότητα την έκανε να εξισορροπεί τη σχέση της με το κόμμα και ν’ αντιμετωπίζει κριτικά τις αποφάσεις του. 

Το βιβλίο της Άλκης Ζέη δεν είναι ιστορικό μυθιστόρημα, όσο κι αν δείχνει, σε πρώτη ανάγνωση. Άλλωστε η Ελένη αφηγείται τα ιστορικά γεγονότα μέσα από τη δική της γωνία λήψης –πράγμα που, όπως λέει, δεν θα βοηθούσε κανέναν ιστορικό. Αν και η οπτική των υποκειμένων της ιστορικής εξέλιξης έχει, έτσι κι αλλιώς, ανεκτίμητη αξία για τον ιστορικό. Είναι ένα μυθιστόρημα χαρακτήρων που δρουν σε μια συγκεκριμένη, καθοριστική για την νεώτερη ιστορία μας, περίοδο. Έτσι, όπως προείπαμε, τα πραγματολογικά στοιχεία της αφήγησης είναι πολλά και δεν αφορούν μονάχα σε καταστάσεις και γεγονότα και χώρους και τόπους, αλλά και σε φυσικά πρόσωπα που διαδραμάτισαν ρόλους σ’ εκείνη την ταραγμένη εποχή, τα οποία περνούν στη μυθιστορηματική δράση με ψευδώνυμα. Κι’ αν είναι εύκολο να ταυτοποιηθεί ο Ανεμοδαρμένος ή Θησέας με τον Νίκο Πλουμπίδη, δεν είναι πολύ εύκολο να ταυτοποιήσει κάποιος εκείνο το στέλεχος του κόμματος, έναν χαρακτηριστικό τύπο αριβίστα, που, από τον καιρό της Κατοχής, η Ελένη και η παρέα της έχουν παρονομάσει σε Λιοντάρι του Ντανφέρ.  Ωστόσο ο συστηματικός μελετητής εκείνης της ταραγμένης τριακονταετίας μπορεί να συμπεράνει πως, μάλλον, πρόκειται για ένα από τα πλέον αμφιλεγόμενα πρόσωπα του ελληνικού κομμουνιστικού κινήματος, τον Δημήτρη Βλαντά.
Τα σημαντικά κείμενα της λογοτεχνίας χαρακτηρίζονται κι’ απ’ το παιχνίδι των υπαινιγμών. Από τις νύξεις που κάνει ο συγγραφέας, δίνοντας τη δυνατότητα στον αναγνώστη να διαβάσει πίσω από τις λέξεις. Ένα σημαντικό κείμενο της λογοτεχνίας μας είναι και «Η αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα». Και οι υπαινιγμοί δεν είναι λίγοι στο βιβλίο. Ας δούμε έναν που θεωρώ πως είναι εκείνος στον οποίο συνοψίζεται η πρόθεση και η θεματική της Άλκης Ζέη. Η συγγραφέας διαλέγει ως τόπο κατοικίας της Ελένης και της κόρης της, στο Παρίσι, την περιοχή του Σαραντόν, στην νοτιοανατολική άκρη της πόλης. Διαβάζουμε στο κείμενο ότι η Ελένη «πρωτάκουσε τη λέξη Σαραντόν όταν είχε πάει με τον Ευγένιο στο θέατρο στην Αθήνα να δει το έργο του Πήτερ Βάις Η δολοφονία του Μαρά.  Πού να ‘ξερε ότι κάποια μέρα θα ήτανε το σπίτι της στο Σαραντόν». Αυτή είναι η αναφορά στο μυθιστόρημα. Να πούμε εδώ ότι στο άσυλο του Σαραντόν βρέθηκε έγκλειστος ο Μαρκήσιος ντε Σαντ. Θα μπορούσε, λοιπόν, η Άλκη Ζέη να βάλει την ηρωίδα της να λέει πως πρωτοάκουσε τη λέξη Σαραντόν, π.χ., όταν διάβασε για το άσυλό του και τον εγκλεισμό του ντε Σαντ σ’ αυτό. Εκεί θα σταματούσε ίσως η αναζήτησή μας. Αναφέρθηκε όμως στο έργο του Πήτερ Βάις. Γιατί; Γνωρίζουμε πως ο επαναστάτης Μαρά δολοφονήθηκε το 1793 από την Σαρλότ Κορντέ μέσα στο λουτρό του όπου περνούσε πολλές ώρες επειδή έπασχε από μια δερματοπάθεια. Ο Πήτερ Βάις, στο θεατρικό του έργο, βάζει τον Μαρκήσιο ντε Σαντ, είκοσι χρόνια μετά τη γαλλική επανάσταση, έγκλειστο, όπως είπαμε στο άσυλο του Σαραντόν, να εφαρμόζει τη μέθοδο της δερματοπάθειας, σκηνοθετώντας την ιστορία της δολοφονίας του Ζαν Πωλ Μαρά με «ηθοποιούς» τους τρόφιμους του ασύλου. Καθώς όμως εξελίσσονται στη «σκηνή» τα γεγονότα που οδήγησαν στη δολοφονία του Μαρά, τα όρια ανάμεσα στην παράσταση και στην πραγματικότητα γίνονται ολοένα και πιο δυσδιάκριτα και το έργο μετατρέπεται σ’ ένα αιχμηρό σχόλιο για την επανάσταση και τη σύγκρουση της ατομικής ελευθερίας με το ιστορικό και κοινωνικό καθήκον. Νομίζω πως ο υπαινιγμός είναι τόσο σαφής όσο είναι και σπουδαίος. 

«Η αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα» είναι ένα μυθιστόρημα για εκείνους που οραματίστηκαν τη ζωή τους ως ένα έπος κι αυτή εξελίχθηκε σε δράμα και σε τραγική κωμωδία. Για εκείνους που υπήρξαν αληθινά κομπάρσοι πάνω στο «Τρένο της φρίκης», έτσι όπως μεταλλάχθηκε το τρένο της επανάστασης, με πρωταγωνιστές στις θέσεις των μηχανοδηγών, των κλειδούχων, των σταθμαρχών και των ελεγκτών τους αστέρες των ηγεσιών και της καθοδήγησης. Ένα «τραίνο φρίκης» ακινητοποιημένο πια στο σταθμό, όπως αυτό των κινηματογραφικών γυρισμάτων. Είναι ένα μυθιστόρημα για εκείνους που τις αποφάσεις για τη ζωή τους τις έπαιρναν τα γεγονότα και όχι οι ίδιοι. Για τη γενιά που δεν πρόλαβε να ζήσει. «Η αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα» είναι το μυθιστόρημα των ανθρώπων της αριστεράς που κύλησε η ζωή τους σαν ποτάμι μέσα από τα δάχτυλά τους εν’ όσω πάλευαν για μια καλύτερη ζωή, για μια κοινωνία δικαιοσύνης. Είναι το μυθιστόρημα μιας γενιάς που της οφείλουμε το σεβασμό μας. 

Μιας γενιάς στην οποία ανήκει και η Άλκη Ζέη, η οποία, παρ’ ότι «χειμωνιάζει» ο χρόνος πάνω της –όπως συνήθιζε να λέει με τον αλησμόνητο Μάριο Πλωρίτη- εκείνη παραμένει με μιαν αλκή ζέουσα –ας μου επιτραπεί το λογοπαίγνιο. Η αλκή εδώ και με την έννοια της ευψυχίας. 

Γιώργος Χ. Θεοχάρης
Λιβαδειά, Δευτέρα 5 Μαρτίου 2012