Τετάρτη 30 Ιουλίου 2008

ΜΙΚΡΟ ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΗ ΣΩΤΗ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ (3) Γιατί γράφουμε;

Δύο φίλοι, η Μαίρη Αλεξοπούλου και ο Γιάννης Χαιρετάκης, μέλη της ομάδας ανάγνωσης ΜΕ.Λ.ΟΜΑ - για την οποία έχουμε κάνει αρκετές αναφορές και προτείνουμε το μπλογκ τους http://mel8ma.blogspot.com/
στη στήλη μας ΠΕΡΙΗΓΗΘΕΙΤΕ ΔΙΑΔΙΚΤΥΑΚΩΣ - ενώ η Σώτη μιλούσε, έβγαλαν το κινητό τους και την ηχογράφησαν.
Το απομαγνητοφωνημένο απόσπασμα της ομιλίας-παρουσίασης της Σώτης Τριανταφύλλου, στην Έκθεση Βιβλίου Θεσσαλονίκης 2008 δημοσιεύθηκε στο μπλογκ τους και με χαρά μας επιτρέπουν την αναδημοσίευση. Τους ευχαριστούμε.



«Γιατί γράφουμε; Οι περισσότεροι από εμάς νομίζω ότι γράφουμε επειδή δεν μπορούμε να μην γράφουμε. Ωστόσο, ο καθένας μας έχει διαφορετικές κινητήριες δυνάμεις. Μία από τις δικές μου είναι η αντίσταση στον κονφορμισμό. Γράφω για να αντισταθώ στον συντηρητισμό που με περιβάλλει. Γράφω σαν να κάνω μία επαναστατική πράξη. Θα μπορούσα να εκφραστώ διαφορετικά. Θα μπορούσα να διοργανώνω διαδηλώσεις. Αυτό δε σημαίνει ότι είμαι συγγραφέας που θέλει να διδάξει με κάποιο συγκεκριμένο τρόπο. Απλώς είναι ένα τρόπος -και όχι «απλώς», αλλά με σύνθετο περίγραμμα- είναι ένας τρόπος για να αντισταθώ τόσο στην καθημερινή επίθεση των παραδοσιακών αξιών, όσο και στον εξίσου πατροπαράδοτο και θλιβερό αριστερό συντηρητισμό, στην -όπως έλεγε ο Walter Benjamin- «αριστερή μελαγχολία».
Τί είναι αυτό το πράγμα, στο οποίο νομίζω ότι πρέπει να αντισταθούμε; Από τη μια πλευρά έχουμε την τρομερή επίθεση των ηλεκτρονικών μέσων, της τηλεόρασης, όλης αυτής της χυδαιότητας που όχι μόνο απειλεί την αισθητική και την πολιτική, αλλά την ίδια μας την ύπαρξη. Κινδυνεύουμε να γίνουμε πραγματικά ηλίθιοι. Από την άλλη πλευρά και συγχρόνως η τηλεόραση καταληστεύει τον χρόνο. Οι περισσότεροι άνθρωποι παραπονιούνται ότι δεν έχουν χρόνο. Ωστόσο αν μιλήσεις λίγο μαζί τους διαπιστώνεις ότι έχουν παρακολουθήσει όλες τις μεσημεριανές εκπομπές, κι ας υπάρχει το συνεχές παράπονο ότι η ζωή είναι μικρή, ότι δεν έχει τη σωστή διάρκεια. Αφού λοιπόν δεν έχει τη σωστή διάρκεια καλό είναι να περνάμε ωραία. Και ωφέλιμα. Και η ανάγνωση κάνει τους ανθρώπους και καλύτερους και πιο ευτυχισμένους. Η τηλεόραση, όχι.
Το γράψιμο, λοιπόν, είναι για την σύγχρονη εποχή μία αντίσταση σ' αυτή την τρομερή επίθεση της εξουσίας. Κι από την άλλη μεριά στην αντίδραση της αντίδρασης, που είναι η σύγχρονη αριστερά, η οποία δεν κάνει σωστά τη δουλειά της, η οποία δεν αγαπάει τον κόσμο τον οποίο θέλει ν΄ αλλάξει, η οποία εμφορείται από ταξικό μίσος, ή από μίσος γενικά.
[...]
Ένας άλλος λόγος για τον οποίον γράφω είναι η αγάπη για τους άλλους. Όχι ότι γράφω για τους άλλους, αλλά γράφω επειδή αισθάνομαι έτσι απέναντι στους άλλους, επειδή αισθάνομαι αγάπη για τους ανθρώπους γύρω μου. Αυτό νομίζω ότι μπορεί να κάνει κάποιον αναγνώστη συγγραφέα.
Τέλος, ο τρίτος λόγος για τον οποίο νομίζω ότι γινόμαστε συγγραφείς στη σύγχρονη στιγμή είναι γιατί συχνά οι ιδεολογίες πετάνε το μωρό μαζί με τα κουβαδόνερα. Μέσα στην απαξίωση της ζωής, δεν βρίσκεται το ωραίο εκείνο που μας κάνει να μένουμε στον κόσμο και να μην αυτοκτονούμε. Θέλω να πω μ' αυτό ότι αν κανείς διαβάσει και σκεφτεί, θα βρει έναν καλύτερο τρόπο να ζήσει μέσα στον δεδομένο κόσμο με όλα αυτά τα δεινά που έχει. Συχνά παραπέμπω στον Επίκτητο, ο οποίος λέει μεταξύ άλλων (απλοποιώ λίγο):

«Σε όποιον δεν αρέσει αυτή η ζωή, πρέπει να φεύγει».
Μπορούμε να το προχωρήσουμε ακόμα περισσότερο: Σε όποιον δεν αρέσει αυτή η δουλειά, πρέπει να φεύγει. Σε όποιον δεν αρέσει αυτή η σχέση, πρέπει να φεύγει. Σε όποιον δεν αρέσει αυτή η ομιλία, πρέπει να φεύγει. Είμαστε περισσότερο ελεύθεροι από όσο νομίζουμε. Κάνουμε πολύ μικρή χρήση της ελευθερίας μας.
Ο τελευταίος λοιπόν λόγος για τον οποίον γράφουμε είναι, νομίζω, να ξεχωρίσουμε μέσα από τα βιβλία μας και μέσα από τη σκέψη που μπορούν να γεννήσουν, τί μπορεί να αλλάξει στη ζωή, τί μπορεί να γίνει καλύτερο και πώς μπορούμε μέσα στο δεδομένο πλαίσιο να περάσουμε καλύτερη ζωή. Επίσης, πώς μπορούμε, αν δεν αντέχεται η ζωή μας, να φύγουμε.»



Επαναλαμβάνουμε ότι το κείμενο είναι απομαγνητοφώνηση του προφορικού λόγου της Σώτης δίχως κανενός είδους επεξεργασία. Το δημοσιεύουμε πιστεύοντας πως μπορεί να σας μεταδώσει κάτι από την ατμόσφαιρα που δημιουργεί ο διάλογος της Σώτης με το κοινό της.

Δευτέρα 28 Ιουλίου 2008

ΜΙΚΡΟ ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΗ ΣΩΤΗ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ (2) Η συγγραφέας

Η Σώτη Τριανταφύλλου γεννήθηκε στην Αθήνα το 1957. Σπούδασε Φαρμακευτική στην Αθήνα, Ιστορία και Πολιτισμούς στο Παρίσι, Ιστορία της Αμερικανικής Πόλης στη Νέα Υόρκη καθώς και Γαλλική Φιλολογία στην Αθήνα. Έχει γράψει τρεις συλλογές διηγημάτων ("Μέρες που έμοιαζαν με μανταρίνι", "Το εναέριο τρένο στο Στίλγουελ", "Άλφαμπετ Σίτυ"), δύο βιβλία για τον κινηματογράφο ("Κινηματογραφημένες πόλεις", "Ιστορία του παγκόσμιου κινηματογράφου 1976-1992"), οκτώ μυθιστορήματα ("Σάββατο βράδυ στην άκρη της πόλης", "Αύριο, μια άλλη χώρα", "Ο υπόγειος ουρανός", "Το εργοστάσιο των μολυβιών", "Φτωχή Μάργκο", "Άλμπατρος", "Κινέζικα κουτιά", "Λίγο από το αίμα σου"), τις νουβέλες: "Γράμμα από την Αλάσκα", "Θάνατος το ξημέρωμα", "Η φυγή", "Συγχώρεση", "Πιτσιμπούργκο", καθώς και τα βιβλία για παιδιά "Η Μάριον στα ασημένια νησιά και τα κόκκινα δάση" και "Γράμμα από ένα δράκο". Μαζί με τον Ηλία Ιωακείμογλου, έγραψαν από κοινού τα βιβλία: "Αριστερή τρομοκρατία, δημοκρατία και κράτος" και "Για τη σημαία και το έθνος". Ο Γιώργος Χ. Θεοχάρης, ποιητής, φίλος του βιβλιοπωλείου και μελετητής του έργου της Σώτης μας έστειλε το ακόλουθο σύντομο σημείωμα. Η συγγραφέας ΣΩΤΗ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ
Προσεγγίζοντας τη Σώτη Τριανταφύλλου ως συγγραφέα μυθιστορημάτων δεν μπορείς να παραγνωρίσεις την συνολική πνευματική και επιστημονική δραστηριότητά της η οποία εκτείνεται σε πολλά επίπεδα.Από την φοίτησή της στην Φαρμακευτική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών μέχρι σήμερα διήλθε ευδοκίμως το στάδιο της διδασκαλίας δύο ξένων γλωσσών, κατέθεσε δύο διδακτορικά σε ξένα Πανεπιστήμια, ειδικεύτηκε στην ιστορία της αμερικανικής πόλης, εργάστηκε ως δημοσιογράφος και μεταφράστρια, δίδαξε ιστορία του κινηματογράφου και δημοσίευσε 9 βιβλία (μελέτες - διηγήματα - μυθιστορήματα).Αποδεικνύεται έτσι ως μία εκ των πλέον παραγωγικών δημιουργών που δεν λεηλατεί τη γνώση - πράγμα που πολύ συχνά χαρακτηρίζει τους πολυπράγμονες.Σταθερό σκηνικό στην αφηγηματική δράση της Σώτης Τριανταφύλλου αποτελούν οι κοσμοπόλεις, οι μεγάλες πρωτεύουσες, στις οποίες κατ' εξοχήν κινήθηκε και κινείται αφήνοντας το ίχνος της η ρόδα της ιστορίας τού ανθρώπου είτε στο πολιτικό επίπεδο είτε στην περιοχή τής τεχνολογικής εξέλιξης είτε στην διαμόρφωση των ατομικών συμπεριφορών από γενιά σε γενιά και από εποχή σε εποχή.Για να γράψει τα βιβλία της ταξιδεύει στους χώρους της αφηγηματικής δράσης και συνήθως συναντά τους ήρωες τα φαντασίας της στα πρόσωπα καθημερινών ανθρώπων και - κατά δήλωσή της - καταληστεύει τη ζωή της και τη ζωή των φίλων της.Στα μυθιστορήματά της η ιστορία λειτουργεί αυτόνομα ως ήρωας δίχως πρόσωπο.Το ιδεολογικό κέντρο της Σώτης Τριανταφύλλου είναι η αγάπη για τους άλλους, η βεβαιότητα ότι οι ανθρώπινες αξίες είναι εφικτές και ότι το όραμα της ευτυχίας είναι κάτι που μπορούμε να αγγίξουμε. Πιστεύει στην ανθρώπινη ευδαιμονία και στον εμπλουτισμό της ζωής κάθε μέρα. Υποστηρίζει τις αριστερές ανθρωπιστικές αξίες και θεωρεί πως ολόκληρος ο κόσμος είναι το χωριό μας. Θεωρούμε σκόπιμο πριν κλείσουμε το post να δημοσιοποιήσουμε (με την άδειά της φυσικά) ένα e-mail που λάβαμε τις τελευταίες μέρες από την καλή μας φίλη Τασούλα Τσιλιμένη - επίκουρη Καθηγήτρια Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, συγγραφέας - η οποία δίχως να γνωρίζει τίποτα για το μικρό μας αφιέρωμα, μας συμβούλευσε να διαβάσουμε το τελευταίο βιβλίο της Σώτης γράφοντάς μας: ... μόλις ολοκλήρωσα το μυθιστόρημα της Σώτης Τριανταφύλλου "Λίγο από το αίμα σου". Έχοντας ολόφρεσκο τον ενθουσιασμό και την απόλαυση της ανάγνωσης σπεύδω να σας το συστήσω εάν ακόμη δεν το έχετε διαβάσει. Μια γραφή τόσο διαφορετική για ένα ταξίδι γνήσια «λογοτεχνικό», χωρίς μετα-μοντέρνα συγγραφικά τερτίπια, που σου ξεδιπλώνει ιστορίες, σου αποκαλύπτει χαρακτήρες με τρόπο πολυφωνικό, τόσο αβίαστα και με τόση σπάνια μαεστρία. Μυθιστόρημα για απαιτητικούς αναγνώστες, που ξέρουν να απολαμβάνουν το μεδούλι και να προσπερνούν τις σειρήνες της «ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΝΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΙΚΗΣ ΑΠΟΔΡΑΣΗΣ». (Λόγια ιδιαίτερης αξίας όταν δεν έχουν γραφτεί με πρόθεση τη δημοσίευση, αλλά τη λαχτάρα να διαδώσουν σε φίλο ένα καλό βιβλίο). Η φωτογραφία της Σώτης είναι από τη Διεθνή Έκθεση βιβλίου στη Θεσ/νίκη (Μάιος 2008)

Διαβάστε το 1ο μέρος του μικρού αφιερώματος για τη Σώτη με κλικ ΕΔΩ

Παρασκευή 25 Ιουλίου 2008

ΜΙΚΡΟ ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΗ ΣΩΤΗ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ (1) Γοητευτική συγγραφέας αλλά και «Παλιοκόριτσο»

(Σύντομες εικόνες μετά λόγου από τη γνωριμία με τη Σώτη)

Εικόνα 1η
Άνοιξη του 2000

Η Σώτη επισκέπτεται για πρώτη φορά το βιβλιοπωλείο μας παρουσιάζοντας «Το εργοστάσιο των μολυβιών». Εντυπωσιάζει. Κι αποκτά φίλους φανατικούς καθώς μιλά με αφοπλιστική ειλικρίνεια για τον τρόπο που χειρίζεται τη γραφή αλλά και για ότι την έχει σημαδέψει και βγαίνει στο χαρτί.
Ακούστε ένα μικρό απόσπασμα




Εικόνα 2η
Φθινόπωρο 2001

Στο αεροπλάνο της επιστροφής από τη Διεθνή έκθεση της Φρανκφούρτης όπου η Ελλάδα ήταν τιμώμενη χώρα .
Η Σώτη, ένα από τα ονόματα που «έπαιζε» πολύ και προκαλούσε ευμενή σχόλια. Με ικανοποίηση οι φίλοι τα κουβεντιάζαμε μέχρι που ξέσπασε όλο παράπονο κι ένας «ορθόδοξος κομματικός» της παρέας.
Το «ΠΑΛΙΟΚΟΡΙΤΣΟ» εμείς το βάλλαμε στο κόμμα, εμείς το προωθήσαμε, εμείς … , εμείς … , εμείς … , κι αυτό δε φτάνει που έφυγε μας τα σέρνει κι από πάνω. Περιττό να πούμε ότι το «παλιοκόριτσο» έκανε τη διαδρομή μέχρι την Αθήνα πολύ πιο ευχάριστη , συντομότερη και διασκεδαστική.


Ας ακούσουμε κι άλλο ένα απόσπασμα με αναφορές στο θέμα που η Σώτη δε δίσταζε να επαναλαμβάνει και που εξόργιζε κάποιους.


Εικόνα 3η
2005 Διεθνής Έκθεση βιβλίου στη Θεσ/νίκη.

Η Σώτη μιλά για τη «Συγχώρεση» που αναφέρεται στη θανατική ποινή. Γίνεται χαμός από την προσέλευση του κόσμου. Στην αίθουσα δεν πέφτει καρφίτσα.
Η συμμετοχή του κοινού είναι συνταρακτική.
Και στο τέλος είναι ανεπανάληπτη η εικόνα των βιβλιόφιλων που πολιορκούν να της μιλήσουν, να της σφίξουν το χέρι, να την αγγίξουν, να την ενθαρρύνουν να συνεχίσει να γράφει για να απολαμβάνουν την ανάγνωση και να επικοινωνούν με τις ιδέες της. Μια εικόνα που συναντάς σε είδωλα της μουσικής ή του κιν/φου, αλλά σπανίζει σε ανθρώπους των γραμμάτων.



Το έχω ξαναγράψει. Το κοινό της Θεσ/νίκης λατρεύει τη Σώτη Τριανταφύλλου. Τέσσερις συνεχείς χρονιές είμαι μάρτυρας συγκινητικής ανταπόκρισης και διαλόγου των Θεσσαλονικέων προς τη Σώτη σε αίθουσες που αποδεικνύονται εξαιρετικά μικρές για να χωρέσουν το πλήθος που θέλει να την παρακολουθήσει.

Τα ηχητικά ντοκουμέντα και το φωτογραφικό υλικό προέρχονται από ομιλία της Σώτης στο βιβλιοπωλείο ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΚΦΡΑΣΗ της Λιβαδειάς την Άνοιξη του 2000.

Δευτέρα 21 Ιουλίου 2008

Η Ελλάδα της ομορφιάς και η Ελλάδα της ασχήμιας

Από τις σχεδόν μόνιμες Κυριακάτικες εξορμήσεις στους χωματόδρομους της καταπληκτικής Εύβοιας οι φωτογραφίες. Ένας ύμνος στην εκπληκτική φυσική ομορφιά της χώρας μας και θρήνος για την απύθμενη βλακεία μας - που κάνουμε ότι περνάει από το χέρι μας για να την καταστρέψουμε.


Ω σώμα του καλοκαιριού, γυμνό, καμένο
φαγωμένο από το λάδι κι από το αλάτι
σώμα του βράχου και ρίγος της καρδιάς
μεγάλο ανέμισμα της κόμης λυγαριάς
άχνα βασιλικού πάνω από το σγουρό εφηβαίο
γεμάτο αστράκια και πευκοβελόνες
σώμα βαθύ πλεούμενο της μέρας!

Οδυσσέας Ελύτης


Να σ’ αγναντεύω, θάλασσα, να μη χορταίνω,
απ’ το βουνό ψηλά,
στρωτή και καταγάλανη και μέσα να πλουταίνω
απ’ τα μαλάματά σου τα πολλά.

Κώστας Βάρναλης



Κι ο δρόμος της επιστροφής. Θλίψη και αγανάκτηση. Λίγα χιλιόμετρα μετά το Ρεούζι με κατεύθυνση τα Λέπουρα.
Τις χιλιάδες πλαστικές σακούλες που κατέστρεψε η περσινή φωτιά
(το μόνο καλό της ανυπολόγιστης καταστροφής) φιλοδοξούμε να αντικαταστήσουμε συντομότατα απ' ότι δείχνει η χθεσινή φωτογραφία. Τι νομίζετε με το περιβάλλον θ' ασχολούμαστε τώρα;

Τρίτη 15 Ιουλίου 2008

Στις διακοπές σας πάρτε μαζί και τα "ΜΠΛΕ ΚΑΣΤΟΡΙΝΑ ΠΑΠΟΥΤΣΙΑ" κάνουν καλό στο διάβασμα

Τα μπλε καστόρινα παπούτσια είναι ένα παθιασμένο μυθιστόρημα για τα πάθη της Αριστεράς, για τα πάθη της μετεμφυλιακής Ελλάδας. Μια συγκλονιστική ιστορία που πραγματεύεται την Ιστορία με τα υλικά ερωτικής τραγωδίας.Με αφορμή την αιματηρή προβοκάτσια του παρακράτους τον Νοέμβριο του 1964, κατά τον εορτασμό για την επέτειο ανατίναξης της γέφυρας του Γοργοπόταμου, ο Θανάσης Σκρουμπέλος στήνει μια τολμηρή τοιχογραφία των σίξτις, με φόντο το μαγαζί «Χαβάη» στο Μεταξουργείο: κέντρο τραβεστί, τόπο συνάντησης πρώην χιτών, αρχηγείο παρακρατικών συνωμοσιών, σήμα κατατεθέν μιας γειτονιάς, μικρογραφίας της Ελλάδας, χωρισμένης αυστηρά στα όρια μιας εξουσίας που καθόριζαν οι διεκδικήσεις των άτεγκτων αντιπάλων, Λαμπράκηδες και παρακράτος.Με σπαρταριστούς χαρακτήρες, όπως τον γοητευτικό πρωταγωνιστή Τρίλια ή Γαζούρη ή Γόη ή Άλογο, τον κυρ-Χρήστο, πανίσχυρο αφεντικό της «Χαβάης», τον μυστήριο, θεληματικό Μπόη, τον Μαλατσία, την Αριστέα, τη Νένα, πλήθος δευτερεύοντες χαρακτήρες και πυκνή πλοκή που κόβει την ανάσα, το μυθιστόρημα ξετυλίγει με τέχνη μικρά άγνωστα περιστατικά της εποχής και τις υπόγειες διαδρομές που τα συνδέουν με τα γνωστά πολιτικά γεγονότα.
Ας δούμε τον Θανάση Σκρουμπέλο να μιλά για το βιβλίο του



Η ΕΛΕΝΑ ΧΟΥΖΟΥΡΗ έγραψε στην Eλευθεροτυπία, «Βιβλιοθήκη» - 21/03/2008 για το βιβλίο:
Το έτος 1963 υπήρξε ιδιαίτερα σημαντικό τόσο για την Ελλάδα όσο και για ολόκληρο τον δυτικό κόσμο. Στα καθ' ημάς η δολοφονία του βουλευτή της ΕΔΑ Γρηγόρη Λαμπράκη, η εκλογική νίκη της Ενώσεως Κέντρου με τον Γεώργιο Παπανδρέου επικεφαλής, η δημιουργία της Νεολαίας Λαμπράκη από τον Μίκη Θεοδωράκη· από την άλλη μεριά του Ατλαντικού, η δολοφονία του προέδρου των ΗΠΑ Τζον Φ. Κένεντι. Σαράντα πέντε χρόνια μετά τρεις γνωστοί Ελληνες συγγραφείς έχουν ως σημείο αναφοράς των μυθιστορημάτων τους εκείνο το έτος με διαφορά χρονικής ανάσας: Ο Γιώργος Σκαμπαρδώνης με το μυθιστόρημα «Πολύ βούτυρο στο τομάρι του σκύλου» («Κέδρος», 2006) όπου η ανάδυση του παρακράτους της Θεσσαλονίκης περιστρέφεται γύρω από το γεγονός της επικείμενης επίσκεψης του προέδρου της Γαλλίας Σαρλ ντε Γκολ, λίγες μόνον ημέρες πριν από τη δολοφονία του Λαμπράκη, τον Μάιο εκείνης της χρονιάς. Ο Γιάννης Ξανθούλης, με το μυθιστόρημά του «Του φιδιού το γάλα» («Καστανιώτης», 2007), όπου ο βαρύς και ατελείωτος Μάιος του 1963 σηματοδοτεί μια σειρά από ριζικές ανατροπές στη ζωή του έφηβου ήρωα -και σημερινού μεσήλικα με προβλήματα μνήμης- με μακρινό φόντο το ταραγμένο πολιτικό κλίμα. Ο Θανάσης Σκρουμπέλος με το μυθιστόρημά του «Μπλε καστόρινα παπούτσια» («ΤΟΠΟΣ», 2007), το οποίο ναι μεν φέρει τον υπότιτλο «Μια ροκ ιστορία από τις ταραγμένες μέρες του '64», ξεκινάει δε από τις ακόμη πιο ταραγμένες του '63. Αυτό άλλωστε είναι και το μυθιστόρημα που θα μας απασχολήσει, το πιο πολιτικό και ευθέως συναρτώμενο με το ερεβώδες κλίμα της εποχής, χωρίς τα στοιχεία της παρωδίας και του μαύρου χιούμορ που χαρακτηρίζουν το μυθιστόρημα του Γ. Σκαμπαρδώνη.

Ο Πρίσλεϊ και το παρακράτος

«Τα μπλε καστόρινα παπούτσια» είναι ο τίτλος ενός από τα πιο δημοφιλή τραγούδια των πρώτων χρόνων του ροκ εν ρολ αλλά και γενικότερα της ιστορίας της ροκ. Συνθέτης και πρώτος ερμηνευτής του ήταν ο Carl Lee Perkins. Το έγραψε και το ηχογράφησε το 1955 στο Μέμφις με τη Sun Records. Λίγους μήνες όμως, μετά, ο Πέρκινς παθαίνει ένα σοβαρό αυτοκινητικό δυστύχημα και δίνει την ερμηνευτική σκυτάλη στον φίλο του Ελβις Πρίσλεϊ που το ηχογραφεί με το δικό του ερμηνευτικό τρόπο. Από κει και πέρα, τα «Μπλε καστόρινα παπούτσια» ακολουθούν μια μυθική πορεία και καθιερώνουν τον Πρίσλεϊ σαν τον αδιαμφισβήτητο ερμηνευτή τους. Η φράση του ροκ σταρ στα διάφορα σώου του «Σας προειδοποιώ, μη βαδίζετε πάνω στα μπλε καστόρινα παπούτσια μου» έγινε αναφορά και σε μετέπειτα ροκ τραγούδια άλλων τραγουδιστών της ροκ. Το «Blue Suede Shoes», τέλος, το 2006 ανακηρύχτηκε μία από τις σημαντικότερες συνθέσεις της αμερικάνικης μουσικής του 20ού αιώνα.


Ο Elvis Presley τραγουδάει τα "μπλε καστόρινα παπούτσια"


Δεν γνωρίζω αν ο Θ. Σκρουμπέλος είχε υπόψη του την περίφημη προειδοποίηση του Πρίσλεϊ για όσους βημάτιζαν πάνω στα μπλε καστόρινα παπούτσια του, στον ήρωά του πάντως δεν βγαίνει σε καλό ούτε το ότι παίζει στην κιθάρα του το τραγούδι ούτε και ότι τα φοράει. Μάλιστα, πρόκειται για αυθεντικά αμερικάνικα μπλε καστόρινα παπούτσια. Οι συνδηλώσεις πρόδηλες, όπως θα δούμε παρακάτω. Το μυθιστόρημα ξεκινά το φθινόπωρο του 1963, λίγο πριν από τις ελληνικές εκλογές και τη δολοφονία του Κένεντι, και εξελίσσεται καθ' όλη τη διάρκεια του 1964. Η τοπογραφία είναι η γνωστή και από τα προηγούμενα βιβλία του συγγραφέα. Οι λαϊκές γειτονιές δυτικά της Ομόνοιας: Κολωνός, Βύθουλας, Αϊ-Γιώργης, Βοτανικός, Μεταξουργείο. Η ανθρωπογεωγραφία του επίσης γνωστή: Λαϊκός, φτωχός κοσμάκης, που προσπαθεί, προκειμένου να επιβιώσει, να ξεχάσει τα όσα τον διαίρεσαν και τον τσάκισαν τη δεκαετία του 1940. Στο μυθιστόρημα συνυπάρχουν όλοι οι τύποι της εποχής: Ο πρώην χίτης και νυν αρχινονός της περιοχής, ιδιοκτήτης νυκτερινού κέντρου με «άντρες που ντύνονται γυναίκες» και άμεσες διασυνδέσεις με βαθύ κράτος και Αμερικανούς πράκτορες. Ο πρώην δηλωσίας, που έχει συμφωνήσει άτυπα με τον πρώην χίτη να κρατιέται η ισορροπία και η ησυχία στη περιοχή. Οι νεολαίοι της ΕΔΑ. Ο κακός Αμερικανός πράκτορας και ερωτευμένος μέχρι τρέλας με νεαρό τραβεστί, ο καλός Αμερικανός -λαϊκό παιδί από το Μπρούκλιν- που χαρίζει μπλε καστόρινα παπούτσια, και όχι μόνον. Ανάμεσά τους, ο πρωταγωνιστής που τα φοράει. Ο 16χρονος Τρίλιας ή Γαζούρης ή Γόης ή Αλογο, με σήμα κατατεθέν το... υπέρμετρο πέος του.
Στο μυθιστόρημα υπάρχουν τρεις κόσμοι: Το παρακράτος και η αμερικανοκρατία. Ο ενεργός κόσμος της Αριστεράς. Η οικογένεια του Γαζούρη, με επικεφαλής την εμβληματική φιγούρα της μάνας του, Αριστέας, και τη μικρότερη αδελφή του, Νένα. Ο πρώτος και ο δεύτερος κόσμος αποτελούν το ιδεολογικά αντιθετικό ζεύγος που αλληλοσυμπληρώνεται και αλληλοκαταστρέφεται. Ανάμεσά τους μπλέκεται άθελά του ο Γαζούρης που τελικά μετατρέπεται στον αθώο αμνό που θυσιάζεται. Η υπερφυσική του βιολογική δυνατότητα για ζωή -παραπομπή στον Διόνυσο και την τελική του μοίρα- παύει να υφίσταται. Αρα και η συμβολική αναγέννηση της χώρας. Εκείνος που διασώζεται τελικά δεν είναι ο φορτισμένος ιδεολογικά ένθεν και ένθεν κόσμος αλλά αυτός της γήινης, μετρημένης, απλοϊκής αλλά και σοφής συγχρόνως από την εμπειρία της ζωής, Αριστέας. Μπροστά στην επιβίωση και στη συνέχεια της ζωής, η Αριστέα υπερβαίνει όλα τα ιδεολογικά σχήματα και θεωρήματα. Θα λέγαμε χαριτολογώντας ότι υπερβαίνει και αυτόν τον Ψυχρό Πόλεμο, που μαίνεται την εποχή εκείνη, με την απόφασή της να ακολουθήσει στην Αμερική τον καλό -και μαύρο!- Τζόνας, ερωτευμένο με τη Νένα, την οποία αργότερα θα παντρευτεί. Παρεμπιπτόντως φοράει και η Νένα μπλε καστόρινα παπούτσια, δώρο του Τζόνας βεβαίως, μόνον που σ' αυτήν φέρνουν τύχη.
Από τις σελίδες του μυθιστορήματος παρελαύνουν σχεδόν όλα τα πολιτικά γεγονότα του 1963-1964. Από τις εκλογές του Νοεμβρίου 1963, με νικήτρια την Ενωση Κέντρου, τη δολοφονία του Κένεντι, τους φοιτητικούς αγώνες, τη δολιοφθορά του Παπαδόπουλου (Στούμπος στο μυθιστόρημα) με τη ζάχαρη στα τανκς, έως τα αιματηρά γεγονότα στον Γοργοπόταμο, κατά τη διάρκεια του εορτασμού της επετείου της ανατίναξης της γέφυρας στην Κατοχή. Ο Σκρουμπέλος χειρίζεται εύστοχα τους τρεις κόσμους που αναφέραμε, παραθέτοντας και μπλέκοντας αντιστικτικά τον έναν με τον άλλον, έτσι ώστε να επιτυγχάνει μια γρήγορη και κινηματογραφική εναλλαγή, χωρίς να χάνει την αίσθηση της οικονομίας. Χάνει όταν, προκειμένου να αναφερθεί στα πολιτικά γεγονότα της εποχής, μετατρέπει τη γραφή του σε καταγγελτικό πολιτικό ρεπορτάζ. 'Η όταν σχηματοποιεί πρόσωπα και καταστάσεις (οι καλοί και οι κακοί). Αντίθετα, εκεί που σαφώς κερδίζει είναι η εξαιρετικά αφομοιωμένη γλώσσα των λαϊκών ανθρώπων, του υπόκοσμου και των «ανδρών που ντύνονται γυναίκες». Μια γλώσσα χυμώδης και ζωντανή, που δίνει το στίγμα της στο ενδιαφέρον αυτό μυθιστόρημα. Μπορούμε μάλιστα να πούμε πως και με τα τρία του βιβλία, ο Σκρουμπέλος δημιουργεί ένα προσωπικό, γλωσσικό, υφολογικό και μυθιστορηματικό σύμπαν.


Το βιβλίο "μπλε καστόρινα παπούτσια",
του Θανάση Σκρουμπέλου έχει εκδοθεί από τον εκδοτικό οίκο ΤΟΠΟΣ και τιμάται 15,90 €

Παρασκευή 11 Ιουλίου 2008

True Love : Ο ανεκπλήρωτος έρωτας από την πλευρά των αντρών. Η επιθυμία για συντροφικότητα από την πλευρά των γυναικών.

Όπως είχαμε υποσχεθεί στο προηγούμενο post παρουσιάζουμε το βιβλίο που στάθηκε η αφορμή για την προβολή των θέσεων που διατυπώθηκαν.

Το True Love του Άρη Μαραγκόπουλου είναι ένα σκληρό παιχνίδι ερωτικών σχέσεων στην εποχή του Διαδικτύου, διασκεδαστικό για τον αναγνώστη αλλά συχνά επικίνδυνο για τους ήρωες του βιβλίου – στον απόηχο των Επικίνδυνων σχέσεων του Λακλό. Πρόκειται για μια σύγχρονη σάτιρα ηθών, με τους ήρωες σε υπαρξιακή κρίση. Ο συγγραφέας Μίμης, η φίλη του Σοφία, η διαφημίστρια Κική, η γραφίστας Ντίνα, ο φίλος του Μίμη, Στέλιος, η κομμώτρια Ντέζη, ο αστυνόμος Πορφύρης συγκρούονται ανελέητα μεταξύ τους, επειδή σε όλους λείπει το ίδιο πολύτιμο αγαθό – που μάταια διεκδικούν από τον πρώτο τυχόντα. Το True Love είναι ο ανεκπλήρωτος έρωτας από την πλευρά των αντρών. Η επιθυμία για συντροφικότητα από την πλευρά των γυναικών. Είναι η απελπισμένη αναζήτηση του Νοήματος, μέσα κι έξω από τα δεσμά της συμβίωσης. Tα χαμένα όνειρα του Μάη του '68 όπως υπαινικτικά σχολιάζει η παρακάτω εικόνα.

Το θέμα του True Love ταιριάζει σε ροζ ιστορία. Αλλά δεν είναι. That goes without saying. Ο ρομαντισμός του είναι περιπαικτικός και οι γνωστές συμβάσεις του είδους μόνον ως χοντρά αστεία μπορούν να διαβαστούν. Το True Love είναι στην ουσία μια μαύρη κωμωδία, που σαρκάζει όσους κάνουν το λάθος να μπερδεύουν το μυαλό με την καρδιά τους· γεγονός που αφορά κάποιους διανοούμενους οι οποίοι, αν και έχουν αφιερώσει τη ζωή τους στην αναζήτηση του Νοήματος, αγνοούν την πιθανότητα αυτό να βρίσκεται, στην κυριολεξία, αν όχι μέσα τους, οπωσδήποτε πολύ κοντά τους.

Η Ρούλα Γεωργακοπούλου έγραψε στο "Βιβλιοδρόμιο" των Νέων (21.06.08)
(...) Ο Άρης Μαραγκόπουλος δεν έχει σκοπό πάντως να πειράξει τα κλισέ που θέλουν τους άντρες κυνηγούς της ηδονής και τις γυναίκες μουτζαχεντίν της συντροφικότητας και της σιγουράντζας. Έστω κι έτσι, ο Μίμης, η Σοφία, η Κική, η Ντίνα, ο Στέλιος, ο Πορφύρης και η κομμώτρια Ντέζη φτιάχνουν με τα κορμιά τους όλους τους δυνατούς συνδυασμούς δίνοντας στο βιβλίο ένα ελαφρώς kinky άρωμα ιδανικό για τις ζεστές νύχτες του καλοκαιριού.

Ο Βαγγέλης Χατζηβασιλείου έγραψε στην Ελευθεροτυπία (04.07.08)
(...) Ο Άρης Μαραγκόπουλος γράφει μια ιστορία για τον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι δυσκολεύονται να συναντηθούν, να συνευρεθούν και να συνομιλήσουν, ακόμη κι αν βρίσκονται σε απόσταση αναπνοής ο ένας από τον άλλο, ακόμη κι αν οι ανάσες τους κοντεύουν να μη μπορούν να ξεχωρίσουν. Ένα λογοτεχνικό παιχνίδι με διάφορα αφηγηματικά είδη (από το αισθηματικό ρομάντζο και τα μυθιστορήματα ερωτισμού μέχρι την μαύρη κωμωδία και τη φάρσα), που μας κάνει να δούμε τους ήρωες και όλα όσα τους συμβαίνουν με μια μάλλον λοξή αν όχι και περιπαικτική ματιά.

Κλείνουμε την παρουσίαση με ένα μικρό βίντεο που αξίζει να παρακολουθήσετε.

Πέμπτη 10 Ιουλίου 2008

Η γραφή, η τέχνη της ανάγνωσης και ο διεφθαρμένος λογοτεχνικός ρεαλισμός

Με αφορμή το τελευταίο βιβλίο του Άρη Μαραγκόπουλου - προσώπου οικείου και αγαπητού στους φίλους του βιβλιοπωλείου μας - μεταφέρουμε από το blog του Κακού Μαθητή, τον προβληματισμό του συγγραφέα για τον τρόπο υποδοχής του βιβλίου του αλλά και τη γενικότερη φιλοσοφία της γραφής και της πρόσληψης ενός λογοτεχνικού έργου στην Ελλάδα σήμερα.


Το υπ' αριθμόν ένα πρόβλημα στη γραφή και την ανάγνωση σήμερα είναι πρόβλημα κατανόησης του κόσμου. Όποιος καταλαβαίνει τον κόσμο μέσα από την κουλτούρα της Μπάρμπι (ακόμα κι αν αυτή είναι localized, όπως π.χ. στα ελληνικά ευπώλητα τύπου Νάσιουτζικ κ.λπ.) διαβάζει σαν Μπάρμπι. Δηλαδή διαβάζει πρόχειρα, επιπόλαια, στον αφρό. Κάνει zapping ανάγνωση. Ειδικά όταν πέσει στα χέρια του ένα κείμενο με κάποιες απαιτήσεις βαθύτερης ανάγνωσης του κόσμου το κείμενο ακυρώνεται αυτομάτως μέσα από την à la Μπάρμπι ανάγνωσή του.
Το παρατηρώ αυτόν τον καιρό με τις αναγνώσεις φίλων και γνωστών και λιγότερο γνωστών που σχετίζονται με το True Love. Ελάχιστοι αγγίζουν το υπ' αριθμόν ένα πρόβλημα που θίγει το βιβλίο. Ελάχιστοι διαβάζουν, κατανοούν την πραγματικότητα του βιβλίου. Ελάχιστοι δίνουν σημασία στις ρητές απαιτήσεις του. Ελάχιστοι κατανοούν το ύφος του ή την αλλαγή του διαφορετικού ύφους από ενότητα σε ενότητα. Ελάχιστοι παίρνουν τα κλειδιά του για να διαβάσουν τη θέση που τους προτείνει (διότι βέβαια έχει θέση, είναι αυτό που λέμε roman à thèse και, επίσης έχει κλειδιά – όχι κρυμμένα κάτω από τη γλάστρα της εισόδου αλλά ολοφάνερα στην είσοδο…). Όλοι, δηλαδή η πλειονότητα, μένουν στην ψευδοερωτική επιφάνεια, στις «σχέσεις», στην ύπαρξη ή όχι true love, κ.λπ.
Σε τέτοιο βαθμό συμβαίνει αυτή η θλιβερή παρανάγνωση που συχνά πυκνά συλλαμβάνω τον εαυτό μου να απαντάει σε ερωτήσεις που αφορούν παρόμοιες αναγνώσεις λες και είμαι στήλη λαϊφστιλίστικου περιοδικού του είδους «η Κα Κατίνα σας απαντάει». Υπάρχουν έως κι εκείνοι (εννοείται ότι είναι εκείνες, πάντα) που με ρωτάνε, στο όριο μεταξύ συμπόνιας και συμπάθειας: «πρέπει να έχεις πολύ υποφέρει στη ζωή σου από τις γυναίκες έτσι;» Και το κακό είναι ότι ρωτάνε πάρα πολύ σοβαρά. Γιατί;Επειδή διαβάζουν τη λογοτεχνία όχι ως αυτό που είναι, ως τέχνη της ζωής, μια τέχνη που θέτει ερωτήματα για τη ζωή, μια τέχνη που διδάσκει απολαυστικά την αλήθεια και την ομορφιά αφηγούμενη πάντα ψέματα, αλλά ως φτηνό ρεπορτάζ του Πραγματικού. Και δεν πολυφταίνε. Αφού αυτή τη γραφή κι αυτή την ανάγνωση έχουν μάθει. Έχουν μεγαλώσει με τους ευπώλητους διασκεδαστές, όλο αυτό το επιδέξιο σινάφι που πουλάει όσο όσο το ρεπορτάζ του (ψευδο)Πραγματικού καθώς οι εκδότες ασύστολα το πλασάρουν –παρέα με τους πουλημένους δημοσιογράφους– ως λογοτεχνία. Ρεπορτάζ του Πραγματικού που, το κυριότερο, δεν έχει καμμία σχέση με το Πραγματικό. Ή, έχει, όση σχέση έχει η Μπάρμπι με τον πραγματικό κόσμο ή τα Goodies με το πραγματικό φαΐ. Η πιο σοβαρή συνέπεια αυτής της παραμορφωτικής ανάγνωσης του κόσμου είναι μία – και την διατυπώνω δίχως καμμία περαιτέρω εξήγηση (ο καθείς θα πρέπει να την ανακαλύψει μέσα από την προσωπική του διαδρομή): σιγά, αλλά σταθερά, όπως το σαράκι που τρώει το ξύλο, χάνεται από τα μάτια της πλειονότητας του κόσμου το κριτήριο της ομορφιάς, η ομορφιά η ίδια.ΙΙ. H λογοτεχνία εδώ και μερικές δεκαετίες στο εξωτερικό εδώ και μερικά χρόνια στην Eλλάδα δεν είναι αυτό που υπήρξε προηγουμένως. Πολύ απλά: H θεμελιώδης ψευδαίσθηση ότι η τέχνη γενικά και η λογοτεχνία ειδικότερα έχει κάποιου είδους χρησιμότητα δεν ισχύει πλέον. Για την ακρίβεια δεν τρέφουμε καμμία ψευδαίσθηση σήμερα: όλα πουλιούνται και όλα αγοράζονται. Άρα τα πάντα στρέφονται συνειδητά ή ασυνείδητα προς την οικονομική συναλλαγή. Aν αυτό πολύ γενικά ισχύει, και διαβεβαιώνω ότι ισχύει (υπάρχει τεράστια σχετική βιβλιογραφία), τότε η αγωνία του σύγχρονου καλλιτέχνη και του σύγχρονου συγγραφέα είναι η αγωνία του ανθρώπου που θέλει να διατηρήσει θεμελιώδεις, για τη συνέχεια της ζωής, ψευδαισθήσεις. O συγγραφέας, σε μια εποχή που κινδυνεύει ακόμα και η διαδικασία της ανάγνωσης ως παιδαγωγικής διαδικασίας, πρέπει πρώτα απ' όλα να πείσει όχι ότι απλώς αξίζουν οι δικές του ιστορίες αλλά ότι αξίζει ακόμα να περιγράφουμε ή να διαβάζουμε μύθους και ιστορίες, όποιες κι αν ειναι αυτές. O συγγραφέας με αυτή την έννοια, και μόνον με αυτήν, παραμένει αυτό που ήταν πάντα: ένας αντιδραστικός προς το κυρίαρχο ρεύμα ή, αν προτιμάτε: ένας μοναχικός επαναστάτης.ΙΙΙ. Φυσικά αυτή η αγωνία δεν αφορά πολύ κόσμο. Eννοώ: πολλούς συγγραφείς. Aφορά εκείνους που παίρνουν σοβαρά τον ρόλο τους, δηλαδή τον ρόλο του αντιδραστικού στο ρεύμα, τον ρόλο του επαναστάτη. Εγώ πλέον, όποτε αναφέρομαι σε συγγραφείς, αναφέρομαι μόνον σε αυτούς. Τους Happy (;) few. Oι άλλοι, είναι απλώς σημάδια των καιρών, ένα επάγγελμα ακόμα, μια συναλλαγή ακόμα.Σ' αυτό το πλαίσιο η σχέση της σύγχρονης μυθοπλασίας με την Πραγματικότητα είναι μια σχέση σύγκρουσης, μια σχέση πάλης, η οποία, στο βαθμό που καταφέρνει να είναι αυθεντική, απόλυτα δοσμένη σ' αυτόν τον σκοπό, οδηγεί βαθμιαία τον συγγραφέα και τους αναγνώστες του σε μια ικανοποιητική ανάγνωση του σύγχρονου κόσμου, και άρα, εξασφαλίζει τη «χρησιμότητά» της.Ένα από τα μεγαλύτερα ζητήματα στην Iστορία της λογοτεχνίας είναι εκείνο της αληθοφάνειας. H σχέση της μυθοπλασίας με το Πραγματικό. Διότι το Πραγματικό είναι η Zωή, είναι εμείς, άρα μας ενδιαφέρει να γνωρίζουμε σε ποιο βαθμό η μυθοπλασία νοιάζεται να το αποδώσει. Kι ακόμα (και κυρίως) με ποιον τρόπο το αποδίδει. Eίναι πειστική; Eίναι παραπλανητική; Tο αποδίδει ως κλινική παρατήρηση (π.χ. όπως στο Nατουραλισμό;), ως κοινωνικό σύμπτωμα (γαλλικός ρεαλισμός τύπου Mπαλζάκ), ως ψυχολογική ανάλυση (π.χ. ψυχολογικός ρεαλισμός τύπου Nτοστογιέβσκι ή Tσέχοφ), ως αισθητική ή ιδεολογική στάση (τέχνη για την τέχνη, συμβολισμός, σοσιαλιστικός ρεαλισμός) κ.λπ.;To ιστορικό γεγονός παραμένει αδιάψευστο: η καλύτερη λογοτεχνία κάθε καιρού και κάθε τόπου γύρισε την πλάτη στο ζήτημα της αληθοφάνειας. Aυτό πιο συγκεκριμένα σημαίνει: όχι ότι αδιαφόρησε για το Πραγματικό καθεαυτό. Tο αντίθετο μάλιστα. H καλύτερη λογοτεχνία ουδέποτε αδιαφόρησε για το Πραγματικό. Aδιαφόρησε όμως για τον βαθμό αληθοφάνειας διά της οποίας θα το αποδώσει. Δείτε π.χ. τον Δάντη, τον Στερν, τον Θερβάντες, τον Pαμπελέ, τον Γκόγκολ, τον Μπέιλι, τον Kάφκα, τον Τζόις, τον Mπέκετ, τον Μπόρχες, τον Μούζιλ, τον Μπροχ, για να αναφέρω πρόχειρα, έτσι στην τύχη, μερικά πασίγνωστα παραδείγματα αναληθοφανούς ρεαλισμού. Kι όμως όλοι αυτοί οι μεγάλοι κλασικοί αγωνιούσαν για την απόδοση του Πραγματικού. Θα τους ονομάσουμε ρεαλιστές; Δεν νομίζω. Δεν ήταν αυτό ακριβώς που τους έκαιγε όταν έγραφαν.H αυθεντική τέχνη του λόγου διαπιστώνεται σε όλες τις σχολές και τις τάσεις, σε όλα τα ρεύματα και τις σχολές που μετράει η λογοτεχνία του ανθρώπου, από τον Όμηρο έως σήμερα. Eπομένως η σχέση της λογοτεχνίας με το Πραγματικό δεν είναι μια σχέση μορφική με την πολύ στενή έννοια, (δηλαδή μια σχέση μεγαλύτερης ή μικρότερης πιστότητας στην απόδοση του Πραγματικού), είναι πρωτίστως, μια σχέση μορφική με την ευρύτατη έννοια, σχέση εμπειρική / καλλιτεχνική.Σήμερα ζούμε έναν πληθωρισμό λογοτεχνίας που υποκρίνεται το αληθοφανές, το Πραγματικό. Tο μεγαλύτερο μέρος της ευπώλητης, μεταμοντέρνας μυθοπλασίας των τελευταίων είκοσι τριάντα ετών, παγκοσμίως, υποκρίνεται πως αποδίδει το Πραγματικό. Eπ' αυτού συνηθίζω να παραπέμπω στην προσφιλή μου φράση-κλειδί από τον Kούντερα, που, σημειωτέον, έχει γραφεί το 1993 (στο Προδομένες Διαθήκες):«Tο μεγαλύτερο ποσοστό της σημερινής παραγωγής μυθιστορημάτων αποτελείται από μυθιστορήματα έξω από την ιστορία του μυθιστορήματος: εξομολογήσεις εν είδει μυθιστορήματος, ρεπορτάζ εν είδει μυθιστορήματος, διακανονισμοί λογαριασμών εν είδει μυθιστορήματος, αυτοβιογραφίες εν είδει μυθιστορήματος, αδιακρισίες εν είδει μυθιστορήματος, καταγγελίες εν είδει μυθιστορήματος, μαθήματα πολιτικής εν είδει μυθιστορήματος, ψυχομαχητό του συζύγου εν είδει μυθιστορήματος, ψυχομαχητό του πατέρα εν είδει μυθιστορήματος, ψυχομαχητό της μάνας εν είδει μυθιστορήματος, διακορεύσεις εν είδει μυθιστορήματος, τοκετοί εν είδει μυθιστορήματος, μυθιστορήματα ad infinitum έως της συντελείας του αιώνος, που δεν λένε τίποτα καινούριο, δεν έχουν καμία αισθητική φιλοδοξία, δεν επιφέρουν καμία αλλαγή ούτε στόν τρόπο με τον οποίο κατανοούμε τον άνθρωπο ούτε στη μορφή του μυθιστορήματος, μοιάζουν όλα μεταξύ τους, τα καταναλώνεις θαυμάσια το πρωί και τα πετάς θαυμάσια τό βράδυ.»Aυτή είναι η αλήθεια κι όποιος δεν τη βλέπει ζει στα σκοτάδια. Tο σύγχρονο μυθιστόρημα υποκρίνεται το Πραγματικό. Στην ουσία αδιαφορεί γι' αυτό. Προτιμά να κάνει ένα φτηνό ρεπορτάζ του Πραγματικού σαν αυτό που περιγράφει ο Kούντερα. Aλλά αυτό δεν είναι τέχνη του λόγου. Πρόκειται για έναν διεφθαρμένο ρεαλισμό, έναν ρεαλισμό που στέκεται επιπόλαια στον αφρό της ζωής – όπως η ρηχή δημοσιογραφία, όπως η πόρνη Μπάρμπι.
Κι έτσι σιγά σιγά, αλλά σταθερά, το επαναλαμβάνω, χάνουμε από τα μάτια μας την ομορφιά του κόσμου. Συνηθίζουμε στην ασκήμια όπως συνηθίσαμε στην οικολογική καταστροφή, όπως συνηθίσαμε στην πολιτική διαφθορά.

Στο επόμενο post θα έχουμε μια μικρή παρουσίαση του βιβλίου που στάθηκε η αφορμή για την προβολή των παραπάνω θέσεων.

Σάββατο 5 Ιουλίου 2008

Η Σίφνος, η Αμοργός, η Αλόννησος, η Θάσος, η Ιθάκη, η Σαντορίνη, η Κως, η Ίος, η Σίκινος ...

ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ στο πέτρινο πεζούλι
αντικρύ του πελάγους η Μυρτώ να στέκει
σαν ωραίο οκτώ ή σαν κανάτι
με την ψάθα του ήλιου στο ένα χέρι.
Οδυσσέας Ελύτης από το ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ


Η Ελλάδα που αντιστέκεται.
Η Ελλάδα που δε πληγώνει.
Η Ελλάδα που πλανεύει.

Εικόνες που ακόμα έχουμε τη χαρά να απολαμβάνουμε σε μια χώρα που αλλοτριώνεται και μεταλλάσσεται καθημερινά.

Στο τραπέζι σερβιρισμένος γαύρος, σαρδέλα στα κάρβουνα, χωριάτικη σαλάτα (πραγματική) και ουζάκι. Και το κασετόφωνο να παίζει τον Εθνικό ύμνο του ελληνικού καλοκαιριού.
Ακούστε τους ΓΛΑΡΟΥΣ με την Ελ. Αρβανιτάκη και ταξιδέψτε μαζί τους.

Όποιος βρει από πού είναι οι φωτογραφίες του χαρίζουμε ένα από τα βιβλία που προτείναμε στο προηγούμενο post.

Τετάρτη 2 Ιουλίου 2008

Τα πνευματικά; σκουπίδια βλάπτουν σοβαρά τη σκέψη και το περιβάλλον

Ιούλιος
με ζέστη αλλά και με άδειες - ή με κλεμμένο ελεύθερο χρόνο.
Βραδιές που επιζητάτε τη συντροφιά ενός βιβλίου ή μεσημέρια που ταξιδεύετε μαζί του. Κι όπως όταν κανονίζετε τα του ταξιδιού φροντίζετε να τακτοποιήσετε και τη παραμικρή λεπτομέρεια, να ζητήσετε τις καλύτερες εξυπηρετήσεις και την άριστη ποιότητα, ΕΤΣΙ διαλέξτε και το (τα) βιβλία σας.
Μη σας θαμπώνουν οι λίστες των περιβόητων ΕΥΠΩΛΗΤΩΝ με τις οποίες παλιότερα ασχοληθήκαμε σ’ αυτό το μπλογκ και θα επανέλθουμε.
Μη σας ξεγελούν τα εντυπωσιακά εξώφυλλα και οι διαφημιστικές καμπάνιες.
Μπείτε στο βιβλιοπωλείο και επιλέξτε σύμφωνα με τη διάθεσή σας αλλά και σεβασμό πάνω απ’ όλα στον εαυτό σας. Θα βρείτε βιβλία για όλα τα γούστα, βιβλία για όλες τις ώρες. Μην όμως αγοράζετε αβασάνιστα. Υπάρχουν βιβλία ευκολοδιάβαστα, βιβλία που σας δημιουργούν ευφορία, βιβλία που σας κάνουν να γελάτε και είναι λογοτεχνικά διαμάντια. Μπορείτε ν’ αποφύγετε το εύπεπτο που δε προσφέρει απολύτως τίποτα. Άλλωστε εκτός της σκέψης τα πνευματικά; σκουπίδια βλάπτουν σοβαρά και το περιβάλλον μιας και θα τα πετάξετε - πολλές φορές πριν το τέλος - στον πρώτο σκουπιδοτενεκέ.
Μ’ αυτό το πνεύμα σας προτείνουμε τα βιβλία του μήνα.

true Love: Άρης Μαραγκόπουλος,Πανδαιμόνιο: Κώστας Ακρίβος, Τι είδε η γυναίκα του Λωτ: Ι. Μπουραζοπούλου, Λίγο από το αίμα σου: Σώτη Τριανταφύλλου, Ο κ. Επισκοπάκης: Ανδρέας Μήτσου, Ταξίδι στην άκρη της νύχτας: Σελίν, Μπλε καστόρινα παπούτσια: Βασ. Σκρουμπέλος, Η Μαρία των Μογγόλων : Μαριάννα Κορομηλά, Στην Ευρώπη ταξίδια στον 20ο αιώνα: Χεϊρτ Μακ, Πως οι πλούσιοι καταστρέφουν τον πλανήτη: H. Kempf, Το τοτέμ του λύκου: Rong Jiang