Παρασκευή 5 Ιανουαρίου 2018

Η τραγωδία στην Αγία Τριάδα Καλοσκοπής. Στις 5 Ιανουαρίου 1944 το Τάγμα Παρνασσίδας του ΕΛΑΣ θρήνησε 30 παλικάρια, διμοιρίας του 1ου λόχου, που έπεσαν σε ενέδρα των Γερμανών, μέσα στο χιόνι.

 Στις 5 Ιανουαρίου 1944, στην Αγία Τριάδα Καλοσκοπής, το Τάγμα Παρνασσίδας του ΕΛΑΣ θρήνησε 30 παλικάρια, διμοιρίας του 1ου λόχου, που έπεσαν σε ενέδρα των Γερμανών, μέσα στο χιόνι. Ο Νικηφόρος, που επέστρεφε από άλλη αποστολή, περιγράφει τις στιγμές που πληροφορείται το τραγικό ανέκκλητο γεγονός.












φωτογραφίες:
Ο  Παναγιώτης Τζιβάρας, ο Καλλίας (ανθ/γός Χαράλαμπος Μώκος) και ο Δήμος (Γιάννης Μαλούκος), αρχηγείο του 1ου Λόχου του Τάγματος Παρνασσίδας. Σκοτώθηκαν και οι τρεις, με άλλους 27 συναγωνιστές τους, στην Αγία Τριάδα Καλοσκοπής (5-1-1944).
5 Ιανουαρίου 1944 – Η τραγωδία στην Αγία Τριάδα Καλοσκοπής
Τότε ακούμε απ’ τα βράχια απέναντι μια κραυγή άγρια:
― Αααλτ!
Το περιμέναμε κι ωστόσο λαχταρήσαμε. Αμέσως όμως νοιώσαμε χαρούμενοι. Σταθήκαμε στον τόπο. Τότε ξαναφώναξε η φωνή.
― Ποιοι είστε;
― Εσύ ποιος είσαι; – φώναξα κι αντηχούσε η βαθειά ρεματιά.
― Ν’ απαντάς σ’ ό,τι σε ρωτάνε! – με κατσάδιασε η φωνή.
«Μπράβο λεβεντιά!» είπα μέσα μου χαρούμενος και του αποκρίθηκα:
― Εν τάξει! Εν τάξει! Ρώτα μας!
― Ποιοι είσαστε!
― Αντάρτες!
― Προχώρα στο παρασύνθημα!
― Δεν ξέρουμε παρασύνθημα, συναγωνιστή! – του είπα. ― Λείπουμε μέρες.
― Τίνος τμήματος είσαστε;
― Του 5ου Ανεξάρτητου!
― Πες μου το αρχηγείο του τάγματος!
Του το είπα και τον ρωτάω:
― Εσύ του Κρόνου είσαι;
Δεν απάντησε αμέσως.
― Σα να τον καταφέραμε – είπα στους διπλανούς μου.
― Να προχωρήσει μόνο ένας σας – φώναξε ο σκοπός – με τα χέρια απάνω και να χτυπάει και παλαμάκια!
― Το σουγιά με τη λουρίδα ψωνίσαμε με τούτον – γελάσαμε και φώναξα: ― Ρε συναγωνιστή! Θα μας βάλεις τώρα στα καλά καθούμενα να σηκώσουμε και τα χέρια ψηλά;
― Αυτό που σας λέω! – αγρίεψε ωραία πάλι ο σκοπός.
Προχώρησα χτυπώντας παλαμάκια. Πέρασα τη χαλασμένη γέφυρα και ζυγώνοντας του είπα:
― Τίνος λόχου είσαι, συναγωνιστή; Του Πετράν;
― Όχι – μου αποκρίθηκε φιλικά. ― Εσύ είσαι, καπετάνιε;
Στεκόταν από πάνω απ’ το δρόμο.
― Ποιος καπετάνιος; – τον ρώτησα. Και είπε το όνομά μου.
― Ναι – του αποκρίθηκα.
Κατέβηκε στο δρόμο.
― Από πού έρχεστε; – με ρώτησε. Η φωνή του ήταν περίεργη, μαλακή, εγκάρδια, σα να με συμπονούσε για κάτι, δεν έβαλα όμως κακό στο νου μου.
― Ξεθεωθήκαμε – του είπα. ― Κύτταξε, θα έρχονται συνέχεια κάμποση ώρα δικοί μας, άλλως τε θα φέξει και θα τους βλέπεις.
― Εν τάξει – αποκρίθηκε. Και με ρώτησε κάτι σαν τέτοιο – αν έχουμε δηλαδή τίποτα νεώτερο, αλλά με σημασία, νομίζοντας, ότι ξέρω κι εγώ. Τότε αλαφιάστηκα.
― Τι συμβαίνει – τον ρώτησα. ― Έγινε τίποτα;
― Δεν ξέρεις; – τινάχτηκε έκπληκτος.
― Όχι! – του είπα –τι να ξέρω;
Και τότε μου λέει αυτός:
― Ο Καλλίας! Σκοτώθηκε!
Και πάγωσα.
― Σκοτώθηκε ο Καλλίας; Με τα σωστά σου το λες;
― Ναι, καπετάνιε... Πάει ο Καλλίας...
Χτυπιόταν να σπάσει η καρδιά μου. Μούρθε να καθήσω κάτω.
― Ε, μωρέ Χαράλαμπε!... – σηκώθηκε μέσα μου ένας θρήνος. Και με κυρίεψε μια μανιασμένη λύσσα για όλους τους φασισμούς, για τις σφαίρες τους τις φαρμακερές, τη σκληρή την αδικία, να μπορούν οι βρωμεροί φονηάδες να σκοτώνουν τέτοια παλληκάρια, τέτοιους ζηλεμένους αητούς. Ήθελα να καθήσω και να κλάψω πολύ...
― Ο Καλλίας σκοτωμένος!... Τινάχτηκα μια στιγμή. Αδύνατο να το πιστέψω. Μου φαινόταν μου παίζουν ένα πικρό παιγνίδι. Κατόπιν ότι είναι ένα άνοστο αστείο, ότι θάταν τόσο εύκολο να ξαναπρολάβεις τα δευτερόλεπτα που κύλησαν και να δώσεις στα γεγονότα άλλη τροπή, να διορθώσεις το ανεπανόρθωτο.
Φτάνανε από κοντά κι άλλοι. Μένανε κόκκαλο κι αυτοί: «τι λες, μωρέ! Πάει ο Καλλίας; Πότε; Πού;».
Ο συναγωνιστής δεν ήξερε πιο πολλές λεπτομέρειες. Μόνο ότι σκοτώθηκε στην Κουκουβίστα.
― Είναι σίγουρο, ρε συναγωνιστή! – ρωτούσανε πολλοί σαν να τάβαζαν με το σκοπό.
Αλλοίμονο, σίγουρο ήταν!
......
Εκείνη τη στιγμή ανέβαινε ένας άλλος αραχωβίτης.
― Καπετάνιε! – λέει έκπληκτος μόλις με είδε – εδώ είσαι;
― Εδώ είναι το τηλέφωνο; – τον ρώτησα κι ανεβαίναμε.
― Σε σένα λέει απαγορεύεται; – έλεγε αυτός και μιλούσε σα νάπρεπε να μου φέρνεται πολύ προσεχτικά και συμπονετικά.
Ο άλλος μπερδεύτηκε λίγο. Μπήκαμε στο δωμάτιο που ήταν το τηλέφωνο. Ε, μια ζεστή-ζεστή, λαχταριστή φωτιά που έκαιγε, ένας εύθυμος λαμπρός. Ήσαν άλλοι δυο-τρεις εκεί μέσα και πετάχτηκαν ορθοί, αμήχανοι, ευλαβικοί.
― Γεια σας, συναγωνιστές.
― Γεια σου, καπετάνιε! – αποκρίθηκαν πρόθυμοι-πρόθυμοι.
― Είναι βέβαιο, σκοτώθηκε; – είπα.
Τους είδα ξαφνιάστηκαν.
― Ποιος ο Καλλίας; – είπαν. ― Σκοτώθηκε κι ο Δήμος!
Μα τι είχαν πάθει αυτοί οι άνθρωποι; Έμεινα ξερός και τους κύτταζα. Μούρθε ένας κόμπος στο λαιμό. Κάποιος έπαιζε άσχημα μαζί μου και τον μισούσα...
......
Στους Δελφούς, κόσμος κι αυτού στον κεντρικό δρόμο. Έτρεξαν γύρω μας μόλις μας είδαν. Άλλοι γύριζαν απ’ τα πεζοδρόμια, έπαυαν παντού οι συζητήσεις. Ήρθε δίπλα μου ένας χωριανός μου, έμενε στους Δελφούς αφ’ ότου κάηκε το χωριό μας.
― Γαμώ την πίστη του! – είπε. Κι ο καϋμένος ο Παναγιώτης.
Τινάχτηκα πάλι – αυτό ήταν απίστευτο!
― Ποιος Παναγιώτης! – έκαμα.
― Ο Τζιβάρας! – παραξενεύτηκε ο χωριανός μου.
Πετάχτηκαν σύξυλοι και οι δυο σύντροφοί μου, ο Βλάχος κι ο Καναβίδης.
― Πάει κι ο Τζιβάρας! – κάμαμε όλοι μ’ ένα στόμα.
Γέμισαν τα μάτια του χωριανού μας δάκρυα.
― Προχώρα! Προχώρα! – είπαμε στο σωφέρ και φεύγαμε. Ο κόσμος δυο σειρές από δω κι από κει σιωπηλός. Τρεις άνθρωποι μέσα στο αυτοκίνητο, είχαμε χάσει το λογικό μας.
― Πως, μωρέ! ― Πώς σκοτώθηκαν κι οι τρεις;
Ο σωφέρ έλεγε για κάποια ενέδρα.
― Και διάλεξαν το αρχηγείο του λόχου, μωρέ οι φαρμακωμένες... (Δεν ξέραμε ολόκληρη την αλήθεια ακόμα).
Ο Καναβίδης δε μπορούσε να ξεχάσει το παράξενο φέρσιμο του Τζιβάρα στου Ζήση το Χάνι.
― Βρε συ! Βρε συ! – έκανε μονολογώντας – σα να τόξερε! ― Βρε τον Παναγιώτη!
Μπαίνοντας στο χωριό ταράχτηκα, ότι θακούγαμε και κάτι άλλο ακόμα αυτού, τέτοιο κακό πούχαμε πάθει. Ευτυχώς όχι. Μόνο έτρεξε κι εδώ και μας περιτριγύρισε βουβός ο κόσμος και προχωρήσαμε.
Στην Άμφισσα, κρύα κι έρημη η πόλη. Μόλις κατεβαίναμε απ’ το αυτοκίνητο στην απάνω πλατεία, να μπροστά μας, στην αποθήκη της επιμελητείας ο Διαμαντής. Χάρηκα που τον έβλεπα γερόν, ήταν μια εγγύηση πάντα η παρουσία του. Αντικρυστήκαμε, κυτταζόμασταν ίσια στα μάτια, εγώ διατηρώντας μια απεγνωσμένη ελπίδα, ότι ίσως δε θάταν όλα σωστά τα μισητά νέα. Σφίξαμε τα χέρια αμίλητοι.
― Πάνε κι οι τρεις; – τον ρώτησα αχνά.
Άστραψε το πράο μάτι του.
― Ποιοι τρεις! – μου λέει. ― Έχουμε τριάντα νεκρούς και δυο αγνοούμενους.
― ...Τριάντα νεκρούς!... Τριάντα!...
Αρχίσαμε να κλαίμε κι οι δυο και δαγκωνόμασταν να κρατηθούμε. Γύρω μας οι αντάρτες έκλαιγαν, δαγκώνονταν κι αυτοί, χλωμοί, εξαϋλωμένοι. Μας πήραν είδηση κι απ’ τα καφενεία γύρω στην πλατεία κι έβγαιναν ο κόσμος ακίνητοι στα πεζοδρόμια, έγινε ένα στεφάνι ανθρώπινο ολόγυρα, σάμπως ένα αόρατο κι αθόρυβο χέρι να διαρρύθμιζε αβρά το σκηνικό του σπαραγμού που ταίριαζε στην ώρα.
Μπήκαμε στην επιμελητεία, εκμηδενισμένοι κι εμείς οι τρεις, που πρωτομαθαίναμε τώρα τα νέα κι όλοι οι άλλοι. Καθήσαμε πρόχειρα κάπου, όπου βρέθηκε. Μύριζε τσουβαλίλα και λάδι κι εληές, σπαραγμός και οι μυρουδιές αυτές, σαν ορφανεμένη πλέον φροντίδα – δεν τους χρειάζονταν πια ούτε τα φτωχά μας τσουβάλια , ούτε οι εληές μας, ούτε το λάδι μας, τίποτα δε χρειαζόταν πλέον στα τριάντα παλληκάρια μας.
Από την ανοιχτή πόρτα, φτάνανε κι έμπαιναν χλωμοί κι άλλοι συναγωνιστές, αντάρτες και ντόπιοι. Γινόμασταν μια σιωπηλή σύναξη στο μισοσκόταδο, κατάμαυρος κι όξω ο ουρανός.
― ...Στην Αγία Τριάδα – άκουγα που έλεγε κάποιος – η φωνή του σαν από άλλον κόσμο... Εκεί που είναι το εικονισματάκι... λίγα μέτρα πριν, στη μικρή λάκκα... Εκεί-εκεί... Ήσαν κρυμμένοι με άσπρες κουκούλες... Άφησαν τους ανιχνευτές και πέρασαν... μόλις μπήκε στον κλοιό η πρώτη διμοιρία τη θέρισαν... Μόνο ο Γκούρας, η Γιωργία κι ο Τρικούπης γλύτωσαν...
― Κι ο Παπάς, σοβαρά τραυματίας (Κώστας Μπάκας) – είπε άλλος.
― Σ’ ένα λεπτό, στρώμα, όλα τα παιδιά...
― Και ποιοι σκοτώθηκαν; – ρώτησα.
Άρχισαν ανάκατα να λένε ονόματα όλοι... Έβγαλε ο Διαμαντής ένα χαρτί, έπαψαν όλοι κι άρχισε ο Διαμαντής αργά να διαβάζει.

1) Μώκος Χαράλαμπος (Καλλίας) – υπολοχαγός διοικητής του λόχου – από το Μαυρολιθάρι.
2) Μαλούκος Γιάννης (Δήμος) – πολιτικός καθοδηγητής του λόχου – από το Γαρδίκι Ομιλαίων.
3) Τζιβάρας Παναγιώτης – καπετάνιος του λόχου – από την Σουβάλα.
4) Κόλλιας Νικόλαος – υπεύθυνος του ΕΑΜ Καλοσκοπής – από την Καλοσκοπή.
5) Ζούγρος Παναγ. – υπεύθυνος εφ. ΕΛΑΣ Καλοσκοπής – από την Καλοσκοπή.
6) Κατρανίδης Βασίλης – διμοιρίτης – από την Αθήνα.
7) Μητράνης Ροβέρτος (Ιπποκράτης) – γιατρός του λόχου (ισραηλίτης) – από τις Σέρρες.
8) Αναστασόπουλος Κώστας – από το Κλήμα Δωρίδος.
9) Τσάμης Χρήστος – από το Κλήμα Δωρίδος.
10) Παπαγεωργίου Ηλίας – από την Ιτέα.
11) Μιχαλόπουλος Μιχ. (Καλλίμαχος) – από την Κέρκυρα.
12) Ζυμαγκόρης Αλεξέι – από την Σοβ. Ένωση.
13) Βυθούλκας Ντάνος – από την Αθήνα.
14) Μιχαήλοβιτς Ιβάν – από την Σοβ. Ένωση.
15) Παπαδόπουλος Νίκος – από το Αγρίνι.
16) Κατσίκας Παναγ. – από το Άνω Παλαιοξάρι.
17) Γιαγκής Χαράλαμπος – από τα Πέντε Όρια.
18) Παπαστάμος Ηλίας (Μπουκουβάλας) – από το Γαρδίκι Ομιλαίων.
19) Καραμουσαντάς Κίμων (Κακαλίδης) – από τη Λειβαδιά.
20) Τσαμούρης Βαγγέλης – από την Εύβοια.
21) Καρβούνης Γιάννης (Διστομίτης) – από το Δίστομο.
22) Νησιώτης Μιχάλης – από την Αθήνα.
23) Σταματόπουλος Δημήτριος – από την Αθήνα.
24) Οικονομάκος Αλέκος – από το Γύθειο.
25) Βενιαμίν (Ισραηλίτης).
26) Δαυίδ (Ισραηλίτης).
27) Κάβουρας Αναστάσιος – από την Άμφισσα.
28) Κατσαντώνης Σπύρος – από την Κόνιτσα.
29) Μαστακάκης Δημ. – από την Καβάλα.
30) Σταυρόπουλος Θανάσης – από το Παύλο Βοιωτίας.
31) Κασούτας – Παιδάκος – από τη Σεγδίτσα.
( Όλη η Ελλάδα στο προσκλητήριο!).

― Οι δυο τελευταίοι, είχαν σκοτωθεί μια μέρα πριν, είναι του Λοκρού – είπε κάποιος.
Ακούγαμε αχνά αυτόν τον ατέλειωτο κατάλογο... Κλαίγαμε συγκρατημένα... Ύστερα αρχίσαμε να ρωτάμε τόνα και τ’ άλλο, λεπτομέρειες... Νοιώθαμε όλοι την ανάγκη να βρει ο ένας κουράγιο στον άλλον, δύναμη στον κοινό πόνο.

― Καλά πώς έγινε; Δεν ξέρανε ότι ήσαν γερμανοί εκεί; – αρνιόμουν να πιστέψω ακόμα το κακό που μας βρήκε.
― Οι γερμανοί είχαν συμπτυχθεί απ’ το περασμένο βράδυ, εκκενώσανε την Κουκουβίστα και φύγανε. Καμμιά εξηνταριά τους όμως λοξοδρόμησαν νυχτώνοντας κι έπιασαν την Αγία Τριάδα. Είχαν και Έλληνες μαζί τους... Κι ο λόχος βιαζόταν. Κάπως έπεσε μια διάδοση ότι εσείς (η διμοιρία πούχαμε πάει στο Δαδί) είχατε έρθει στα χέρια με τους γερμανούς πάνω απ’ τα Καστέλλια και κινδυνεύατε. Κατέβαιναν λοιπόν τρέχοντας να προφτάσουν να σας βοηθήσουν...
― Έφταιξε – είπε άλλος – που το χιόνι δεν άφησε να ξέρουν καθαρά τις κινήσεις των γερμανών. Όλοι νόμιζαν, ότι οι γερμανοί έφυγαν τελείως. Μπροστά στις Βρίζες βρήκαν και τον Κόλλια και το Ζούγρο (υπεύθυνοι της Κουκουβίστας) μπήκαν χαρούμενοι κι αυτοί στη φάλαγγα και πάνε.
Θυμήθηκα τις μέρες που έμενα στο σπίτι του Κόλλια, το περασμένο καλοκαίρι στην Κουκουβίστα. Ήταν εύθυμος, ζωντανός τύπος. Γύριζε απ’ τις δουλειές του, τα παράταγε να ξεφορτώσουν και να περιποιηθούν τα ζώα του οι άλλοι στο σπίτι, η γυναίκα του, τα παιδιά του, κι αυτός έτρεχε σβέλτος να δει τις δουλειές της οργάνωσης που τον περίμεναν. Το Ζούγρο δεν τον θυμόμουν καλά, είχα μόνο μια εντύπωση απ’ τον αγωνιστή αυτόν, ότι ήταν ένας λιγόλογος, θετικός άνθρωπος, αθόρυβος κι αποτελεσματικός.
― Καλά – ρώτησα ύστερα από ώρα – δεν πρόσεχαν τον τόπο, δεν μπορεί να μην είχαν αλωνίσει οι γερμανοί το χιόνι πριν πιάσουν θέσεις.
― Το είχαν αλωνίσει, αλλά έρριξε καινούριο τη νύχτα και τα σκέπασε όλα το αντίχριστο... Άσ’ τα! Ήρθαν όλα για να χαθούν τα παιδιά...
― Οι αγνοούμενοι;
― Ο Όλυμπος (Καλλιμάνης, απ’ τη Σουβάλα) και ο... (δεν τον θυμάμαι τον άλλον) – ήρθε μια πληροφορία, ότι τους είχαν μαζί τους στη Λαμία. Α, βγήκαν (οι γερμανοί) με μεγάφωνα στη Λαμία, γύριζαν στους δρόμους, και θριαμβολογούσαν, ότι τους αποδεκάτισαν τους αντάρτες και σκοτώθηκαν και οι αρχιεγκληματίες Καλλίας και Δήμος.
Έγινε σιωπή. Σκεφτόμουν με μίσος αυτό το αυτοκίνητο, που γύριζε θριαμβολογώντας, και τους δυο αγνοούμενους, πώς θα αισθάνονταν αιχμάλωτοι, τι τύχη τους περίμενε.
Είχε γεμίσει σιγά-σιγά η αποθήκη αντάρτες. Μπαίναν και στέκαν αμίλητοι. Μόλις αχνά ξεχώριζες τα πρόσωπά τους γιατί όσο πήγαινε και σκοτείνιαζε ο καιρός ας ήταν μεσημέρι ακόμα.
Ήταν αχώνευτο τέτοιο κακό.
― Καμμιά! Καμμιά βοήθεια από πουθενά δε στάθηκε δυνατό να τους δώσουν; Οι άλλες διμοιρίες τι έκαναν; – ρωτούσα σα να έμενε μια απεγνωσμένη ελπίδα να τους γλυτώσουμε με μια τελευταία προσπάθεια.
― Ου, ώσπου να συνέλθει ο υπόλοιπος λόχος και να αναπτυχθεί, το κακό είχε γίνει. Πέρασαν ύστερα στην αντεπίθεση, αλλά τι το θες... Έφτασαν από πίσω κι ο Λοκρός κι ο Καραλίβανος, όλα όμως είχαν τελειώσει.
Έγινε σιωπή. Μείναμε αμίλητοι. Τι άλλο να λέγαμε;
Εκείνη τη στιγμή ακούστηκε απόξω απότομος θόρυβος, κόσμος που έτρεχε μουγγά, ένα πνιχτό λαχτάρισμα. Τσιτωθήκαμε έκπληκτοι κι εμείς. Ορμάει τότε κάποιος στην πόρτα:
― Ο λόχος! Έρχεται ο λόχος! – μπήγει μια τρεμισμένη φωνή, σα ραγισμένη.
Τιναχτήκαμε όλοι ορθοί κι ορμούσαμε έξω. Κόσμος έτρεχε βουβός από παντού. Ακολουθήσαμε κι εμείς. Περάσαμε πέρα απ’ την πλατεία. Νάτοι ξάφνου, φάνηκαν! Έρχονταν συνταγμένοι κατά τριάδες (από το δρόμο του Λιδωρικιού), φάνηκαν ανάμεσα στα ωχρά σπίτια, λίγο έκπληκτοι, χλωμές και τραβηγμένες οι φυσιογνωμίες τους, τεντωμένοι όμως σεμνά και το μάτι τους να λάμπει σκληρό, σα να σήκωναν να κρατάνε ψηλά τους συντρόφους τους. Ο κόσμος έτρεχε από παντού, απ’ όλα τα παραδρόμια. Δεν άκουγες φωνές. Μόνο ένα ποδοβολητό, ένα πνιχτό λαχάνιασμα. Μόλις βλέπανε το τμήμα στέκαν απότομα, αναμέραγαν με σεβασμό!
Ακούμε μια γυναίκα, ένα λυγμό, κι είπε:
―Αχ, λεβέντες μου! λεβέντες μου!
Τότε αποπειράθηκε ένας άλλος:
― Ζήτω!... ζήτω!
Έσπασε όμως η φωνή του κι αυτουνού. Και το πλήθος πλέον δε βάσταγε άλλο. Κλαίγοντας έβγαζαν τα καπέλλα τους οι άντρες. Οι γυναίκες φίμωναν σπασμωδικά τα στόματά τους, κατάχλωμες. Αλαφιάστηκε ο δεκατισμένος λόχος. Τεντώθηκαν ακόμα περισσότερο κι έφταναν. Μπροστά βάδιζαν ο Γκούρας, ο Τρικούπης και είχανε στη μέση τη Γεωργία, οι γλυτωμένοι. Πίσω τους οι δέκα-δώδεκα της διμοιρίας, όσοι είχαν περισσέψει και δεν τους πήρε μέσα ο θανατερός κλοιός. Κατόπιν ακολουθούσαν οι δυο άλλες διμοιρίες του λόχου. Σακατεμένος! Σακατεμένος ο ζηλεμένος μας λόχος! Μπροστά μας περνούσε ένα ακρωτηριασμένο κορμί χτεσινού λεβέντη.
Ο κόσμος πύκνωνε συνέχεια λαχανιασμένος. Φτάνανε καινούριοι από παντού. Βουβά όμως όλοι, βουβά κι ευλαβικά. Ακουγόταν κοφτά «κραπ-κρουπ! κραπ-κρουπ!» ο βηματισμός του λόχου στο σκληρό δρόμο. Ξαναδοκίμασαν μερικοί να φωνάξουν ζήτω, αλλά δεν είχαν φωνή. Κόντευε να σκάσει ο κόσμος. Και τότε, σήκωσε ένας τα χέρια του ψηλά κι άρχισε να χειροκροτεί, δυνατά, απεγνωσμένα. Έγινε τότε σα νάχε αρχίσει απότομα χοντρό χαλάζι πάνω στις στέγες της πόλης. Ξέσπασε και το πλήθος, άναρθρο γοερό ξέσπασμα. Οι αντάρτες, τους τίναξε ένα αλλοιώτικο ξάφνιασμα πάλι. Μια στιγμή κινδύνεψαν να τους λυγίσει η ταραχή τους, άστραψαν όμως αμέσως τα πρόσωπά τους, τινάχτηκε ο Γκούρας, τόπιασε απ’ τη μέση το ωραίο τραγούδι μας:
 «...όποιος θέλει στο πλευρό μας
να αγωνιστεί παιδιά
ας πυκνώσει το στρατό μας
με ατρόμητη καρδιά
ας πυκνώσει το στρατό μας
με ατρόμητη καρδιά!...».
Τάρπαξε μαζί του κι όλος ο λόχος, το πήρε κι ο λαός. Φτάσαμε κι εμείς, βγήκαμε μπροστά στο ένδοξο τμήμα, χειροκροτώντας κι εμείς με όλο το πλήθος, γέμισαν τα μάτια μας δάκρυα, παραμεράγαμε κατόπιν να κάμουμε τόπο για να περάσει η τιμημένη φάλαγγα. Πίσω μας, τότε, απ’ την πλατεία, ακούστηκε άλλη ραγισμένη κραυγή:
― Ψυχή βαθειάαα! Ψυχή βαθειά, λεβέντες μου! Ψηλά τα κεφάλια, ήρωες!
(Ο Παπαζήσης, ζαλισμένος απ’ την ταραχή του κι απ’ το χτύπημα που μας είχε βρει).
Στην πλατεία άλλο πλήθος, αραδιάζονταν συγκινημένοι, άρχισαν να χειροκροτούν κι αυτοί. Στη μέση στην πλατεία στάθηκε ο λόχος. Πλησιάσαμε εμείς, το αρχηγείο του τάγματος, φιλήσαμε τους τρεις πούχαν γλυτώσει, της χαμένης διμοιρίας. Κάποιος απ’ το πλήθος έσκουξε:
― Κουράγιο, παλληκάριααα!
Κι ένας άλλος κακιώθηκε αμέσως δυνατά:
― Δε χρειάζονται κουράγιο!
Ένας συναγωνιστής, της οργάνωσης, βγήκε μπροστά, χλωμός, ταραγμένος, τυλιγμένος στο παλτό του, ξεσκούφωτος και είπε λίγα λόγια. Ζήτησε απ’ όλους να γίνει ενός λεπτού σιγή. Βουβάθηκε με μιας η πόλη σα να της πήρες την ανάσα. Έμεινε ακίνητο κι αχνό όλο εκείνο το πλήθος. Έπεφταν νωθρές οι αραιές νιφάδες το χιόνι. Άρχισε τότε κάπου μια φωνή:
― Επέ-εεε-σααα-τε θύ-υυμα-αατα αδέ-εερφιααα εσείς... σε άαα-νισο μά-αααχη κι αγώωωνααα.
Ταλαντεύτηκε στην αρχή μια στιγμή, ύστερα δυνάμωσε σταθερά σ’ ολόκληρη την πλατεία... γέμισε η ψυχή μας από το πένθος μας... ήρθαν και κατέβηκαν ανάμεσά μας οι αγαπημένοι μας νεκροί, αιμόφυρτοι, φευγάτοι για πάντα.
Πήγαν κατόπιν οι άντρες στα καταλύματά τους, τους περιτριγύρισε ο κόσμος μόλις έλυσαν τους ζυγούς, τους πήραν, να τους περιποιηθούν, να τους τιμήσουν. Εμείς κρατήσαμε τους τρεις γλυτωμένους, πήγαμε και καθήσαμε, και ώρα πολλή μείναμε ν’ ακούμε το δράμα που μας είχε βρει...
ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ «ΑΝΤΑΡΤΗΣ ΣΤΑ ΒΟΥΝΑ ΤΗΣ ΡΟΥΜΕΛΗΣ» - ΤΟΜΟΣ Γ΄

Πέμπτη 4 Ιανουαρίου 2018

Η πρωτοχρονιά του Κωνσταντή: του Κώστα Ε. Μπέη

Αντίδωρο στην παραλαβή - όταν εκδόθηκε - του βραβευμένου βιβλίου μας ΔΙΣΤΟΜΟ 10 ΙΟΥΝΙΟΥ 1944 - ΤΟ ΟΛΟΚΑΥΤΩΜΑ στο οποίο συμμετέχει με κείμενό του στην ενότητα λογοτεχνικές προσεγγίσεις, αποτέλεσε, η αποστολή από τον καθηγητή πολιτικής δικονομίας Κώστα Ε. Μπέη της συλλογής διηγημάτων του Η ΠΗΓΗ ΠΟΥ ΔΑΚΡΥΖΕΙ ΤΑ ΜΕΣΑΝΥΧΤΑ. 
Ένα από τα αυτά τα υπέροχα διηγήματα με τίτλο "Η πρωτοχρονιά του Κωνσταντή" χαραγμένο στην μνήμη μας φιλοξενούμε στη σημερινή μας ανάρτηση.

Η πρωτοχρονιά του Κωνσταντή 
του Κώστα Ε. Μπέη

Μαύρα σύννεφα σκέπαζαν πυκνά όλον τον ουρανό. Κάτωθέ τους η θύελλα φυσομανούσ' ακάθεκτη. Μια ξεχαρβαλωμένη λαμαρίνα στη σκεπή του ορνιθώνα πρόσθετε τον σχετικά ασθενικό της πάταγο μέσα στο γενικό ορυμαγδό, καθώς ο άνεμος τη χτυπούσε όλο και πιό βίαια πάνω στο σαρακοφαγωμένο ξύλινο πλαίσιο, απ' όπου είχε πιά ξεκαρφωθεί.
Μεσάνυχτα προπαραμονής Πρωτοχρονιάς.
Οι καλικατζαραίοι κι όλα τ' άλλα τα στοιχειά, μαζί κι οι δαίμονες, γυροβολλούν, εδώ και ένα μήνα, κάθε νυχτιά, σε στενούς συνοικιακούς δρομίσκους και σε υγρές στέγες, αδιάκριτα, χαμηλοτάβανων καλυβιών και πολυόροφων μεγάρων. Όπως κάθε χρόνο, τέτοια εποχή, έως των Φώτων, οπόταν βγαίνει ο ιερέας με την αγιαστούρα του και με τον τίμιο Σταυρό, και ψέλνοντας «Εν Ιορδάνη βαπτιζομένου Σου, Κύριε», τα απωθεί πισώπλατα και τα διασκορπίζει πέρα κατα τον παγερό βοριά, στ' άγρια Τάρταρα, απ' όπου ροβολήσαν.
Μα πιό πολύ γυροβολλούν τα ξωτικά κι ασχημονούν ξεδιάντροπα τούτη τη θλιβερή Πρωτοχρονιά, καθώς ο τόπος, πελιδνός, ξεπροβοδίζει αυτό το μαύρο έτος, 1941 - γένοιτο, Κύριε, να μή μας ξαναβρεί ποτέ.
Η πείνα είχε απλώσει το πένθιμό της φάσμα, προτού ακόμη καταφτάσει, πρωτόγνωρη κι αφόρητη, η βαρυχειμωνιά. Πρίν να αγκυλωθούν απο ανίατα κρυοπαγήματα, γέροι, μεσόκοποι και τρυφερά παιδιά. Κρυοπαγήματα, που επιτείνονταν απ' την αβιταμίνωση κι απο την ασιτία. Μα πρίν απ' όλες τούτες τις φριχτές και απροσμάχητες πληγές του σύγχρονου καταραμένου Φαραώ, νεκροπομποί αγέρωχοι, είχαν διαπεράσει άδειους απο ανθρώπους δρόμους και πλατείες σκοτεινά οχήματα και παταγώδη τρίτροχα, με σιδερόφραχτους ιππότες, που ξέρασε η κόλαση μιας κάθε άλλο παρά φανταστικής Αποκαλύψεως: Straίen gespert! Alles bleibt zu Hause von 8 bis 7. άbertreter werden auf der Stelle erschossen[1]!
Άν μπορούσε τότε κανεις - πράγμα αδύνατο, παρα μόνο για τολμηρούς πιλότους Stukas και Spitfire - να πετάξει πάνω απο τα μαύρα σύννεφα που έκρυβαν το σκοτεινό ελληνικό ουρανό, θα είχε και εκεί την αίσθηση πως ξωτικά και δαίμονες κατέκλυσαν και τα ουράνια. Γιατι κι εκεί θ' αφουγκραζότανε παράδοξους θορύβους, απόμακρες καμπάνες και οχλοβοή. Και θ' άκουγε κι εκεί κραυγές μυστηριώδεις, συνθήματα, παιάνες και οργή λαού, να ξεπετάγοντ' απο χρόνους μακρινούς. Χρόνους ιερούς και δίσεκτους απο το παρελθόν. Και χρόνους αδιόρατους, πού 'ναι γραφτό να έρθουν. Άγνωστο πότε.
Τέτοιες στιγμές, που μανιασμένα το ανεμοβρόχι χτυπάει σε στεριές και θάλασσες, τότε, μαζί με τα εξωτικά, βρίσκουν την ευκαιρία να ξεχυθούν στον ουρανό, πάνω απο τα σκοτεινά και τα πυκνά τα σύννεφα, φωνές μυστηριώδεις, που δέν μπορεί πιά ή δέν μπορεί ακόμη να συλλάβει ανθρώπου αυτί ή έκτη αίσθηση: «Ελιά - ελιά - και Κώτσο βασιλιά!» Κι ακόμη, απο πιό κοντά, σαλπίσματα και ιαχές και νικητήριοι πολεμικοί παιάνες: «Στ' άρματα, στ' άρματα, εμπρός στον αγώνα, για τη χιλιάκριβη τη Λευτεριά ...» Και πιό μακριά αγριωπές φωνές: «Απόψε - πεθαίνει - η Δεξιά!» Κι ακόμη πιό απόκοσμα, απο τα πέρατα του ουρανού, άλλες κραυγές ν' αντιφωνούν πιό αδιόρατα: «Αέρα - αέρα - να φύγει η χολέρα!»
Όλα τα πάθη τ' άγρια, που συνταράσσουνε αυτόν τον έρμο τόπο, και δέν τονε αφήνουνε, ούτε στιγμής χαλάρωση, να ανασηκωθεί, να πιάσει και να νοικοκυρευτεί. Να μείνει απερίσπαστος με τα ειρηνικά του έργα. Και ν' ανεβάσει δυό σκαλιά ψηλότερα τούτο το χαμηλό επίπεδο ποιότητας ζωής ...
Πάντα ξεχύνονταν τ' ανόσια στοιχειά τούτες τις άγιες μέρες. Μα πιό θρασύθωρα και αχαλίνωτα, τούτην την πρώτη σκοτεινή Πρωτοχρονιά της αναπάντεχής μας Κατοχής.
Απο νωρίς, λίγο μετά το σούρουπο, είχαν ξαπλώσει ο Κωνσταντής και η Φανή. Τα ψηλοτάβανα κι ευρύχωρα δωμάτια του νέου τους σπιτιού ήτανε όλα παγωμένα. Ξύλα ή κάρβουνα για σόμπα δέν υπήρχαν. Άναβαν στο μαγκάλι την πυρήνα, απο καρβουνιασμένα θρύψαλα ελιόσπορων, και προσπαθούσανε να την κρατήσουν φλογερή με τα χρυσόχαρτα απο συσκευασίες των τσιγάρων προπολεμικές, που ποτέ η Φανή δέν πέταγε.
Στο σπίτι το λάδι είχε αποτελειώσει απο εδώ και ένα μήνα. Λίγο μετά που έδωσαν σ' εναν περαστικό αγρότη τα γαμήλιά τους δαχτυλίδια, ανταλλάσσοντάς τα για δίλιτρη φυάλη με λάδι όλο μούργα και οξέα. Μ' αυτό το λαδάκι λίπαιναν τα χόρτα που περιμάζευ' η Φανή απ' τους αγρούς, στην περιφέρεια της μικρής τους κωμόπολης. Τα έβραζε, και προσπαθούσε να χορτάσει και να ξεγελάσει τη βουλιμία των παιδιών, πού 'ταν επάνω στην ανάπτυξή τους. Μαζί και τη δική τους πείνα, τη θεριστική, του άντρα της και τη δική της.
Τώρα στο διπλανό κρεβάτι και τα δυό της τα παιδιά, έκαιγαν στον πυρετό, άρρωστα με βρογχοπνευμονία. Ο γιατρός, παλιός οικογενειακός τους φίλος, φυσικά δίχως καμία πληρωμή για την επίσκεψη, δέν είχε γράψει συνταγή για φάρμακα. Γνώριζε πως στα φαρμακεία της φθίνουσας κωμόπολης, τον ανελέητο τούτο χειμώνα του '41, φάρμακα δέν υπήρχαν. Ίσως στη μαύρη αγορά, μ' αντάλλαγμα χρυσαφικά. Μ' αυτά είχανε πιά ξεπουληθεί, και άλλα δέν υπήρχαν σ' αυτό το σπίτι του άλλοτε φέρελπι νέου και ήδη άπραγου δικηγόρου.
- «Βραστό κοτόπουλο», διστακτικά τους είχε ψιθυρίσει ο γιατρός. Και είχε σπεύσει ν' αποσώσει: «άν βέβαια μπορέσετε και βρείτε ...»

Κοιτάχτηκαν με πένθιμη αμηχανία ο Κωνσταντής και η Φανή. Πού να βρεθεί κοτόπουλο τέτοιους πικρούς καιρούς;
Μα η Φανή ήτανε πεισματάρα. Αγύριστο κεφάλι. Κι απο νωρίς το άλλο το πρωϊ, με το που άνοιξαν οι δρόμοι, ξεκίνησε πεζή για τα τριγύρω τους χωριά, με δέμα φορτωμένο στην εύθραυστή της πλάτη και πόνους σουβλερούς. Μέσα στο δέμα τύλιξε δύο επιτραπέζιες του πετρελαίου λάμπες, σωστά κομψοτεχνήματα με φίνα πορσελάνη και τροχισμένο κρύσταλλο. Κι ακόμη, μέσα στο κομπόδεμα, το νυφικό της φόρεμα, με το λευκό το πέπλο και τους σταχτείς λεμονανθούς, καθώς και τα 'ποδήματα, τα νυφικά, τα ψηλοτάκουνα. Πήρε και μια σακούλα χοντρό αλάτι, δέκα με δώδεκα κιλά. Της είχε απομείνει απο την περασμένη τη χρονιά. Τότε που είχε αλατίσει τις σαρδέλες στο δοχείο, για νοστιμιά στις πράσινες σαλάτες.
Την περασμένη τη χρονιά ... Πόσο μακριά την ένιωθε. «Την εποχή εκείνη τη χρυσή», όπως συνήθιζαν να ομιλούν γι' αυτήν. Είναι αλήθεια πως και τότε βρίσκονταν σε πόλεμο. Μα ο στρατός μας νίκαγε και είχε αποδιώξει τους εισβολείς, τους Ιταλούς, οπούθε είχαν έρθει, στ' απάτητα βουνά της Αλβανίας. Τότε δέν είχανε ακόμη αισθανθεί, τί πάει να πεί δεινά πολέμου. Τουλάχιστον, όχι στις πόλεις.
Λίγο πιό πρίν απο το μεσημέρι, την προπαραμονή της Πρωτοχρονιάς, είχε πιά καταφτάσει η Φανή στα πρώτα σπίτια του κοντινότερου στην πόλη τους χωριού. Στ' Αφράτι. Καθώς πλησίαζε την εξωτερική αυλή μιας χαμηλόχτιστης κι αφρόντισης στην όψη αγροικίας, την υποδέχθηκαν γαυγίσματα σκυλιών, ανάκατα με κακαρίσματ' απο κότες ζωηρές και πετεινάρια.
Έσπρωξε θαρρετά την ετοιμόρροπη αυλόπορτα. Προχώρησε, και τα σκυλιά όρμησαν καταπάνω της. Μα δέν εδείλιασε σαν κοντοστάθη.
Στην παραστάδ' απο το μαγειρείο στεκόταν σκοτεινή κι αμίλητη η γυναίκα του σπιτιού. Παρέκει, στο σκαμνί, μία γριά είχ' απορροφηθεί σε μακρινούς δικούς της λογισμούς.
Σκοτεινά σχήματα και παταγώδη τρίτροχα, με σιδερόφραχτους ιππότες [σελ. 30].
- «Καλή σας μέρα και καλή χρονιά!», πλησίασε καλόκαρδ' η Φανούλα.
- «Καλ' μέρα σ',» άφησε απο τα σφιγμένα στενά χείλη της να ακουστεί - περισσότερο υπόκωφο σφύριγμα - η γυναίκα του σπιτιού.
«Σαν τί μαθές επιθυμιείς και κόπιασες κατα του φτουχικό μας;»
- «Για ένα κοτοπουλάκι ήρθα», συνέχισε απτόητ' η Φανή, ρίχνοντας λαχταριστή ματιά προς το κοπάδι με τα πουλερικά, που βόσκαγαν ελεύθερα μέσ' στην αυλή και κακαρίζανε κουνάμενες γύρω στα πετεινάρια.
- «Δέν είν' για πούλ'μα», της έκοψε τη φόρα η γυναίκα του σπιτιού. «Τσι θέλιουμι για μάς.»
- «Σε παρακαλώ, κυρά μου, κάν' το για ψυχικό. Έχω βαριά άρρωστα και τα δυό μου τα παιδιά. Μου το πρόσταξ' ο γιατρός. Και στην, πόλη μας, στην αγορά δέ βρίσκω».
- «Σάματις δέν του ξιέρου; Θαρχούσουνα, μαθές, σαν λάχαινε και διέν μι είχις την ανάγκη σ'; Σάμπως ιρχόσουνα πουτές, πρίν απο τουν πούλεμο; Τότες που κατεβγαίναμι ιμείς κάθε Δευτέρα στου παζάρι, να σας πουλιήσουμι του μόχθου μας; Ισύ και οι παρούμοιές σου, δέν καταδεχούσασταν μήτε να πατήσιετε του πουδαράκι σας στα πεζουδρούμια της αγουράς. Καθούσασταν ολημερίς ιμπρός εις τους καθρέφτες και καμαρώνατε σα γύφτικα σκεπάρνια την ουμουρφιά σας - τρουμάρα να σας έρθει! Κι στέλνατε τσ' αντρούς σας να ψουνίσουνε. Κι αυτοί μας κάνανε παζάρια. "Ακριβά τά 'χεις τ' αυγά, κερά μου. Πιό φτηνά να μου δώκεις τα χουρταρικά. Τα μισά για τσι ελιές θε να πλερώσω." Κι σκύβαμι ιμείς του κιφάλι. Και πλέρωναν οι άντροι σας μισουτιμίς. Μας ρώτηξες τότες, κερά μου, άν του δικού μου του π'δί πεινούσ' ή ήντουνα άρρουστο; Τότις πίθανε ου δικούς μου γιός απου χτικιό. Τούρα ήρθ' η θεία δίκη. Να χτικιάσουν τα δικά σας τα π'διά. Χάσου το λεπόν στουν αγύριστο. Και να μήν ξαναδιαβείς την πούρτα του σπιτιού μ'.»

Σκυλοδαρμένη έσυρε αμίλητ' η Φανή τα πόδια της και έφυγε απ' τ' αφιλόξενο υποστατικό. Τόσο σκληρά, είναι αλήθεια, δέν τηνε αποπήραν πουθενά, στις άλλες αγροικίες. Μα ούτε πάλι βρήκε πρόθυμη ανταπόκριση, να ανταλλάξει έστω και ένα μόνο κουτορνίθι με την πολύτιμη πραμάτεια, που είχε δέσει στο μεγάλο το σεντόνι και είχε φορτωθεί στην πονεμένη πλάτη, την ανήμπορη.
Αφού διαβήκε, πόρτα με πόρτα, όλα σχεδόν τα σπίτια του πρώτου του χωριού, ύστερα ανηφόρισε, πάντα πεζή, το μονοπάτι για το παραπέρα. Και απ' εκεί, ακόμη άπραγη, για τ' άλλο. Και μετά, ξανά, όλο πιό πέρα.
Αργά τ' απόγευμα, σ' απόμερ' ορεινό χωριό, την εσπλαχνίσθη ο παπάς. Όμως η παπαδιά εξέτασ' απο πρίν καχύποπτα, ένα προς ένα, όλα τα ανεκτίμητα κειμήλια του μεγάλου κομποδέματος, ώσπου τελικά, με αργόσυρτα βήματα να διαλέξει και να της δώσει για αντάλλαγμα το πιό λιγνό κι αδύναμο πουλερικό, έν' αρρωστιάρικο ορνίθι, που σίγουρα θα της ψοφούσε σε μία δύο μέρες, άν το κρατούσε κι έμενε στα χέρια της.

Βαριά εξάπλωσ' η Φανή στα κρύα τα σεντόνια. Η μέση την πονούσε άσπλαχνα με δυνατές σουβλιές. Τα πόδια της δέ βρίσκαν ησυχία στο άνετο κρεβάτι. Ζήτησε απ' τον άντρα της, τον Κωνσταντή ενα ποτήρι δροσερό νερό απ' το κανάτι. Και σαν το ήπιε, σχεδόν δίχως πνοή, του είπε τα καθέκαστα.
Δαγκώθηκε ο Κωνσταντής. Τώρα, για πρώτη του φορά, ερχόταν, πρόσωπο με πρόσωπο, με την πικρή αλήθεια αντιμέτωπος: πως και αυτός, δίχως επίγνωση, ήτανε, τόσα χρόνια, ενας μικρός τροχός μεσ' στο μεγάλο το μηχανισμό της εκμετάλλευσης ανθρώπου απο άνθρωπο. Τώρα το θύμα είν' αυτός. Μαζί κι η οικογένειά του. Μα αρκετό καιρό, ώς ένα χρόνο πρίν, αυτόν, το φουκαρά διανοούμενο, με τις γνωστές ιδεολογικές εξάρσεις για του λαού το δίκιο και την προκοπή, τον βλέπαν άλλοι - πιό φτωχοί απ' τη δική του βιοπάλη - σαν καλοπερασόπουλο, τον άνθρωπο της πόλης, που μουντζουρώνει τα χαρτικά κι εκμεταλλεύεται τον τίμιο ιδρώτα του αγρότη.
- «Σφάλισε την κότα στον ορνιθώνα. Θα κατέβω το πρωϊ να τηνε σφάξω, να τη μαδήσω και να την βράσω με χορταρικά. Τώρα είμαι κατάκοπη και δέν μπορώ,» τον παρακάλεσ' η γυναίκα του, καθώς διέκοπτε τους προβληματισμούς των στοχασμών του.
Κείνη τη νύχτα η Φανή δέ βρήκε ησυχία στο κρεβάτι της. Στριφογυρνούσε. Έπεφτε σε λήθαρχο. Πετιόταν πάνω, απο εφιάλτες. Μιά, κρύωνε και μάζευε το πάπλωμα πάνω κι απο την κεφαλή της. Και πάλι το πετούσε πέρα, μέσα σε νέα έξαψη πυρετική.
Έξω ακουγότανε ο άνεμος, που άλλοτε μόνος, άλλοτ' αντάμα με τ' ανεμοβρόχι, δονούσε ό,τι συναντούσε όρθιο στο διάβα του, με κρότους τρομακτικούς, που μυστηριακοί εγίνονταν τούτη τη σκοτεινή τη νύχτα, που την εμόλευαν τ' αερικά, τ' ανόσια, οι καλικατζαρέοι και τ' ανίερα στοιχειά, οι αδιάντροπες νεράϊδες και οι βαρβατισμένοι δαίμονες.
Άκουγε η Φανή μέσ' στους θορύβους τη βαριά περπατισιά απο τα ξωτικά, πάνω στα κεραμίδια του σπιτιού. Άκουγε και τις βάρβαρες, τις οργιαστικές κραυγές τους. Άλλοτε ολοκάθαρα, καθώς πετιόταν απ' τον τρόμο νέου εφιάλτη. Κι άλλοτε αποκαμωμένη, καθώς μισοκοιμόταν ξεθεωμένη απ' την κούραση.
Ράκος σηκώθη, το πρωϊ νωρίς. Έρριξε βιαστικά τη ρόμπα της στους κυρτωμένους ώμους και σίμωσε στο διπλανό κρεβάτι με τα άρρωστα παιδιά. Κοιμόνταν ήσυχα. Αυτήν την πρωϊνή την ώρα της φαίνονταν απύρετα. Δέν άκουσε να της μιλάει μήτε ο Κωνσταντής, απο την άλλη άκρη του δικού τους κρεβατιού. Κι έτσι απόφυγε να στρέψει το κεφάλι προς τη δική του τη μεριά. Εβγήκε απο το δωμάτιο και περπατούσε στις άκρες των πρησμένων της ποδιών, κλείνοντας πίσω της την πόρτ' αθόρυβα.
Στην τουαλέτα ήταν βιαστική. Κατέβηκε μετά γοργά στην εσωτερική αυλή απο τη σιδερένια σκάλα, που ελικοειδώς ερχότανε απ' την ταράτσα, και απο 'κεί έως το έδαφος. Προχώραγε κραδαίνοντας χασαπομάχαιρο βαρύ.
Κοντανασαίνοντας σταμάτησε εμπρός στον ορνιθώνα. Μα 'κεί, ύστερ' απο την πρώτη έκπληξη και την αμηχανία, ανύψωσε απελπισμένη και στεντόρεια κραυγή:
- «Τρέξε ... Βοήθεια, Κωνσταντή!»
Στο χώμα είχε σωριαστεί και έκλαιγε με σπαραγμό αγιάτρευτο. Εκεί τη βρήκ' ο Κωνσταντής, καθώς κατέφθασε με μια κωμικοτραγική εμφάνιση, μέσα στα μακριά του μάλλινα βρακιά και με γυμνά τα άκρα των ποδιών του.
Δέν πρόσεξε οτι η πόρτα τ' ορνιθώνα ήτανε ορθάνοιχτη. Δέν πρόσεξε μήτε και το κοτόπουλο που είχε πιά χαθεί. Έσκυψε πάνω απ' την κεφαλή και τους κυρτούς, μ' αγαπημένους ώμους της γυναίκας του, που σπάραζε με αναφιλητά:
- «Κωσταντή ... Μας τό 'κλεψαν! Κρίμα και άδικα, οι τόσοι πόνοι της μέσης μου και των ποδιών μου να το φέρω ...»
Μα, ξαφνικά, σαν να τη ζώσαν φίδια, με απροσδόκητη ευκινησία, αναπήδησε, και σαν μαινάδα ανυψώθηκε εμπρός του, παρόλο που το αδύναμο κορμάκι της ήτανε δέκα - δώδεκα εκατοστά πιό χαμηλό απ' το δικό του μέτριο ανάστημα.
- «Τη σφάλισες, μωρέ την πόρτα ψές καλά; Μήν και την άφησες γερμένη, αμαντάλωτη;»
Κέρωσε ο Κωνσταντής. Θές απο την πρωϊνή ψύχρα, καθώς ήτανε και νηστικός, θές απο τον τρόμο, στο ενδεχόμενο να είχε επιπόλαια σπρώξει την πόρτα του ορνιθώνα, δίχως να την ασφαλίσει με το μάνταλο. Έμεινε για μια στιγμή άφωνος. Τρεμόπαιξε τα ματοτσίνορα. Κι ύστερ' αντιμίλησ' επιθετικός:
- «Τί λές, μωρέ γυναίκα; Έχασες πιά τα λογικά σου και γι' αλαφρόμυαλο με παίρνεις; Και βέβαια μαντάλωσα την πόρτα!»
- «Αυτό μου έλειπε τέτοιανε ώρα ...», πρόσθεσε στρέφοντας σκοτεινό το πρόσωπο παράμερα, για ν' αποφύγει τη βαριά και άδικη την προσβολή του ανδρισμού του.

Με τις φωνές έκαναν την εμφάνισή τους, απ' τα διπλανά παράθυρα, κι οι γείτονες. Άρχισαν να ρωτούν τούτο και τ' άλλο, λεπτομέρειες. Καθένας έρριχνε και τη δική του δόση για προσάναμμα στης ταραχής την πύρινη τη σύγχυση, πού 'χε ανάψει κι όλο θέριευε. Άλλος είχε να πεί τούτον το λόγο τον πικρό, άλλος τον άλλον, που αποδιώχνει μακριά κάθε ευγενικό συναίσθημα. Σηκώθηκε και μια κουνίστρα, σουρλουλού, απο την άλλη τη μεριά του δρόμου, κι είπε, μαθές, πως ψές τη νύχτα είχε δεί τους δυό τους γιούς του Μαργαρίτη - «ξέρετε δά. Αυτοί που μένουνε στη χαμοκέλα με το φράχτη, δυό δρόμους παρα κάτω.» Τους είδε, λέει, που κρύβονταν στις εσοχές απ' τις εξώπορτες των γύρω τους σπιτιών. Και όλο ξεπετάγονταν, μιά απο δώ, μιά απο κεί. Και όλο τοίχο - τοίχο τρέχαν.
- «Πάψε, κυρά μου, μή σ' ακούσει κάν'νας χαφιές διερμηνέας και τα καρφώσει τα καημένα τα παιδιά στους Γερμανούς!» την αποπήρε ο Κωνσταντής. «Μήν καταπιάνεσαι με της αντίστασης τα παλικάρια. Κοίτα μονάχα τη δική σου τη δουλειά. Και μήν πετάγεσαι εκεί που δέ σε σπέρνουν ...»
- «Εγώ, καλέ, για να βοηθήσω μίλησα. Αυτούς είδα τη νύχτα να κυκλοφορούν παράνομα, απο πόρτα σε πόρτα κι απο τοίχο σε τοίχο. Σας το λέω, μήπως και είν' αυτοί οι άτιμοι κλεφτοκοτάδες που πήραν το πουλερικό.»
- «Πάλι αρχίζεις;» την εξέκοψε μία γερόντισσα. «Πάψ' επιτέλους τα χαζόλογα. Άλλο μήν παίζεις άφρονα με τη φωτιά!»
Πίσω απ' την κουρτίνα της απέναντι μονοκατοικίας, ο Τζίμης παρακολουθούσε τη σκηνή, με μισοανοιγμένο τζάμι για ν' ακούει δίχως και να φαίνεται.
Το πρόσωπό του ήταν σκοτεινό.
- «Ώστε αυτά ήταν τα κωλόπαιδα που έγραφαν τ' αναρχικά συνθήματα των κατσαπλιάδων: "Θάνατο στο Φασισμό, Λευτεριά στο Λαό". Κι ακόμη: «Λαοκρατία, και όχι Βασιλιά». Τσογλάνια! Κομμούνια! σφύριξε μέσ' απ' τα σφιγμένα δόντια του ο Τζίμης. «Θα σας παρακολουθήσω, καθίκια. Κι άν είναι, όπως το λέει η γειτόνισσα, θα το φάτε το κεφάλι σας. Αλήτες ...»
Σιγά σιγά η πρωϊνή η παγωνιά, μαζί κι η έλλειψη άλλων αποκαλύψεων, που να πυροδοτούν την έξαψη της περιέργειας, απόδιωξαν τους μαζεμένους γείτονες. Έμειναν μόνοι και αξιοθρήνητοι στην παγερή αυλή ο Κωνσταντής και η Φανή. Αμίλητοι. Με τα κεφάλια και τα μάτια τους κατεβασμένα, σαν νά 'χανε δαρθεί απο αόρατα θεριά.
Αργότερα εκείνος βγήκε μια βόλτα προς την αγορά. Μήπως και βρεί κάτι για τα παιδιά του που υπέφεραν απο τη βρογχοπνευμονία. Στου σπιτιού την ξώπορτα βιάστηκε ν' απομακρυνθεί, καθώς αντίκρισε απο μακριά μία ομάδα απο μικρά παιδιά, που έψελναν τα κάλαντα. Το ένα ήταν βαρυφορτωμένο μ' ομοίωμα απο πελώριο βαπόρι, με τρείς μεγάλες καπνοδόχους, δυσανάλογες, κι αταίριαστα κατάρτια χαμηλά. Τα άλλα τα παιδάκια, όλα αγόρια, άγαρμπα χτύπαγαν τρίγωνα, ζίλια κι ενα τενεκεδένιο τύμπανο κακόφωνο. Ακούγονταν ήδη - μοναδική αντίθεση μέσα στη γενική κατήφεια - οι ζωηρές και πρόσχαρες φωνές τους:
Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά,
Ψιλή μου Δεντρολιβανιά ...
Επιτάχυνε ο Κωνσταντής το βήμα, ν' απομακρυνθεί, πρίν τον προφτάσουν τα παιδιά, και πρίν φανεί οτι δέν είχε να τους δώσει μία δραχμούλα για τον κόπο τους, καθώς το πρόσταζε πατροπαράδοτα το έθιμο.
Ύστερα απο ένα τέταρτο χτύπησαν τα παιδιά και την εξώπορτα του Κωνσταντή. Καμώθηκ' η Φανή πως δέν τα άκουσε. Μα οι μικροί ήτανε ζωηροί κι ανυποχώρητοι:
- «Καλέ, να τα πούμε;»
Ταράχθηκε η Φανή, μή μυριστούν οι γείτονες πως δέν ανοίγει τη δική της πόρτα στα μικρά παιδιά. Κι έσπευσε, πρίν οι κρότοι γίνουν ηχηρότεροι, με ψεύτικο χαμόγελο:
- «Μας τά 'παν άλλοι. Μα κάν'τε ησυχία, σας παρακαλώ, γιατι άρρωστα έχω και τα δυό μου τα παιδιά, που ψήνονται στον πυρεττό.»
- «Τότε να σας τα πούμε δίχως φιλοδώρημα. Έτσι, για ευχαρίστησή μας,» της αντιπρότεινε ο πιό ψηλός απο το ζωηρό παιδόκοσμο. Κι άρχισε πρώτος κι αναιδής με δυνατή φωνή:
Άγιος Βασίλης έρχεται
και δέ μας καταδέχεται,
απο την Καισαρεία,
σύ 'σ' αρχόντισσα, κυρία ...
Τη θυμόταν βουρκωμένος ο Κωνσταντής αυτήν τη μακρινή Πρωτοχρονιά. Καθόταν με τα 'γγόνια του, κι απο τους δυό του γιούς, στο σαλόνι του διαμερίσματός τους, στην Αθήνα, παραμονή μιας καινούριας Πρωτοχρονιάς, και τους διηγόταν απο τον ξεχασμένο κόσμο της δικής του εποχής.
- «Δέν υπάρχουνε στην εποχή μας καλικάτζαροι!» διέκοψε τη σιωπή ο μεγάλος εγγονός, πού 'χε και τ' όνομά του. Και δέν μπορούσε ο Κωνσταντής να ξεχωρίσει, άν ο τόνος της φωνής του παιδιού πρόδιδε αίσθημα υπεροχής κι ασφάλειας ή μήπως ήταν ξέσπασμα απο πικρή του νοσταλγία, εξαιτίας της πεζότητας της σύγχρονης εποχής.
- «Υπάρχουνε!» αντιμίλησ' η Θεοφανώ, η εγγόνα του, έτοιμη πιά ν' αναλυθεί σε δάκρυα, λές και την αποστερούσαν απ' το δικό της κόσμο του παραμυθιού, που ερέθιζε τη φαντασία της και τόσες της χάριζε μυστηριώδεις συγκινήσεις.
- «Και γιατί δέν έρχονται να τους δούμε κι εμείς;» της έκοψε τη φόρα επιθετικά ο μεγάλος αδελφός.
- «Και βέβαια έρχονται. Μόνο που δέν τους βλέπουμε», επέμεινε το ευαίσθητο κοριτσάκι.
- «Κι απο πού μπαίνουν στα σπίτια μας;» συνεχίστηκε κοφτή η αντιδικία του μεγάλου αδελφού.

- «Έ, αυτό πιά το ξέρουμε!» παρενέβη ο Κωνσταντής. «Απο το χαζοκούτι δά της τηλεόρασης όλοι τους ξεπετιούντ' οι πειρασμοί και οι ανόσιοι σκανδαλισμοί.»
Τα παιδιά κρυφογέλασαν, μα δέν αντιμίλησαν.
Δέν πρόσεξε ο Κωνσταντής, και συνέχισε μονολογώντας: «μόνο που αυτοί οι καλικάντζαροι μπαίνουν στα σπίτια μας όλο το χρόνο. Και δέν υπάρχει αγιαστούρα κανενός παπά που να μπορεί να τους αποδιώξει ...»
- «Πρόσεξες, παππού, που φέτος δέ εφάνηκαν παιδιά στη γειτονιά μας να πούν τα κάλαντα;» τον κοίταξε κατάματα ρωτώντας η Θεοφανώ. «Μήτε κανείς τους σήμερα, μήτε την περασμένη Τρίτη, παραμονή απ' τα Χριστούγεννα.»
Καλόκαρδα της χαμογέλασε ο Κωνσταντής:
- «Σημάδι είν' αυτό, παιδί μου, πως τώρα ζούμε σε καλύτερ' εποχή.
Δίχως στερήσεις και πιεστικές ανάγκες. Παλιότερα, βγαίνανε τα παιδιά να πούν τα κάλαντα, γιατι το είχανε ανάγκη. Να μαζέψουν κέρματα για τα δωράκια τους. Παλιότερα, πρίν απο τη δική μου εποχή, αρκούνταν σ' ενα ταπεινό μελομακάρουνο ή έστω εναν μπακλαβά, για να γλυκάνουνε τ' αχείλι τους ή να χορτάσουν την κοιλιά τους. Τώρα τα έχουν όλα. Δέν έχουν πίεση να βγούν στους δρόμους, με την παλάμη απλωμένη για το φιλοδώρημα.»
- «Μα θα χαθούν έτσι, παππού, συνήθειες ωραίες ...»
- «Δέ θα χαθούν, παιδί μου, εάν εμείς δέ στέρξουμε να τις ξεχάσουμε και να τις αποδιώξουμε. Νά! Θυμήσου την περασμένη Τρίτη, όταν καθήσαμε γύρω απο το δέντρο και το ψάλαμε. Δίχως κανένα φιλοδώρημα. Απο δική μας νοσταλγία για τις παραδόσεις μας και ιερή συγκίνηση που τις τηρούμε.»
Πραγματικά, παραμονή των Χριστουγέννων, λίγο πιο πρίν απ' τις εννιά, είχε συγκεντρωθεί όλ' η μεγάλη οικογένεια του Κωνσταντή. Κι απο τους δυό του γιούς. Με τις γυναίκες τους και τα παιδιά τους. Έκλεισαν τα ηλεκτρικά πολύφωτα, άναψαν τα κεράκια στο ρωμαλέο έλατο, κι όλοι μαζί είχανε ψάλει κατανυκτικά όλους τους στίχους απ' τα πατροπαράδοτα τα κάλαντα, απόμακρη επιβίωση του έπους, που τα παλιά τα χρόνια αργοτραγούδαγαν κιθαρωδοί, σε καπηλειά κι αρχοντικά.
Πλήθος αγγέλων ψάλλουσι το Δόξα εν Υψίστοις.
Και τούτον άξιον εστίν, η των ποιμένων πίστις ...
Βυθίστηκε ξανά στις αναμνήσεις του ο Κωνσταντής. Δέν είχ' ακόμη συμπληρώσει χρόνος που την κυρά του έχασε, κι εύκολα συγκινιόταν και εβούρκωνε.
Θυμήθηκε ξανά όμορφα, δύσκολ', αγωνιστικά, ειρηνικά, ακόμη και κάποια που πέρασαν δίχως να τον αγγίξουν, κάθε λογής Χριστούγεννα, κι απο κοντά Πρωτοχρονιές, που γνώρισε στο διάβα της ζωής. Πάντα τους όμως με το ίδιο μήνυμα:
Ότε δε ήλθεν το πλήρωμα του χρόνου, εξαπέστειλεν ο Θεός τον
Υιόν αυτού, γενόμενον εκ γυναικός, γενόμενον υπο νόμον,
ίνα τους υπο νόμον εξαγοράσει ...[2]
Μετά το φαγοπότι, πλούσιο κάτω απο τα πέντε εύοσμα κεριά στο ασημένιο κανδηλέρι, στη μέση του μεγάλου τραπεζιού, ο Κωνσταντής ασπάστηκε τους γιούς του, τις δύο νύφες κι όλα τα ζωηρά εγγόνια του:
«- Και του χρόνου, παιδιά μου, με υγεία και χαρά! Και καλή χρονιά!» Έπειτα αποσύρθηκε στο βάθος του διαδρόμου, προς το δωμάτιό του. Το άλλο μεσημέρι, ανήμερα Πρωτοχρονιά, θα έκοβαν τη Βασιλόπιτα, όπως το ήθελε, όσο ο νούς του έφτανε, το έθιμο.
Ένιωθε κουρασμένος. Και γρήγορα αποκοιμήθηκε. Είχ' εναν ύπνο ελαφρό.
Δίχως καμιά ανησυχία.
Μόνο σαν χτύπησαν μεσάνυχτα και βγήκαν πάλ' οι καλικάτζαροι και τ' άλλα ξωτικά απο τις σκοτεινές τους τις γωνιές, ένιωσε αναπάντεχα ο Κωνσταντής να τον σκουντούνε στον αγκώνα ελαφρά: «Έ, Κωνσταντή, ξύπνα και σήκω! Είναι καιρός ...»
Μισάνοιξε τα μάτια και μ' απροσδόκητ' ηρεμία διαπίστωσε την αχνή παρουσία δίπλα του ωραίου λεβεντόγερου, με άσπρα πυκνά μαλλιά και καλοχτενισμένα γένια.
Του χαμογέλασε. Κι εκείνος τ' ανταπέδωσε.
- «Ήρθε λοιπόν το πλήρωμα του χρόνου, Γέροντα;»
Ο άλλος χαμογέλασε και έκλινε τη σεβαστή του κεφαλή, δείχνοντας καταφατικά.
- «Καλώς σου ήρθες το λοιπόν και κατευόδιο ... Μπορείς να περιμένεις δέκα με δώδεκα λεπτά για να ετοιμαστώ;»
Και πάλι ο λεβεντόγερος του συγκατένευσε ευγενικά και πράα.
Σηκώθηκε ο Κωνσταντής, ντύθηκε κι ευπρεπίστηκε. Πήρε απ' το ερμάρι δύο κουτάκια ξύλινα και σκαλιστά. Έβαλε μέσα τους, ίσα μερίδια για όλους λίρες χρυσές, που πρόσφατα είχε συλλέξει μυστικά, εξαργυρώνοντας τις πενιχρές του αποταμιεύσεις. Έσκυψε στο τραπεζάκι και για κάθε αποδέκτη έγραψε λιγόλογο σημείωμα:
Στα αγαπημένα μου εγγόνια,
κι απο τους δυό μου γιούς,
για να θυμούνται τον παππού τους
κάθε Πρωτοχρονιά ...
Καθώς, με την αρχή του νέου χρόνου, έφευγε με τον καινούριο σύντροφο, έστρεψε τελευταία του φορά το πρόσωπο κατα την πολυθρόνα. Εκεί, σαν σε καθρέφτη, πρόσεξε τον εαυτό του, καθισμένο αναπαυτικά, μ' ενα στα χείλη του χαμόγελο απο απόκοσμ' ηρεμία.
Έτσι τον βρήκαν, τ' άλλο πρωϊ, ανήμερα Πρωτοχρονιά, τα 'γγόνια του, καθώς επήγαν να τον ευχηθούν ...
Πρωτοδημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Ελευθεροτυπία»
στις 31 Δεκεμβρίου 1991.



[1] `Οι δρόμοι παραμένουν αποκλεισμένοι! Όλοι υποχρεούνται να μείνουν στα σπίτια τους απο τις 8 ώς τις 7. Οι παραβάτες θα τουφεκίζονται επι τόπου!`` [2] Παύλου , Επιστολή προς Γαλάτας, δ' 4-5. 


Ο Κώστας Ε. Μπέης είναι ομότιμος καθηγητής της πολιτικής δικονομίας στο πανεπιστήμιο Αθηνών. 
Μ' αυτήν την ιδιότητα έχει κληθεί και έχει διδάξει και σ' άλλα πανεπιστήμια, στην Ελλάδα και στο εξωτερικό.
Βιογραφικό σημείωμα
Γεννήθηκε στην Αθήνα στις 25 Νοεμβρίου 1933. Μεγάλωσε στη Χαλκίδα - τόπο καταγωγής των γονέων του - καθώς επίσης στη Σύρο και στη Σάμο, όπου υπηρέτησε ο πατέρας του Ευάγγελος ως εισαγγελέας. Μετά την αποφοίτησή του απο το γυμνάσιο πέτυχε στις εισαγωγικές εξετάσεις τόσο της Νομικής Σχολής Αθηνών, όσο και της Φιλοσοφικής Αθηνών. Σπούδασε όμως νομικά. Μεταπτυχιακές σπουδές συνέχισε στο Μόναχο.
Το 1958 πέτυχε πρώτος στο διαγωνισμό δικηγόρων στο πρωτοδικείο Αθηνών. Τη στρατιωτική του θητεία εκτέλεσε στην αεροπορία ως αρχισμηνίας και ανθυποσμηναγός.
Νυμφεύθηκε τη συμβολαιογράφο Αθηνών Μαρία Irmgard Liermann, με την οποία απέκτησε τέσσερα παιδιά: το δικηγόρο Ευάγγελο, την τεχνολόγο γεωπόνο Θεοφανώ, τη συμβολαιογράφο Μαρία και τη βιολόγο Ερατώ.
Το 1966 αναγορεύθηκε ομοφώνως σε αριστούχο διδάκτορα νομικής Αθηνών. Το 1968 αναγορεύθηκε ομοφώνως υφηγητής, το 1969 - επίσης ομοφώνως - εντεταλμένος υφηγητής, το 1975 έκτακτος καθηγητής και το 1982 τακτικός καθηγητής στην έδρα του Βασίλειου Οικονομίδη.
Το 1996 αναγορεύθηκε επίσης ομοφώνως σε αριστούχο διδάκτορα της Φιλοσοφίας του πανεπιστημίου Αθηνών..
Το 2010 ανακηρύχθηκε επίτιμος διδάκτορας της Φιλοσοφίας στο πανεπιστήμιο Ιωαννίνων.
Επί σαράντα χρόνια, ήδη από το 1961, διατελεί σε σταθερό επιστημονικό διάλογο με τη νομολογία.
Το 1970 ίδρυσε τη μηνιαία επιθεώρηση του δικονομικού δικαίου "Δίκη", την οποία διηύθυνε σταθερά επι σαράντα χρόνια μαζί με το ξενόγλωσσο παράρτημά της "Dike International", καθώς και τη σειρά "Δικανικοί Διάλογοι".
Το 1984 ίδρυσε το Ερευνητικό Ινστιτούτο Δικονομικών Μελετών, το οποίο διηύθυνε έως το 1990.
Το 1994 ίδρυσε το Κέντρο Δικανικών Μελετών, το οποίο διευθύνει ως τώρασταθερά. Έκτοτε οργανώνει κάθε Τετάρτη σ\' αυτό το Κέντρο, φιλοσοφικά συμπόσια και κάθε Παρασκευή ελεύθερο σεμινάριο κριτικής δικονομικής σκέψης. Επίσης έχει οργανώσει πολλά διεθνή και εθνικά συνέδρια και συμπόσια.
Στο δημόσιο τομέα έχει προσφέρει τις υπηρεσίες του - κατά χρονική σειρά - ως πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου της ΕΡΤ, γενικός γραμματέας του υπουργείου παιδείας και, μ' αυτήν την ιδιότητα, πρόεδρος του Εθνικού Συμβουλίου Ανώτατης Παιδείας, πρόεδρος του Συμβουλίου Τεχνολογικής Εκπαίδευση και πρόεδρος της Κεντρικής Επιτροπής των Γενικών Εξετάσεων για την εισαγωγή στα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα της χώρας, όπως επίσης γενικός γραμματέας της προεδρίας της Δημοκρατίας, γενικός γραμματέας της Βουλής, πρόεδρος και μέλος πολλών νομοπαρασκευαστικών επιτροπών. Καθώς και ως υπηρεσιακός υπουργός δημόσιας τάξης.
Διακρίσεις
  • ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας του έχει απονείμει το παράσημο του Ταξιάρχη του Φοίνικα για τη συμβολή του στην προαγωγή της επιστήμης του δικαίου, για τοέργο του αναφορικά με τη δίκη του Σωκράτη, καθώς και για την αρθρογραφία του στην εφημερίδα "Ελευθεροτυπία"
  • ο αρχαιότερος ελληνικός Δικηγορικός Σύλλογος της χώρας, ο Σύλλογος της Σύρου, τον έχει ανακηρύξει επίτιμο πρόεδρό του
  • έχει ανακηρυχθεί επίσης επίτιμος πρόεδρος του Institut fur Vergleichendes Recht, Tokyo, καθώς και
  • επίτιμος δημότης της Ερμούπολης
  • Σε ειδική πανηγυρική τελετή ο Δήμος Χαλκιδέων του προσέφερε προσωπική τιμητική πλακέτα
  • του έχει απονεμηθεί πρώτο βραβείο Ipektsi για το καλύτερο άρθρο που συμβάλλει στην προαγωγή της ειρήνης και της φιλίας του ελληνικού και του τουρκικού λαού, ενώ εξ άλλου έχουν εκδοθεί ελληνικά και ξένα νομικά βιβλία αφιερωμένα στο πρόσωπο και στο έργο του.