Πέμπτη 19 Οκτωβρίου 2017

Η έκθεση «Τα πρόσωπα της κρίσης» στο βιβλιοπωλείο με ομιλητή τον εικαστικό ΚΩΣΤΑ ΒΑΡΩΤΣΟ τη Δευτέρα 23 Οκτωβρίου


Επειδή η κρίση δεν είναι τωρινή,
δεν είναι ποτέ προσωρινή και δεν είναι μόνο οικονομική.


Τη Δευτέρα 23 Οκτωβρίου πάμε στην Έκθεση

της Ομάδας Φωτογραφίας της Δ.Κ.Β.Λ. με θέμα

«Τα πρόσωπα της κρίσης»

με ομιλητή τον εικαστικό ΚΩΣΤΑ ΒΑΡΩΤΣΟ

στο βιβλιοπωλείο Σύγχρονη Έκφραση


Μια έκθεση της Ομάδας Φωτογραφίας της Βιβλιοθήκης Λιβαδειάς, που διοργανώνεται από τη Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη Λεβαδείας και το σύλλογο Φίλοι της Βιβλιοθήκης Λιβαδειάς.

Ο πληθυντικός του τίτλου, «Τα πρόσωπα . . .», θέλει εξαρχής να πει πως η κρίση δεν είναι τωρινή, δεν είναι προσωρινή, δεν είναι μόνο μια και κυρίως δεν είναι μόνο οικονομική. Σε ατομικό επίπεδο έχουμε κρίση συνείδησης, οικογενειακή κρίση, κρίση εφηβείας, και άλλοι είμαστε σε κρίσιμη ηλικία, σε οικογενειακό − κοινωνικό επίπεδο έχουμε κρίση σχέσεων, κρίση στις σχέσεις με τα παιδιά μας όταν αυτά έχουν κρίση εφηβείας, προσωπική οικονομική κρίση. Ο πολιτισμός μας περνάει κρίση εδώ και πολλά χρόνια.

Κρίσεις λοιπόν υπήρχαν, υπάρχουν και θα υπάρχουν, είναι σύμφυτες με τη ζωή, το πρόβλημα δεν είναι η ύπαρξη μια κρίσης ή πώς να την αποφύγουμε, που δεν γίνεται, αλλά το τι λύση δίνει κάποιος, τι απαντάει όταν η κρίση «σκάσει» και τι μέτρα πήρε για να προετοιμαστεί. Επιλέχθηκε, λοιπόν, από την Ομάδα Φωτογραφίας αυτό το θέμα «σε μια προσπάθεια να κατανοήσουμε, εμείς πρώτα και στη συνέχεια να αποδώσουμε την έννοια της κρίσης. Ξέροντας πως μπορούμε να φωτογραφίσουμε μόνο το αποτέλεσμα μιας κρίσης προσπαθήσαμε να δούμε μέσα από την κάμερα και τις δικές μας κρίσεις και όχι απλά τις κρίσεις των άλλων».

Η έκθεση θα πραγματοποιηθεί στο Βιβλιοπωλείο «Σύγχρονη Έκφραση», 

από τη Δευτέρα 23 Οκτωβρίου έως τέλος του έτους 

και θα είναι ανοικτά όλες τις εργάσιμες ημέρες και ώρες.

Στα εγκαίνια τη Δευτέρα 23 Οκτωβρίου και ώρα 7:30 μμ. 

θα πραγματοποιηθεί ομιλία περί τέχνης και κρίσης 

από τον παγκοσμίως γνωστό γλύπτη 

Κώστα Βαρώτσο.
----------------------------------
Βιογραφικό του ομιλητή:
O Κώστας Βαρώτσος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1955. Σπούδασε αρχιτεκτονική στο Πανεπιστήμιο Πεσκάρα και συνέχισε τις σπουδές του στην Ακαδημία Καλών Τεχνών στην Ρώμη και στο πανεπιστήμιο Fullbright Grant στην Νέα Υόρκη. Τώρα ζει και εργάζεται στην Ελλάδα, καθώς το 1999 εξελέγη καθηγητής στο Πολυτεχνείο του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, στο τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών στο οποίο διδάσκει Εικαστικές Τέχνες.
Έργα του υπάρχουν σε πολλές  μεγάλες πόλεις και πρωτεύουσες  του κόσμου.
 Αμαλιάδα, Λιβαδειά, Αθήνα είναι οι τρεις πόλεις στις οποίες μεγάλωσε ο Κώστας, και όχι μόνο δεν έκρυψε το πέρασμά του από την πόλη μας αλλά μιλάει με αγάπη και υπερηφάνεια γι' αυτό. 

Είναι λοιπόν και «δικός μας» ο Κώστας Βαρώτσος.

Τρίτη 17 Οκτωβρίου 2017

Η ζωή στην παραλία Διστόμου και η βίαιη μετεξέλιξή της σε οικισμό Άσπρων σπιτιών από τις αναμνήσεις μιας γηγενούς

Μια ανάρτησή μας στο f/b με μια παλιά οικογενειακή φωτογραφία στην παραλία Διστόμου πυροδότησε ένα κύμα θετικών αντιδράσεων και σχολίων ενώ μας οδήγησε σε ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον κείμενο που δημοσιεύτηκε στο blog  του φίλου Θέμη ΔΙΣΤΟΜΟ το μεγαλύτερο μέρος του οποίου αναδημοσιεύουμε διατηρώντας τη σύνταξη και την ορθογραφία μαζί με τις φωτογραφίες και τις λεζάντες.

Της Κονδυλίας Περγαντά Σάλμα 

Θα προτιμούσα όλα αυτά που σας γράφω να τα μοιραζόμουν μαζί σας κοιτώντας σας στα μάτια.
Τότε πιστεύω ότι και σεις θα βλέπατε όλα αυτά τα γεγονότα διαφορετικά.
Επειδή αυτό δεν είναι εύκολο θα σας τα περιγράψω όπως ζωντάνεψαν στη μνήμη μου τον τελευταίο καιρό…
Η ιστορία, είναι από τα πράγματα που δεν μπαγιατεύουν, παρ όλο που έχουν περάσει 50 χρόνια μπορούμε να την λέμε ξανά και ξανά για να την μαθαίνουν και οι νεώτεροι.
Παραλία Διστόμου, αυτό ήταν το όνομα του χωριού μας.
Τα σπίτια μας ήταν κτισμένα κατά μήκος της παραλίας, δίπλα στην θάλασσα. Πίσω από τα σπίτια μας υπήρχε ένας απέραντος ελαιώνας που άνηκε ένα μέρος σε μας τους μόνιμους κατοίκους και το υπόλοιπο σε κατοίκους του Διστόμου.
Το οικόπεδο το αγόρασαν οι γονείς μου όταν παντρεύτηκαν το 1936, και σιγά – σιγά μέχρι το 1963 που το θυμάμαι εγώ είχαν φτιάξει ένα πανδοχείο της δεκαετίας του 50-60 που τα είχε όλα, καφενείο, μπακάλικο, ξενοδοχείο, δωμάτια για ενοικίαση, εστιατόριο, λουτρά ζεστά με θαλασσινό νερό για τους καλοκαιρινούς παραθεριστές, που κατέβαιναν από το Δίστομο και την Λιβαδειά. Επίσης είχαν κατασκευάσει και ένα κιόσκι για να σερβίρουν τους καλοκαιρινούς μήνες που είχε πολύ κόσμο, το οποίο σώζετε μέχρι σήμερα.
Όλα αυτά έγιναν και με πολύ προσωπική δουλειά.

Δίπλα μας, ήταν το εξοχικό του Μέγα, ενός εμπόρου από την Λιβαδειά, αρχοντικό το οποίο υπάρχει μέχρι σήμερα, γιατί ο ιδιοκτήτης δέχτηκε να το πουλήσει, οπότε δεν το γκρέμισαν.
Από την άλλη πλευρά του σπιτιού μας, ήταν το σπίτι της οικογένειας Καπογιάννη που είχε και αυτή ταβέρνα, καφενείο, δωμάτια για ενοικίαση.
Στη συνέχεια δύο σπίτια της οικογένειας Παπαιωάννου οι οποίοι έμεναν στο Δίστομο και κατέβαιναν τους καλοκαιρινούς μήνες.
Δίπλα από αυτούς, εκεί που είναι τώρα ο Μεδεώνας ήταν το σπίτι της οικογένειας Μίστηλη που είχαν και καφενείο – ταβέρνα, ο παππούς τους πήγαινε για ψάρεμα και είχαν πάντα φρέσκα ψάρια. Είχαν χτίσει καινούργιο σπίτι αλλά δεν πρόλαβαν να εγκατασταθούν.
Η οικογένεια Σ.Πεφάνη η οποία είχε νοικιάσει σπίτι. Επίσης η οικογένεια του Θεόδωρου Νικολάου, που το σπίτι τους ήταν πάνω από το σπίτι του Μέγα, αυτές οι δύο οικογένειες προμήθευαν ψάρια εμάς και τους Διστομίτες.
Λίγο πιο κάτω το σπίτι της οικογένειας Αθ. Νικολάου που είχαν μαγαζί και φορτηγά και δούλευαν στα Μεταλλεία του Μπάρλου για μεταφορά βωξίτη.
Πάρα δίπλα η οικογένεια Καραγιάννη που είχε φορτηγό έκανε μεταφορές και μας προμήθευε εμάς και τους κατοίκους της Αντίκυρας με ότι προϊόντα είχαμε ανάγκη από την Λιβαδειά.
Λίγο πιο κάτω η οικογένεια Βασιλείου που είχε και αυτή φορτηγό για μεταφορά βωξίτη και τσαγκάρικο.
Όλες αυτές οι οικογένειες ήταν πολυμελείς, με παιδιά εγγόνια γαμπρούς νύφες.΄
Όλοι νοίκιαζαν δωμάτια τους καλοκαιρινούς μήνες και γέμιζε το μικρό μας χωριό κόσμο.
Δίπλα και λίγο πιο πάνω από το σπίτι του Μέγα ήταν τα σπίτια του Τιμολέοντα Σφουντούρη, του Τζάθα, του Κουτριάρη, του Παπανικολάου, του Γαμβρίλη του Συμβολαιογράφου του Διστόμου, οι οποίοι έμεναν στο Δίστομο, τα είχαν για εξοχικά και το χειμώνα κατέβαιναν για να μαζέψουν τις ελιές από τα κτήματα τους.
Ένα ρέμα, μας χώριζε κατακόρυφα, από την άλλη πλευρά του ρέματος, το σημερινό κανάλι, υπήρχε το εξοχικό σπίτι του Πέτσαβα, και τελευταίο το σπίτι του Κωσταγιάννη που είχε καφενείο. Αυτά τα δύο σπίτια δεν απαλλοτριώθηκαν και είναι μέχρι σήμερα γιατί ήταν από την άλλη πλευρά του ρέματος.
Από κει και πέρα απλωνόταν οι εγκαταστάσεις των μεταλλείων βωξίτη του Μπαρλου.
Υπάρχει ακόμη ένα μακρόστενο κτήριο που εστεγάζοντο οι εργάτες και οι εργάτριες που ήταν από το Δίστομο και από το Κυριάκι, είχε δύο θαλάμους ανδρών και δυο γυναικών, κουζίνα και ένα γραφείο, επειδή δούλευαν σε 24ωρη βάρδια έμεναν σε αυτό το κτήριο.
Το καράβι ανάλογα με την χωρητικότητα που είχε, έκανε 8-10 μέρες να φορτώσει βωξίτη, οπότε έμεναν εκεί.
Τότε τα πλοία τα φόρτωναν με μαούνες, κρίμα που γκρέμισαν αυτές τις εγκαταστάσεις, πολύ αργότερα βέβαια, όταν πουλήθηκαν και σταμάτησαν να λειτουργούν.
Θα μπορούσαν να παραμείνουν και να γίνει ένα μουσείο μέταλλου, για να το βλέπουν οι νεώτεροι.
Το καράβι άραζε στα 300 – 400μ. από το μόλο ανάλογα με την χωρητικότητα του.
Από τον χώρο της εναπόθεσης του βωξίτη υπήρχαν ράγες και επάνω βαγόνια, φόρτωναν τα βαγόνια με ένα γερανό, κατόπιν τα έσπρωχναν μέχρι το μόλο. Συνήθως αυτή τη δουλειά την έκαναν γυναίκες γιατί ήταν μια δουλεία που δεν ήθελε πολύ δύναμη, οι άνδρες ήταν στο άδειασμα των βαγονιών και στις μαούνες.
Άδειαζαν τα βαγόνια στους μεγάλους κουβάδες που ήταν μέσα στις μαούνες. Πήγαιναν τις μαούνες κοντά στο πλοίο και ανέβαζαν ένα-ένα κουβά επάνω με γερανούς που είχε επάνω το καράβι και έριχναν το βωξίτη στο αμπάρι.


Αυτό ήταν το πατρικό σπίτι μου μέχρι το 1963, κάτω το μαγαζί που είχε και δωμάτια που μέναμε εμείς, και δίπλα το σπίτι που χρησιμοποιούσαμε σαν ξενοδοχείο.
Ζούσαμε απλά, όμορφα και ανέμελα και το μικρό χωριό μας είχε αρχίσει να μπαίνει σε τροχιά τουριστικής ανάπτυξης.
Θυμάμαι, της Αναλήψεως που γιόρταζε το εκκλησάκι που ήταν κρυμμένο μέσα στον ελαιώνα είχαμε πανηγύρι, έρχονταν πολλοί φίλοι, συγγενείς από το Δίστομο.
Το πρωί πηγαίναμε στην εκκλησία, μετά κάναμε το πρώτο μπάνιο είτε είχε καλό καιρό είτε όχι , ήταν έθιμο, το μεσημέρι τρώγαμε όλοι μαζί και το βράδυ τα μαγαζιά είχαν γλέντι με μουσικούς εκείνης της εποχής.

Από την γιορτή της Ανάληψης. Η Νίτσα και Δημήτρης Σφουντούρη, ο Μιλτιάδης και Αντιγόνη Καίλη και η αδελφή της Ερασμία το μικρό παιδάκι είμαι εγώ με κρατάει η θεία μου.

 
Το καλοκαίρι το χωριό γέμιζε με κόσμο και ειδικά τις Κυριακές. Έρχονταν πολλοί με λεωφορεία ή με φορτηγά.
Πολλοί Λειβαδίτες και Διστομίτες έρχονταν για τις διακοπές τους (το παραθέρι) όπως το λέγανε.
Τους μήνες του καλοκαιριού σχεδόν όλη μέρα είμαστε στη θάλασσα, μαζί με άλλα πολλά παιδιά παίζαμε και τα βράδια μαζεύονταν και οι μεγάλοι και έπαιζαν και αυτοί μαζί μας, κρυφτό, κυνηγητό, ψάξε-ψάξε το δακτυλίδι, την Μπερλίνα και άλλα παιγνίδια της εποχής. Πάρα πολλοί κοιμόντουσαν και έξω στην παραλία, αν και είχαν τα δωμάτια τους, τότε δεν υπήρχε κανένας κίνδυνος και το διασκεδάζαμε, ειδικά την ώρα που ήταν να στρώσουμε στην παραλία τα στρώματα και τις κουβέρτες για μας τα παιδιά ήταν ένα ακόμη παιγνίδι .
Θυμάμαι, ότι ο πατέρας μου είχε φτιάξει ένα αεροπλάνο, αρκετά μεγάλο και μαζευόμαστε όλοι να το δούμε και να παίξουμε, να ψαρέψουμε στο μόλο μπροστά στο κιόσκι και ότι μικρό ψαράκι πιάναμε θέλαμε να μας το μαγειρέψουν !!!!
Θυμάμαι, ότι στην είσοδο για τα λουτρά και την αυλή ο πατέρας μου είχε φτιάξει ένα αχυράνθρωπο και όταν περνούσαμε από την πόρτα αυτός έπεφτε επάνω μας και τρομάζαμε στην αρχή μετά που το συνηθίσαμε πηγαίναμε άλλα παιδάκια για να τα τρομάξουμε…
Ξένοιαστα χρόνια…….αλλά για λίγο!!!

Η ψησταριά που ψήναμε τα καλοκαίρια. Ο πατέρας μου που πάντα κάτι μαστόρευε……… η πρώτη πόρτα οδηγούσε στην πίσω αυλή (σ αυτή είχαμε και τον αχυράνθρωπο) που είχαμε δωμάτια για ενοικίαση, τα λουτρά, φούρνο και πηγάδι.
Η μητέρα μου στο σπίτι της στην Παραλία Διστόμου.


Έξω από το μαγαζί με ένα παιδάκι που δεν ξέρω πιο είναι …..από την πλευρά της τζαμαρίας, το ξύλινο κομμάτι κατά τους καλοκαιρινούς μήνες άνοιγε και δίναμε από εκεί παγωτά, μπύρες, αναψυκτικά, θυμάμαι και την μάρκα, ΑΓΝΗ, υπάρχει μέχρι σήμερα….


Εγώ σε μικρή ηλικία μπροστά στο μόλο που είναι το κιόσκι. 



Εδώ φαίνεται το μικρό χωριό μας η Παραλία Διστόμου από την πλευρά της θάλασσας. Μπροστά στο μόλο με την Νίτσα και τον Δημήτρη Σφουντούρη την Αντιγόνη Καίλη το μικρό κοριτσάκι είμαι εγώ και με κρατάει η Κατερίνα Καίλη.


Στην παραλία με την ίδια παρέα, εδώ με κρατάει αγκαλιά η μητέρα μου.

Το χειμώνα από τα χρήματα που είχαν μαζέψει οι γονείς μου πάντα κάτι πρόσθεταν στο ήδη υπάρχον σπίτι και επισκεύαζαν τις φθορές, επίσης από τον Νοέμβρη άρχιζε και το μάζεμα της ελιάς στα κτήματα μας που ήταν εκεί που είναι η σημερινή εκκλησία των Αγίων Πάντων. Το μάζεμα της ελιάς ήταν ακόμα μια γιορτή, λόγω του ότι ήταν πολλά τα δένδρα έρχονταν συγγενείς από το Δίστομο και τα γύρω χωριά για βοήθεια.

Σχολείο πηγαίναμε στην Αντίκυρα, πρωί - απόγευμα, για να μην ξαναγυρνάμε μέναμε σε σπίτια συμμαθητών μας και έτσι αναπτύξαμε και με αυτά τα παιδία φιλικές σχέσεις. Για το λόγο αυτό η αεροπορία μας είχε διαθέσει ένα αυτοκίνητο, όταν είχε καλό καιρό πηγαίναμε με τα πόδια.
Στις 27 Αυγούστου του 1960 η τότε κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή και η Γαλλική εταιρεία Pechiney, υπέγραψαν σύμβαση για την δημιουργία εργοστασίου παραγωγής αλουμινίου.
Σιγά – σιγά τότε είχαν αρχίσει οι ψίθυροι ότι θα γίνει εργοστάσιο Αλουμινίου στην περιοχή μας, και ότι θα γίνει απαλλοτρίωση του χωριού μας. Οι δικοί μου, απ ότι μου είχε πει η μητέρα μου, δεν πίστευαν ότι θα μας έδιωχναν από τα σπίτια μας, έλεγαν ότι θα μπορούσαν να πάρουν το πίσω μέρος που ήταν ο ελαιώνας.
Ο πατέρας μου στεναχωρήθηκε πολύ και αρρώστησε.
Προς το τέλος 1961 ήρθε συνεργείο του ΟΤΕ και μετέφερε το τηλεφωνικό κέντρο που ήταν στο μαγαζί μας στο καφενείο του Κωσταγιάννη.
Τότε ο πατέρας μου κατάλαβε πια, ότι η απαλλοτρίωση θα ερχόταν σύντομα,
είπε στην μάνα μου : «Κωνσταντίνα, χάνουμε ό,τι με τόσο κόπο δημιουργήσαμε αγαπήσαμε και κουραστήκαμε»
Τον Απρίλιο του 1962 πέθανε.
Τελικά η περιοχή μας είχε επιλεγεί για την κατασκευή του εργοστάσιου παραγωγής αλουμινίου της Γαλλικής πολυεθνικής Pechiney. Για το εργοστάσιο επέλεξαν την περιοχή (Καλογερικό – Μετόχι) περιουσία του Μοναστηριού του Οσίου Λουκά, και των κατοίκων του Στειρίου και του Κυριακιου.
Το δικό μας χωριό η Παραλία Διστόμου ή Γιαλός ή Διστομίτικο, κατά τους παλαιότερους, επιλέγει να κατασκευασθεί ο καινούργιος οικισμός για την στέγαση του προσωπικού. Επίσης η περιοχή του Αγ. Νικολάου επιλέγει για κατασκευή κατοικιών για τα στελέχη της εταιρείας.
Και αυτή η περιοχή επίσης ήταν του Διστόμου, και εκεί ήταν το σπίτι της Γιάννας Παπαγεωργίου που η οικογένειά της είχε σπίτι, εξοχικό κέντρο, εστιατόριο και ενοικιαζόμενα δωμάτια και κτήμα με ελιές.

Παρ΄όλες τις διαμαρτυρίες μας η απόφαση ήταν τελεσίδικη, αναγκαστική απαλλοτρίωση με υπογραφή Βασιλέως !!! Τόσο καλά… δεν μπορούσαμε να κάνουμε τίποτα. Δεν συγκινήθηκε κανένας υπεύθυνος της Πολιτείας. Τα σπίτια άρχισαν να γκρεμίζονται το ένα μετά το άλλο.
Άγριο πράγμα να βλέπεις να σου γκρεμίζουν την ζωή από την μια μέρα στην άλλη και να μην έχεις και που να πας, γιατί πέρα από αυτούς που είχαν εξοχικά, είμαστε και εμείς οι μόνιμοι κάτοικοι του χωριού που δεν είχαμε άλλο σπίτι πέρα από αυτό… που θα μπορούσαμε να πάμε ;
Όταν ήρθε και η δική μας η σειρά , δεν θα ξεχάσω αυτή την στιγμή, η μητέρα μου σε μια ύστατη προσπάθεια να τους αποτρέψει, έτσι νόμιζε, με πήρε αγκαλιά και σταθήκαμε πίσω από την κεντρική πόρτα του σπιτιού. Είχε κατεβεί όλη η αστυνομική δύναμη της Λιβαδειάς, μπουλντόζες, κόσμος που φώναζε, ένας πανζουρλισμός, δυστυχώς μπήκαν από την πίσω πόρτα μας τράβηξαν έξω, εγώ έκλαιγα, η μαμά μου ούρλιαζε από τον πόνο, γι αυτό που έβλεπε ότι γινόταν, κανείς δεν συγκινήθηκε….οι μπουλντόζες μπήκαν σε λειτουργία, το σύνθημα του δικαστικού κλητήρα δόθηκε ήταν «εν ονόματι του νόμου κηρύσσω την κατεδάφιση….» και το σπίτι μας γκρεμίστηκε…. μπροστά στα παιδικά μου μάτια ….
Ποιου νόμου;;;; Ποιος είναι αυτός ο νόμος που λέει ότι πρέπει να ξεριζώσεις οικογένειες με μικρά παιδιά, γέρους ανθρώπους και να πληγώσεις τόσες ψυχές!!!
Αντίστοιχα σκηνικά έγιναν σε όλες τις οικογένειες…
Τα πράγματά μας τα είχαμε βγάλει από το σπίτι και τα είχαμε κάτω από το κιόσκι, τα κρεβάτια μας στη μέση και γύρω-γύρω όλα τα υπόλοιπα πράγματα, ντουλάπες, καρέκλες τραπέζια, ρούχα…. Όλα γύρω- γύρω αξέχαστη στιγμή, τώρα που ξαναφέρνω όλες αυτές τις σκηνές μπροστά στα μάτια μου προξενούν ιδιαίτερο πόνο. Εκεί κάτω από το κιόσκι μείναμε περίπου ένα μήνα, ευτυχώς ήταν καλοκαίρι…
Εκεί που μέχρι χθες είμαστε νοικοκυραίοι γίναμε σε μια μέρα πρόσφυγες στον ίδιο μας τον τόπο……όλοι προσπαθούσαν να βρουν μια προσωρινή λύση, οι πιο πολλοί πήγαν τον πρώτο καιρό και έμειναν στο Δίστομο σε συγγενείς ή νοίκιασαν προσωρινά ένα σπίτι.
Σαν λύση οι γονείς μας βρήκαν, επειδή δεν θέλανε και να φύγουν από εδώ, να εγκατασταθούν στην πλαγιά του διπλανού βουνού και έτσι δημιούργησαν ένα καινούργιο οικισμό και τον ονόμασαν «ΠΕΡΙΣΤΕΡΑ».
Έβαλαν μια μπουλντόζα για να χαράξει ένα δρόμο για να έχει πρόσβαση και μοίρασαν το χώρο, ώστε να πάρει ο καθένας ένα οικόπεδο να φτιάξουμε όλοι από μια παράγκα για να στεγαστούμε και να μεταφέρουμε τα πράγματα μας.
Έτσι βρεθήκαμε τρεις γυναίκες μόνες σε μια παράγκα, εγώ, η μητέρα μου και η μητέρα της 80 ετών.
Οι συνθήκες στην καινούργια «κατοικία» ήταν με μια λέξη άθλιες !!! Η μητέρα μου για να με ησυχάσει γιατί έβλεπε την ανησυχία μου έλεγε ότι θα μείνουμε για λίγο εδώ και μετά θα φύγουμε και θα έχουμε πάλι ένα ωραίο σπίτι…
Η παράγκα το χειμώνα δεν ήταν ότι το καλύτερό και οι βροχές που άρχισαν μας βούτηξαν στη λάσπη...
Δεν είχαμε ούτε νερό !!!! ούτε να πιούμε ούτε να πλυθούμε !!! Για να προμηθευτούμε νερό έπρεπε να διανύσουμε μια μεγάλη απόσταση, να πάμε μέχρι τον Αγ. Νικόλαο στο πηγάδι που ήταν πάνω από το σπίτι της Γιάννας, αδύνατον να γίνει με τα πόδια. Κάποιος γείτονας που είχε φορτηγό έπρεπε λοιπόν να μας πάει ως εκεί να γεμίσουμε δοχεία για να έχουμε μέχρι την επόμενη φορά…
Φροντίδα, συμπαράσταση και βοήθεια από πουθενά η Πολιτεία απούσα , ο Δήμος Διστόμου επίσης αδιάφορος… κάθε 4 χρόνια ερχόταν ο εκάστοτε υποψήφιος δήμαρχος Διστόμου , τότε θυμόταν, ότι υπάρχουν κάτι ψήφοι εκεί στο βουνό πεταμένοι και ερχόταν να τους μαζέψει… σαν αντάλλαγμα μας έβαλε και μια βρύση στο κέντρο του οικισμού, ο επόμενος, μας έβαλε νερό στα σπίτια που είχαμε αρχίσει να κτίζουμε ξανά από την αρχή… φως τηλέφωνο, λίγο άσφαλτο στο χωματόδρομο και η ίδια κατάσταση μέχρι σήμερα … πλήρης αδιαφορία από παντού.
Όταν ζητούσαμε κάτι από τον εκάστοτε Δήμαρχο μας έλεγε, δεν έχει λεφτά, ότι μπορεί κάνει ... θέλω πολλές σελίδες για να περιγράψω τις συνθήκες, ίσως άλλη φορά.

Όταν με ρωτούσαν εσύ από πού είσαι; τους έλεγα « ντόπια από εδώ», η απάντηση ήταν ότι δεν ήξεραν ότι υπήρχαν και ντόπιοι κάτοικοι εδώ, ήξεραν μόνο ότι εδώ ήταν ένας ελαιώνας!!! .... αυτοί που ήξεραν, εννοείται ότι δεν με είχαν ρωτήσει ποτέ !!!
Ήταν και άλλοι, που μου έλεγαν « ναι τα απαλλοτρίωσαν ….αλλά εσείς αποζημιωθήκατε»!!!
Ο τόπος που γεννήθηκες, μεγάλωσες, το σπίτι σου, η ψυχή σου, η οικογένειά σου, η δουλεία σου, δεν αποζημιώνονται με τίποτα !!! όσα χρήματα και να πάρεις… τα κτήματα μας στον ελαιώνα αποζημιώθηκαν με 1 δραχμή το ελαιόδεντρο!!! Για ποια χρήματα μιλάμε!!!!!

Πρόγραμμα αποκατάστασης όλων αυτών των ανθρώπων από κάποιο φορέα δεν υπήρχε, παρ όλο που έβλεπαν ότι οι συνθήκες στις οποίες ζούσαμε, ειδικά στην αρχή ήταν άθλιες.
Δεν υπήρχε ένα συντονισμένο πρόγραμμα βοήθειας για όλους μας . Μεγαλώνοντας, η βοήθεια που είχαμε ήταν από συγκεκριμένα άτομα, εργαζόμενοι και αυτοί, οι οποίοι έδειξαν προθυμία και ευαισθησία να μας βοηθήσουν ώστε να βρούμε δουλειά στο εργοστάσιο, όσοι το ζητήσαμε.
Η ζωή σιγά – σιγά άρχισε να παίρνει το δρόμο της, εργάστηκα, παντρεύτηκα, απέκτησα και μεγάλωσα δύο κόρες. Σήμερα ζουν και εργάζονται στην Αθήνα και συνεχίζουν τις σπουδές τους.

Μόλις το 2009, ο σύλλογος «Μεδεών» δημιούργησε ηλεκτρονική σελίδα και μας ενημέρωσε γι αυτό, μπήκα, εκεί είδα ένα γράμμα που είχε γραφτεί τον Μάρτιο του 1967, εγώ τότε ήμουν πολύ μικρή και βέβαια δεν το είχα δει, αναφερόταν στην ίδρυση του συλλόγου
« Μεδεών» και άρχιζε : « Η μικρή μας πόλη ψάχνει να βρει τον εαυτό της. Δημιουργημένη ξαφνικά από το τίποτα, χωρίς ιστορία, χωρίς προηγούμενη ζωή, από ανθρώπους που ήρθαν από τις τέσσαρες άκρες του ορίζοντα ...»
Διαβάζοντας σκέφτηκα αμέσως, εμείς που είμαστε;;; εμείς που είμαστε πριν εδώ δεν υπάρχουμε;;; εξαφανιστήκαμε;;; εμείς δεν ανήκουμε στην ιστορία αυτού του τόπου;;; εμείς δεν είμαστε πριν η ζωή αυτού του τόπου;;; είχαμε διαγραφτεί από τον χάρτη δεν υπήρχαμε!!! Με τις δύο πρώτες γραμμές αυτού του γράμματος μας αφαιρούσαν την καταγωγή μας, την ύπαρξη μας , είχαμε διαγραφεί από τον τόπο που γεννηθήκαμε και μεγαλώσαμε!!!
Σας το παραθέτω για να το διαβάσετε……

Μίλησα στον πρόεδρο του συλλόγου και του είπα ότι αυτό μας προσβάλει, μας αφαιρεί την καταγωγή μας, την ύπαρξη μας στο χώρο αυτό!!! Μετά από πολλές πιέσεις έβγαλε την πρώτη παράγραφο, σε αυτή την μορφή υπάρχει τώρα στην ιστοσελίδα του συλλόγου.
Σε άλλη συζήτηση μαζί του μου λέει «γιατί σε ενοχλεί η δική μας ανάρτηση; το ίδιο γράμμα το έχουν βάλει και στο «Εμβόλιμον» ούτε αυτό το είχα δει, έψαξα και βρήκα το τεύχος που μου είπε, και πράγματι πάλι το ίδιο γράμμα δημοσιευμένο…. πάλι «……από το τίποτα, χωρίς ιστορία ….»



Αυτό το γράμμα, το αναδημοσιεύει συνέχεια σε οποιοδήποτε έντυπο αναφέρετε στην ιστορία των Άσπρων Σπιτιών και στην ιστορία του συλλόγου «Μεδεών».
Με αποτέλεσμα όλοι πια να ξέρουν ότι εδώ, τα Άσπρα Σπίτια, δημιουργήθηκαν εκ του μηδενός !!! χωρίς ιστορία !!! χωρίς προηγούμενη ζωή !!!
* Το κείμενο συνεχίζει με αποσπάσματα και κριτική σχετικής εργασίας των μαθητών του Λυκείου Άσπρων Σπιτιών. Όποιος ενδιαφέρεται μπορεί να το βρει με κλικ στην αρχική πηγή blog ΔΙΣΤΟΜΟ

Πέμπτη 12 Οκτωβρίου 2017

Το μυθιστότημα ΠΟΙΟΣ ΣΚΟΤΩΣΕ ΤΟΝ ΘΕΟ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ των Δημητρίου Τζουβάλη & Αρσινόης Σερμιντζέλη παρουσιάζεται στο βιβλιοπωλείο μας τη Δευτέρα 16 Οκτωβρίου


Ένα μυθιστόρημα, που μέσα από τις σελίδες του ο αναγνώστης θα δει την εξέλιξη της κοινωνίας της μεταπολεμικής Ελλάδας με επίκεντρο τον εργατικό οικισμό τα « Άσπρα Σπίτια» το εργοστάσιο αλουμινίου της ΠΕΣΙΝΕ και την Αντίκυρα.
Ένας γιος έρχεται από το παρόν, το έτος 2000 στην περιοχή, για πρώτη φορά, κι ανατρέχει στο παρελθόν ψάχνοντας τον δολοφόνο του πατέρα του.
Παράλληλα ένας νεαρός εργάτης ξεκινάει από το παρελθόν, 1963, και περιγράφει τα γεγονότα, βασισμένα σε περίπου 700 συνεντεύξεις.
Σ’ ένα μικρό ψαροχώρι με 300 ψυχές να το κατοικούν, αμέριμνες, απείραχτες, αυτάρκεις, έχουν το ψωμί, το κρασί και το λάδι τους, ενσκήπτει σαν λαίλαπα μια κοσμοπλημύρα 8000 Γάλλων, Ιταλών, Γερμανών, Ισπανών ειδικευμένων κατασκευαστών εργοστασίων αλουμινίου. Επίσης, “αλλοδαποί” ανειδίκευτοι εργάτες από όλα σχεδόν τα λιμοκτονούντα χωριά της Ελλάδας, καλύπτουν κάθε σπιθαμή γης που είχε απομείνει χωρίς ανθρώπινη παρουσία.

Η σκληρή δουλειά, το άφθονο χρήμα, οι πρωτόγνωροι έρωτες των αυτοχθόνων με τις νεαρές μυρωδάτες ακόλουθες των Ευρωπαίων εργατών, οι έρωτες των Ευρωπαίων με τις σφριγηλές χωριατοπούλες, συνθέτουν έναν ορυμαγδό κοινωνικών αλλαγών.

Ο μυστηριώδης φόνος, οι τρυφερές αγάπες, οι περιπαθείς έρωτες, γίνονται οχήματα για να μεταφέρουν πληροφορίες, ιστορικά γεγονότα, κοινωνικές συγκρούσεις, φυλετικές διαφορές, διακρίσεις πολυεπίπεδες, με τρόπο εύληπτο, ώστε το μυθιστόρημα να μπορεί να διαβαστεί εύκολα απ’ όλους τους αναγνώστες…”.