Κυριακή 29 Νοεμβρίου 2015

Ἡ Ὠδή τῆς Νηφάλιας Λίμνης – τοῦ π. Δοσίθεου Καστόρη

Robert Ball, “Mrs Barclay’s Pond, Harborne” (1949)

τοῦ π. Δοσίθεου Καστόρη

δή τς Νηφάλιας Λίμνης 


Λίμνη νηφάλια καί ταπεινή,

ἐσύ πού ὑποδέχεσαι τό ὕδωρ τό ὑπεράνω τῶν οὐρανῶν

ἀπό ὑπερκόσμια μυστική πηγή,

πλήρης ἱερῶν ναμάτων,

ἀπόπλυνε μέ τό νερό σου βαπτισματικά

τούς ρύπους τῆς ψυχῆς μου,

γιά ν’ ἁπλωθεῖ ὁλόλευκη

κατάντικρυ στόν ἄδυτο ἥλιο

καί ν’ ἀστράψει ἀπό τό φῶς τῆς ἔσχατης ἡμέρας.

Λίμνη νηφάλια καί ταπεινή,

πού σκύβοντας ἐπάνω σου

βλέπω νά καθρεφτίζεται Ἐκεῖνος

πού ἀποστρέφεται τούς ὑπερφίαλους Ὠκεανούς

καί κάνει καί τά πιό μικρά σου βάθη

μέγιστα ὕψη οὐρανῶν.

Στίς καλαμιές σου τ’ ἀπόβραδο θά ‘ρθοῦν

νά παίξουν τόπι οἱ ἄγγελοι

μέ ἱερές παρθένες Νύμφες

καί τ’ ἀγγελούδια τά πιό μικρά

θά φτιάξουν πύργους καί παλάτια

ἀπό τήν ἄμμο σου τή φτωχική,

νά κατοικήσουνε στίς ὄχθες σου

οἱ φροῦδες ἐλπίδες τῶν ἀνθρώπων.

Λίμνη νηφάλια καί ταπεινή,

θά μοῦ λείψεις τήν ἐποχή τῆς μεγάλης ξηρασίας,

ὅταν ὁ Λάζαρος δέν θά ‘χει

ποῦ νά βάψει τό ἄκρο τοῦ δακτύλου του

νά καταψύξει τή γλώσσα μου

καθώς θά καίγομαι ἐν τῃ φλογί ταύτῃ.

J.M.W. Turner, “Buttermere Lake, with Part of Cromackwater, Cumberland” (c. 1798)
Πρώτη δημοσίευση στό λεκτρονικό Φρέαρ
Άλλα ποιήματα του π. Δοσίθεου Καστόρη με κλικ ΕΔΩ

Πέμπτη 26 Νοεμβρίου 2015

Πρίμο Λέβι: Εάν αυτό είναι ο άνθρωπος

Πρίμο Λέβι: Εάν αυτό είναι ο άνθρωπος

Στις 22 Φεβρουαρίου του 1944, 650 Εβραίοι, μεταξύ αυτών και ο Πρίμο  Λέβι, στοιβάχτηκαν σε ένα τρένο και μεταφέρθηκαν στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Άουσβιτς. Από τους 650 Εβραίους που μεταφέρθηκαν εκείνη την μέρα του Φεβρουαρίου στο Άουσβιτς τελικά επέζησαν μόλις 20.
Στο στρατόπεδο, όπου παρέμεινε μέχρι την απελευθέρωσή του από τον Κόκκινο Στρατό στις 27 Ιανουαρίου του 1945, ο Λέβι παρατηρεί τα πάντα και θα γράψει για τους συντρόφους που ανακάλυπταν το πρωί νεκρούς από την πείνα και το κρύο, τους εξευτελισμούς και την καθημερινή εργασία, τους απαγχονισμούς για παραδειγματισμό,  τα τρένα γεμάτα Εβραίους και τσιγγάνους, που οδηγούνταν με την άφιξή τους στα κρεματόρια...
Το "Εάν αυτό είναι ο άνθρωπος", γραμμένο το 1947, θεωρείται ένα από τα αριστουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας με θέμα τα στρατόπεδα συγκέντρωσης και μία από τις πλέον συγκλονιστικές μαρτυρίες των καιρών μας. Στην Ιταλία από τη δεκαετία του '60 διδάσκεται στα σχολεία.
Η είσοδος στο Άουσβιτς, πρώην ναζιστικό στρατόπεδο συγκέντρωσης. Φωτογραφία Jacek Bednarczy: EPA
Πρίμο Λέβι (1919-1987) δεν εξετάζει την εμπειρία του στα ναζιστικά στρατόπεδα ως ένα ατύχημα της ιστορίας, αλλά ως υποδειγματικό γεγονός που δείχνει μέχρι πού μπορεί να φτάσει ο άνθρωπος στο ρόλο του θύτη ή του θύματος. Κάποια από τα  ερωτήματα που θέτει  είναι: γιατί συνέβη το Άουσβιτς;  Ήταν μια παράλογη παρένθεση ή μια φυσιολογική εξέλιξη του ανθρώπινου πολιτισμού; Γιατί ο ίδιος δεν αυτοκτόνησε ενώ το βίωνε; Για ποιον λόγο επέζησε; Είχε το ηθικό δικαίωμα να επιζήσει; Μπορεί κανείς να εντοπίσει τους φυσικούς και ηθικούς αυτουργούς του Άουσβιτς κι αν ναι μπορεί να τους συγχωρήσει; Υπάρχει Θεός μετά το Άουσβιτς; Ποια η αναγκαιότητα της μνήμης του Ολοκαυτώματος; Το Άουσβιτς θα ξανασυμβεί; Μήπως το Άουσβιτς δεν τέλειωσε ποτέ; Ποιες είναι οι τεχνικές εκμηδένισης της προσωπικότητας του ανθρώπου; Πώς κατασκευάζεται ένα τέρας;  Ήταν δυνατή η εξέγερση; Πώς λειτουργεί η μνήμη μιας ακραίας εμπειρίας;

Από τις πρώτες σελίδες του βιβλίου, η είσοδος στο κολαστήριο του Άουσβιτς αισθητοποιείται  με το μαρτύριο της δίψας:
Αυτή είναι η κόλαση. Στις μέρες μας, η κόλαση πρέπει να είναι αυτό, ένας άδειος θάλαμος, εμείς κατάκοποι να στεκόμαστε όρθιοι, με μια βρύση που στάζει και να μην μπορείς να πιεις, να περιμένουμε κάτι, σίγουρα τρομερό, και να μη συμβαίνει τίποτα, και οι ώρες να περνούν και να μη συμβαίνει τίποτα. Πώς να σκεφτούμε; Δεν μπορούμε πια να σκεφτούμε, είμαστε σχεδόν νεκροί. Κάποιος κάθεται στο πάτωμα. Ο χρόνος περνά, σταγόνα, σταγόνα.
Η «νύχτα», ο «εφιάλτης», η «αγρύπνια», και ο «τρόμος» είναι, ακριβώς, οι λέξεις με τις οποίες περιγράφεται η εμπειρία του στρατοπέδου:
Σε όλη τη διάρκεια της νύχτας, στην εναλλαγή του ύπνου, του εφιάλτη και της αγρύπνιας, καραδοκεί ο τρόμος και η αναμονή του εγερτηρίου: με τη βοήθεια μιας μυστηριώδους ικανότητας, γνωστής σε πολλούς, μπορούμε χωρίς ρολόγια να υπολογίζουμε το χτύπημα με μεγάλη προσέγγιση. Στην καθορισμένη ώρα του εγερτηρίου, διαφορετική σε κάθε εποχή αλλά πάντα πριν την αυγή, χτυπά παρατεταμένα η καμπάνα του εγερτηρίου, και τότε σε όλα τα παραπήγματα ο νυχτερινός φρουρός παραδίδει υπηρεσί: ανάβει τα φώτα, σηκώνεται και ανακοινώνει την καθημερινή μας καταδίκη: «Aufstehen», ή πολύ συχνά στα πολωνικά: «Wstawac» (…) Η ξένη λέξη πέφτει σαν πέτρα στην ψυχή όλων μας. «Εγερτήριο»: η απατηλή προστασία της ζεστής κουβέρτας, η λεπτή θωράκιση του ύπνου, η νυχτερινή, αν και βασανιστική,  απόδραση γίνονται κομμάτια και είμαστε ξανά και αμετάκλητα εκτεθειμένοι στην προσβολή, εντελώς γυμνοί και τρωτοί... Στη ζωή όλοι ανακαλύπτουν – αργά ή γρήγορα – ότι η απόλυτη ευτυχία είναι ανέφικτη, αλλά λίγοι θα εμβαθύνουν στον αντίθετο συλλογισμό: ότι ανέφικτη είναι και η απόλυτη δυστυχία. Οι περιστάσεις της ζωής που αποκλείουν την πραγματοποίηση και των δυο αυτών οριακών καταστάσεων, απορρέουν από την ανθρώπινη φύση, φύση εχθρική προς την έννοια του απείρου. Τις αποκλείει η σταθερή άγνοια του μέλλοντος που άλλοτε ονομάζεται ελπίδα και άλλοτε αβεβαιότητα για το αύριο. Τις αποκλείει η βεβαιότητα του θανάτου που βάζει τέλος σε κάθε χαρά αλλά και σε κάθε θλίψη. Τις αποκλείουν οι αναπόφευκτες υλικές φροντίδες που όπως δηλητηριάζουν τη διαρκή ευτυχία, με τον ίδιο τρόπο μας αποσπούν αδιάκοπα από τη σκέψη της δυστυχίας που μας απειλεί, καθιστώντας την αποσπασματική και γι’ αυτό υποφερτή. Οι στερήσεις, το κρύο, η δίψα, τα χτυπήματα ήταν ακριβώς αυτά που δεν μας άφησαν να βουλιάξουμε στο κενό της απέραντης απελπισίας, στη διάρκεια του ταξιδιού και μετά. Όχι ακριβώς η επιθυμία μας να ζήσουμε ούτε η συνειδητή εγκαρτέρηση: γιατί οι άνθρωποι που είναι ικανοί γι’ αυτό είναι λίγοι και εξαιρετικοί, κι εμείς δεν ήμασταν παρά κοινοί άνθρωποι» (σελ. 18-19)
Τότε, για πρώτη φορά, συνειδητοποιήσαμε ότι η γλώσσα μας δεν έχει τις λέξεις για να εκφράσει αυτή την ύβρι, την εκμηδένιση του ανθρώπου. Σαν προικισμένoι με την ενορατική ικανότητα των προφητών είδαμε την πραγματικότητα: είμαστε στον πάτο. Πιο κάτω δε γίνεται να πάμε: δεν μπορούμε να σκεφτούμε αθλιότερη ύπαρξη από τη δική μας. Τίποτα πια δεν μας ανήκει: μας στέρησαν τα ρούχα, τα παπούτσια, τα μαλλιά μας· εάν μιλήσουμε δεν θα μας ακούσουν, και εάν μας άκoυγαν δεν θα μας καταλάβαιναν. Θα μας στερήσουν και τ’ όνομά μας: κι αν θέλουμε να το κρατήσουμε, θα πρέπει να βρoύμε τη δύναμη μέσα μας, τη δύναμη να το σώσουμε και μαζί μ’ αυτό να σώσουμε κάτι από μας, απ’ αυτό που υπήρξαμε. [σ. 30]
Κι όμως, δεν υπήρχε ούτε ένας Γερμανός που να μη γνώριζε την ύπαρξη των στρατοπέδων. Εκατομμύρια παρακολούθησαν με αδιαφορία, περιέργεια ή αποστροφή, κάποτε και με ευχαρίστηση, τις εκτός στρατοπέδων ταπεινώσεις των Εβραίων. Η πλειονότητα των Γερμανών δεν ήξερε γιατί δεν ήθελε να ξέρει, ή επέλεξε να μην ξέρει. Και ο γερμανικός λαός στο σύνολό του, δεν επιχείρησε καν να αντισταθεί· σχημάτιζε δε την πεποίθηση ότι δεν γνωρίζει, συνεπώς δεν είναι συνεργός σε ό,τι συνέβαινε έξω από την πόρτα του».

Ο Πρίμο κάνει  και μια ιδιαίτερη αναφορά στους «αξιοθαύμαστους και τρομερούς Εβραίους της Σαλονίκης», που επειδή παρέμειναν ενωμένοι, κατάφεραν να κρατήσουν την ψυχή τους: ««Δίπλα μας στέκει μια ομάδα Ελλήνων, αυτοί οι φοβεροί και αξιοθαύμαστοι Εβραίοι της Θεσσαλονίκης, πεισματικοί, κλέφτες, σοφοί, αμείλικτοι και αλληλέγγυοι, αποφασισμένοι να ζήσουν, ανελέητοι αντίπαλοι στον αγώνα της επιβίωσης: από αυτούς τους Έλληνες που υπερίσχυσαν στις κουζίνες και στο εργοτάξιο, που ακόμα και οι Γερμανοί υπολογίζουν και οι Πολωνοί φοβούνται. Έκλεισαν τρία χρόνια στο Άουσβιτς, αυτοί ξέρουν καλύτερα από τον καθένα τι είναι το στρατόπεδο. Στέκονται στον κύκλο με τους ώμους κολλητά ο ένας στον άλλο και τραγουδούν μια μακρόσυρτη μελωδία.» (σελ. 85). Αυτοί οι λίγοι επιβιώσαντες από την εβραϊκή συνοικία της Σαλονίκης, με τις δυο τους γλώσσες, Ισπανικά και Ελληνικά, και με τις πολυάριθμές τους δραστηριότητες, είναι οι αποδέκτες μιας απτής, κοσμικής, ενσυνείδητης σοφίας, όπου συναντιούνται όλοι οι πολιτισμοί της Μεσογείου… Η απέχθειά  τους για την αδικαιολόγητη κτηνωδία, η εκπληκτική τους συναίσθηση της επιβίωσης τουλάχιστον μιας δυνητικής ανθρώπινης αξιοπρέπειας, έκανε τους  Έλληνες τον πιο ομοιογενή εθνικό πυρήνα στο στρατόπεδο, και από αυτή την άποψη, και τον πιο πολιτισμένο».(Εκδ. Άγρα, 2009 (Α΄ εκδ. 1997, Β΄ εκδ. 2007)
Οι ναζιστές, μας λέει ο Λέβι, δεν επιδίωκαν μονάχα τον αφανισμό των Εβραίων. Μαζί με τον αφανισμό των θυμάτων τους επιδίωκαν και την πλήρη ταπείνωσή τους. Ο βαθύτερος σκοπός των ναζί ήταν μέσω της ταπείνωσης αυτής, να φτάσουν στην αποπροσωποποίησή τους. Ο Λέβι, όπως και ο Λεβινάς, εξεγείρονται απέναντι στο αποτρόπαιο αυτό ενδεχόμενο της αποπροσωποποίησης. Ο τρόμος γεννιέται από την προοπτική οικοδόμησης ενός κόσμου όπου κανείς δεν είναι υπεύθυνος για τίποτα και κανείς δεν λογοδοτεί απέναντι σε κανένα. Αυτό που κάνει τον Λεβινάς να τρομάζει δεν είναι απλώς ο θάνατος και το μηδέν, αλλά η εκμηδένιση της ηθικής υπόστασης του ανθρώπου που αναπτύχθηκε στο στρατόπεδο ως την πιο απόλυτη παράνοια. Στον Homo sacer, ο Agamben, συνδέει την χαϊντεγκεριανή έννοια της Verfallenheit,  την «πτώση με το «καθήκον». Και αυτό το «καθήκον» συνιστά την ακύρωση «όλων των παραδοσιακών ορισμών του ανθρώπου». Ο ναζισμός ήρθε να σαρώσει τα πνευματικά επιτεύγματα του δυτικού ανθρώπου. Τα  ναζιστικά στρατόπεδα, ως βιομηχανίες θανάτου, εκπροσωπούν εμβληματικά  τη δυνατότητα του τεχνικά οργανωμένου και τέλεια διαρρυθμισμένου φόνου και του απόλυτου ηθικού εξανδραποδισμού του ανθρώπου. Ο δυτικός πολιτισμός είναι ο πολιτισμός που ενσωμάτωσε τον ελληνικό πολιτισμό και τον  ιουδαιοχριστιανισμό. Ο ίδιος πολιτισμός, ωστόσο, παραμένει επίσης, ο πολιτισμός των δύο Παγκοσμίων Πολέμων, του Άουσβιτς και της Χιροσίμα. Με  αυτή την πλευρά του δυτικού λόγου, τις αιτίες  και τις ιστορικο-πολιτικές συνθήκες ανάδυσής του ασχολείται ο Πρίμο Λέβι. Ενώ ο Χάιντεγκερ δεν ασχολήθηκε ποτέ με κοινούς θνητούς, αλλά μόνο με την Κοσμο-Ιστορία, ο Λέβι αγάπησε τον πάσχοντα άνθρωπο. Το έργο του Πρίμο Λέβι μπορεί να λειτουργήσει ως η απαραίτητη υπόμνηση της φρίκης που ελλοχεύει μέσα σε κάθε  κοινωνία, ένα βιβλίο-υπόκλιση στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια.  Ένα βιβλίο-κατηγορώ στην κτηνωδία. Ο Πρίμο Λέβι δεν περιορίζεται στο να περιγράψει τις πλευρές εκείνες των στρατοπέδων συγκέντρωσης αλλά αντιτίθεται στην εξοικείωση και την αποδοχή του εξευτελισμού της ανθρώπινης ιδιότητας:
            «Υπήρξε το Άουσβιτς, επομένως δεν μπορεί να υπάρχει Θεός» γράφει στον Ισπανό μεταφραστή του – για να συμπληρώσει λίγες μόλις εβδομάδες πριν από την αυτοκτονία του, το 1987: «ψάχνω μα δεν βρίσκω την απάντηση».

Ο Philip Roth γράφει για το βιβλίο: "Με το ηθικό σθένος και την διανοητική ισορροπία ενός Τιτάνα του 20ού αιώνα, αυτός ο μικρόσωμος, επιμελής, αθόρυβος χημικός ανέλαβε σταθερά να υπενθυμίζει τη γερμανική κόλαση στη γη, να τη σκεφτεί συστηματικά και να προβληματιστεί και μετά να την αποδώσει σε μια κατανοητή, διαυγή και σεμνή πρόζα".
Πηγή: artinews

Η Παναγιώτα Ψυχογιού είναι διδάκτορας φιλοσοφίας του ΕΚΠΑ και εργάζεται ως καθηγήτρια στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση.

Τρίτη 17 Νοεμβρίου 2015

Όταν η λογοτεχνία διασταυρώνεται γόνιμα με την πολιτική, φωνές όπως του Άρη Μαραγκόπουλου διατηρούν ακέραια την ελπίδα ότι η σπίθα που ανάβουν κάποια στιγμή θα γίνουν πυρκαγιά.


"Mια στιγμή ανυπακοής ήταν αρκετή. Για ν' αλλάξουν τα δεδομένα της ζωής τους. Για να γελάσουν ξανά".

Μιάμιση ώρα συζήτησης  με έναν χαρισματικό ομιλητή, εξαιρετικό συγγραφέα και ταυτόχρονα  διορατικό αλλά και μάχιμο διανοούμενο, τον ΑΡΗ ΜΑΡΑΓΚΟΠΟΥΛΟ, στο βιβλιοπωλείο ήταν αρκετή για να ξαναδούμε δημιουργικά τις αιτίες και τα αποτελέσματα της κρίσης αξιών που προηγήθηκαν της οικονομικής, να απολαύσουμε τον έξοχο χειρισμό της ελληνικής γλώσσας και να ανεβάσουμε τη ψυχολογία μας με την ελπίδα ότι η σπίθα που ανάβουν φωνές σαν τη δική του κάποια στιγμή θα γίνουν πυρκαγιά. 

Είχαμε ξεκινήσει να γράφουμε για την καθιερωμένη ανάρτηση που ακολουθεί τις εντυπώσεις των εκδηλώσεων αλλά μας πρόλαβε μια κοινοποίηση του συγγραφέα στην ηλεκτρονική σελίδα Read and Write - Τέχνη της Γραφής την οποία και παραθέτουμε, μιας και η αξία της δικής του ματιάς έχει πολύ μεγαλύτερη βαρύτητα.


του Άρη Μαραγκόπουλου

Μια συζήτηση στη Λιβαδειά
Μια συγκίνηση και μια συντροφικότητα, τολμώ να πω, ίσως αυτή να είναι η σωστή λέξη, συντροφικότητα, χθες βράδυ, στο ώριμο κοινό του βιβλιοπωλείου «Σύγχρονη Έκφραση», του Νίκου και της Λουΐζας, στη Λιβαδειά. 
Ο Νίκος (Λαμπρόπουλος) στην εισήγησή του είπε κατά λέξει παίζοντας με τους τίτλους των βιβλίων μας: «Αφήσαμε πολλά πεδία μάχης αφύλακτα και ανατράπηκαν τα δεδομένα της ζωής μας». Είναι η πικρή αλήθεια. Αλλά, από την πλευρά μας, προσπαθήσαμε να μην επαναλάβουμε τις πικρές αλήθειες που, όλοι λίγο πολύ γνωρίζουμε. 

Προσπαθήσαμε να σταθούμε στα Δεδομένα της Ζωής μας δίνοντας βάρος σε μία σκέψη: αν δεν αναστοχαστείς αυτό που μας/σου συμβαίνει, αν δεν προσπαθήσεις να διαβάσεις τη μεγάλη εικόνα, αν μέσα σ' αυτή τη μεγάλη εικόνα δεν τοποθετήσεις κάπου και τον εαυτό σου, όπως έκαναν οι μεγάλοι ζωγράφοι (που στις επικές συνθέσεις τους κάπου φρόντιζαν να «κρύβουν» και τον εαυτό τους) δεν θα έχεις δυνάμεις για τη συνέχεια. 
Και δεν θα έχεις δυνάμεις επειδή, απλά, δεν θα έχεις αντλήσει το δίδαγμα από το πάθημα/μάθημά μας.
Κι ακόμα μιλήσαμε για την αυτοδικία και τη σημασία να πάρει τη θέση της η συλλογική ανυπακοή, καθώς τα δεδομένα έχουν φτάσει στα όριά τους έναν ολόκληρο λαό, μιλήσαμε για την κοινωνική αλληλεγγύη και τους πρόσφυγες, για τα κροκοδείλια δάκρυα των ηγετών της Δύσης και τα προσβλητικά pray for Paris κλπ. κλπ. Μιλήσαμε κάμποσο, αλλά απ' ότι μας διαβεβαίωσαν κανείς δεν κουράστηκε.
Σπουδαίο, ιστορικό πια, βιβλιοπωλείο που προσπαθεί με νύχια και δόντια ν' αντέξει στη δίνη των καιρών, σπουδαίοι συνομιλητές / ακροατές, σπουδαία βραδιά.








© φωτ.: Ήρα Πανανίδου

Τετάρτη 11 Νοεμβρίου 2015

''Tα δεδομένα της ζωής μας'': παρουσίαση του βιβλίου του Άρη Μαραγκόπουλου στο βιβλιοπωλείο μας, τη Δευτέρα 16 Νοεμβρίου και ώρα 8 το βράδυ



Μια στιγμή ανυπακοής ήταν αρκετή. 
Για ν' αλλάξουν τα δεδομένα της ζωής τους. 
Για να γελάσουν ξανά.



Ο Άρης Μαραγκόπουλος παρουσιάζει το βιβλίο του

"Τα δεδομένα της ζωής μας"

στο βιβλιοπωλείο ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΚΦΡΑΣΗ

τη Δευτέρα 16 Νοεμβρίου 2015 και ώρα 8:00 μμ


Τα δεδομένα της ζωής μας

Δεκέμβριος 1999: Η κυρία Σαλταπήδα, γνωστή τηλεοπτική σταρ, αναγκάζεται από άγνωστους επιστολογράφους, να δωρίσει ως "αντίποινα" για το δημοφιλές πρόγραμμά της, μεγάλη ποσότητα από αναγκαία βιβλία σε δημοτικές βιβλιοθήκες· παρομοίως, ένας ασυνείδητος πανεπιστημιακός γιατρός που εισπράττει κανονικά τα "φακελάκια" του, απειλείται ότι, αν δεν επιστρέψει τα χρήματα στους ασθενείς του, όλο το αμφιθέατρο της Ιατρικής θ’ ακούσει μαγνητοφωνημένο ντοκουμέντο από τις παράνομες συναλλαγές του· στο μεταξύ, ένας χρηματισμένος εφοριακός βλέπει ανήμερα Χριστουγέννων ν’ αρπάζει φωτιά το σαλόνι της καινούργιας μεζονέτας του, ενώ ένας διεφθαρμένος βουλευτής του "Λοιπού Αττικής", κάτω από την πίεση σοβαρών απειλών, υποχρεώνεται να χρηματοδοτήσει ό,τι μισεί περισσότερο: οργανώσεις που προστατεύουν άγρια ζώα.

Όλα αυτά συμβαίνουν στο "Δεδομένα της ζωής μας" επειδή κάποιοι συνταξιούχοι σε όλη την Ελλάδα, παίρνουν την περίπου τρελή απόφαση να εκφοβίζουν διεφθαρμένους πολιτικούς, πολεοδόμους, εφοριακούς, γιατρούς, σταρ των μίντια κ.ά., στέλνοντάς τους απειλητικές επιστολές με τις οποίες απαιτούν τα "δεδουλευμένα", όπως τα αποκαλούν, πολιτών που έχουν υποφέρει απ' αυτούς. Ένας από αυτούς τους συνταξιούχους γράφει χαρακτηριστικά σε μια επιστολή του, υποχρεώνοντας τον σύγχρονο αναγνώστη να κάνει αυτομάτως τον παραλληλισμό με το σήμερα:

Δεν ξέρω, αλλά αυτοί οι σημερινοί νεόπλουτοι είναι πολύ προκλητικοί: τσαλαβουτάνε με την ίδια άνεση στην απατεωνιά και τη δημοκρατία. Oι δεξιοί εκείνα τα χρόνια ήταν καθαροί. Στυγνοί εγκληματίες σ’ εμάς, και ραγιάδες στους ξένους, πλην ξεκάθαροι· δεν τους μπέρδευες με κάτι άλλο. Eτούτοι εδώ δουλεύουν με τη νομιμότητα, είναι σαν την αμερικάνικη μάφια που ξεπλένει τα κέρδη της σε καθόλα νόμιμες επιχειρήσεις. Γι’ αυτό θαρρώ πως βρίζουμε σ' αυτά τα γράμματα, δεν αντέχεται αυτή η σχιζοφρένεια της νομιμότητας που σκοτώνει τη ψυχή...

Τετάρτη 4 Νοεμβρίου 2015

Ο Νικηφόρος, με το παρόν βιβλίο δεν κατέθεσε μόνο τη μαρτυρία της γενιάς του με αυθεντικό τρόπο, αλλά εγγράφηκε και στους σύγχρονους λογοτέχνες μας.


Με τρεις απόλυτα καταρτισμένες εισηγήτριες (Λάζου Βασιλική - Κομπιλάκου Βασιλική - Μπαλκούρα Κατερίνα), τη συνδρομή έκπληξη από τις αδερφές του Νικηφόρου, Κατίνας και Λούλας και των παιδιών του, Νίκου και Πέτρου, ζωντάνεψε στο βιβλιοπωλείο μας η ιστορία του "Αντάρτικου της Ρούμελης" όπως την κατέγραψε ο θρυλικός καπετάνιος του ΕΛΑΣ
μέσα σ' ένα κλίμα ιδιαίτερης συγκινησιακής φόρτισης, κατά την παρουσίαση της 5ης έκδοσης του τρίτομου βιβλίου του καπετάν Νικηφόρου ΑΝΤΑΡΤΗΣ ΣΤΑ ΒΟΥΝΑ ΤΗΣ ΡΟΥΜΕΛΗΣ.
Σε αυτή την ανάρτηση η εισήγηση της ιστορικού κ. Κομπιλάκου Βασιλικής
Παρουσίαση βιβλίου
Νικηφόρος, «Αντάρτης στα βουνά της Ρούμελης», Αθήνα: Παρασκήνιο 2015
Βιβλιοπωλείο Σύγχρονη Έκφραση, Λειβαδιά 30 Οκτωβρίου 2015

Κομπιλάκου Βασιλική, Ιστορικός
Παρουσίαση του "Αντάρτη στα βουνά της Ρούμελης" του Νικηφόρου

Για πρώτη φόρα ήρθα σε επαφή με τη γραφή του Νικηφόρου στα 1997 και μάλιστα ως απόσπασμα που εμπεριέχονταν μέσα σε ένα άλλο βιβλίο. Το γεγονός πως τότε αν και φοιτήτρια στο Ιστορικό Αρχαιολογικό , ό,τι διάβαζα ισοδυναμούσε με αποκάλυψη, πυροδότησε την φαντασία μου, οδηγώντας 'με λίγα χρόνια αργότερα στην έρευνα για την ιστορίας της Εθνικής Αντίστασης, ή σωστότερα Επανάστασης του 1941-44 της Ελλάδας, δια μέσου κυρίως της Προφορικής Ιστορίας. Και τι δουλειά έχει, θα μου πείτε ο Νικηφόρος σε τούτο. Μα...η γλώσσα του κειμένου τούτου, του "Αντάρτη" του είναι σαν να στέκεται δίπλα σου και να σου αφηγείται ο ίδιος την ιστορία του. Και μάλιστα με όλη την ορμή, όλη την λαχτάρα της νιότης. Πράγμα εξαιρετικά δύσκολο να ανιχνευτεί αλώβητο στις μετέπειτα καταθέσεις άλλων αγωνιστών που άρχισαν δειλά να εκδίδονται  μετά το 1980, 20 χρόνια αργότερα δηλαδή από την παρούσα και φτάνοντας τη σχεδόν πρόσφατη παραγωγή. Αποτελεί ο ίδιος την επιτομή των αρετών που εμπεριέχονταν στον αγώνα εκείνο. Ο τέλειος ήρωας, όπως θα μπορούσε να τον σκηνοθετήσει ο Ρίντλευ Σκοτ!
Ανακαλύπτοντας το αρχείο του στην κατοχή των γιών του, Πέτρου και Νίκου Δημητρίου, τους οποίους ευχαριστώ από καρδιάς για την εμπιστοσύνη που μου δειξαν, πριν από 12 χρόνια, η λαχτάρα  κι ανυπομονησία μου ώστε να βουτήξω μέσα στο τεράστιο σε όγκο υλικό, με είχαν αφήσει για κάμποσες νύχτες ξάγρυπνη, ονειρευόμενη πως θα άγγιζα ό,τι εκείνος άγγιζε, έγραφε, έσβηνε. Ότι θα άγγιζα τις χειρόγραφες σελίδες του "Αντάρτη"...
Δυστυχώς όμως πέρα από κάποια  σκόρπια φύλλα από το χειρόγραφο, σημειώσεις, κι έντυπες βιβλιοκριτικές, τίποτε άλλο δεν εμπεριέχονταν, πλην όμως από ένα χειρόγραφο 208 σελίδων που κατόπιν συγκριτικής μελέτης κατέληξα (και στη διατριβή μου) πως πρέπει να είχε γραφεί στα 1946! Από τα πιο πρώιμα δείγματα διατυπωμένου αντιστασιακού λόγου! Και μάλιστα χωρίς τις εξομαλύνσεις και τα πολιτικά ορθώς σχήματα που ακολουθήθηκαν για τη γραφή του Αντάρτη, 20 χρόνια μετά. Ένα μοναδικό πρωτόλειο λοιπόν! Το χειρόγραφο της Αντίστασης θα μπορούσε να πει κανείς! Η πρώτη γραφή του "Αντάρτη"!
Ο Νικηφόρος στο έργο που παρουσιάζεται ξανά στο κοινό σήμερα, φτάνει στην πιο άρτια, πιο ταιριαστή στην ιδιοσυγκρασία του μορφή έκφρασης. Είχαν προηγηθεί άλλα 2 έργα του, ήδη από τη δεκαετία του 1950, λίγο μετά την έξοδο του από τις φυλακές δηλαδή όπου παρέμεινε για 8 χρόνια κι ένα θεατρικό έργο του που προλόγιζε ο Αιμίλιος Βεάκης.
Στο 150 φακέλων αρχείο του, συναντάμε κι άλλα έργα του, που ταξινομήθηκαν και που οδηγούν στο συμπέρασμα πως δούλευε επίσης στο μυαλό του τη συνέχεια του "Αντάρτη" η οποία όμως ποτέ δεν ολοκληρώθηκε. Γιατί; Ίσως, γιατί όπως είχε εξομολογηθεί σε φίλο συγγραφέα, τον ρούφηξαν θαρρείς όλες εκείνες οι δικογραφίες που άνοιγαν συνεχώς εις βάρος του.
Πολυσχιδής, γινόμενος ο ίδιος με εξαιρετική ευκολία από αντικείμενο της Ιστορίας, υποκείμενο, θα τον συναντήσουμε στο βιβλίο, να μεταμορφώνεται σε στιγμές κρίσης από πολεμιστής όπως π.χ. κατά την πυρπόληση του χωριού της Αγιά-Θυμιάς σε φωτογράφο: "σήκωσα τη μηχανή μου και τράβηξα", σημειώνει. Συγκεντρώνει μαρτυρίες συναγωνιστών του υπό μορφή επιστολών, ή αυτοβιογραφικών σημειωμάτων για την τεκμηρίωση του δικού του λόγου. Αλλού πάλι, λυρικός εκφράζει την απόγνωση της προδομένης γενιάς του, φέρνοντας  στο νου αντιστοιχίες με το σήμερα. Ή μετέπειτα, προχωράει και στην ανώνυμη διάθεση της προσωπικής του πνευματικής εργασίας, ώστε να παραχωρήσει απλόχερα τον χώρο σε κάποιον αγαπημένο νεκρό. Όπως στην περίπτωση των αδημοσίευτων (;) σημειώσεων Χρονικού σε πρωτοπρόσωπη γραφή της δολοφονημένης του αδερφής. Ή του χειρογράφου του  Μήτσου Ηλ. Καρατζά. 65φύλλων με μεταγραφή από τον Νικηφόρο συνοδεία σχολίων, 166φύλλων που κυκλοφόρησε κι εκδόθηκε ως εξής: Μήτσος Ηλία Καρατζά, Εμφύλιος. Το ημερολόγιο του Μ.Καρατζά από τον εμφύλιο πόλεμο 1946-1949- Όσο σώθηκε, Αθήνα 1985, με την ανώνυμη επιμέλεια του Νικηφόρου. Εδώ θα πρέπει να αναφέρω πως όταν το 2004 ξανακυκλοφόρησε  το βιβλίο από τα ΑΣΚΙ με τον αλλαγμένο τίτλο Το ημερολόγιο ενός Καπαπίτη από τον Εμφύλιο (όσο σώθηκε) , από τη σειρά ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ και με εισαγωγή του Άγγελου Ελεφάντη που φέρεται και επιμελητής της έκδοσης και μολονότι χρησιμοποιεί ολόκληρα κομμάτια από την Εισαγωγή της προηγούμενης έκδοσης, έχοντας μάλιστα κρατήσει το κυρίως κείμενο αυτούσιο με τις υποσημειώσεις του κ.τ.λ. παραλείπεται μεθοδικά η αναφορά στον πρώτο επιμελητή, καλύπτοντας τη δουλειά της επιμέλειας με το γενικόλογο «οι συγγενείς» (π.χ. σ.15). Είναι προφανές (σ.23) πως οι συγγενείς που έδωσαν την άδεια επανέκδοσης είτε δεν ανέφεραν τη συνεισφορά του Νικηφόρου, είτε τα ΑΣΚΙ την απέκρυψαν. Ή τα τελευταία δε μπήκαν στον κόπο να το ψάξουν!
Η αδικία λοιπόν στον προσωπικό και στο δημόσιο βίο, είναι κάτι που θα βασανίζει τη σκέψη του συγγραφέα. Ευτυχώς όμως όχι στείρα.
Σε έναν ακόμη αρχειακό φάκελο συγκεντρώθηκαν τα έγγραφα εκείνα που συνιστούσαν το υλικό για τη συγγραφή της συνέχειας του "Αντάρτη" προσφέροντας υλικό προς τους φιλολόγους και για τον τρόπο που δουλεύει ένας συγγραφέας: «Υλικό για βιβλίο πολιτικού προβληματισμού και για μετά τον αντάρτη»: Χειρόγραφες σημειώσεις (Περί αφοπλισμού του 2ου Συντάγματος του ΕΛΑΣ, χφ., 41φ.+7φ[h1] . «Προς τι σπαταλήσαμε τα πιο ωραία μας χρόνια». «Κατά κρημνών- συνέχεια του αντάρτη, Δεκέμβρης 1944»: σημειωματάριο, 10φ. Σημειώσεις από το Νοέμβρη του 1982. Σημειώσεις με σκέψεις από την φυλακή κι ανοιχτή επιστολή προς τον Γιάννη Ρίτσο για το Καπνισμένο Τσουκάλι) συνημμένες οι περισσότερες με έντυπο υλικό ( Περιοδικό «Εθνική Αντίσταση» Μάης 1985, με χειρόγραφη αφιέρωση προς τον Νικηφόρο από τον «Τηλέμαχο»/Ν.Γιαννέτσο, αποκόμματα εφημερίδων και περιοδικών-π.χ. απόκομμα από τα «Χρονικά Ισραηλιτών» του Δεκέμβρη 1987-, φύλλα εφημερίδων, κ.α) και ποίηση του Τάκη Βαρβιτσιώτη σε έκδοση του 1981 . Πρόκειται για  σχεδιασμό σε αρχικό στάδιο της συνέχειας του Αντάρτης στα βουνά της Ρούμελης.
Ο Νικηφόρος, Δημήτρης Ν. Δημητρίου,  με το παρόν βιβλίο που κρατάτε όλοι στα χέρια σας δεν κατέθεσε μόνο τη μαρτυρία της γενιάς του με αυθεντικό και σχεδόν παγανιστικό για την επιμέρους σχέση του με την φύση τρόπο, αλλά εγγράφηκε και στους σύγχρονους λογοτέχνες μας. Θα μπορούσε εάν δεν ήταν αυτός που ... ήταν να έχει ολοκληρώσει τα είδη εκείνα λόγου που του ταίριαζαν τόσο και βρίσκουμε ανολοκλήρωτα μέσα στ' αρχείο του, όπως:  Το βιβλίο για την παιδική ηλικία (χειρόγραφες σημειώσεις παιδικών αναμνήσεων κι αφήγηση Μένιου Τσουλέλη δια χειρός Νικηφόρου), ή τη  «Γαλάζια Ραψωδία-Γαλάζιο Τραγούδι - Το Γαλάζιο τραγούδι όλων μας» (χφ, σ.65). Ήταν όμως  ένας ήρωας που είχε την άτυχη τύχη να γεράσει. Κι αυτό μας αρκεί.


                                                                                             Λειβαδιά, 30 Οκτωβρίου 2015






 [h1]Έρευνα: ταυτίζεται με το ομώνυμο  βιβλίο του; Σχόλιο: γραφή ταιριαστή με τον Αντάρτη, φαίνεται παλιά γραμμένο με σύγχρονες παρεμβάσεις.

Δευτέρα 2 Νοεμβρίου 2015

Την Ιστορία τη μελετάμε για να δώσουμε απαντήσεις στο παρόν. Και αυτή είναι η πολύτιμη παρακαταθήκη του Νικηφόρου: ένα βιβλίο οδηγός του αγώνα και της αντίστασης σήμερα.


Με τρεις απόλυτα καταρτισμένες εισηγήτριες (Λάζου Βασιλική - Κομπιλάκου Βασιλική - Μπαλκούρα Κατερίνα), τη συνδρομή έκπληξη από τις αδερφές του Νικηφόρου, Κατίνας και Λούλας και των παιδιών του, Νίκου και Πέτρου, ζωντάνεψε στο βιβλιοπωλείο μας η ιστορία του "Αντάρτικου της Ρούμελης" όπως την κατέγραψε ο θρυλικός καπετάνιος του ΕΛΑΣ
μέσα σ' ένα κλίμα ιδιαίτερης συγκινησιακής φόρτισης, κατά την παρουσίαση της 5ης έκδοσης του τρίτομου βιβλίου του καπετάν Νικηφόρου ΑΝΤΑΡΤΗΣ ΣΤΑ ΒΟΥΝΑ ΤΗΣ ΡΟΥΜΕΛΗΣ.
Σε αυτή την ανάρτηση η εισήγηση της ιστορικού κ. Βασιλικής Λάζου.


Παρουσίαση βιβλίου
Νικηφόρος, «Αντάρτης στα βουνά της Ρούμελης», Αθήνα: Παρασκήνιο 2015
Βιβλιοπωλείο Σύγχρονη Έκφραση, Λειβαδιά 30 Οκτωβρίου 2015

Βασιλική Λάζου, Ιστορικός, Δρ. Παντείου Πανεπιστημίου

Πριν αρχίσω να μιλάω για το βιβλίο του Δημήτρη Δημητρίου – του καπετάν Νικηφόρου, «Αντάρτης στα βουνά της Ρούμελης» το οποίο επανεκδόθηκε πρόσφατα 50 χρόνια μετά την πρώτη έκδοσή του θα ήθελα να σας εξηγήσω πώς και γιατί βρέθηκα εδώ.
Η παρουσία μου δεν οφείλεται μόνο στην επιστημονική μου ενασχόληση με την δεκαετία του 40 και ειδικότερα με την περιοχή της Ρούμελης, όπου έδρασε ο Νικηφόρος, αλλά και σε προσωπικούς λόγους.
Είχα την τιμή και τη χαρά να γνωρίζω προσωπικά τον Δημήτρη Δημητρίου,  όπως και την οικογένειά του, καθώς καταγόμαστε από το ίδιο χωριό την Επτάλοφο-Αγόριανη Παρνασσού. Πρόκειται για μια οικογενειακή γνωριμία που πηγαίνει πολύ πίσω στο χρόνο καθώς ο παππούς μου και ο πατέρας του, δάσκαλοι και οι δυο, στα δύσκολα χρόνια του μεσοπολέμου προσπαθούσαν να μάθουν γράμματα στα «αγριμάκια» των χωριών που υπηρετούσαν 
Από τα παιδικά μου χρόνια όταν τα καλοκαίρια επισκεπτόμουν το χωριό και άκουγα μέσες-άκρες, τι καταλαβαίναμε τότε αλλά και τι λέγονταν τότε – για αντάρτες και για μάχες ενάντια στους κατακτητές, για τον Άρη, το Γοργοπόταμο και πώς ο Νικηφόρος,  ο συμπαθής αυτός κύριος που έβλεπα να πίνει τον καφέ του κάτω από τον πλάτανο συζητώντας με τον πατέρα μου και τους θείους μου ήταν ο πρώτος αξιωματικός που  βγήκε στο αντάρτικο. Άκουγα για το Νικηφόρο και με ακόμα πιο σιγανή φωνή και για τους άλλους καπετάνιους του χωριού μας όπως για τον καπετάν – Διαμαντή, με τον οποίο ο Νικηφόρος ακολούθησε κοινή πορεία ως το 1944.
Όταν αποφάσισα να γίνω ιστορικός και να ασχοληθώ με τη δεκαετία 40, ο Νικηφόρος μου παραχώρησε με προθυμία την προσωπική του μαρτυρία για τον Γοργοπόταμο. Μου διηγήθηκε με πάθος και λάμψη στα μάτια πώς 120 αντάρτες του ΕΛΑΣ με τον Άρη αρχηγό και 60 αντάρτες του Ζέρβα και 12 βρετανοί της SOE ανατίναξαν την γέφυρα γράφοντας ιστορία. Μου εξιστόρησε με γλαφυρότητα και ζωντάνια πώς όντας εφεδρεία όρμησε και κατάλαβε το βάθρο της γέφυρας ολοκληρώνοντας αποφασιστικά τη μάχη και επιτρέποντας την υπονόμευση. Μου διηγήθηκε και άλλα πολλά  για τις δυσκολίες των πρώτων ομάδων, τις πρώτες μάχες του ΕΛΑΣ που τον εδραίωσαν στον ορεινό χώρο, την πολύπλευρη στήριξη των χωρικών χωρίς τους οποίους δεν θα ήταν δυνατή η ανάπτυξη του αντάρτικου. Μου μίλησε για τον χωρισμό των αρχηγείων και τη συγκρότηση της Ελεύθερης Ελλάδας .
Πέρασαν από τότε 20 χρόνια. Ο Νικηφόρος ακολούθησε την κοινή μοίρα όλων των ανθρώπων. Πολύ νερό κύλισε στο αυλάκι της ιστορίας και της μνήμης. Από τη δεκαετία του 1990 και μετά υπάρχει ένα ζωηρό επιστημονικό ενδιαφέρον για τη δεκαετία του 1940: απομνημονεύματα, εκδόσεις, επιστημονικά βιβλία, αφιερώματα εφημερίδων, τηλεοπτικές εκπομπές. Νέα αρχεία ήρθαν στην επιφάνεια φωτίζοντας διαφορετικές όψεις της δεκαετίας του 1940. 
Ο τρόπος με τον οποίο η μεγάλη ιστορία διαπλέκεται με τις μικρές προσωπικές ιστορίες των καθημερινών ανθρώπων, όπως ο Δημήτρης Δημητρίου, καθώς και ο τρόπος με τον οποίο η ιστορία ενός χωριού, όπως η Αγόριανη, συνδέεται με την ιστορία της χώρας αναδύονται ανάγλυφα μέσα από τις σελίδες του τρίτομου έργου «Αντάρτης στα βουνά της Ρούμελης». Ο σκοπός του συγγραφέα δηλώνεται στην σύντομη εισαγωγή:
«Γράφω τα γεγονότα όπως συνέβησαν. Και οι αντιδράσεις μας στα γεγονότα υπήρξαν επίσης γεγονότα. Τις γράφω λοιπόν κι αυτές τέτοιες ακριβώς που ήσαν τότε. Είναι άλλη υπόθεση αν τις εγκρίνει κανείς σήμερα ή όχι. Αν θα έπρεπε να ακολουθηθεί διαφορετική πορεία».

Πράγματι, ο Νικηφόρος γράφει τα γεγονότα όπως συνέβησαν, η ιστορική επιστημονική έρευνα μπορεί να το επιβεβαιώσει. Και τα γράφει με τρόπο αυθεντικό και γλαφυρό. Με ένα λόγο με λογοτεχνικά χαρίσματα που όχι μόνο προσελκύει τον αναγνώστη αλλά τον κάνει να μη θέλει να αφήσει από τα χέρια του το βιβλίο, να αγωνιά για το επόμενο επεισόδιο και ας είναι γνωστό σε όλους τι συνέβη.
Τι μας γράφει λοιπόν σε αυτούς τους τρεις τόμους ο Νικηφόρος; Ξεκινά με κάποιες μνήμες από την δικτατορία του Μεταξά, όταν ήταν μαθητής στο Δαδί. Συνεχίζει με την μαθητεία του στη σχολή ευελπίδων, τον επιστράτευσή του στον πόλεμο του 40, την προώθησή του στο μέτωπο της Μακεδονίας, την κατάρρευση, την Κατοχή, τις προεργασίες για τον Απελευθερωτικό Αγώνα...
Η σκληρή καθημερινότητα και αβεβαιότητα που βίαια είχε επιβάλει η τριπλή κατοχή με τις στερήσεις, την πείνα και την έλλειψη ασφάλειας στην ύπαιθρο και την αδυναμία του κατοχικού κράτους να προστατέψει τους πολίτες του οδήγησαν σε μία de facto απονομιμοποίηση του κράτους και προκάλεσαν έντονο πολιτικό προβληματισμό.
Ανάμεσα σε αυτούς που προβληματίζονται, ανάμεσα σε αυτούς που δεν μπορούν να καθίσουν άπραγοι μπροστά στο δράμα του λαού που προξενεί η φασιστική κατοχή, ανάμεσα σε αυτούς που θέλουν να δράσουν είναι και ο Νικηφόρος. Γράφει:
«Συνάντησα τους συναδέλφους μου αξιωματικούς στα καφενεία. Με καλωσόρισαν. Άλλοι έπαιζαν χαρτιά, άλλοι παρακολουθούσαν γύρω με τις ώρες την κίνηση. Είχαν όλοι τους ένα ύφος συλλογισμένο, μια θολή αξιοπρεπή θλίψη που τους σκίαζε τα πρόσωπα. Αδέξια ακόμα πάνω τους και τα πολιτικά τους ρούχα – σαν άνθρωποι ξαναχυμένοι σε ξένα καλούπια. «Έτσι είμαι και εγώ; Αναρωτήθηκα
Δεν ήταν έτσι. Αυτός ήταν φτιαγμένος για αντίσταση και αγώνα. Και ενώ ο Νικηφόρος αναρωτιέται πώς μπορεί να αντιδράσει πατριωτικές οργανώσεις σχηματίζονται σε διάφορες περιοχές της χώρας. Μέσα από πολύμορφες διαδικασίες και σκληρούς αγώνες, το ΕΑΜ, που ξεκινά ως μια πολιτική πρωτοβουλία του ΚΚΕ και μικρότερων προοδευτικών κομμάτων, θα αναδειχτεί ως η μεγαλύτερη αντιστασιακή οργάνωση, ένα πραγματικά κοινωνικό φαινόμενο ανεπανάληπτων διαστάσεων.
Τον Φεβρουάριο του 1942 ιδρύεται ο ΕΛΑΣ για να αντισταθεί ένοπλα στον κατακτητή. Η κοινωνία της υπαίθρου, αντιμέτωπη με τις ληστρικές διαθέσεις του δωσίλογου καθεστώτος και του ιταλικού στρατού Κατοχής, ήταν έτοιμη να αντισταθεί και να διαφυλάξει την παραγωγή της. Αυτή ήταν η πρώτη αντίσταση η οποία ανάγλυφα αναδύεται μέσα από τις σελίδες του έργου του Νικηφόρου, όταν αναφέρεται στις αντιδράσεις των κατοίκων του χωριού του, της Αγόριανης.
Πώς όμως ένας αξιωματικός της Ευελπίδων από βασιλική οικογένεια γίνεται ο πρώτος αξιωματικός του ελληνικού στρατού που βγαίνει στο αντάρτικο; Μας γράφει ο ίδιος:
[Απόσπασμα από σελ. 205, τόμος Α:  «Ακριβώς έτσι δα γίνεται η ιστορία χωριανοί ….Συμφωνώ με όλους σας πρέπει να ξεκινήσουμε»].
Με απαρχή την άνοιξη του 1942, όταν ο  Άρης Βελουχιώτης ανέλαβε για το ΚΚΕ την οργάνωση μιας ένοπλης ομάδας στη Φθιώτιδα, την πρώτη μάχη 35 ΕΛΑΣιτών των ομάδων Φθιώτιδας και Παρνασσίδας υπό τον Άρη Βελουχιώτη στην χαράδρα της Ρεκάς, τη μάχη στο Κρίκελο, την ανατίναξη της γέφυρας Γοργοπόταμου και τη μάχη του Μικρού Χωριού, μέχρι το καλοκαίρι του 1943  και την εκρηκτική ανάπτυξη του αντάρτικου και τον διαχωρισμό των πρώτων Αρχηγείων οπότε ο ΕΛΑΣ έγινε ένας στρατός των 30.000 ανδρών, οι εξελίξεις ήταν καταιγιστικές. Οι μάχες του Αρχηγείου Παρνασσίδας που εξελίχθηκε στο 2ο Σύνταγμα του ΕΛΑΣ και η μεγαλειώδης δράση του  Λαϊκού Στρατού που δημιούργησε την Ελεύθερη Ελλάδα στα βουνά, στα χωριά και στις πόλεις της επαρχίας μέχρι και την Απελευθέρωση, όλα περιγράφονται ζωντανά, παραστατικά, ανθρώπινα και αληθινά στους τρεις τόμους του έργου «Αντάρτης στα βουνά της Ρούμελης». Μπροστά στα μάτια του αναγνώστη εκτυλίσσεται όλος ο αγώνας που ξεκίνησε ως αγώνας για την απελευθέρωση της πατρίδας από το ναζιστικό και φασιστικό ζυγό και σταδιακά έλαβε κοινωνικό και πολιτικό περιεχόμενο. Γιατί οι αντάρτες και μαζί τους ο πρωτοπόρος Νικηφόρος δεν πολέμησαν μόνο για τη λευτεριά αλλά και για μια κοινωνία δημοκρατική και δίκαια όπου αφέντης θα ήταν ο ίδιος ο λαός. 
Δεν θα πω τίποτε άλλο. Μόνο ότι έτσι, απλά, γίνεται η Ιστορία. Και για να δούμε πώς γίνεται και πώς γράφεται η Ιστορία θα πρέπει να διαβάσουμε το βιβλίο. Την Ιστορία τη μελετάμε για να δώσουμε απαντήσεις στο παρόν. Και αυτή είναι η πολύτιμη παρακαταθήκη του Νικηφόρου: ένα βιβλίο οδηγός του αγώνα και της αντίστασης σήμερα.
Σας ευχαριστώ.