Τετάρτη 15 Ιουλίου 2020

ΔΙΑ ΤΗΣ ΓΡΑΦΗΣ ΤΟΥ ΣΤΡΑΤΗ ΤΣΙΡΚΑ: ΙΟΥΛΙΟΣ 1965 και ... «Μητσοτάκη, κάθαρμα».


ΔΙΑ ΤΗΣ ΓΡΑΦΗΣ ΤΟΥ ΣΤΡΑΤΗ ΤΣΙΡΚΑ
ΙΟΥΛΙΟΣ 1965 και ... «Μητσοτάκη, κάθαρμα».
Από νωρίς το απόγεμα πήγα και κόλλησα τη ράχη μου στον ανατολικό τοίχο του «Μεγάλη Βρετανία». Το πλήθος είχε καταλάβει όλο το πεζοδρόμιο, αντίκρυ δεξιά μας η Βουλή – άρχιζε η πολιορκία της. Φώναζα κι εγώ με τους άλλους, ώσπου έγδαρα το λαρύγγι μου: «Κάτω οι προδότες. Κάτω οι δούλοι της Αυλής. Ένας είναι ο αρχηγός, ο κυρίαρχος Λαός». Αγόρια και κορίτσια έφταναν ομάδες –ομάδες, ξεχώριζαν μερικά πανώ των Λαμπράκηδων∙ παίρναν θέση στο πεζοδρόμιο, ύστερα πέρασαν και στ’ αντικρινό, η πολιορκία της Βουλής γινόταν πιο στενή. Με το σούρουπο άρχισαν να φτάνουν οι εργαζόμενοι: υπάλληλοι καταστημάτων, εργάτες κι εργάτριες από τις βιομηχανίες γύρω στην Αθήνα και τον Πειραιά. Η πλατεία Συντάγματος γέμισε κι οι φωνές, σαν άγρια καταιγίδα, τάραζαν το πλήθος κύμα στο κύμα. Ο τόνος έγινε πιο τραχύς:
«Μητσοτάκη, κάθαρμα».
Η αστυνομία του ναυάρχου Τούμπα, του νέου αποστάτη υπουργού Δημοσίας Τάξεως, προσπαθούσε ν’ αναχαιτίσει το πλήθος σχηματίζοντας αλυσίδα με τα χέρια. Ύστερα ήρθαν, φαίνεται, άλλες διαταγές, κι άρχισε η επίθεση με τα κλομπς για να διαλυθούμε. Τότε ανέβηκαν ως τον ουρανό οι κατάρες κι οι βρισιές. Τα ρόπαλα κατεβαίναν κατακέφαλα, στριγκλιές γυναικών, είχε νυχτώσει πια, κάμποσοι γεροδεμένοι διαδηλωτές, εργάτες, οικοδόμοι, αθλητές, σπουδαστές θέλησαν να περάσουν στην αντεπίθεση, τους συγκράτησαν οι πιο ψύχραιμοι, κι άρχισε η υποχώρηση. Ο Τούμπας είχε κρύψει τις κλούβες του σ’ όλες τις παρόδους. Κι ενώ συνεχιζόταν το κυνηγητό κι οι συγκρούσεις στην πλατεία Συντάγματος, εγώ βρέθηκα τρέχοντας, σπρωγμένος από το πλήθος, στην οδό Βουκουρεστίου. Πέρα, στο αντικρινό πεζοδρόμιο, ύστερα από το «Μπραζίλιαν» είδα το κεφάλι της Φλώρας, έπειτα την είδα ολόκληρη, έτρεχε κι αυτή, μονάχη της μέσα στο πλήθος, δε φαινόταν να τη συνοδεύει κανένας από τους φίλους της. Έτρεξα να τη συναντήσω, μα για να διασχίσω το κατάστρωμα μου πήρε μερικές στιγμές, ώσπου να φτάσω στο πεζοδρόμιο της Σταδίου, εκείνη είχε χαθεί στη στοά του άλλου «Μπραζίλιαν», που βγάζει στην οδό Καραγεώργη της Σερβίας, ποτέ μην μπαίνεις σε στοά όταν σε κυνηγούν, στην άλλη άκρη σε περιμένει το μπλόκο. Παλιά μαθήματα, της Κατοχής. Σταμάτησα και την άφησα να χαθεί. Γύρισα με τα πόδια∙ τα λεωφορεία ήταν φίσκα κι ήθελα να βλέπω τον κόσμο, το κυνηγητό και τους αιφνιδιασμούς της αστυνομίας, ν’ ακούω τα συνθήματα και τις κατάρες. Από την πλατεία Ρηγίλλης και πέρα ο κόσμος αραίωσε. Με πονούσε και το λαρύγγι μου από τις φωνές. Σπίτι, έκανα μια γαργάρα με νερό κι αλάτι∙ χειρότερα. Τότε πήρα δυο αυγά φρέσκα, τα έσπασα σ’ ένα φλιτζάνι, κράτησα τον κρόκο τους, έριξα μέσα πολλή ζάχαρη και τα χτύπησα. Αυτό ήταν και το δείπνο μου. Άδικα περίμενα ν’ ακούσω τη Ματθίλδη να γυρίζει, θα την έπιανα στην κουβέντα, να μάθω τις εντυπώσεις της. Δε σκέφτηκα να βάλω το ραδιόφωνο, για ν’ ακούσω πώς θα παρουσίαζαν τα πράγματα οι Αποστάτες. Λες κι είχα ξεχάσει την παρουσία του. Βαρέθηκα να περιμένω, τα μάτια μου είχαν γλαρώσει από τη νύστα, γδύθηκα, έπεσα στο κρεβάτι και τον πήρα μονορούφι. Μ’ αποκοίμισε η ανάμνηση μιας μυριόστομης κραυγής: «Κάτω οι δούλοι της Αυλής». [...] Πότε νύχτωσε, πότε τελείωσε το πρόγραμμα της συγκέντρωσης και τελείωσε άραγε; Είχαμε χάσει την αίσθηση του χρόνου. Άξαφνα η λαοθάλασσα έπιασε να βαδίζει αργά, πυκνή και τρικυμισμένη για την οδό Κοραή ή ν’ ανεβαίνει την Πανεπιστημίου προς την πλατεία Συντάγματος. Ακούστηκαν κάτι κρότοι, σα να ξετάπωναν μπουκάλες της σαμπάνιας, αλλά πιο ισχυροί και μεταλλικοί. Ένα κορίτσι φώναξε: «Στη Σταδίου ρίχνουν αέρια, τα τέρατα!» Κι άρχισε ο πανικός. Την ίδια στιγμή, από πολλές μεριές, μεγάλες ομάδες αστυνομικών ρίχνονταν πάνω στα πλήθη που σκορπούσαν, και τυφλά, μανιασμένα κατεβάζαν πάνω στα κεφάλια τους τα κλομπς. Όποιος έπεφτε χάμω δεν έβρισκε λύπηση. Τον κλοτσούσαν, τον ποδοπατούσαν μες στους καπνούς των δακρυγόνων. Χαφιέδες με άσπρα κοντομάνικα πουκάμισα κι οπλισμένοι με κλομπς ήταν οι πιο άγριοι. Κραυγές και κατάρες και στριγκλιές πόνου: «Δολοφόνοι, προδότες», γέμιζαν τη μολυσμένη ατμόσφαιρα της Πανεπιστημίου, της Κοραή και της Σταδίου. Παντού τραυματίες με πρησμένα πρόσωπα, ματωμένες πλάτες και σπασμένα χέρια, βόγκοι και κλάματα κι ολοφυρμοί, μια κόλαση. Τα μαγαζιά κατεβάζαν γρήγορα τα ρολά τους κι έσβηναν τα φώτα. «Στην Ακαδημίας κάνουν συλλήψεις», φώναξε κάποιος και χάθηκε. [...] Τον είχα πάρει πάνω στην καρέκλα και με ξύπνησε το κουδούνι της πόρτας. Άνοιξα, ήταν η Ματθίλδη ναι, όμως αγνώριστη. Κάτασπρη σαν πανί, αχτένιστη, με ασάλευτα μάτια έκανε μερικά βήματα, στάθηκε και είπε δισταχτικά: - Σκότωσαν το Σωτήρη. Την πήρα στην αγκαλιά μου, την κάθισα στο κρεβάτι. Έφερα βρεγμένη πετσέτα και της σκούπισα το πρόσωπο από τις καπνιές και τον ιδρώτα, της έστρωσα τα μαλλιά, της έδωσα να πιει νερό. - Ποιο Σωτήρη; ρώτησα. - Τον Πέτρουλα. Πάει το παλικάρι, το φάγανε οι δήμιοι. Μια συμμαθήτρια της Χρύσας λέει πως άκουσε τον αξιωματικό, πάνω στο θωρακισμένο, να διατάζει τον πυροβολητή που σκόπευε με το κανονάκι των δακρυγόνων: «Κατέβασέ μου αυτόν τον ψηλό με το πράσινο». Ο Σωτήρης είχε σκαρφαλώσει στο σηματοδότη της διασταύρωσης Σταδίου και Λαδά κι απ’ εκεί πάνω φώναζε συνθήματα. Τώρα πάει. 
(Στρατής Τσίρκας, Η Χαμένη Άνοιξη)

«Υδροκίνητα βιομηχανικά κτίρια στη Λιβαδειά 1860-1950. Καταγραφή μιας περιπέτειας κτιρίων και ανθρώπων». Ανεκτίμητη παρακαταθήκη μνήμης για τη βιομηχανική δραστηριότητα στην πόλη της Λιβαδειάς από την Άννα Ψωμά


Ψωμά Άννα 
«Υδροκίνητα βιομηχανικά κτίρια στη Λιβαδειά 1860-1950 
Καταγραφή μιας περιπέτειας κτιρίων και ανθρώπων»
Ιδιωτική Έκδοση, Λιβαδειά 2017, σχήμα 29,5x21,5 
τιμή πώλησης 38.00 €
Το βιβλίο αυτό αποτελεί μία έκπληξη. Είναι φανερή η ένδεια της ελληνικής βιβλιογραφίας σε ό,τι αφορά τις βιομηχανικές δραστηριότητες που κατά καιρούς προσπαθούν να καταστήσουν την Ελλάδα βιομηχανική χώρα και να την απομακρύνουν από τη φτώχεια. Το βιβλίο, λοιπόν, ασχολείται αποκλειστικά με τη βιομηχανοποίηση και την πτώση της στην πόλη της Λιβαδειάς. Λίγοι είναι αυτοί που γνωρίζουν την ύπαρξη και τη δραστηριότητα της βιομηχανικής παραγωγής και κατεργασίας του βάμβακος σε αυτή την πόλη.
Το βιβλίο  «Υδροκίνητα βιομηχανικά κτίρια στη Λιβαδειά 1860-1950» γράφτηκε από την Άννα Ψωμά, αρχιτέκτονα και ζωγράφο που γεννήθηκε και δουλεύει στη Λιβαδειά.  Η ίδια εξωτερικεύει την αγάπη της και το θαυμασμό της για τη γενέθλιο πόλη με μια σειρά βιβλίων, της οποίας το δεύτερο τίτλο αποτελεί το παρόν βιβλίο. Ο πρώτος τόμος της σειράς τιτλοφορείται: «Αρχοντικά της Λιβαδειάς. Κατάλοιπα αρχιτεκτονικής μνήμης». Θα ακολουθήσει και βρίσκεται υπό έκδοση ένα βιβλίο για την πολεοδομική ανάπτυξη της Λιβαδειάς.  Η Άννα Ψωμά δούλεψε αυθόρμητα για χρόνια ως ερευνήτρια της πόλης. Με τις επιστημονικές βάσεις που διαθέτει κατόρθωσε να αποτυπώσει σχεδιαστικά το μέγιστο τμήμα των παλαιών αρχοντικών και βιομηχανικών κτιρίων. Τα σχέδιά της είναι επαγγελματικά με απεικόνιση κάθε λεπτομέρειας και αυστηρή συμφωνία προς το αντικείμενο. Η δουλειά της, εκτός από την επαγγελματική δραστηριότητα, αποτελεί προσφορά προς την κοινωνία. Τα βιβλία της τυπώνονται με δικά της έξοδα και οι εισπράξεις διατίθενται για κοινωνικούς σκοπούς.

Το βιβλίο «Υδροκίνητα βιομηχανικά κτίρια στη Λιβαδειά 1860-1950» αρχίζει με μια ιστορική περιγραφή της πόλης, ώστε ο αναγνώστης να κατατοπιστεί για το ιστορικό υπόβαθρο της βιομηχανικής δραστηριότητας στη Λιβαδειά. Ακολουθούν κεφάλαια με στοιχεία για την πόλη και το βαμβάκι της Βοιωτίας, που αποτελούσε το αντικείμενο της βιομηχανικής κατεργασίας.  Η γέννηση της βιομηχανικής δραστηριότητας στην πόλη της Λιβαδειάς ανάγεται στα μέσα του 19ου αιώνα. Ως κινητήριο μέσο για την κατεργασία του βαμβακιού χρησιμοποιήθηκε το νερό του ποταμού της Κρύας της Λιβαδειάς.  Το αποτέλεσμα κατέληξε στην ανάπτυξη της βιομηχανικής παραγωγής. Έτσι, το 1875 υπήρχαν στη Λιβαδειά 35 αλευρόμυλοι, 12 κλωστήρια και 10 ελαιοτριβεία, αλλά μόνο τέσσερα εκκοκκιστήρια και δύο υφαντήρια.  Η περιγραφή γίνεται ως το σημείο αυτό με τη βοήθεια παλαιών και σύγχρονων φωτογραφιών.
Στη συνέχεια αφιερώνονται 20 σελίδες στην περιγραφή του νερού που χαρακτηρίζεται ως «το χρυσάφι της Λιβαδειάς». Εξηγείται η τεχνική των καναλιών και η λειτουργία των υδροστροβίλων. Η ερευνήτρια διηγείται τη διαμάχη για τη διανομή του νερού. Κατόπιν ακολουθεί η περιγραφή συγκεκριμένων βιομηχανιών με τις εγκαταστάσεις τους. Δίδεται η αρχιτεκτονική μορφή των κατασκευών και των κτιρίων και παρατίθεται πλήθος φωτογραφιών και σχεδίων. Μεταξύ των περιγραφών υπάρχουν αναδιπλούμενοι χάρτες με λεπτομερέστατη περιγραφή των βιομηχανιών και των θέσεών τους. Το σύνολο αυτής της δουλειάς θα πρέπει να χρειάστηκε πολλά χρόνια εργασίας από την κ. Ψωμά. Τα σχέδια αυτά είναι αξεπέραστα σε ποιότητα, πιστότητα και λεπτομέρεια. Αν αναφερθεί κανείς στις μεγάλες εκδόσεις των περιηγητών του 16ου έως τον 19ο αιώνα, θα διαπιστώσει ότι τα σχέδια της κ. Ψωμά δεν έχουν τίποτα να ζηλέψουν από τις μεγαλειώδεις λιθογραφίες των εκδόσεων αυτών. 
Ακολουθεί εντοπισμός και περιγραφή των υδροκίνητων βιομηχανιών, που περιγράφονται μία-μία σε σχέση πάντα με τους ιδιοκτήτες και τους δημιουργούς τους. Τα κείμενα εδώ είναι γεμάτα φωτογραφίες, παλιές και νέες, καθώς και σχέδια, γενεαλογικά δένδρα και κάθε σχετική λεπτομέρεια, ώστε ο αναγνώστης να έχει εικόνα της ανθρώπινης πλευράς της βιομηχανικής δραστηριότητας. Κατηγοριοποιούνται τα κτίρια σε αυτά που κατεδαφίστηκαν και σε αυτά που στέκονται ακόμη. Δημιουργείται έτσι η βεβαιότητα ότι η περιγραφή είναι σχεδόν πλήρης και επιτυγχάνει μια ανασύσταση του βιομηχανικού περιβάλλοντος στην παρερκύνια βιομηχανική ζώνη, όπως φαίνεται στον αναδιπλούμενο Χάρτη 1.

Έχουμε, λοιπόν, ένα ολοκληρωμένο βιβλίο βιομηχανικής ιστορίας με το οποίο δύσκολα μπορούν να συγκριθούν τα λίγα ανάλογα βιβλία που υπάρχουν στην ελληνική και ελπίζουμε το βιβλίο να αποκτήσει τη θέση του στη βιβλιοθήκη του κάθε ενδιαφερόμενου.  Περιμένουμε δε και την περαιτέρω προσφορά της κ. Ψωμά στη βιβλιογραφία της Λιβαδειάς.  

Δημήτρης Α. Μαυρίδης