Τρίτη 22 Απριλίου 2025

Παρουσίαση του νέου βιβλίου του Κώστα Ακρίβου «Όνομα πατρός: Δούναβης» Δευτέρα 28 Απριλίου, ώρα 8:00 μμ

Παρουσίαση του νέου βιβλίου του Κώστα Ακρίβου «Όνομα πατρός: Δούναβης»

 Δευτέρα 28 Απριλίου, ώρα 20:00

Λιβαδειά, στο βιβλιοπωλείο Σύγχρονη Έκφραση (Δημάρχου Ι. Ανδρεαδάκη 49)

Το βιβλιοπωλείο Σύγχρονη Έκφραση και οι εκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ
σας προσκαλούν στην παρουσίαση
του 
νέου βιβλίου του Κώστα Ακρίβου

Όνομα πατρός: Δούναβης

τη Δευτέρα 28 Απριλίου 2025, στις 8 μ.μ.,
στο
ν χώρο του βιβλιοπωλείου (Δημ. Ι. Ανδρεαδάκη 49, Λιβαδειά).

Ο Κώστας Ακρίβος θα μιλήσει για το νέο βιβλίο του,
θα απαντήσει σε ερωτήσεις του κοινού και θα υπογράψει αντίτυπα.

Τον είπαν «Ανατολίτη παραμυθά», έκανε τη φιλία ευαγγέλιο,
σταυρώθηκε γράφοντας για τον Ελεύθερο Άνθρωπο.
Ο Ελληνορουμάνος συγγραφέας Παναΐτ Ιστράτι.


Παρασκευή 18 Απριλίου 2025

ΚΟΙΤΑΖΟΝΤΑΣ ΤΟΝ ΚΑΘΡΕΦΤΗ ΤΟΥ ΜΥΘΟΥ: ΑΛΕΞΗΣ ΠΟΛΙΤΗΣ

 

ΑΛΕΞΗΣ ΠΟΛΙΤΗΣ 1945 - 2025

Θα τον θυμόμαστε με σεβασμό και αγάπη. Και γεμάτοι ευγνωμοσύνη για εκείνη την αλησμόνητη, την απολαυστική βραδιά στο βιβλιοπωλείο ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΚΦΡΑΣΗ τον Μάρτη του 2005 όπου συζητήσαμε εξαντλητικά "Κοιτάζοντας τον καθρέφτη του μύθου".

Καλό ταξίδι στην αιωνιότητα Αλέξη.

Και αντί μνημοσύνου το κείμενο εκείνης της διάλεξης.

ΚΟΙΤΑΖΟΝΤΑΣ ΤΟΝ ΚΑΘΡΕΦΤΗ ΤΟΥ ΜΥΘΟΥ

Ο καθρέφτης του μύθου δεν είναι ο μαγικός καθρέφτης της κακιάς μητριάς της Χιονάτης. Εκείνος, όσο και να φαίνεται κάπως παράξενο, έλεγε την αλήθεια, αφού μόλις μεγάλωσε η μικρή Χιονάτη, ο  καθρέφτης αμέσως την ξεχώρισε και το δήλωσε ρητά. Όχι, ο καθρέφτης του μύθου δεν μας σκαρώνει τέτοια παιχνίδια·  εσοπτριζόμενοι σ’ αυτόν δεν κινδυνεύουμε ποτέ ν’ αντικρίσουμε την πικρή πραγματικότητα: φαίνεται πως διαθέτει έναν κρυφό μηχανισμό, ένα φίλτρο, που δεν αφήνει τίποτε δυσάρεστο ή εχθρικό να εμφανισθεί στην επιφάνειά-του. Αν ρωτήσουμε κανέναν ψυχολόγο ή ψυχαναλυτή για να μάθουμε πώς ονομάζεται αυτός ο μηχανισμός, θα μας απαντήσει μονολεκτικά: «εγωισμός», ατομικός ή συλλογικός.

      Επειδή η δουλειά-μου δεν είναι ψυχαναλυτής ή ψυχίατρος, παρά φιλόλογος και ιστορικός, δεν μπορώ ν’ ασχοληθώ καθόλου με το «εγώ»· στο στόχαστρό-μου βρίσκεται το «εμείς», και μάλιστα σε χρόνους παρελθόντες. Θ’ αναζητήσουμε λοιπόν τους μυθικούς αντικατοπτρισμούς όπως είχαν αποτυπωθεί στους παλιούς καθρέφτες των παππούδων και των προπάππων-μας ή και πιο παλιά – θα πάμε δηλαδή μερικές δεκαετίες πριν το 1900, και θα επισκοπήσουμε δυο γενιές περίπου, έως στα 1910 ή ’20. Καθώς μάλιστα οι συναντήσεις-σας εδώ εξειδικεύονται περισσότερο στις σχέσεις με τους άλλους, θα ζητήσουμε απ’ τον καθρέφτη να μας δείξει πώς φαντάζονταν τότε οι πρόγονοί-μας ορισμένες ειδικές κατηγορίες άλλων, που συνήθως μας απασχολούν περισσότερο, δηλαδή τους κοντινούς-μας άλλους. Προσδιορίζω ακριβέστερα –και περνάω πια από τον μεταφορικό στον κυριολεκτικό λόγο– απόψε λοιπόν θα μας απασχολήσει πώς αντιμετωπίζαμε κάποιους πληθυσμούς που ζούσαν στον ίδιο τόπο μ’ εμάς, συχνά στα ίδια χωριά ή σε γειτονικά, και που από τη μια μας ένωνε ένα βασικό χαρακτηριστικό εκείνων των χρόνων, είχαμε την ίδια θρησκευτική πίστη, ενώ από την άλλη μας διαφοροποιούσε ένα σταθερό χαρακτηριστικό, η ομιλία. Μιλούσαμε άλλη γλώσσα· εμείς ρωμαίικα, οι άλλοι αρβανίτικα, ή βλάχικα, ή βουλγάρικα, ή και τούρκικα. Και τα χρόνια που θα εξετάσουμε είναι ακριβώς εκείνα κατά τα οποία εκείνοι οι άλλοι, δηλαδή οι λαοί της βαλκανικής, έμπαιναν στη σφαίρα της εθνικής συνείδησης. Χρόνια λοιπόν παλιά και περασμένα· αν τώρα ορισμένα απ’ όσα που συνέβαιναν τότε σας θυμίζουν και πράγματα τωρινά, αυτό θα οφείλεται, όπως λεν κι οι μυθιστοριογράφοι, σε καθαρή σύμπτωση.

 

Αρχίζω με δύο πραγματολογικές διευκρινίσεις. «Μυθικός καθρέφτης»: η λέξη μύθος σύμφωνα με την τρίτη σημασία-της κατά το Λεξικό του Ινστιτούτου Τριανταφυλλίδη, σημαίνει μια «φανταστική ή ανακριβή άποψη που επικρατεί για κάποιον ή για κάτι». Και «εθνική συνείδηση»: η αίσθηση ενός πληθυσμιακού συνόλου ότι το συνέχει, το συνδέει, ένα ισχυρό και ενιαίο πλέγμα, που διαθέτει χρονικό βάθος –δεν είναι δηλαδή κάτι το σύγχρονο ή το εφήμερο– καθώς και η βούληση αυτού του συνόλου να αυτοκαθορίζει τις τύχες-του, να οργανωθεί σε εθνικό κράτος. Ρίχνοντας μια γρήγορη ματιά, και παρακάμπτοντας τις ατέρμονες θεωρητικές ή πραγματολογικές συζητήσεις, μπορούμε να θεωρούμε ότι το συναίσθημα αυτό, η εθνική συνείδηση είναι φαινόμενο νεοτεριστικό, ότι πρωτοφάνηκε γύρω στα μέσα ή τα τέλη του 18ου αιώνα στην κεντρική Ευρώπη, κι ότι στη γειτονιά-μας, στις περιοχές της οθωμανικής αυτοκρατορίας άρχισε να λειτουργεί νωρίτερα στον χώρο των ελληνόφωνων διανοούμενων περίπου από το 1790-1800 και ύστερα, για να απλωθεί και στους υπόλοιπους περί τα μέσα του 19ου αιώνα. Ήταν επίσης ένα συναίσθημα αρκετά περιορισμένο· δεν διέθετε την καθολικότητα που γνωρίζει σήμερα, κι επίσης, πολύ σημαντικό, ένα συναίσθημα που καλλιεργείται με το μυαλό – μπορεί μια εποχή να ενταθεί, ύστερα να ατονήσει. Ξεκίνησε από τις πόλεις, τους αστούς· έως τα τέλη του 19ου αιώνα δεν είχε διαδοθεί παρά σε πολύ μικρό βαθμό στους αγροτικούς πληθυσμούς. Περιττό να θυμίσω ότι λίγο πριν το 1850, όριο συμβατικό για το άπλωμά-του στους μη ελληνόφωνους πληθυσμούς, το μόνο εθνικό κράτος της περιοχής είναι το ελληνικό και εν μέρει το Σερβικό –τότε αποκτά την απόλυτη αυτονομία–, καθώς και ότι εκκρεμεί η διάλυση της οθωμανικής κυριαρχίας. Ποιοι θα την κληρονομήσουν;

      Ανοίγω τώρα ένα βιβλίο του 1879. Οι Αλβανοί και το μέλλον αυτών εν τω ελληνισμώ. Μετά παραρτήματος περί των Ελληνοβλάχων και των Βουλγάρων. Συγγραφέας-του ένας Θωμάς Πασχίδης ή Πάσχος. Το βιβλίο είναι αφιερωμένο στην ιερή μνήμη του «Κοσμά, του αναγεννήτορος του Ελληνισμού και προμάχου πρωτομάρτυρος προ αιώνος της των Πελασγών παλιγγενεσίας». Κοσμάς είναι βέβαια ο Αιτωλός, όπως καταλάβατε –και πραγματικά εκείνη τη χρονιά έκλεινε ένας αιώνας από τον θάνατό-του το 1779–, και Πελασγούς ονομάζει ο συγγραφέας τους Αλβανούς. Διαβάζω δυο-τρία σύντομα κομμάτια από τον πρόλογο: «Του Πελασγικού λοιπόν έθνους των Αλβανών, ού η τύχη ήδη διακυβεύεται, επεχείρησα πετώντι καλάμω σκιαγραφήσαι τον χαρακτήρα, την πίστην και την διάλεκτον, όπως κατίδη ο Αλβανός, χριστιανός ή μωαμεθανός, ότι είν’ Έλλην την καταγωγήν γνήσιος», και παρακάτω μια έκκληση προς τους Αλβανούς, να μη δίνουν «ακρόασιν εις ξενικάς ραδιουργίας», αλλά: «Ναι! Δεύτε και δώμεν χείρα αδελφικήν ημείς οι δύο γηγενείς λαοί, γονεύς και υιεύς, προς σύνδεσμον και συνασπισμόν κοινόν». «Η ημέρα της συμφιλιώσεως ανατέλλει».

      Σύμφωνα λοιπόν με τα όσα αναπτύσσονται σ’ αυτό το βιβλίο οι Αλβανοί είναι απόγονοι των προελληνικών φυλών, των Πελασγών, και επομένως πολύ συγγενικοί-μας, εφόσον οι Δωριείς και τα άλλα ελληνικά φύλα αναμίχθηκαν με τους προέλληνες. Αυτά όλα τεκμηριώνονται, και σ’ αυτό το βιβλίο, και σε άλλα που είχε γράψει ο Πασχίδης, από στοιχεία αντλημένα από την ιστορία και τη γλωσσολογία. Δεν ήταν τυχαίο πρόσωπο ο Θωμάς Πασχίδης· δημοσιογράφος κι εκδότης εφημερίδων εκείνη την εποχή στη Ρουμανία, δάσκαλος παλιότερα, φανατικός πατριώτης γεννημένος το 1836 στα Γιάννενα· πέθανε το 1890 στη μακρινή Λιβύη, όπου τον είχε εξορίσει ο σουλτάνος λίγο νωρίτερα ως ύποπτο για αντι-οθωμανικές κινήσεις. 

      Και δεν ήταν καθόλου μοναδικές ή παράξενες οι απόψεις-του· κάθε άλλο, πρόκειται για κοινό τόπο της εποχής. Δεκαπέντε χρόνια νωρίτερα, το 1864, ένας άλλος λόγιος, ο Άγγελος Καππώτας βεβαίωνε ότι οι Αλβανοί «και αυτοί Έλληνές-εισι· μάλιστα δε οι άμεσοι των Πελασγών απόγονοι»· κι ακόμα πιο πριν, στα 1858, γενικώς οι κάτοικοι της Ηπείρου λογαριάζονταν από ένα γιατρό, τον καθηγητή του πανεπιστημίου Αλέξανδρο Πάλλη, «πελασγότεροι» από τους νοτιότερους πληθυσμούς[1]. Προτού προχωρήσουμε, θέλω να προσέξουμε μια λεπτομέρεια· τί ξέρουμε, τί ήξεραν τότε για τους Πελασγούς; Τίποτα το συγκεκριμένο· ονομασία μυθική των προ-Ελλήνων, αλλά ενώ το προ-Έλληνες, ως περιγραφική περίφραση, δηλώνει άγνοια, το «Πελασγοί», ως κύριο όνομα, υπονοεί γνώση. Η πόρτα του μύθου έχει ανοίξει.

      Περνάω τώρα στη χρονολογία, 1879. Ένας χρόνος μετά τη μεγάλη αναταραχή που δημιουργεί στα Βαλκάνια η κάθοδος της Ρωσίας έως τα προάστια σχεδόν της Κωνσταντινούπολης. Ο τσάρος επιβάλει στους Οθωμανούς τη συνθήκη του Αγίου Στεφάνου, που δημιουργεί τη Μεγάλη Βουλγαρία, και οι μεγάλες δυνάμεις του επιβάλουν την άμεση αναίρεσή-της με το συνέδριο του Βερολίνου: οι Ευρωπαίοι μοιράζουν ένα μέρος των οθωμανικών βαλκανίων στους χριστιανούς, η Ελλάδα διεκδικεί τη Θεσσαλία κι όσο μπορεί μεγαλύτερο τμήμα της Ηπείρου. «Απωλέσαμεν μικρόν κατά μικρόν Σέρβους, Ρωμούνους και Βουλγάρους· και ήδη φευ! Κινδυνεύομεν ν’ απολέσωμεν και τους Αλβανούς, τουτέστι τους θυρωρούς του οίκου-μας!» έγραφε στα 1878 ένα δημοσιογράφος με κύρος, ο Αναστάσιος Βυζάντιος[2]. Και στα 1879 ο Κωνσταντίνος Καραπάνος, τραπεζίτης στην Κωνσταντινούπολη, μεγαλοκτηματίας στη νότια Ήπειρο, αρχαιολόγος, πολιτευτής αργότερα, προσπαθώντας να ανατρέψει τις προσπάθειες των Αλβανών να δημιουργήσουν δικό-τους εθνικό κράτος, γράφει στον άγγλο Waddington για να του εξηγήσει ότι οι Αλβανοί είναι και λίγο Έλληνες: «οι Σκιπετάρ και ιδίως οι Τσάμηδες είναι πελασγικής και ελληνικής καταγωγής»[3].

 Ας αφήσουμε τώρα τα δέντρα για ν’ αποκτήσουμε θέα και προς το δάσος. Είμαστε στα χρόνια της μοιρασιάς, όπως είπαμε. Ποιος θα πάρει τί; Με ποιο κριτήριο θ’ αποφασιστεί αν το Αργυρόκαστρο ή τα Γιάννενα πρέπει να εκχωρηθούν στους Έλληνες ή τους Αλβανούς, αν η Φιλιππούπολη ή οι Σέρρες στους Βούλγαρους ή τους Έλληνες; Οι πληθυσμοί είναι μικτοί και πολλοί είναι δίγλωσσοι· σοβαρό πρόβλημα, και καθόλου το μόνο. Τα όποια εθνοτικά δεδομένα –δηλαδή κυρίως γλώσσα– περιπλέκονταν κι άλλο, επειδή οι κοινωνικές διαστρωματώσεις τα ανακάτευαν: πολλοί αστικοί πληθυσμοί επιλέγουν να ελληνίσουν, ανεξάρτητα γλωσσικών συνηθειών· σε άλλη χρονική στιγμή όμως μπορεί ν’ αλλάξουν γνώμη. Η εκκλησιαστική ιεραρχία ελέγχεται σχεδόν αποκλειστικά από τους Έλληνες, το πλέγμα των εκπαιδευτικών μηχανισμών επίσης, σε μεγάλο βαθμό, ενώ οι αγροτικοί πληθυσμοί, μη έχοντας ενσωματώσει ακόμη, όπως είπαμε, το πρόβλημα, είναι επομένως και πιο αδιάφοροι, αλλά και πιο ευάλωτοι στην όποια προπαγάνδα ή τρομοκρατία. Τα φαγητό που εμείς ονομάζουμε ρώσικη σαλάτα, στην ευρωπαϊκή μαγειρική ονομάζεται «μασεντουάν».

      Ο δίκαιος ή έστω ορθολογικός καταμερισμός εδαφών και πληθυσμών είναι το ένα. Πλάι-του ξεφυτρώνει κι ένα δεύτερο ακανθώδες ζήτημα: πόσα σύνολα θα διεκδικήσουν κρατική υπόσταση; Οι Έλληνες και οι Σέρβοι έχουν ήδη, οι Βούλγαροι αποκτούν το 1878, οι Αλβανοί όμως, οι Βλάχοι, οι Πομάκοι, οι Γκαγκαούζοι; (Ναι, ποιοι είναι αυτοί; Είναι τουρκόφωνοι πληθυσμοί, χριστιανικοί όμως, στα Βαλκάνια.) Οι Αρμένηδες που οι αστικές-τους κοινότητες απλώνονται ώς τα παράλια του Αιγαίου; Για να μη θέσουμε ζήτημα Εβραίων ή Τσιγγάνων.

        Ο ορθός λόγος αδυνατεί να απαντήσει· την απάντηση θα τη δώσουν, ξέρουμε, η Βία και η Πειθώ, ο πόλεμος και η προπαγάνδα, ή, αλλιώς, ιδεολογία. Ο πόλεμος δεν έχει αρχίσει· προς το τέλος του αιώνα θα τον δούμε να προβάλλει με το πρόσωπο της τρομοκρατίας. Αλλά για να πετύχει κάτι η βία, χρειάζεται να έχει προετοιμάσει το έδαφος η ιδεολογία. Σ’ αυτήν θα περιοριστούμε.

 Περνάω και πάλι στα επιμέρους. Όπως ξέρετε, Βλάχοι, Πομάκοι, Γκαγκαούζοι δεν θεωρήθηκε ότι αποτελούν έθνη ώστε να δικαιούνται, επομένως, και κρατική υπόσταση. Θα πούμε δυο λόγια για τους Βλάχους παρακάτω· για την ώρα μένουμε ακόμα στου Αρβανίτες. Ίσως όμως να μας χρειάζεται μια γλωσσική διευκρίνιση· τό ’χω ακούσει πολλές φορές, θα τό ’χετε ακούσει κι εσείς, ότι άλλο Αρβανίτης και άλλος Αλβανός. Θεέ και Κύριε· σαν να λέμε άλλο Εγγλέζος κι άλλο Άγγλος, άλλο Σπανιόλος κι άλλο Ισπανός, άλλο Ρωμιός κι άλλο Έλληνας. Το ένα είναι δημοτικός τύπος, το άλλο τύπος της καθαρεύουσας· από γλωσσική άποψη, τελεία και παύλα. Βέβαια, μια παρένθεση τώρα, η χρήση, δηλαδή η ιστορία, ανασημασιοδοτεί κάποιες έννοιες· εφόσον το εθνικό κράτος λέγεται Αλβανία, ονομάζουμε τον πολίτη της χώρας αυτής Αλβανό, ενώ κρατάμε το Αρβανίτης για παλαιότερες εποχές, όταν ο προσδιορισμός στηριζόταν σε εθνοτικά χαρακτηριστικά. Έτσι θα πούμε ότι ο παππούς-μου ήταν Αρβανίτης –και ήταν, καθότι Αιγινήτης– ενώ στην οικοδομή του γείτονα δουλεύουν πολλοί Αλβανοί εργάτες· έχουν έρθει δηλαδή από το γειτονικό κράτος πρόσφατα, ενώ ο παππούς-μου, ακριβέστερα οι πρόγονοί-του, είχαν έρθει γύρω στον 14ο περίπου αιώνα από το ίδιο ακριβώς μέρος, και για τους ίδιους ακριβώς λόγους –αναζήτηση εργασίας– αλλά σε μια εποχή που δεν υπήρχαν καθόλου εθνικοί σχηματισμοί.

      Από το συνέδριο του Βερολίνου λοιπόν, 1878, δεν προέκυψε καμία λύση για το Αλβανικό ζήτημα, δεν προέκυψε δηλαδή κάποιο αλβανικό κράτος. Για διάφορους λόγους από τους οποίους τρεις ήταν οι κυριότεροι: πρώτον, η πλειοψηφία των Αλβανών ακολουθούσε το μουσουλμανικό δόγμα, κι έτσι δεν βρέθηκε κάποιος προστάτης ανάμεσα στις χριστιανικές δυνάμεις. Δεύτερον, ακριβώς επειδή οι αλβανόγλωσσοι ήταν διαιρεμένοι σε μουσουλμάνους και χριστιανούς, η έννοια της εθνικής συνείδησης είχε πολύ μικρότερη διάδοση ανάμεσά-τους, κι ήταν πολλοί όσοι έκριναν ότι δεν τους συνέφερε να αποχωριστούν από την οθωμανική αυτοκρατορία. Τρίτον, η διασπορά-τους στον χώρο· αρβανιτοχώρια υπήρχαν σκορπισμένα σ’ όλα τα Βαλκάνια, μικρές νησίδες ανάμεσα σε αλλόγλωσους· ποια λοιπόν θα ήταν τα σύνορα ενός αλβανικού κράτους; Έμεινε λοιπόν το πρόβλημα άλυτο

      Στα 1887 ένας σημαντικός Άγγλος βουλευτής έγραφε ότι το πολιτικό μέλλον των Αλβανών ήταν να ενσωματωθούν στο ελληνικό κράτος· «οι Αλβανοί έχουν συμφέρον να επιδιώξουν μια τέτοια πολιτική, γιατι πολλοί εποφθαλμιούν τη χώρα-τους, κι οι ίδιοι δεν είναι αρκετά πολυάριθμοι ώστε να είναι μόνοι»[4]. Δεν ξέρω αν πραγματικά αυτό ήταν το συμφέρον των Αλβανών – το βέβαιο είναι πως ήταν το συμφέρον των Ελλήνων. Σ’ αυτά τα τελευταία είκοσι χρόνια του αιώνα καθώς και στα επόμενα δέκα –χοντρικά από το συνέδριο του Βερολίνου έως τους βαλκανικούς πολέμους, δηλαδή έως ότου αναλάβει δράση η πολεμική βία– οι προτάσεις για ελληνο-αλβανική συμμαχία, ή περισσότερο, ομοσπονδία, πέφτουν σαν τη βροχή το φθινόπωρο: άλλοτε ορμητικά και βίαια, άλλοτε σιγανόφωνα και διαπεραστικά. Το 1907 ένας από τους πιο φανατικούς εκπροσώπους του ελληνικού εθνικισμού, ο Νεοκλής Καζάζης, καθηγητής στο πανεπιστήμιο, τυπώνει μια διάλεξή-του που έγινε στο προπύργιο του αθηναϊκού εθνικισμού, την εταιρεία «Ελληνισμός». Θέμα της διάλεξης και τίτλος του βιβλίου, Ελληνοαλβανική συνεννόησις. Τα επιχειρήματα είναι τα ίδια· συμφέρον των Αλβανών είναι να συνεννοηθούν με τους Έλληνες, αλλά και αντίστροφα. Καλού κακού μάλιστα, πλάι στο συμφέρον προστίθεται και η συγγένεια: «αμφότεροι κατάγονται εκ Πελασγών». Πλάι στα δυο σοβαρά αυτά κείμενα, ας προσθέσουμε και κάποιες άλλες μαρτυρίες που μας φέρνουν πιο κοντά προς τις συλλογικότερες στάσεις, προς λιγότερο λόγιες αντιλήψεις: στα 1891 η εφημερίδα Ακρόπολις του Βλάση Γαβριηλίδη περιγράφει ένα καφωδείο στον Πειραιά· κυριαρχούν οι ανατολίτικοι αμανέδες και ο συντάκτης του άρθρου οικτίρει την εθνική κατάπτωση – η εργατική τάξη να τέρπεται μ’ αυτές τις ποταπές, ερωτομανείς, χυδαιότητες! Αλλά μέσα στην απελπισία, η ελπίδα· μετά τα σμυρναίικα, ιδού ένας Σουλιώτης που παίζει με λεβεντιά το σουραύλι, «τον δαιμονισμένον εκείνον αυλόν του Πανός», και τραγουδάει παραπονεμένα τραγούδια ανδρείας – στα αρβανίτικα, βέβαια. Δεν τον πειράζει τον αρθρογράφο αυτό καθόλου, άλλωστε μια άλλη εφημερίδα βεβαίωνε, δυο χρόνια νωρίτερα, πως πρόκειται για διάλεκτο που κατάγεται κατευθείαν από τα ομηρικά έπη[5].

      Ποιοι πολιτικοί, ακριβέστερα εθνικοί λόγοι, ωθούσαν τους Έλληνες να επιδιώκουν κάποια σύμπραξη με τους Αλβανούς είναι εύκολο να το εικάσουμε: καθώς η εθνότητα αυτή ήταν διαιρεμένη σε χριστιανούς και μουσουλμάνους, καθώς οι νότιοι χριστιανοί ήταν ορθόδοξοι, και το αίσθημα της εθνικής συνείδησης δεν ήταν πολύ ισχυρό, η απορρόφηση ενός τουλάχιστον μέρους του πληθυσμού από την ελληνική εθνική συνείδηση δεν φαινόταν κάτι το δύσκολο. Υπήρχε άλλωστε και ανάμεσα στους Αλβανούς μια ελληνίζουσα τάση –δυναμική έως τα 1897 που αποκαλύφθηκε ότι το ελληνικό κράτος δεν ήταν και τόσο κραταιό–, υπήρχε και το ιστορικό προηγούμενο των Αλβανών κατοίκων που είχαν τόσο πρόθυμα αποκτήσει ελληνική συνείδηση: όλοι, Υδραίοι, Σπετσιώτες, Σουλιώτες· κανείς δεν είχε θέσει θέμα, εκατό χρόνια τώρα.

      Αλλά αυτό που μας ενδιαφέρει δεν είναι η πολιτική σκέψη, είναι το ιδεολογικό-της ένδυμα. Ακόμα και οι πιο πατριώτες, σαν τον Πασχίδη, ακόμα και οι εθνικιστές, σαν τον Καζάζη, δεν είχαν κανένα πρόβλημα να ανακαλύψουν ή να εφεύρουν –δεν έχει πολλή σημασία– συγγένειες, εφόσον τις έκριναν επωφελείς· όταν μάλιστα ξεφεύγουμε από το επίπεδο της λογιοσύνης και αγγίζουμε τα ευρύτερα στρώματα η απλή συγγένεια μπορεί να γίνει και ταύτιση. Να διαπιστώσουμε λοιπόν ότι η ιδεολογία επικαθορίζεται από την ανάγκη; Ας μην ξεχνάμε πάντως εκείνο το σοφό «σε τελευταία ανάλυση», γιατι αλλιώς λησμονούμε κάποια στεγανά –σε πιο καθημερινή γλώσσα θα τα ονομάζαμε «πείσματα»– που καμιά φορά παρεμβαίνουν και τροποποιούν αυτή τη σχέση ή την εξάρτηση.

 Αν οι Αλβανοί ή Αρβανίτες ήταν κάπως λίγοι αριθμητικά και διασκορπισμένοι, οι Βλάχοι ήταν πολύ λιγότεροι και ακόμα πιο διασκορπισμένοι. Κάποιες στατιστικές τους υπολογίζουν γύρω στις 200.000 ψυχές στα χρόνια των βαλκανικών πολέμων· όμως καθώς τα πάντα γύρω από αυτήν την εθνότητα είναι εξαιρετικά ιδεολογικοποιημένα, ας κρατήσουμε τις επιφυλάξεις-μας για το νούμερο. Τί είναι οι Βλάχοι; Είναι κτηνοτροφικοί κυρίως πληθυσμοί, μετακινούμενοι ή εγκαταστημένοι σε ορεινές κωμοπόλεις, κυρίως στην Πίνδο, αλλά νησίδες-τους εκτείνονται και πολύ ανατολικότερα. Είναι όπως ξέρουμε χριστιανοί ορθόδοξοι και μιλάν μια λατινογενή γλώσσα, κοντινή με τα ρουμάνικα, αλλά, πιθανότατα –το λέω έτσι γιατι δεν μπορώ καθόλου να το ελέγξω– όχι εξαρτημένη από αυτά. Πώς βρέθηκαν εκεί απάνω στα βουνά, και γιατί μιλούν λατινικά; Η πιθανότερη κατά τη γνώμη-μου εκδοχή είναι ότι αποτελούν απογόνους των αρχαίων ρωμαϊκών αποικιών που ήταν σπαρμένες αριστερά και δεξιά της Εγνατίας οδού και είχαν εγκαθιδρυθεί για να την φυλάνε· παλιοί Ρωμαίοι λεγεωνάριοι δηλαδή, που όταν γερνούσαν και δεν μπορούσαν πια να συμμετέχουν στις εκστρατείες, αναλάμβαναν τη φύλαξη των δρόμων, ιδίως στα επικίνδυνα μέρη: κλεισούρες, περάσματα – τυπικό παράδειγμα η Κατάρα κοντά στο Μέτσοβο.

      Κτηνοτρόφοι· όμως δύο παράγωγες οικονομικές δραστηριότητες των κτηνοτρόφων είναι πρώτον η χειροτεχνία, δεύτερον τα αγώγια, δηλαδή τα καραβάνια: αφού διαθέτουν ελεύθερη ώρα μαθαίνουν να σκαλίζουν τα εργαλεία-τους, κι αφού διαθέτουν ζώα μπορούν να τα νοικιάζουν. Έτσι με τον καιρό θα γίνουν και τεχνίτες – θα έχετε ίσως ακούσει για το Συρράκο και τους Καλαρρύτες, όπου οι κάτοικοι δουλεύανε τ’ ασήμι και το μέταλλο, κι αν αφήσετε τη φαντασία-σας πιο ελεύθερη, θα σκεφτείτε και κάποιους άλλους κτηνοτρόφους στις Άλπεις της κεντρικής Ευρώπης που με τον καιρό έγιναν περίφημοι ωρολογοποιοί. Θα γίνουν επίσης έμποροι των μακρινών αποστάσεων, γιατι ήξεραν την τέχνη να ταξιδεύουν, και παίρνοντας την κοιλάδα του Αξιού ή Βαρδάρη, έβρισκαν εκεί την κοιλάδα του Δούναβη κι έφταναν έως την Βούδα, την Πέστη, τη Βιέννη, κι ακόμα παραπέρα. Από τα 1700 περίπου, χάρη σε συγκυρίες και παράγοντες που δεν είναι της ώρας να εξετάσουμε, αρχίζουν να αποκτούν οικονομική δύναμη αξιόλογη, να ιδρύουν παροικίες στην κεντρική Ευρώπη, να εμπορεύονται, να πλουτίζουν. Σίνας, Τοσίτσας, Ζάππας – ονόματα που δεν χρειάζονται σχόλιο.

      Προς τί τώρα όλη αυτή η μακροσκελής εισαγωγή; Εμπορεύονταν, είπαμε· το εμπόριο όμως χρειάζεται γραπτή γλώσσα επικοινωνίας. Επομένως τα βλαχοχώρια χρειάζονταν τα γράμματα περισσότερο από τα πεδινά χωριά· κι έπειτα, όταν έχεις πάρε-δώσε με κεντροευρωπαίους ζηλεύεις τη μόρφωσή-τους και γυρεύεις να τη μιμηθείς. Σε ποια γλώσσα θα δίδασκαν τα γράμματα οι δάσκαλοι; Γραπτή βλάχικη γλώσσα δεν υπήρχε· τα μαθήματα γίνονταν λοιπόν ελληνικά – άλλωστε η εκπαίδευση ήταν αιώνες τώρα στα χέρια της εκκλησίας, και γλώσσα της εκκλησίας ήταν τα ελληνικά.

      1821, σ’ ένα ελληνικό περιοδικό που τυπωνόταν στο Παρίσι πριν ξεσπάσει η Επανάσταση, διαβάζουμε μια σύντομη πραγματεία για το Ζαγόρι, τον ορεινό όγκο βορειοανατολικά των Ιωαννίνων. «Άλλοτε αριθμούσε το Ζαγόρι 44 χωρία. […] Το μεγαλύτερον μέρος  των κατοίκων του Ζαγορίου κατάγεται από την ελληνικήν φυλήν […] το δε επίλοιπον κατάγεται από βλαχικήν φυλήν, ήτις εξελληνίζεται καθημερινώς, και μόλις έτι οκτώ χωρία μεταχειρίζονται ακόμη την βλαχικήν». Και λίγο παρακάτω: «ο αληθής άνω ειρημένος ιεροκήρυξ», πρόκειται πάλι για τον Κοσμά τον Αιτωλό, «εσυμβούλευσε τους Βλάχους Ζαγορίσιους να αφήσουν την βάρβαρον κουτσοβλαχικήν, και παντού επαρακίνησε την σύστασιν σχολείων». Πραγματικά στο τέλος του 18ου αιώνα αρχίζουν να κυκλοφορούν και κάποιες μέθοδοι ταχείας εκμαθήσεως της νεοελληνικής –συγχωρέστε-μου τον νεολογισμό, αλλά περί αυτού πρόκειται– ενώ στα 1802 τυπώνεται από έναν ελληνομαθή βλαχόφωνο ένα τετράγλωσσο λεξικό, ρωμαίικα, βλάχικα, βουλγάρικα, αρβανίτικα· και το βιβλίο αυτό είναι, επίσης, μέθοδος γλωσσική. Στον πρόλογό-του ο συγγραφέας βάζει ένα ποιηματάκι που είναι διάσημο ανάμεσα στους ερευνητές: «Αλβανοί, Βλάχοι, Βούλγαροι, Αλλόγλωσσοι χαρείτε, | κι ετοιμασθείτε όλοι-σας Ρωμαίοι να γενείτε».

      Εδώ, προσοχή. Αν εννοήσουμε τους στίχους αυτούς με τις σημερινές-μας αντιλήψεις περί έθνους, τους έχουμε παρανοήσει: δεν αλλάζει κανείς έτσι εύκολα την εθνική-του ταυτότητα. Τα χρόνια εκείνα, όμως, ή πιο σωστά έως εκείνα τα χρόνια, έως τα μέσα του 19ου αιώνα, το να μεταπηδήσει κανείς από τη βλαχοφωνία, την αλβανοφωνία, τη βουλγαροφωνία στην ελληνοφωνία δεν ήταν παρά μια, στην ουσία, κοινωνική κινητικότητα, ακριβώς όπως σήμερα κάποιος μαθαίνει καλούς τρόπους και μετακομίζει από τις υποβαθμισμένες αθηναϊκές συνοικίες στα βόρεια προάστια. Όποιος θέλει μπορεί να το κάνει, πιο σωστά: όποιος μπορεί, το κάνει χωρίς συζήτηση και χωρίς τύψεις. Στον κόσμο των οθωμανικών Βαλκάνιων η ελληνική γλώσσα ήταν απαραίτητο προσόν για να ανέλθεις στα πιο ψηλά στρώματα της χριστιανικής κοινότητας: είτε στον εκκλησιαστικό χώρο, είτε στον ανώτερο διοικητικό του Φαναρίου, είτε στους εμπορικούς κύκλους.  

      Οι βλαχόφωνοι λοιπόν πληθυσμοί δεν είχαν καμιά δυσκολία να ελληνοφωνήσουν· ως ελληνόφωνοι πάλι εντάχθηκαν πολύ εύκολα στην ελληνική εθνική συνείδηση, ιδίως όσοι κατοικούσαν ανάμεσα σε ελληνόφωνους πληθυσμούς. Συχνά μάλιστα κράτησαν κεντρικούς ρόλους είτε στη διαδικασία ανάπτυξης και κρυστάλλωσης της εθνικής συνείδησης, είτε στον επαναστατικό αγώνα του 1821, είτε στη δημιουργία εθνικής φιλολογίας, αποδεικνύοντας περίτρανα ότι Έλληνας –ή Γάλλος, ή Άγγλος, ή Αλβανός, ή ό,τι θέλετε– δεν γεννιέται κάποιος· γίνεται, αρκεί να το θέλει.

      Χάρη σ’ αυτήν τη γενική βούληση των βλαχόφωνων πληθυσμών να ενταχθούν στην ελληνική ομογένεια δεν χρειάστηκε σχεδόν καθόλου να αναπτυχθεί κατά τον 19ο αιώνα κάποια φιλολογία που να αποδεικνύει την ελληνικότητά-τους· θεωρήθηκε από όλους αυτονόητη. Όταν όμως στις αρχές τα δεκαετίας του 1860 η Ρουμανία ενοποιήθηκε και έγινε βασίλειο ανεξάρτητο, ορισμένοι Ρουμάνοι σκέφθηκαν ότι δεν θα ήταν άσχημο να εκμεταλλευτούν αυτήν τη γλωσσική συγγένεια και ν’ αποκτήσουν κάποια ερείσματα στα νότια Βαλκάνια· άρχισε λοιπόν μια «προστασία» των Βλάχων, με σχολεία, βιβλία, και άλλα παρόμοια. Όσο ξέρω δεν πέτυχαν τίποτε το σπουδαίο· ένα Ηπειρώτης όμως έσπευσε να δημοσιεύσει το 1869 στο περιοδικό Πανδώρα μια «Μονογραφία περί Βλάχων ή Κουτσοβλάχων», όπου βέβαια διαψεύδονται όλοι οι ανθελληνικοί ισχυρισμοί, και με πίστη και βεβαιότητα γίνεται λόγος περί μιας «ελληνοβλαχικής φυλής, της τοσούτον προσπελασάσης εις τον ελληνισμόν αυθορμήτως και εις παντελή τεινούσης εξελλήνισιν»: οι Βλάχοι αφομοιώνονται χωρίς προβλήματα για τους Έλληνες. Στο βάθος όμως υπήρχε μια σκιά. Ο συντάκτης του άρθρου ξέρει ότι στα 1813 ένας βλαχόφωνος είχε εκδώσει στη Βιέννη μια γραμματική της βλάχικης γλώσσας, κι είχε μεταφράσει στα βλάχικα κάποια αποσπάσματα από το Ευαγγέλιο, υποστηρίζοντας μάλιστα ότι «ο Βλάχος μακράν από το να εντραπεί την γλώσσαν-του θέλει την νομίζει μάλιστα και καύχημα»· τυπικό κήρυγμα εθνικής συνείδησης, δηλαδή, που είχε βρει κάποια μικρή απήχηση. Καθόλου τυχαία, ετούτο το βιβλίο επανεκδόθηκε το 1863 στη Ρουμανία, κι έχουμε μια μαρτυρία ότι αφορίστηκε από το Οικουμενικό πατριαρχείο· αυτό που με ενδιαφέρει είναι ο τόνος της καταδικαστικής φωνής από την ελληνική πλευρά: «της τοιαύτης καταχθονίας πολιτικής πρόσκοπος και τυφλόν όργανον» και τα λοιπά – να πρόκειται μόνον για φοβίες, ή μήπως υπήρχε και κάποιος πραγματικός κίνδυνος;[6].

      Κάποιες τέτοιες νύξεις για μια λανθάνουσα εθνική κίνηση στους βλαχόφωνους συναντάμε πότε-πότε, και οι γνώσεις-μου δεν μου επιτρέπουν να σταθμίσω αν υπήρχε πρόβλημα και χάθηκαν οι μαρτυρίες ή αν, πιο πιθανό νομίζω, κάποιοι ανησυχούσαν και με τα λίγα· εύλογα ίσως, εφόσον η δυναμική του εθνισμού υπήρχε διάχυτη[7]. Ένας Γερμανός που ταξίδεψε στα Βαλκάνια για να μελετήσει πιο συστηματικά τα έθιμα και την κοινωνική ζωή των Βλάχων, και που δεν είχε κανέναν λόγο να χαρίζεται στις ελληνικές αντιλήψεις, φρόντισε να πληροφορηθεί και τις συμπεριφορές των βλαχόφωνων που ζούσαν το 1890 στην Αθήνα. Οι περισσότεροι είναι καστανάδες, και όλοι-τους είναι φανατικοί λάτρεις του ελληνισμού· υπάρχει πάντως κι ένας, ανάμεσα στους διακόσιους που εντόπισε στην ελληνική πρωτεύουσα, ο οποίος δηλώνει περήφανα «Βλάχος», και σέρνεται κάθε τρεις και λίγο στα δικαστήρια[8]. Λεπτομέρεια, ασήμαντη ίσως· ανοίγει όμως μια χαραμάδα για να εισχωρήσουμε σε ζητήματα που συνήθως οι επίσημες ιδεολογίες φροντίζουν να κρύψουν – φυσικά όχι μόνο στην Ελλάδα.

 Πάντως οι Βλάχοι, ή αν θέλετε οι Έλληνες βλαχόφωνοι, δεν χρειάστηκε ν’ απασχολήσουν πολύ τον μαγικό-μας καθρέφτη· οι Ρουμάνοι που τους διεκδικούσαν ήταν πολύ μακριά, κι έτσι ο λόγος-τους δύσκολα έπειθε – ο ελληνικός αντίλογος ήταν λοιπόν περιορισμένος. Αλλά αν θυμάστε το Τετράγλωσσο λεξικό του 1802 περιλάμβανε και κάποιους ακόμα, τους Βούλγαρους. Εδώ τα πράγματα ήταν πολύ πιο σοβαρά.

      Πρώτα-πρώτα από τον αριθμό και την έκταση: τα βουλγάρικα μιλιόντουσαν έξω από τη σημερινή Βουλγαρία, στη Θράκη, στη Μακεδονία, βόρεια και νότια, έως τον Αλιάκμονα περίπου, και δυτικά έως λίγο πάνω από την Καστοριά, έφταναν ως βαθιά στην Αλβανία. Έπειτα η ιστορία: στα χρόνια του μεσαίωνα είχε αναπτυχθεί ισχυρό βουλγαρικό κράτος – κι όπως είπαμε το παρελθόν συνιστά σημαντικό παράγοντα στα ζητήματα εθνικής συνείδησης. Τρίτο αγκάθι, το πιο φαρμακερό: η Ρωσία και ο πανσλαβισμός. Οι Βούλγαροι είχαν και ισχυρούς προστάτες –που ήταν και ορθόδοξοι, επιπλέον– και ένα ευρύτερο όραμα πέρα από το δικό-τους.

      Δεν υπάρχει λόγος να επαναλαμβάνουμε τα γνωστά. Ας μην ξεχνάμε πάντως ότι η αντιπαλότητα Ελλήνων και Βουλγάρων δεν έμεινε στο πλαίσιο των ιδεολογικών συγκρούσεων και της προπαγάνδας· η αιματηρή βία ήταν εκείνη που έπαιξε τον πρώτο ρόλο, αρχικά με ένοπλες αντάρτικες συγκρούσεις, κατόπιν με τον δεύτερο βαλκανικό πόλεμο, τέλος με την κατοχή Θράκης και ανατολικής Μακεδονίας (όχι μόνο· και ενσωμάτωσης ενός τμήματός-της στο βουλγαρικό κράτος) κατά τον δεύτερο παγκόσμιο. Αλλά εμάς μας ενδιαφέρει η εικόνα του καθρέφτη, η ιδεολογία.

      Στα χρόνια της ελληνικής επανάστασης η βουλγάρικη εθνική συνείδηση δεν είχε ακόμα αναπτυχθεί· σπέρματα και πρωτοπόρους συναντάμε, αλλά τόσο μόνο. Όταν έγινε γνωστός ο ξεσηκωμός του Μοριά και της νότια Ρούμελης, πολλοί Βούλγαροι έσπευσαν να κατέβουν και να πολεμήσουν εκεί τον κοινό εχθρό, τον Τούρκο· σήμερα θυμόμαστε ίσως μονάχα τον αρχηγό του ιππικού, τον Χατζη-Χρίστο, αλλά αυτός ήταν απλώς ο πιο διάσημος. Και όταν το 1822 επεκτάθηκε, προσωρινά, η επανάσταση και στην Μακεδονία, πρωταγωνίστησαν κάποια χωριά που το 1900 ήταν οι βάσεις του βουλγάρικου αντάρτικου. Σποραδικά όμως από το 1830, συστηματικότερα από το 1840, επίμονα από το 1850 και ύστερα, η εθνική συνείδηση αρχίζει ν’ αποκτάει ρίζες και στους βουλγαρόφωνους πληθυσμούς. Μην σας φανεί παράξενο αν ακούσετε ότι ορισμένοι από τους πιο σημαντικούς ηγέτες του βουλγάρικου εθνικισμού είχαν σπουδάσει στο αθηναϊκό πανεπιστήμιο· ένας από αυτούς μάλιστα, ο Γρηγόρης Πρίλιτσεφ είχε κερδίσει το πρώτο βραβείο στους περίφημους ποιητικούς διαγωνισμούς της εποχής μ’ ένα έργο που είχε τον τίτλο Ο αρματολός – φυσικά γραμμένο στα ελληνικά.

      Οι Έλληνες άργησαν αρκετά να συνειδητοποιήσουν τις αλλαγές αυτές[9]· δύσκολα συνειδητοποιείς ό,τι δεν σε συμφέρει. Το όραμα ενός ενιαίου βαλκανικού χριστιανικού κράτους το φαντάζονταν ως ελληνικό· τη θέση του Τούρκου ηγεμόνα θα την έπαιρνε ένας Έλληνας, και όλοι θα ήταν πολύ ευχαριστημένοι, εφόσον στην Αγιά Σοφιά θ’ ακούγονταν ψαλμωδίες χριστιανικές. Οι αλλόγλωσσοι δεν ήταν ξένοι, δεν ήταν άλλα έθνη, ήταν αδελφοί-μας ομομήτριοι: «Οι κατοικούντες Έλληνες την τουρκικήν Ευρώπην», γράφει στα 1848 ο Αλέξανδρος Σούτσος, «κτυπάτε τον Ασιανόν! | Κτυπάτε τον αλλόφυλον ποιμένα της Κασπίας. | Κι εσείς μητρός μιάς υιοί, | Ω Αλβανοί, ω Βούλγαροι, ω παίδες της Σερβίας,  ω Βλάχοι και ω Μολδαβοί», και τα λοιπά[10]. Λίγο πιο νωρίς ένα άλλος ποιητής, ο Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής περιγράφει έναν επαναστάτη του 18ου αιώνα που ξεκινάει από τη Ρωσία, περνά από τη Μολδαβία και τη Βλαχιά, και, «εκείθεν εις τον Βούλγαρον τον μάχιμον μετέβην | όστις υπό τον τύραννον μισεί την τυραννίαν, και σώζει ορεσίτροφον την ανεξαρτησίαν» – μια απόλυτα φιλική εικόνα[11]. Ένας τρίτος ποιητής, ο Παναγιώτης Σούτσος, υπολόγιζε τους χριστιανούς της Βαλκανικής σε επτά εκατομμύρια Έλληνες και τέσσερα εκατομμύρια «ελληνιζόντων Δακών, Σέρβων και Βουλγάρων», αυτά στα 1853 – χρονιά που αρχίζει ο Κριμαϊκός πόλεμος[12]. Και δεν ήταν μόνον οι ποιητές· ένας πολύ πρακτικός άνθρωπος, ο Ανδρέας Συγγρός, έγραφε για το 1862: «Τίς Βούλγαρος προ δεκαπέντε ακόμη ετών, των τα μάλιστα ανεπτυγμένων μη εξαιρουμένων, διήρει τας φυλάς εις Βουλγαρικήν και Ελληνικήν; Τίς δε εκ των ανεπτυγμένων δεν εσπούδαζε και δεν ωμίλει ελληνιστί; Διατί δε ανεπτύχθη δυστυχώς επί τοσούτον το αδιάλλακτον μεταξύ των δύο φυλών μίσος, εξ ού προήλθε το σημερινόν χάσμα;» Η απάντηση ήταν, οι Ρώσοι· έτσι νόμιζε ο Συγγρός, ενώ στο ίδιο ερώτημα που το βρίσκουμε να πλανάται σαν βαρύ σύννεφο σ’ όλο το διάστημα από το 1850 περίπου έως το 1880 πάνω-κάτω, η πιο συνηθισμένη εξήγηση ήταν «τα σφάλματα των Ελλήνων», η ακηδία-μας, το κακό-μας το κεφάλι. Νομίζαμε δηλαδή ότι μια ή δυο σωστές κινήσεις θα μπορούσαν να περιορίσουν ένα κίνημα σαν τον εθνικισμό – αυτά παθαίνεις όταν αντί να κοιτάς τα πράγματα κοιτάς τους μαγικούς καθρέφτες.

      Πάντως με τη δημιουργία του βουλγαρικού σχίσματος στην εκκλησία, του κράτους λίγο πιο ύστερα, και κυρίως με την ενσωμάτωση σ’ αυτό της ηγεμονίας της Ανατολικής Ρωμυλίας το 1886, η ελληνική διανόηση εννόησε ότι το παιγνίδι είχε χαθεί· φιλίες με τους Βούλγαρους, θρήνοι για τη διάσπαση των ορθόδοξων, δεν είχαν πια κανένα νόημα – ανταγωνισμός, και μάλιστα ένοπλος, θα ήταν η μόνη απάντηση. Ίσως μάλιστα οι Βούλγαροι να ήταν πιο επίφοβοι από τους Τούρκους. Αλλάξαμε λοιπόν σελίδα, όπως ξέρετε· οι «αγαπητοί αδελφοί», όπως τους ονόμαζε μια εφημερίδα το 1860[13] έγιναν μεμιάς οι προαιώνιοι εχθροί που γνωρίζετε· στα 1877 κυκλοφορεί μια Ιστορία των Βουλγάρων. Από της εμφανίσεως αυτών εν Ευρώπη μέχρι της υπό των Οθωμανών κατακτήσεως – τα αντίστοιχα με τα χρόνια του Βυζάντιου. Δυο ή τρεις αράδες από τον πρόλογο επαρκούν: «Δυστυχώς εν τη μελέτη ταύτη οι αναγινώσκοντες δεν θέλουσιν εύρει άλλο ειμή αφήγησιν, ως επί το πλείστον, διαρπαγών και φόνων και λεηλασιών, επιδρομάς αίτινες έφερον πανταχού την ερήμωσιν και την καταστροφήν, και αντεκδικήσεις φοβερών ωμοτήτων. Διότι η ιστορία πραγματευομένη περί ασήμων λαών, μη έχουσα να αναγράψη χαρακτήρας επιφανών ανδρών, μηδέ να αναφέρει αξιοσημείωτα συμβάντα», και τα λοιπά. Ας προσέξουμε πάντως τον ήρεμο τόνο, κι ας τον συγκρίνουμε με τον αγχώδη που καταδίκαζε έναν μεμονωμένο Βλάχο το 1869· ο συγγραφέας, κι ας υπογράφει με τ’ αρχικά-του μόνο, Ν. Ι. Κ[οκκώνης], γνωρίζει ότι το κοινό-του είναι πρόθυμο ν’ αποδεχθεί όσες καταγγελίες εκφέρονται – δεν χρειάζεται λοιπόν να υψώνει τη φωνή-του.

  Ας τελειώσουμε κάπου εδώ ανακεφαλαιώνοντας. Η στάση των Ελλήνων έναντι των Βαλκάνιων άλλων πέρασε, στον αιώνα των εθνικισμών, όπως ονομάστηκε για όλον τον κόσμο ή έστω την Ευρώπη ο 19ος, από ποικίλα στάδια. Το παρόν καθόριζε επίμονα την όραση του παρελθόντος· κι αν εμείς επισκοπήσαμε τις ελληνικές απόψεις μονάχα είναι γιατι μη γνωρίζοντας τις βαλκανικές γλώσσες δεν είμαι σε θέση να παρακολουθήσω τις αντίστοιχες δικές-τους, κι έπειτα, ευνόητο, επειδή μας ενδιαφέρουν περισσότερο και η ελληνική ιδιοτυπία βρίσκεται ίσως σε κάποια υπαρκτά ιστορικά δεδομένα. Έτσι όπως εξελίχθηκε  παγκόσμια ιστορία, η ελληνική γλώσσα έτυχε να έχει υψηλότερη αξιοδότηση από τις γειτονικές-της για όλο το διάστημα από τα ρωμαϊκά χρόνια έως την εμφάνιση των εθνικισμών· και η ευρωπαϊκή οπτική της ιστορίας αξιοδότησε επίσης περισσότερο το ελληνικό παρελθόν παρά το αλβανικό, για παράδειγμα. Ήταν λοιπόν αναμενόμενο να εμφανιστούν όλες αυτές οι επιθέσεις φιλίας προς τους «αδελφούς Βαλκάνιους», που μπορούν να νοηθούν μονάχα ως μια σχέση υποταγής των Βαλκάνιων στην ελληνική ηγεμονία, καθόλου ως σχέσεις ισοτιμίας. Πέρα από τη βαθιά πεποίθηση ότι είμαστε ο παλαιότερος, ο ιστορικότερος και ο πιο πολιτισμένος λαός όχι απλώς των βαλκανίων παρά και της Ευρώπης (ή του κόσμου), η υποτιμητική οπτική προς τους γείτονες τεκμηριώνεται κι από πιο καθημερινές πρακτικές: λόγου χάρη κανένας νεοέλληνας του 19ου αιώνα δεν έμαθε ως ξένη γλώσσα κάποια βαλκανική, ούτε και μεταφράστηκε κανένα έργο βαλκανικής λογοτεχνίας, όσο ξέρω, ελληνικά πριν από το 1930.

      Ελπίζω να έγινε επίσης κατανοητό ότι δεν είχα καμία διάθεση να κατηγορήσω· απλώς να καταλάβουμε προσπαθούμε. Ο μυθικός καθρέφτης δεν είναι, φυσικά κανένα ελληνικό προνόμιο· όλοι οι λαοί, όλα τα έθνη, όλα τα σύνολα, ακόμα κι οι οπαδοί μιας ποδοσφαιρικής ομάδας διαθέτουν άφθονους τέτοιους καθρέφτες. Μια βαθιά ψυχολογική ανάγκη που είπαμε, ο εγωισμός, χρειάζεται στον άνθρωπο για να ζήσει. Απλώς κάθε τόσο νομίζω ότι δεν βλάφτει να ξύνουμε τα άλατα και να λαδώνουμε τη μηχανή, που επίσης μας χρειάζεται για να ζήσουμε, το ορθό λόγο. 

 Πολίτης Αλέξης , καθ. Νεοελληνικής Φιλολογίας Παν/μίου Κρήτης

Διάλεξη στο βιβλιοπωλείο «σύγχρονη έκφραση» της Λιβαδειάς

28-3-2005



[1] Άγγελος Καππώτας, Περί ιστορίας, παίρνω το παράθεμα από την Χριστίνα Κουλούρη, Ιστορία και γεωγραφία . . . Ανθολόγιο, Αθήνα 1988, 202· «πελασγότεροι», ο όρος είναι του Αλεξ. Πάλλη (του γιατρού), βλ. Σ. Α. Κουμανούδης, Συναγωγή νέων λέξεων, Αθήνα 1980.

[2] Παίρνω το παράθεμα από την Έλλη Σκοπετέα, Το ‘‘πρότυπο βασίλειο’’ και η Μεγάλη ιδέα, Αθήνα 1988,335.

[3] Κατερίνα Γαρδίκα, «Ο Κ. Καραπάνος και οι διαπραγματεύσεις για την προσάρτηση Θεσσαλίας και Ηπείρου», Δ.Ι.Ε.Ε., 26 (1983) 365.

[4] Ανδρ. Μιχ Ανδρεάδης, Ο Δίλκε και η Ελλάς, Αθήνα 1918, 19· γύρισα στη δημοτική την μετάφραση του Ανδρεάδη.

[5] Και οι δύο πληροφορίες αντιγράφονται από τον Θόδωρο Χατζηπανταζή, Της ασιάτιδος μούσης ερασταί . . ., Αθήνα 1986, 102-103.

[6] Π. Θ. «Μονογραφία περί Βλάχων ή Κουτσοβλάχων», Πανδώρα, 19 (1868-69) 441-445 και 20 (1869-1870) 11-15, 41-45 και στις σελ. 94-96 και 110-112 ενδιαφέροντες στατιστικοί πληθυσμιακοί πίνακες (δες και σελ. 264). Και τα δύο χωρία στη σελ. 14· μήπως πρόκειται και εδώ για τον Πασχίδη Θωμά; Για τη Γραμματική του 1813, καθώς και για τις πρώιμες κινήσεις του εθνικού ζητήματος στους Βλάχους των παροικιών, βλ. Αγγελική Κωνσταντακοπούλου, Η ελληνική γλώσσα στα Βαλκάνια (1750-1850), Ιωάννινα 1988. Πβ. επίσης Μίλτος Γαρίδης, «Ο μητροπολίτης Παΐσιος και η βλάχικη επιγραφή του Κλεινοβού: αλφάβητο και εθνικό πρόβλημα», Τα Ιστορικά, 2, τχ. 3, (Μάιος 1985) 183-203.

[7] Χωρίς να έχω κάνει ειδική έρευνα, σημειώνω ένα γράμμα ανωνύμου προς τον Α. Χ. Λόντο, πρόξενο στα Γιάννενα, για προβλήματα στη Σαμαρίνα το 1881· βλ. Δημ. Αγγελάτος, «Αρχείο Ανδρέα Χρ. Λόντου», Τετράδια Εργασίας Κέντρου Νεοελληνικών Ερευνών, 8 (1986) 53.  

[8] G. Weigang, Οι Αρωμούνοι, Α΄, Θεσσαλονίκη 2001, 216. Οι Έλληνες επιμελητές της μετάφρασης επιχειρούν να μας εξηγήσουν ότι ο άνθρωπος που δήλωνε «Βλάχος» δεν το έκανε από κάποιου είδους εθνική συνείδηση – αυτά το 2001!

[9] Φαίνεται πως το 1846 ένας νεαρός Έλληνας πληροφορεί την κυβέρνηση για την ύπαρξη οργανωμένης βουλγαρικής προπαγάνδας, αλλά το ελληνικό κράτος δεν δίνει μεγάλη σημασία και δεν αντιδρά, βλ. Ιω. Ν. Καλοστύπης, Μακεδονία, Αθήνα 1886, 62. Προφανώς θα υπήρχαν και άλλες παρόμοιες πληροφορίες.

[10] Αλέξανδρος Σούτσος, Η ελληνεγερσία, Αθήνα 1848, 15· πβ. και 12, 13· πβ. επίσης την επιθετική κριτική-του στις πολιτικές απόψεις του 1843 στο Σάτυρα πρώτη. Κάτοπτρον του 1845 έτους, Αθήνα 1845, 8-9.

[11] Αλ. Ρ. Ραγκαβής, «Ο Λαοπλάνος», Άπαντα, Β΄, Αθήνα 1874, 51.

[12] Παναγιώτης Σούτσος, Νέα σχολή του γραφομένου λόγου, Αθήνα 1853, 83.

[13] Εφημερίς Ελπίς, 21.6.1860· αντλώ την πληροφορία από τον Παν. Μουλλά, Les Concours poétiques de l’Université d’Athènes, Αθήνα 1989, 157.


Κυριακή 30 Μαρτίου 2025

Λουκιανού Αληθινή Ιστορία, σε διασκευή Κατερίνας Δημόκα τη Δευτέρα 31 Μαρτίου στη "σύγχρονη έκφραση"

Λουκιανού Αληθινή Ιστορία,

σε διασκευή Κατερίνας Δημόκα.

ΤΗ ΔΕΥΤΕΡΑ 31 ΜΑΡΤΙΟΥ ΣΤΙΣ 7:30 ΣΤΗ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΦΡΑΣΗ
Απίθανες περιπέτειες, μοναδικές! Ιπτάμενα καράβια, κρασοπόταμα, ντέρμπι Ήλιου & Φεγγαριού, εξωγήινοι με μάτια που μπαινοβγαίνουν και αυτιά πλατανόφυλλα, κρουαζιέρα στο στομάχι ενός δράκου, ένας καπετάνιος σουβλάκι, συγκρουόμενα νησιά, φλεγόμενοι γίγαντες κι άλλα απίστευτα…
Το πρώτο μυθιστόρημα επιστημονικής φαντασίας στην ιστορία της λογοτεχνίας! Γράφτηκε τον 2ο αι μ.Χ., αλλά τώρα διασκευάζεται για νεαρούς αναγνώστες. Μια μοντέρνα εκδοχή του πρωτότυπου κειμένου, που μεταφέρει το χιούμορ του Λουκιανού στην εποχή μας.
Για παιδιά και μεγάλους! Παρουσιάζει η Γεωργία Παντίδου, σχολική σύμβουλος φιλολόγων. Συντονίζει ο Λεωνίδας Διαμαντής, τ. διευθυντής της Βιβλιοθήκης Λιβαδειάς.
Διαβάζουν η Γεωργία Τσέλιου και η μαθήτρια Χαρά Καντά.

Με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Παιδικού Βιβλίου 

Τετάρτη 26 Μαρτίου 2025

Αφιέρωμα στην μυθική γενιά των ποιητών του ΄30 το Σάββατο 29 Μαρτίου 2025 στη "σύγχρονη έκφραση"


Το ΤΡΟΦΩΝΙΟ ΩΔΕΙΟ, το βιβλιοπωλείο ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΚΦΡΑΣΗ και οι φίλοι τους, Κώστας Καναβούρης, Βάσω Κατσικογιάννη και Γιώργος Αγραφιώτης, 
γιορτάζουν από κοινού και φέτος την ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΗΜΕΡΑ ΠΟΙΗΣΗΣ,
με αφιέρωμα στη μυθική γενιά του 30’
(Γ. Σεφέρης, Οδ. Ελύτης, Α. Εμπειρίκος, Ν. Ράντος, Γ. Σαραντάρης, Δ. Αντωνίου, Α. Δρίβας, Θ. Ντόρρος,Ν. Εγγονόπουλος, Γ.Ρίτσος, Ν.Βρεττάκος, Ν. Καββαδίας, Ν. Γκάτσος)
Το Σάββατο 29 Μαρτίου 2025 στις 19:00, στον χώρο του βιβλιοπωλείου.
( Δημ Ι. Ανδρεαδάκη 49, Λιβαδειά)

Πρόγραμμα
Αναφορά στη μυθική γενιά του 30’ από τον ποιητή & δημοσιογράφο ΚΩΣΤΑ ΚΑΝΑΒΟΥΡΗ
Απαγγελία ποιημάτων:
Κώστας Καναβούρης, Βάσω Κατσικογιάννη, Γιώργος Αγραφιώτης
ΜΕΛΟΠΟΙΗΜΕΝΗ ΠΟΙΗΣΗ από τους καθηγητές του Τροφώνιου Ωδείου
Τραγούδι- πιάνο: Μαρία Δούκα
Τραγούδι:Άννα Μουζάκη
Φλάουτο:Μαρία Κουτσοθόδωρου
Κιθάρα: Αστέρω Κουτσουλέρη
Πιάνο : Άγγελος Σαμπάνης
🎵
Συμμετέχουν:
🎵📍Οι σπουδαστές του τμήματος Σύγχρονου τραγουδιού του Τροφώνιου Ωδείου:
Γιώργος Γιαννούλας, Λεωνίδας Διαμαντής, Δημήτρης Ζαχαρίας, Διαμαντής Χατζηπαναγιώτου, Δημητρης Χονδρος
Διδασκαλία: ΜΑΡΙΑ ΔΟΥΚΑ

Τρίτη 18 Μαρτίου 2025

«Μεθυστής-Στα χώματα της Κρήτης» παρουσίαση του νέου μυθιστορήματος του Γιάννη Καλπούζου τη Δευτέρα 24 Μαρτίου 2025 και ώρα 19:00

 


Το βιβλιοπωλείο ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΚΦΡΑΣΗ και οι εκδόσεις Χάρτινη Πόλη

σας προσκαλούν τη Δευτέρα 24 Μαρτίου και ώρα 19:00

στην παρουσίαση του νέου μυθιστορήματος του Γιάννη Καλπούζου

 «Μεθυστής-Στα χώματα της Κρήτης»

στον χώρο του βιβλιοπωλείου (Δημάρχου Ι. Ανδρεαδάκη 49, Λιβαδειά, τηλ. 2261023136).

Για το βιβλίο θα μιλήσει ο ίδιος ο συγγραφέας.

Αποσπάσματα θα διαβάσει η Γεωργία Τσέλιου.


Σάββατο 18 Ιανουαρίου 2025

«Ο Ελευθέριος Βενιζέλος ως πλαστουργός Ιστορίας Ο άνθρωπος, ο θρύλος, το πολιτικό αποτύπωμα»

Ήταν πλαστουργός Ιστορίας, ανορθωτής, εξυψωτής, εκσυγχρονιστής;

Ή μήπως κατεδαφιστής, εκθεμελιωτής, οδοστρωτήρας; 

Πυροδότης των ζωτικών δυνάμεων του έθνους ή τροφοδότης των πιο ταπεινών ενστίκτων του λαού; 

Σε κάθε περίπτωση…
Όποια πέτρα και αν σήκωνες εκείνα τα χρόνια, τον έβρισκες από κάτω. Πανταχού παρόντα ακόμη και εν απουσία του. 

Μέγας, μικρός, «Άγιος», «Εωσφόρος», μισούμενος, λατρευόμενος… 

Ο Ελευθέριος Βενιζέλος… 

Ένα διαχρονικό μυστήριο, το οποίο ο καθηγητής Θανάσης Διαμαντόπουλος 

προσπαθεί να αποκρυπτογραφήσει, με εξαντλητική έρευνα πηγών και στοιχείων.



Το βιβλιοπωλείο ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΚΦΡΑΣΗ και οι Εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗ σας προσκαλούν 

τη Δευτέρα 20 Ιανουαρίου στις 7:00 μ.μ. 

στην παρουσίαση του βιβλίου του Θανάση Διαμαντόπουλου


«Ο Ελευθέριος Βενιζέλος ως πλαστουργός Ιστορίας
Ο άνθρωπος, ο θρύλος, το πολιτικό αποτύπωμα»

 

Η εκδήλωση θα πραγματοποιηθεί στον χώρο του βιβλιοπωλείου.

Βιβλιοπωλείο ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΚΦΡΑΣΗ
Δημάρχου Ι. Ανδρεαδάκη 49, Λιβαδειά
Τηλ.: 22610.23136