Παρασκευή 25 Δεκεμβρίου 2020

Τα ’παν άλλοι, ε;


Παραμονή Χριστουγέννων, την ώρα που το πέπλο της νύχτας άρχισε να τυλίγει την πόλη καταπίνοντας τα φώτα των καταστημάτων, με το βλέμμα καρφωμένο στο γι’ ακόμα μια χρονιά κατώτερο των προσδοκιών ταμείο, σε μια τελευταία αναμέτρηση με το άγχος των υποχρεώσεων και έχοντας την πλάτη γυρισμένη στην πόρτα του βιβλιοπωλείου, την άκουσα να μισανοίγει κι εκτός κάθε συνηθισμένης ωρολογιακής προθεσμίας μια ξέμπαρκη φωνούλα να ρωτάει.

«Να τα πω;»

Στο ξερό μου δίχως καν να γυρίσω, όχι , ανταπόκριση δεν πήρα και κίνηση δεν παρατήρησα, οπότε γυρίζοντας καρφώθηκα σε δυο μαύρα μάτια, σκέτο κάρβουνο, στο πάνγλυκο προσωπάκι ενός λιλιπούτειου Ρομά που γεμάτος παιδική αθωότητα και θλιμμένη συγκατάβαση ρώτησε ξανά -κι έφυγε χωρίς να περιμένει απόκριση.

«Τα ’παν άλλοι, ε;»

Ωσότου συνέλθω, αυτό το σπουργιτάκι του παγωμένου χειμώνα, είχε ήδη ξεμακρύνει.
Τρέχοντας, πίσω το κάλεσα, στη χούφτα του να εναποθέσω δυο τρεις καραμέλες που πρόχειρες είχα, ικανές όμως ν’ ανάψουν τα δυο του καρβουνάκια και να πλημμυρίσουν ευχαρίστηση το προσωπάκι του καθώς απομακρυνόταν ξετυλίγοντας τες στο πεζοδρόμιο.
Κι έτσι πιο ήρεμος τώρα αναπολώντας τη στιγμή, ανακαλύπτω ότι μετά από χρόνια τα Χριστούγεννα τούτα απόκτησαν μια ιδιαίτερη αξία χάρη σ’ ένα βλέμμα, μια ερώτηση και δύο καραμέλες.
Λαμπρόπουλος Γρ. Νίκος

Τετάρτη 28 Οκτωβρίου 2020

Σε ρώτησα πόσα πήρες;




Σε αποκλειστική διάθεση στο βιβλιοπωλείο ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΚΦΡΑΣΗ και το νέο βιβλίο του Άρη Ρούσσαρη 
"ΕΙΚΟΝΕΣ ΠΟΥ ΔΕ ΣΒΗΝΟΥΝ 
Ιστορίες της πόλης".

Εικόνες άλλων εποχών που διαδραματίστηκαν στα παλιά δικαστήρια, 
στα καφενεία, σε εκδηλώσεις, στις κοινωνικές συναναστροφές των συντοπιτών, ζωντανεύουν και πάλι από τη γραφή του Άρη και μας προσφέρουν αβίαστο γέλιο, συγκίνηση και στιγμές νοσταλγίας.
Παραθέτουμε μια από τις ιστορίες του βιβλίου, με πρωταγωνιστες δύο γνωστούς εμπόρους της πόλης μας.




Σε ρώτησα πόσα πήρες;

Στη δεκαετία πριν από την ιταλο-γερμανική κατοχή το πολυσύχναστο καφενείο του Σίμου ήταν κυριολεκτικά η μικρή Βουλή της πόλης. 
Από τις πέντε το πρωί που άνοιγε μέχρι τα μεσάνυχτα που έκλεινε ήταν γεμάτο από πελάτες. Σύχναζε «κάθε καρυδιάς καρύδι», έμποροι βάμβακος, βιομήχανοι βάμβακος, δικηγόροι, μηχανικοί, γιατροί, δημόσιοι υπάλληλοι, επαγγελματίες, δάσκαλοι, αγρότες, εργάτες, κτηνοτρόφοι, τραπεζικοί υπάλληλοι. 
Εκεί κτυπούσε η καρδιά της, αφού όλα τα νέα κοινωνικά, γάμοι, αρραβώνες, βαπτίσια, χωρισμοί, αθλητικά, επαγγελματικά, πολιτικά, μπορούσε να τα πληροφορηθεί ο κάθε θαμώνας ρουφώντας τον καφέ του, πίνοντας το ουζάκι του, απολαμβάνοντας το ουίσκι του. 
Εκεί διασκέδαζαν αποκλειστικά οι άντρες. Το απόγευμα άρχιζε το τάβλι, η κολιτσίνα, η δηλωτή, η ξερή. Συνήθως ο χαμένος πλήρωνε τα έξοδα του καφενείου και τα κεράσματα ή την ταβέρνα αν συνεχιζόταν εκεί η διασκέδαση της παρέας. 
Η δυνατή χαρτοπαιξία γινόταν τις γιορτινές μέρες, ή τις ατέλειωτες νύχτες του χειμώνα με τις ασταμάτητες βροχές της νερομάνας πόλης και το χιονιά που κατέβαινε άγρια από τον Ελικώνα και τον Παρνασσό. Άρχιζε τις βραδινές ώρες όταν αραίωνε ο κόσμος κι έμεναν οι χαρτοπαίκτες. Στα καρέ της χαρτοπαιξίας στο κουμ-καν, το ‘’Θανάση’’, παίζονταν σοβαρά ποσά κι ολόκληρες περιουσίες χάνονταν στην πόκα. Στις ανθρώπινες σχέσεις κυριαρχούσε το ήθος και η εντιμότητα σε βαθμό που περιστατικά σαν κι’ αυτό της ιστορίας μας να φαίνονται απίστευτα για τα ήθη και τα έθιμα της σημερινής εποχής. 
Ένα χειμωνιάτικο βράδυ, παραμονές Πρωτοχρονιάς, σε διαφορετικά τραπέζια έπαιζαν πόκα οι έμποροι Γιάννης Μακρής και Ανδρέας Ανδρεούλης. 
Μετά τα μεσάνυχτα ο Γιάννης έχασε ό,τι είχε πάνω του και απευθύνθηκε στο συνάδελφο και φίλο του Ανδρέα. 
- Ανδρέα, έμεινα πανί με πανί. Έχεις να με δανείσεις για να συνεχίσω; Ο Ανδρεούλης γύρισε το βλέμμα του, τον κοίταξε με ύφος συγκαταβατικό και του είπε: 
- Γιάννη, δεν σηκώνομαι γιατί κι εγώ δεν πάω καλά, χάνω. Αν θες όμως να συνεχίσεις πήγαινε στο μαγαζί μου να πάρεις λεφτά. Άφησε τα χαρτιά από το δεξί του χέρι στην τσόχα, έψαξε στην τσέπη του κι έβγαλε μια αρμαθιά κλειδιά. Ο Μακρής όρθιος δίπλα του, τον άκουσε να του εξηγεί και να του δείχνει πως θα άνοιγε το χρηματοκιβώτιο. 
- Αυτό το κλειδί είναι από την κλειδωνιά του ρολού, αυτό είναι από την εξώπορτα κι αυτό είναι από το χρηματοκιβώτιο. Το κλειδί του χρηματοκιβωτίου θέλει μαστοριά για ν’ ανοίξει. Θα το γυρίσεις τρεις φορές προς τα δεξιά, θα σπρώξεις λίγο προς τα μέσα κι’ έπειτα θα το τραβήξεις ξαφνικά έξω. 
- Πόσα να πάρω; ρώτησε ο Μακρής. 
- Ρε Γιάννη, πάρε όσα χρειάζεσαι, απάντησε ο Ανδρεούλης ξαναστρέφοντας το βλέμμα του προς το τραπέζι και συνέχισε το παίξιμό του αφού είχε παραδώσει τα κλειδιά στον Μακρή. Ο Μακρής ακολουθώντας τις εντολές του, πήγε στο μαγαζί του και άνοιξε το χρηματοκιβώτιο, το οποίο ήταν γεμάτο από χαρτονομίσματα. Ήταν βλέπεις οι μέρες των Χριστουγέννων κι ο Ανδρεούλης ήταν ένας επιτυχημένος επιχειρηματίας της πόλης. Μέτρησε εκατόν πενήντα χιλιάδες δραχμές, έκλεισε το χρηματοκιβώτιο, κλείδωσε εξώπορτα και ρολό και τράβηξε μέσ’ στο χιονιά βιαστικά για το καφενείο του Σίμου. Τίναξε το χιονισμένο παλτό του, το κρέμασε στην κρεμάστρα μαζί με την ρεπούμπλικά του και κατευθύνθηκε προς το τραπέζι του Ανδρεούλη. 
- Ανδρέα, πήρα εκατόν πενήντα χιλιά-δες. 
- Γιάννη σε ρώτησα εγώ πόσα πήρες; είπε ο Ανδρεούλης και απλώνοντας μηχανικά το χέρι του πήρε τα κλειδιά. 
- Ανδρέα, σ’ ευχαριστώ θα στα επιστρέψω αύριο το μεσημέρι. 
- Γιάννη, σε παρακαλώ, ξέρω ότι όσα πήρες θα μου τα φέρεις, άσε με να παίξω και καλή σου τύχη. 
Άλλες εποχές, άλλοι άνθρωποι, άλλοι άνδρες. Αλήθεια ποιος συμπολίτης σήμερα θα έδινε σε άλλον γνωστό του ή ακόμη και φίλο του τα κλειδιά από το χρηματοκιβώτιό του, να πάει να το ανοίξει δίχως έλεγχο και να πάρει ανεξέλεγκτα όσα χρήματα ήθελε; 
Η αποθέωση του σεβασμού στην τιμή και το λόγο, διατυπώνεται με τον πιο φυσικό και απλό τρόπο απ’ αυτόν που δάνεισε "σε ρώτησα εγώ πόσα πήρες; αφού ξέρω ότι όσα πήρες θα τα φέρεις…".

Τρίτη 27 Οκτωβρίου 2020

Όταν η Ιστορία έρθει και σου ψιθυρίσει στ’ αυτί "Έλα …", Πηγαίνεις …(Με την ΕΛΛΗ ΠΑΠΠΑ στην Σύγχρονη Έκφραση το 1998)

Με την ΕΛΛΗ ΠΑΠΠΑ στην Σύγχρονη Έκφραση το 1998.

Κατάθεση μνήμης.

Όταν οι κοινοί μας φίλοι Θανάσης και Τίνα που είχαν μεσολαβήσει για μια εκδήλωση στο βιβλιοπωλείο με την – ογδοντάχρονη τότε - ΕΛΛΗ ΠΑΠΠΑ, είπαν ότι αποδέχτηκε την πρόσκληση, ο ενθουσιασμός και η συγκίνηση που με κυρίεψε αρχικά, μετατράπηκε γρήγορα σε άγχος αναλογιζόμενος την ευθύνη που αναλάμβανα έναντι του μεγέθους μιας τέτοιας προσωπικότητας. Αγωνία για τη μετακίνησή της, αγωνία για την υποδοχή της από το κοινό της μικρής μας πόλης.

Πόσοι θα θυμούνταν την Έλλη 50 χρόνια μετά την πολύκροτη δίκη, χωρίς την εικόνα του Μπελογιάννη δίπλα της, την Έλλη έξω από το κόμμα και άκουσον άκουσον σχεδόν εχθρικό προς αυτήν. Κι ας ήταν η στάση της και μετά τη δίκη μέχρι τότε, ένας αγώνας ατελεύτητος, πληρωμένος με καθημερινές θυσίες, για τις ιδέες της, για τα πανανθρώπινα ιδανικά που δεν οικοδομούνται στα κομματικά γραφεία, παρά στην καθημερινή αδυσώπητη μάχη με τη ζωή και τη διάθεση προσφοράς στον ΑΝΘΡΩΠΟ.

Να μη πολυλογώ, πήγα ο ίδιος να την παραλάβω απομεσήμερο από το σπίτι της. Παρκάρισα και χτύπησα το κουδούνι οπλισμένος με την υπομονή που συνήθως απαιτείται για να ετοιμαστεί και να αντιμετωπιστεί μια ηλικιωμένη κυρία και πανέτοιμος να προσφέρω όποια βοήθεια χρειαστεί.

Και αντ᾽αυτής ήρθε η θύελλα.

Μικροκαμωμένη, αειθαλής, καλοντυμένη, αεράτη και προσηνής, με μάτια που πετούσαν φλόγες.
Στο δρόμο - που πρώτη μου φορά οδήγησα με τόση χαμηλή ταχύτητα σε μια προσπάθεια να κερδίσω χρόνο μαζί της - ξεκινήσαμε την κουβέντα για τον Πλάτωνα που ήταν το θέμα της ομιλίας της και φυσικότατα περάσαμε στην πολιτική. Καταιγιστική, αφοπλιστική, αληθινή κατέθετε τις απόψεις της και μαεστρικά ξέφευγε από το θέμα που με έκαιγε αλλά δεν τολμούσα ν αναφέρω. Πως να ξεστομίσω δίχως να διαπράξω ιεροσυλία τη λέξη Μπελογιάννης; Πως να ζητήσω να γυρίσει τη σελίδα ντροπής της νεοελληνικής ιστορίας το ίδιο το θύμα της υπόθεσης;

Κι όμως φτάσαμε κι εκεί. Μια σειρά μικρών θαυμάτων στη συζήτηση και η κουβέντα οδηγήθηκε μόνη στον άντρα της ζωής της, μυθικό πρόσωπο για μένα, Νίκο Μπελογιάννη. Και καπάκι στον άλλο μύθο. Τον παρεξηγημένο, τον αδικημένο, Νίκο Πλουμπίδη. Μίλησε και γι αυτόν με τρυφερότητα κι αγάπη αμφισβητώντας τα γεγονότα όπως έχουν δοθεί. Κι ύστερα στις δίκες και στο κόμμα. Για τότε… αλλά και για τώρα... Μου είπε αρκετά. Άφησε να εννοηθούν περισσότερα.

Η διαδρομή όσο κι αν καθυστερούσα τέλειωνε. Η πινακίδα στην είσοδο της πόλης το επιβεβαίωνε. Σχεδόν δυο ώρες με την Έλλη Παππά κατέρριπταν ένα μέρος του ιδεολογήματος που είχε κτιστεί μέσα μου με τα υλικά της κομματικής γραφειοκρατίας. Την κοίταξα και είπα.

Αυτά γιατί δε τα λες γιατί δεν τα γράφεις; Σίγουρα άκουσα τόσα λίγα απ᾽όσα έχεις να καταθέσεις. Αλλά δικαιούμαστε να μάθουμε. Επίσημα. Δημόσια από τα χείλη σου και από τη γραφίδα σου.

Η απάντηση δε σήκωνε αντίρρηση. Μερικά πράγματα να ξέρεις, δε λέγονται όσο κάποιοι είμαστε στη ζωή. Κι η κουβέντα έκλεισε.

Να περιμένουμε μήπως τώρα Έλλη;

Στο βιβλιοπωλείο αδιαχώρητο. Οι φόβοι μου αποδείχτηκαν αβάσιμοι. Δεν είναι μόνο ο πολύς κόσμος. Αυτό που εντυπωσιάζει είναι ο βαθύς σεβασμός, η έκδηλη συγκίνηση. Να που δεν ξεχνάμε ως λαός τόσο εύκολα όπως κάποιοι νομίζουν. Άνθρωποι όλων των ηλικιών την προσμένουν και την ακούν με απόλυτη προσήλωση. Κι η ογδοντάχρονη Έλλη Παππά σαν έφηβη, μιλά με έξαψη για τον Πλάτωνα, τη φιλοσοφία του, την επιρροή του στην Μαρξιστική κοσμοθεωρία. Κι ύστερα οι ερωτήσεις. Κι οι απαντήσεις της διεξοδικές, με μεράκι αλλά και πάθος. Τελείωσε εισπράττοντας άλλη μια φορά την αγάπη του κόσμου. 

Ένα ταξί περίμενε να τη μεταφέρει στην Αθήνα.

Και το επόμενο πρωί το πρώτο τηλέφωνο ήταν της Έλλης.

«Βρε Νίκο μου λέει, έχω την εντύπωση ότι τον κύριο που καθόταν στην άκρη δεξιά της πέμπτης σειράς και έκανε την προτελευταία ερώτηση δεν τον έπεισα. Μήπως πρέπει να του μιλήσω στο τηλέφωνο να τα εξηγήσω καλύτερα»;

Αυτή ήταν η Έλλη Παππά που γνωρίσαμε από κοντά. Που αγαπήσαμε. Που δε θα ξεχάσουμε. Γιατί τέτοιοι άνθρωποι δε πεθαίνουν.

Λαμπρόπουλος Νίκος






«Γεννήθηκα στην Σμύρνη, παραμονή της καταστροφής, πέμπτο παιδί, αθέλητο και παραπεταμένο», γράφει αυτοβιογραφούμενη. «Η μάνα μου αρνήθηκε να με θρέψει», δήλωσε. «Δεν ήμουν παιδί, ήμουν άλλο πράμα και με πέταξε. Επέζησα χάρη στη μεγαλύτερη αδελφή της μητέρας μου. Η καταστροφή έφερε την οικογένεια στον Πειραιά. Την υγεία μου την ανέλαβε η θάλασσα του Πειραιά και την αγωγή μου τα αλητάκια του Πειραιά. Όλα έδειχναν ότι η προλεταριακή μου συνείδηση ήταν εξασφαλισμένη. Τότε μπήκαν στη ζωή μου τα μεγαλύτερα παιδιά της οικογένειας, ο Γιώργος, που έγινε ασυρματιστής, και ο «άγγελος της ζωής μου», η Διδώ (Σωτηρίου), που ζούσε με την πλούσια αντιδραστική θεία, αδελφή του πατέρα μας.
Από τη σκληρή δουλειά του ο Γιώργος, από μια έμφυτη συνείδηση η Διδώ, από κοντά κι η μάνα μας, είχαν γίνει και οι τρεις κομμουνιστές».
Η Ελλη Παππά ήταν ήδη από τα γυμνασιακά της χρόνια οργανωμένη σε αντιδικτατορική ομάδα και μετά, στην κατοχή, προσχώρησε στο ΕΑΜ και στο Κ.Κ.Ε.
Διέτρεξε όλo τον εμφύλιο και έως τη σύλληψή της, το 1950, δούλεψε για τα παράνομα έντυπα, σε στενή συνεργασία με διαπρεπείς αριστερούς διανοούμενους και κυρίως, στους παράνομους μηχανισμούς του Κ.Κ.Ε.
Καταδικάστηκε κι εκείνη σε θάνατο, στη δίκη Μπελογιάννη, αλλά η ποινή της δεν εκτελέστηκε, γιατί ο γιος που απέκτησε από τον Νίκο Μπελογιάννη, και που είχε στο μεταξύ γεννηθεί στη φυλακή, ήταν μόλις επτά μηνών.
«Απελευθέρωση, Δεκεμβριανά, προσπάθειες ανασυγκρότησης της Αριστεράς και της Δημοκρατίας, οι πρώτες εκλογές, ο ερχομός του Μπελογιάννη και του μεγάλου έρωτα», έγραψε η ίδια.
Αποφυλακίστηκε από τις φυλακές Αβέρωφ το 1963, δούλεψε στη σύνταξη της «Δημοκρατικής Αλλαγής» και σε τέσσερα χρόνια η απριλιανή χούντα την εξόρισε στη Γυάρο. Αποφυλακίστηκε σε ενάμιση χρόνο, γιατί είχε αρρωστήσει σοβαρά. Η Σοβιετική Ένωση την προσκαλεί να τη φιλοξενήσει με τον γιο της, αλλά η ίδια αρνείται γιατί είχε διαφωνήσει με την εισβολή των στρατιωτικών τανκς στην, τότε, Τσεχοσλοβακία.
Μέχρι την πτώση της δικτατορίας δεν εργάστηκε σε εφημερίδες της εποχής, αλλά σε εγκυκλοπαίδειες και περιοδικά και αργότερα στην εφημερίδα «Μακεδονία», με ψευδώνυμο.
Στη μεταπολίτευση, η Έλλη Παππά συνοψίζει την επανασύνδεσή της με το ΚΚΕ, ως εξής: «η επανένωση της Αριστεράς ξεκίνησε με καλούς οιωνούς και είχε οικτρό τέλος. Απεχώρησα από το ΚΚΕ, πράγμα που και η ηγεσία του επιθυμούσε».
Επαγγελματικά δούλεψε στις εφημερίδες «Έθνος», «Μακεδονία» και στο περιοδικό «Γυναίκα» έως το 1990, οπότε και αφιερώθηκε αποκλειστικά στο συγγραφικό της έργο. Τα τελευταία πολιτικά βιβλία της είναι «Αποχαιρετισμός στον αιώνα μου» (εκδόσεις Κέδρος) και «Μακιαβέλι ή Μαρξ» (εκδόσεις Αγρα), κυκλοφόρησαν το 2006.
Το αρχείο της Έλλης Παππά φυλάσσεται στο Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο (Ε.Λ.Ι.Α).
Τα βιογραφικά στοιχεία προέρχονται από την ΚΑΘΗΜΕΡΙ ΝΗ 27/10/09
(Η Έλλα Παππά γεννήθηκε το 1920 και πέθανε στις 27 Οκτωβρίου 2009) 


Σάββατο 19 Σεπτεμβρίου 2020

"ΕΙΚΟΝΕΣ ΠΟΥ ΔΕ ΣΒΗΝΟΥΝ Ιστορίες της πόλης". Το νέο βιβλίο του Άρη Ρούσσαρη



Σε αποκλειστική διάθεση στο βιβλιοπωλείο ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΚΦΡΑΣΗ και το νέο βιβλίο του Άρη Ρούσσαρη "ΕΙΚΟΝΕΣ ΠΟΥ ΔΕ ΣΒΗΝΟΥΝ Ιστορίες της πόλης".

Εικόνες άλλων εποχών που διαδραματίστηκαν στα παλιά δικαστήρια, στα καφενεία, σε εκδηλώσεις, στις κοινωνικές συναναστροφές των συντοπιτών ζωντανεύουν και πάλι από τη γραφή του Άρη και μας προσφέρουν αβίαστο γέλιο, συγκίνηση και στιγμές νοσταλγίας.

Παρασκευή 18 Σεπτεμβρίου 2020

ΜΑΡΙΑ ΚΑΛΛΑΣ :Το μυστικό μου ήταν να ξέρω να λέω όχι !





Μαρία Κάλλας. Έφυγε στις 16 Σεπτεμβρίου 1977 
Πηγή:
12+1 μύθοι του 20ου αι.
επιλογή κειμένων:Ελευθερία Σαχίνογλου
Ημερολόγιο 1999 εκδ. ΕΛΙΞ


Η Μαρία Κάλλας τραγουδά Carmen HABANERA στο Κόβεντ Γκάρντεν

Κυριακή 13 Σεπτεμβρίου 2020

Η Αλκυόνη Παπαδάκη καταγγέλλει τη διάθεση βιβλίου της από εφημερίδα επισημαίνοντας ότι είναι ενέργεια που προσβάλλει τους φάρους πολιτισμού που είναι τα βιβλιοπωλεία

 

Αλκυόνη Παπαδάκη - μια ανοιχτή επιστολή



Είναι η πρώτη φορά που απευθύνομαι σε βιβλιοπώλες και αναγνώστες με κάποιον άλλο τρόπο εκτός από τα βιβλία μου, τις συνεντεύξεις και τις εκατοντάδες παρουσιάσεις μου. Το κάνω τώρα, απλώς για να εξηγήσω κάποια πράγματα που με βαραίνουν και για να μάθουν ορισμένες σημαντικές αλήθειες όσοι με διαβάζουν και με στηρίζουν όλα αυτά τα χρόνια. Δεν βγαίνουν εύκολα τα λόγια, αλλά πρέπει να τα πω.
    Πρώτα απ’ όλα θα ήθελα να σας εκφράσω ένα τεράστιο ευχαριστώ. Όλα όσα κάνετε για μένα είναι πέρα από τη φαντασία και μου δίνουν τη δύναμη να συνεχίζω να γράφω και να υπάρχω μέσα από τα γραπτά μου. Μετά από σχεδόν σαράντα χρόνια στη συγγραφή, συνεχίζει να με εκπλήσσει και να με γεμίζει ευθύνη ότι τα βιβλία μου διαβάζονται και καταφέρνουν να σας αγγίξουν τόσο.
    Η υποδοχή στο «Κόντρα στο Κύμα», που έχει μέσα και πολλά θραύσματα από τη ζωή μου, με συγκινεί. Οι αναγνώσεις σας και η αγάπη σας, που την εκφράζετε καθημερινά με χίλιους τρόπους, γεμίζουν την καρδιά και την ψυχή μου.
    Σας γράφω, όμως, και για έναν ακόμα λόγο, λιγότερο ευχάριστο. Με μεγάλη μου λύπη και απορία πληροφορήθηκα την προηγούμενη εβδομάδα από διαφημίσεις μιας μεγάλης εφημερίδας ότι κάποιο από τα παλιότερα βιβλία μου θα κυκλοφορούσε δωρεάν στα περίπτερα. Ήταν κάτι για το οποίο δεν είχα ενημερωθεί ποτέ και είναι κάτι στο οποίο ποτέ δεν θα συναινούσα, γνωρίζοντας τι πλήγμα θα ήταν αυτό για τα βιβλιοπωλεία. Ήταν σαν να έβαζα τη σφραγίδα μου σε μια ενέργεια που προσβάλλει τους φάρους πολιτισμού που είναι τα βιβλιοπωλεία σε όλη τη χώρα. Που ήταν και είναι πλάι μου σε όλη μου τη διαδρομή.
    Δυστυχώς, δεν ήταν κάτι που δεν περίμενα. Έχουν συμβεί πολλά τα τελευταία χρόνια και για μένα ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι. Αναγκάστηκα να ζητήσω νομική βοήθεια, κάτι που για χρόνια προσπαθούσα να αποφύγω. Αν και συνέβαιναν πάρα πολλά, με τα οποία δεν χρειάζεται να σας φορτώνω, έδειχνα πάντα καλή πίστη σε ό,τι αφορούσε τα συμβόλαιά μου με τις εκδόσεις Καλέντη. Μια καλή πίστη, που πλέον είμαι σίγουρη ότι δεν εκτιμήθηκε.
    Πλέον, και τουλάχιστον μέχρι την 11η Νοεμβρίου (όπου θα υπάρξει νέα ακροαματική διαδικασία), οι εκδόσεις Καλέντη, δυνάμει απόφασης δικαστηρίου δεν έχουν το δικαίωμα να διαθέτουν, να προμηθεύουν τα βιβλιοπωλεία και να πωλούν οποιοδήποτε αντίτυπο του έργου μου που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις τους και το οποίο δεν φέρει την πρωτότυπη και γνήσια υπογραφή μου, ενώ κάθε διάθεση θα αποτελεί προπαντός παραβίαση δικαστικής απόφασης και σε κάθε περίπτωση θα αποτελεί διάθεση που δεν θα έχει τη συναίνεσή μου.
    Κατά συνέπεια προς το παρόν δεν είναι εφικτή η πώληση από τις εκδόσεις Καλέντη αντιτύπων των βιβλίων μου (φυσικά θα μπορείτε να διαθέσετε όσα έχετε ήδη στα βιβλιοπωλεία σας). Είναι το τελευταίο μέσο στο οποίο θα μπορούσα να καταφύγω προκειμένου να προστατευτώ. Είναι μια ενέργεια που με πληγώνει βαθιά, αλλά αναπόφευκτη μετά από όσα συνέβησαν. Και ο μοναδικός τρόπος για να διαφυλάξω τα πνευματικά και περιουσιακά μου δικαιώματα και εν γένει το έργο μου. Δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα για τα τρία τελευταία βιβλία μου που κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Διόπτρα («Το χαμόγελο του Δράκου», «Στην άκρη του βράχου», «Κόντρα στο κύμα») και τις οποίες ευχαριστώ ιδιαίτερα για την υποστήριξή τους και την αγάπη που μου δείχνουν.
    Σας στέλνω ένα ακόμα τεράστιο Ευχαριστώ. Όλη μου η ζωή, όπως βγαίνει μέσα από τις σελίδες των βιβλίων μου, έχει περάσει και περνάει από τα χέρια σας.

Με εκτίμηση και ευγνωμοσύνη,
Αλκυόνη
 

Τετάρτη 9 Σεπτεμβρίου 2020

11 Σεπτεμβρίου 1943. Ο απαγχονισμός 10 παλληκαριών της Λιβαδειάς από τους Ναζί και τους χαφιέδες συνεργάτες τους.


11 Σεπτεμβρίου 1943
Διανύουμε την έβδομη δεκαετία από την ημέρα που η θηριωδία των φασιστών ΝΑΖΙ και των κουκουλοφόρων χαφιέδων συνεργατών τους έστησε κρεμάλες για 10 παλληκάρια της Λιβαδειάς δείχνοντας γι άλλη μια φορά το ανάλγητο και αποτρόπαιο πρόσωπο του φασισμού.

Η ιταλική συνθηκολόγηση (8 Σεπτεμβρίου 1943) σηματοδότησε την κλιμάκωση της εθνικοαπελευθερωτικής δράσης. Τα ξημερώματα της 9ης Σεπτεμβρίου, 400 μαχητές του Τάγματος Παρνασσίδας απέκλεισαν το ιταλικό τάγμα της Αράχοβας και απαίτησαν την παράδοση των όπλων. Την ίδια πρόθεση αφοπλισμού των Ιταλών είχε και το επίλεκτο γερμανικό 18ο Σύνταγμα Ορεινών Κυνηγών, που κινήθηκε προς την πόλη το πρωί της 10ης Σεπτεμβρίου αγνοώντας τα συμβάντα της προηγούμενης. Με βολές όλμου, τα οχήματα ακινητοποιήθηκαν και ξεκίνησε μια σφοδρότατη μάχη κοντά στα τελευταία σπίτια της Αράχοβας. Το γερμανικό τμήμα αμύνθηκε, σύντομα όμως υπερφαλαγγίστηκε από ένα λόχο ανταρτών της Λιβαδειάς (ΙΙΙ Τάγμα του 34ου Συντάγματος) και ένα ετερόκλητο πλήθος μαχητών απόΔαύλεια, Δίστομο και Στείρι που εκείνη την ημέρα έγραψαν ιστορία:

«Πολλοί πιαστήκανε στα χέρια με τους Γερμανούς. Είδα με τα μάτια μου τον αρχηγό της μαχητικής [ομάδας] του Στειριού, Χρήστος Κατσούλης λεγότανε και ήτανε παλικάρι από τους λίγους που γνώρισα εκείνα τα χρόνια. Πάλευε με ένα Γερμανό και μια να πέφτει κάτω ο Γερμανός, μια ο δικός μας. Για μια στιγμή κατόρθωσε και πετάει το Γερμανό κάτω από τον τοίχο της στροφής και τον σκότωσε. Δίπλα του αμέσως πίσω από την τάφρο φύτρωσε άλλος Γερμανός με το μυδράλιο και άρχισε να μας βάζει. Γυρίζει απότομα ο Κατσούλης και τον σκοτώνει κι αυτόν και μόλις έσκυβε να πάρει το μυδράλιο, τον σκότωσε ένας άλλος Γερμανός. Τον έκλαψε όλη η αρβανιτιά στην περιφέρειά του. Δε γεννιέται εύκολα τέτοιο παλικάρι» (Μαρτυρία Νίκου Καλοπήτα, καπετάνιου 9ου Λόχου, ΙΙΙ/34 Τάγμα Λιβαδειάς ).

Από τους 120 περίπου Γερμανούς επέζησαν μόλις 25, ενώ οι Έλληνες είχαν 7 νεκρούς, οι περισσότεροι «αυτοχειροτονημένοι» πολεμιστές της Αράχοβας. Δεκαπέντε φορτηγά οχήματα-λάφυρα μεταφέρθηκαν στο Κυριάκι κάτω από τις επευφημίες των κατοίκων, ενώ ο αφοπλισμός του ιταλικού τάγματος στη Δεσφίνα συμπλήρωσε μια ανεπανάληπτη νίκη. Είναι ενδεικτικό του κλίματος εκείνων των ημερών πως στις 10 Σεπτεμβρίου οι Γερμανοί απαγχόνισαν δέκα νεαρούς αντιστασιακούς στη Λιβαδειά θεωρώντας πως επέκειτο ένοπλη εξέγερση στην πόλη!


Πηγή:: Χανδρινός Ιάσονας, «Γερμανική κατοχή, αντίσταση και εμφύλιος πόλεμος στη Βοιωτία (1941-1949)», 2012,
Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Βοιωτία



Στο βιβλίο ΓΥΜΝΑΣΙΟΝ ΕΝ ΛΕΒΑΔΕΙΑ των εκπαιδευτικών Γεωργίου & Φοίβης Μυτιληναίου το "ανοσιούργημα" των ΝΑΖΙ περιγράφεται ως ακολούθως: 



Το βιβλίο του Αριστείδη Ρούσσαρη αφιερωμένο  στο μαρτυρικό Σεπτέμβρη της Λιβαδειάς

Μια από τις μαρτυρίες συγγενών των 10 κρεμασμένων από το βιβλίο του Αριστείδη Ρούσσαρη.  Ο Άγγελος Γαζής θυμάται ...




Αποτελεί μια πρώτη προσέγγιση αυτή η ανάρτηση στον ΜΑΤΩΜΕΝΟ ΣΕΠΤΕΜΒΡΗ της Λιβαδειάς την οποία κλείνουμε αναφέροντας τα ονόματα των 10 παλληκαριών θυμάτων της φασιστικής κτηνωδίας.

Σημειώνουμε ότι από τις πληροφορίες που συλλέξαμε υπάρχει διχογνωμία στην ακριβή ημέρα του μαρτυρίου. Κάποιοι μιλούν για 10 και άλλοι για 11 Σεπτεμβρίου. Υιοθετούμε την άποψη του κ. Ρούσσαρη η οποία είναι διασταυρωμένη και από άλλα έγγραφα- ιστορικά ντοκουμέντα που μιλούν για την ημερομηνία αυτή.

Οι δέκα μαρτυρικοί ήρωες ήταν οι εξής:

1)   Λουκάς Ανδρέου Δασόπουλος ή Γκανάς   – ηλικ. 23, εργάτης
2)   Κωνστ. Γεωργίου Σύρος ή Τσίρκας  - ηλικ. 24, αρτεργάτης
3)   Παναγιώτης Ηλία Τσάβας   - ηλικ. 32, εργάτης
4)   Χρίστος Γεωργίου Κουντουργιώτης    - ηλικ. 28, εργάτης
5)   Χαράλαμπος Γεωρ. Γεωργουλής   - ηλικ. 19, κουρέας
6)   Λουκάς Πέτρου Γαμβρίλης  - ηλικ. 34, κουρέας
7)   Παναγιώτης Ελευθ. Γαζής  - ηλικ. 24, ελαιοχρωματιστής
8)   Ανέστης Ιωάν. Ιντζίδης  -  ηλικ. 24, εργάτης
9)   Γεώργιος Αναστασίου Μπότσαρης  - ηλικ. 21, εργάτης
10) Νικόλαος Δημ. Κομπότης   -  ηλικ. 17, εργάτης

Τετάρτη 15 Ιουλίου 2020

ΔΙΑ ΤΗΣ ΓΡΑΦΗΣ ΤΟΥ ΣΤΡΑΤΗ ΤΣΙΡΚΑ: ΙΟΥΛΙΟΣ 1965 και ... «Μητσοτάκη, κάθαρμα».


ΔΙΑ ΤΗΣ ΓΡΑΦΗΣ ΤΟΥ ΣΤΡΑΤΗ ΤΣΙΡΚΑ
ΙΟΥΛΙΟΣ 1965 και ... «Μητσοτάκη, κάθαρμα».
Από νωρίς το απόγεμα πήγα και κόλλησα τη ράχη μου στον ανατολικό τοίχο του «Μεγάλη Βρετανία». Το πλήθος είχε καταλάβει όλο το πεζοδρόμιο, αντίκρυ δεξιά μας η Βουλή – άρχιζε η πολιορκία της. Φώναζα κι εγώ με τους άλλους, ώσπου έγδαρα το λαρύγγι μου: «Κάτω οι προδότες. Κάτω οι δούλοι της Αυλής. Ένας είναι ο αρχηγός, ο κυρίαρχος Λαός». Αγόρια και κορίτσια έφταναν ομάδες –ομάδες, ξεχώριζαν μερικά πανώ των Λαμπράκηδων∙ παίρναν θέση στο πεζοδρόμιο, ύστερα πέρασαν και στ’ αντικρινό, η πολιορκία της Βουλής γινόταν πιο στενή. Με το σούρουπο άρχισαν να φτάνουν οι εργαζόμενοι: υπάλληλοι καταστημάτων, εργάτες κι εργάτριες από τις βιομηχανίες γύρω στην Αθήνα και τον Πειραιά. Η πλατεία Συντάγματος γέμισε κι οι φωνές, σαν άγρια καταιγίδα, τάραζαν το πλήθος κύμα στο κύμα. Ο τόνος έγινε πιο τραχύς:
«Μητσοτάκη, κάθαρμα».
Η αστυνομία του ναυάρχου Τούμπα, του νέου αποστάτη υπουργού Δημοσίας Τάξεως, προσπαθούσε ν’ αναχαιτίσει το πλήθος σχηματίζοντας αλυσίδα με τα χέρια. Ύστερα ήρθαν, φαίνεται, άλλες διαταγές, κι άρχισε η επίθεση με τα κλομπς για να διαλυθούμε. Τότε ανέβηκαν ως τον ουρανό οι κατάρες κι οι βρισιές. Τα ρόπαλα κατεβαίναν κατακέφαλα, στριγκλιές γυναικών, είχε νυχτώσει πια, κάμποσοι γεροδεμένοι διαδηλωτές, εργάτες, οικοδόμοι, αθλητές, σπουδαστές θέλησαν να περάσουν στην αντεπίθεση, τους συγκράτησαν οι πιο ψύχραιμοι, κι άρχισε η υποχώρηση. Ο Τούμπας είχε κρύψει τις κλούβες του σ’ όλες τις παρόδους. Κι ενώ συνεχιζόταν το κυνηγητό κι οι συγκρούσεις στην πλατεία Συντάγματος, εγώ βρέθηκα τρέχοντας, σπρωγμένος από το πλήθος, στην οδό Βουκουρεστίου. Πέρα, στο αντικρινό πεζοδρόμιο, ύστερα από το «Μπραζίλιαν» είδα το κεφάλι της Φλώρας, έπειτα την είδα ολόκληρη, έτρεχε κι αυτή, μονάχη της μέσα στο πλήθος, δε φαινόταν να τη συνοδεύει κανένας από τους φίλους της. Έτρεξα να τη συναντήσω, μα για να διασχίσω το κατάστρωμα μου πήρε μερικές στιγμές, ώσπου να φτάσω στο πεζοδρόμιο της Σταδίου, εκείνη είχε χαθεί στη στοά του άλλου «Μπραζίλιαν», που βγάζει στην οδό Καραγεώργη της Σερβίας, ποτέ μην μπαίνεις σε στοά όταν σε κυνηγούν, στην άλλη άκρη σε περιμένει το μπλόκο. Παλιά μαθήματα, της Κατοχής. Σταμάτησα και την άφησα να χαθεί. Γύρισα με τα πόδια∙ τα λεωφορεία ήταν φίσκα κι ήθελα να βλέπω τον κόσμο, το κυνηγητό και τους αιφνιδιασμούς της αστυνομίας, ν’ ακούω τα συνθήματα και τις κατάρες. Από την πλατεία Ρηγίλλης και πέρα ο κόσμος αραίωσε. Με πονούσε και το λαρύγγι μου από τις φωνές. Σπίτι, έκανα μια γαργάρα με νερό κι αλάτι∙ χειρότερα. Τότε πήρα δυο αυγά φρέσκα, τα έσπασα σ’ ένα φλιτζάνι, κράτησα τον κρόκο τους, έριξα μέσα πολλή ζάχαρη και τα χτύπησα. Αυτό ήταν και το δείπνο μου. Άδικα περίμενα ν’ ακούσω τη Ματθίλδη να γυρίζει, θα την έπιανα στην κουβέντα, να μάθω τις εντυπώσεις της. Δε σκέφτηκα να βάλω το ραδιόφωνο, για ν’ ακούσω πώς θα παρουσίαζαν τα πράγματα οι Αποστάτες. Λες κι είχα ξεχάσει την παρουσία του. Βαρέθηκα να περιμένω, τα μάτια μου είχαν γλαρώσει από τη νύστα, γδύθηκα, έπεσα στο κρεβάτι και τον πήρα μονορούφι. Μ’ αποκοίμισε η ανάμνηση μιας μυριόστομης κραυγής: «Κάτω οι δούλοι της Αυλής». [...] Πότε νύχτωσε, πότε τελείωσε το πρόγραμμα της συγκέντρωσης και τελείωσε άραγε; Είχαμε χάσει την αίσθηση του χρόνου. Άξαφνα η λαοθάλασσα έπιασε να βαδίζει αργά, πυκνή και τρικυμισμένη για την οδό Κοραή ή ν’ ανεβαίνει την Πανεπιστημίου προς την πλατεία Συντάγματος. Ακούστηκαν κάτι κρότοι, σα να ξετάπωναν μπουκάλες της σαμπάνιας, αλλά πιο ισχυροί και μεταλλικοί. Ένα κορίτσι φώναξε: «Στη Σταδίου ρίχνουν αέρια, τα τέρατα!» Κι άρχισε ο πανικός. Την ίδια στιγμή, από πολλές μεριές, μεγάλες ομάδες αστυνομικών ρίχνονταν πάνω στα πλήθη που σκορπούσαν, και τυφλά, μανιασμένα κατεβάζαν πάνω στα κεφάλια τους τα κλομπς. Όποιος έπεφτε χάμω δεν έβρισκε λύπηση. Τον κλοτσούσαν, τον ποδοπατούσαν μες στους καπνούς των δακρυγόνων. Χαφιέδες με άσπρα κοντομάνικα πουκάμισα κι οπλισμένοι με κλομπς ήταν οι πιο άγριοι. Κραυγές και κατάρες και στριγκλιές πόνου: «Δολοφόνοι, προδότες», γέμιζαν τη μολυσμένη ατμόσφαιρα της Πανεπιστημίου, της Κοραή και της Σταδίου. Παντού τραυματίες με πρησμένα πρόσωπα, ματωμένες πλάτες και σπασμένα χέρια, βόγκοι και κλάματα κι ολοφυρμοί, μια κόλαση. Τα μαγαζιά κατεβάζαν γρήγορα τα ρολά τους κι έσβηναν τα φώτα. «Στην Ακαδημίας κάνουν συλλήψεις», φώναξε κάποιος και χάθηκε. [...] Τον είχα πάρει πάνω στην καρέκλα και με ξύπνησε το κουδούνι της πόρτας. Άνοιξα, ήταν η Ματθίλδη ναι, όμως αγνώριστη. Κάτασπρη σαν πανί, αχτένιστη, με ασάλευτα μάτια έκανε μερικά βήματα, στάθηκε και είπε δισταχτικά: - Σκότωσαν το Σωτήρη. Την πήρα στην αγκαλιά μου, την κάθισα στο κρεβάτι. Έφερα βρεγμένη πετσέτα και της σκούπισα το πρόσωπο από τις καπνιές και τον ιδρώτα, της έστρωσα τα μαλλιά, της έδωσα να πιει νερό. - Ποιο Σωτήρη; ρώτησα. - Τον Πέτρουλα. Πάει το παλικάρι, το φάγανε οι δήμιοι. Μια συμμαθήτρια της Χρύσας λέει πως άκουσε τον αξιωματικό, πάνω στο θωρακισμένο, να διατάζει τον πυροβολητή που σκόπευε με το κανονάκι των δακρυγόνων: «Κατέβασέ μου αυτόν τον ψηλό με το πράσινο». Ο Σωτήρης είχε σκαρφαλώσει στο σηματοδότη της διασταύρωσης Σταδίου και Λαδά κι απ’ εκεί πάνω φώναζε συνθήματα. Τώρα πάει. 
(Στρατής Τσίρκας, Η Χαμένη Άνοιξη)

«Υδροκίνητα βιομηχανικά κτίρια στη Λιβαδειά 1860-1950. Καταγραφή μιας περιπέτειας κτιρίων και ανθρώπων». Ανεκτίμητη παρακαταθήκη μνήμης για τη βιομηχανική δραστηριότητα στην πόλη της Λιβαδειάς από την Άννα Ψωμά


Ψωμά Άννα 
«Υδροκίνητα βιομηχανικά κτίρια στη Λιβαδειά 1860-1950 
Καταγραφή μιας περιπέτειας κτιρίων και ανθρώπων»
Ιδιωτική Έκδοση, Λιβαδειά 2017, σχήμα 29,5x21,5 
τιμή πώλησης 38.00 €
Το βιβλίο αυτό αποτελεί μία έκπληξη. Είναι φανερή η ένδεια της ελληνικής βιβλιογραφίας σε ό,τι αφορά τις βιομηχανικές δραστηριότητες που κατά καιρούς προσπαθούν να καταστήσουν την Ελλάδα βιομηχανική χώρα και να την απομακρύνουν από τη φτώχεια. Το βιβλίο, λοιπόν, ασχολείται αποκλειστικά με τη βιομηχανοποίηση και την πτώση της στην πόλη της Λιβαδειάς. Λίγοι είναι αυτοί που γνωρίζουν την ύπαρξη και τη δραστηριότητα της βιομηχανικής παραγωγής και κατεργασίας του βάμβακος σε αυτή την πόλη.
Το βιβλίο  «Υδροκίνητα βιομηχανικά κτίρια στη Λιβαδειά 1860-1950» γράφτηκε από την Άννα Ψωμά, αρχιτέκτονα και ζωγράφο που γεννήθηκε και δουλεύει στη Λιβαδειά.  Η ίδια εξωτερικεύει την αγάπη της και το θαυμασμό της για τη γενέθλιο πόλη με μια σειρά βιβλίων, της οποίας το δεύτερο τίτλο αποτελεί το παρόν βιβλίο. Ο πρώτος τόμος της σειράς τιτλοφορείται: «Αρχοντικά της Λιβαδειάς. Κατάλοιπα αρχιτεκτονικής μνήμης». Θα ακολουθήσει και βρίσκεται υπό έκδοση ένα βιβλίο για την πολεοδομική ανάπτυξη της Λιβαδειάς.  Η Άννα Ψωμά δούλεψε αυθόρμητα για χρόνια ως ερευνήτρια της πόλης. Με τις επιστημονικές βάσεις που διαθέτει κατόρθωσε να αποτυπώσει σχεδιαστικά το μέγιστο τμήμα των παλαιών αρχοντικών και βιομηχανικών κτιρίων. Τα σχέδιά της είναι επαγγελματικά με απεικόνιση κάθε λεπτομέρειας και αυστηρή συμφωνία προς το αντικείμενο. Η δουλειά της, εκτός από την επαγγελματική δραστηριότητα, αποτελεί προσφορά προς την κοινωνία. Τα βιβλία της τυπώνονται με δικά της έξοδα και οι εισπράξεις διατίθενται για κοινωνικούς σκοπούς.

Το βιβλίο «Υδροκίνητα βιομηχανικά κτίρια στη Λιβαδειά 1860-1950» αρχίζει με μια ιστορική περιγραφή της πόλης, ώστε ο αναγνώστης να κατατοπιστεί για το ιστορικό υπόβαθρο της βιομηχανικής δραστηριότητας στη Λιβαδειά. Ακολουθούν κεφάλαια με στοιχεία για την πόλη και το βαμβάκι της Βοιωτίας, που αποτελούσε το αντικείμενο της βιομηχανικής κατεργασίας.  Η γέννηση της βιομηχανικής δραστηριότητας στην πόλη της Λιβαδειάς ανάγεται στα μέσα του 19ου αιώνα. Ως κινητήριο μέσο για την κατεργασία του βαμβακιού χρησιμοποιήθηκε το νερό του ποταμού της Κρύας της Λιβαδειάς.  Το αποτέλεσμα κατέληξε στην ανάπτυξη της βιομηχανικής παραγωγής. Έτσι, το 1875 υπήρχαν στη Λιβαδειά 35 αλευρόμυλοι, 12 κλωστήρια και 10 ελαιοτριβεία, αλλά μόνο τέσσερα εκκοκκιστήρια και δύο υφαντήρια.  Η περιγραφή γίνεται ως το σημείο αυτό με τη βοήθεια παλαιών και σύγχρονων φωτογραφιών.
Στη συνέχεια αφιερώνονται 20 σελίδες στην περιγραφή του νερού που χαρακτηρίζεται ως «το χρυσάφι της Λιβαδειάς». Εξηγείται η τεχνική των καναλιών και η λειτουργία των υδροστροβίλων. Η ερευνήτρια διηγείται τη διαμάχη για τη διανομή του νερού. Κατόπιν ακολουθεί η περιγραφή συγκεκριμένων βιομηχανιών με τις εγκαταστάσεις τους. Δίδεται η αρχιτεκτονική μορφή των κατασκευών και των κτιρίων και παρατίθεται πλήθος φωτογραφιών και σχεδίων. Μεταξύ των περιγραφών υπάρχουν αναδιπλούμενοι χάρτες με λεπτομερέστατη περιγραφή των βιομηχανιών και των θέσεών τους. Το σύνολο αυτής της δουλειάς θα πρέπει να χρειάστηκε πολλά χρόνια εργασίας από την κ. Ψωμά. Τα σχέδια αυτά είναι αξεπέραστα σε ποιότητα, πιστότητα και λεπτομέρεια. Αν αναφερθεί κανείς στις μεγάλες εκδόσεις των περιηγητών του 16ου έως τον 19ο αιώνα, θα διαπιστώσει ότι τα σχέδια της κ. Ψωμά δεν έχουν τίποτα να ζηλέψουν από τις μεγαλειώδεις λιθογραφίες των εκδόσεων αυτών. 
Ακολουθεί εντοπισμός και περιγραφή των υδροκίνητων βιομηχανιών, που περιγράφονται μία-μία σε σχέση πάντα με τους ιδιοκτήτες και τους δημιουργούς τους. Τα κείμενα εδώ είναι γεμάτα φωτογραφίες, παλιές και νέες, καθώς και σχέδια, γενεαλογικά δένδρα και κάθε σχετική λεπτομέρεια, ώστε ο αναγνώστης να έχει εικόνα της ανθρώπινης πλευράς της βιομηχανικής δραστηριότητας. Κατηγοριοποιούνται τα κτίρια σε αυτά που κατεδαφίστηκαν και σε αυτά που στέκονται ακόμη. Δημιουργείται έτσι η βεβαιότητα ότι η περιγραφή είναι σχεδόν πλήρης και επιτυγχάνει μια ανασύσταση του βιομηχανικού περιβάλλοντος στην παρερκύνια βιομηχανική ζώνη, όπως φαίνεται στον αναδιπλούμενο Χάρτη 1.

Έχουμε, λοιπόν, ένα ολοκληρωμένο βιβλίο βιομηχανικής ιστορίας με το οποίο δύσκολα μπορούν να συγκριθούν τα λίγα ανάλογα βιβλία που υπάρχουν στην ελληνική και ελπίζουμε το βιβλίο να αποκτήσει τη θέση του στη βιβλιοθήκη του κάθε ενδιαφερόμενου.  Περιμένουμε δε και την περαιτέρω προσφορά της κ. Ψωμά στη βιβλιογραφία της Λιβαδειάς.  

Δημήτρης Α. Μαυρίδης

Δευτέρα 1 Ιουνίου 2020

Ψωμά Άννα «Νεώτερα ευρήματα και ίχνη της Αρχαίας Λιβαδειάς”

Ακόμη ένα βιβλίο της Άννας Ψωμά βρίσκεται στη διάθεση του αναγνωστικού κοινού αλλά και των ερευνητών φωτίζοντας την ιστορία της πόλης μας μέσα από ευρήματα ανασκαφών από τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο ως τις μέρες μας. 
Ακόμη μια συμβολή της αρχιτεκτόνισσας Άννας Ψωμά για την αναψηλάφηση της ιστορικής μας μνήμης για την γνωριμία μας με το παρελθόν της πόλης που ζούμε.

Ψωμά Άννα 
«Νεώτερα ευρήματα και ίχνη της Αρχαίας Λιβαδειάς”
Ιδιωτική Έκδοση, Λιβαδειά 2018,    
τιμή πώλησης 20.00 €                                                                   
Διάθεση: βιβλιοπωλείο ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΚΦΡΑΣΗ

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Το βιβλίο αυτό γράφτηκε μετά την απογοήτευση που ένιωσα όταν, θέλοντας να μελετήσω το μέγεθος και την καλλιτεχνική δημιουργία των προγόνων μας για να τα εντάξω στο νέο βιβλίο «η Παλιά Λιβαδειά» διαπίστωσα ότι όλα όσα ως τώρα γνωρίζουμε προέρχονται από τις δημοσιεύσεις των τομών του μεγάλου αρχαιολόγου Κεραμόπουλου στα Αρχαιολογικά Δελτία, τα βιβλία του Νικ. Παπαχατζή[1] και των Λειβαδιτών συγγραφέων, Ευ. Γατσά[2] Τ. Λάππα[3], Θ. Δάλκα[4], Α. Γιαννακούρου-Χατζημανώλη[5] και τον Ιορδ. Δημακόπουλο[6].
Τα ευρήματα των τελευταίων 30 χρόνων, που έγιναν κατά την κατασκευή των έργων αποχέτευσης και των μεγάλων οικοδομών του κέντρου της πόλης με την επίβλεψη της Αρχαιολογικής Εφορείας Θηβών δεν έχουν ακόμη δημοσιοποιηθεί.
Ακόμη και τα ευρήματα του αποκαλυφθέντος Νεκροταφείου στα θεμέλια του νέου Νοσοκομείου Λιβαδειάς που έχουν μελετηθεί (από την Α. Ανδρειωμένου) και της «Κρύας» από τον Β. Αραβαντινό δεν έχουν τύχει ευρύτερης δημοσιοποίησης πλην των ανακοινώσεων των (Α. Ανδρειωμένου, Β. Αραβαντινού) στο συνέδριο «Η Λιβαδειά Χθες, Σήμερα Αύριο[7]» στο συνέδριο του 1997.
Ζήτησα βέβαια να μου δοθούν και οι τελικές εκθέσεις των αρχαιολόγων σε περατωμένες εργασίες (αφού στη θέση των τομών ανεγέρθησαν νέες πολυκατοικίες) πράγμα που δεν ήταν δυνατόν να γίνει πριν από την δημοσίευση τους από τους ίδιους τους ανασκαφείς. Η αναμονή έφτασε στα όριά της και με οδήγησε να βουτήξω στα βαθειά και άγνωστα νερά της αρχαιολογίας και να δημοσιεύσω τις εκθέσεις των επιβλεπόντων αρχαιολόγων ανασκαφέων των ερευνών της Λιβαδειάς.
Βέβαια, γνωρίζω ότι μετά την ανασκαφή και τη συλλογή των κινητών ευρημάτων ακολουθεί η συντήρηση αυτών και η συνολική μελέτη του χώρου με αποτέλεσμα η τελική άποψη να διαφοροποιείται από την αρχική.
Ελπίζω να μου συγχωρήσουν οι αρχαιολόγοι το θράσος να εμπλακώ στο έργο τους. Η έλλειψη όμως ολοκληρωμένων μελετών και δημοσιεύσεως των ήδη εσκαμμένων θέσεων έχουν ως αποτέλεσμα να περνά μία ολόκληρη γενιά με άγνοια των ευρημάτων τους.
Για την συμπλήρωση του δημοσιευόμενου υλικού, στοιχεία συλλέξαμε επίσης από ανακοινώσεις σε συνέδρια[8], διαλέξεις, φωτογραφίσεις στα Μουσεία της Χαιρώνειας και των Θηβών και από τα επισκέψιμα υπόγεια των πολυκατοικιών της Λιβαδειάς στα οποία ευρέθησαν αρχαία.


[1] Νικ. Παπαχατζής, «Παυσανίου Ελλάδος Περιήγησις, Βοιωτικά και Φωκικά», Αθήνα 1981.
[2] Ε. Γατσάς, «Εἰδήσεις ἐκ τοῦ Τροφωνίου», Λιβαδειά 1909.
[3] Τ. Λάππας, «Η χώρα της Λειβαδιάς», Αθήνα 1954, Ανατύπωση Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη Λεβαδείας.
[4] Θ. Δάλκας, «Λειβαδιά, Ιστορικοί Περίπατοι Α΄», Αθήνα 1982.
[5] Α. Γιαννακούρου-Χατζημανώλη, «Η αρχαία Λεβάδεια, Πολιτική Οικονομική και Κοινωνική Ζωή των Βοιωτών», Πνευματικό Κέντρο Δήμου Λεβαδέων 1997.
[6] Ιορδ. Δημακόπουλος, Λιβαδειά Η πολεοδομική εξέλιξη και τα μνημεία της από τον 11ο αιώνα μέχρι το 1821, Έκδοση Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Πολυτεχνικής Σχολής, Τμήμα Αρχιτεκτόνων 1990, Εκδότης Αρμός.
[7]Ανακοινώσεις Εφόρου Αρχαιοτήτων Θηβών Αγγελικής Ανδρειωμένου και Μ. Bonanno-Αραβαντινού στο συμπόσιο, «Η Λιβαδειά  Χθες, Σήμερα, Αύριο», Σεπτέμβριος 1997, Λιβαδειά.
[8]Αγγ. Ανδρειωμένου, εισήγηση στο συνέδριο της Λωζάννης με θέμα: «Recherches récentes sur le monde hellénistique» στις 20-21 Νοεμβρίου το 1998.

Τετάρτη 6 Μαΐου 2020

Το βιβλίο μετά την καραντίνα. Ας αναλάβουμε όλοι τις ευθύνες μας

Μας ζητήθηκε από την εφημερίδα "Η ΑΥΓΗ" και δημοσιεύθηκε στο σημερινό της φύλλο 6-5-2020 η τοποθέτηση της ΣΥΓΧΡΟΝΗΣ ΕΚΦΡΑΣΗΣ για την επόμενη μέρα μετά την καραντίνα στο χώρο του βιβλίου.
Ιδού οι θέσεις μας:
Η επόμενη μέρα μετά την καραντίνα βρίσκει τα βιβλιοπωλεία ανοιχτά μεν με έντονο προβληματισμό δε, όσον αφορά την βιωσιμότητά τουλάχιστον των μικρομεσαίων επιχειρήσεων.
Δεν βρίσκω πως είναι ώρα να μιλήσουμε πάλι για την αναγκαιότητα ύπαρξής τους και την προσφορά τους στον πολιτισμό και την κουλτούρα μας. Είναι χιλιοειπωμένα.
• Τώρα θα πρέπει ν’ απαντήσει η ίδια η κοινωνία αν τα θέλει, στηρίζοντάς τα. Αν τα θέλει για να ενημερώνεται σωστά, πλουραλιστικά, ξεφυλλίζοντας και μυρίζοντας το χαρτί, συζητώντας με τον βιβλιοπώλη για την όσο καλύτερη επιλογή, αποδεχόμενη στην πράξη επιτέλους ότι κάθε βιβλιοπωλείο είναι κι ένα κύτταρο πολιτισμού. Ότι στο βιβλιοπωλείο της γειτονιάς ή της κάθε μικρής πόλης ακόμη κι αν έχει πληρώσει κάτι παραπάνω, το κέρδος που αποκομίζει από την ύπαρξή του είναι πολλαπλάσιο.
• Τώρα θα πρέπει ν’ απαντήσει εμπράκτως η Πολιτεία. Όχι μόνο επιδοτώντας τα μικρά βιβλιοπωλεία (μέτρο που απαιτείται άμεσα) αλλά και προωθώντας επιτέλους νομοσχέδια που υπάρχουν από ολοκληρωμένες μελέτες στα συρτάρια του ΥΠΠΟ, για την δημιουργία εκείνων των φορέων που θ’ ασχοληθούν με την υπόθεση του βιβλίου και της ανάγνωσης στηρίζοντας ολόκληρο τον κλάδο.
• Τώρα θα πρέπει ν’ απαντήσουν με τη στάση τους οι εκδότες παύοντας να πατούν σε δύο βάρκες. Η καραντίνα «έδειξε» ότι δίχως τα φυσικά μικρά και μεσαία βιβλιοπωλεία το εμπόρευμά τους δεν προχωράει. Έδειξε ότι ο αρχικός ενθουσιασμός για μαζικές ηλεκτρονικές ή άλλου είδους πωλήσεις ήταν ματαιοπονία. Αν δεν πάρει ο καθένας προσωπικά τα μέτρα του ώστε να μην υπάρχει αυτό τα χάος στις τιμές πώλησης μεταξύ των μικρών βιβλιοπωλείων και των «ολιγοπωλίων» δεν υπογράφουν μόνο τη σταδιακή συρρίκνωση των μικρών αλλά καθιστούν αβέβαιο και το δικό τους μέλλον.
ΝΙΚΟΣ ΛΑΜΠΡΟΠΟΥΛΟΣ
Βιβλιοπωλείο ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΚΦΡΑΣΗ

Τετάρτη 1 Απριλίου 2020

Τυχεροί που πορευτήκαμε μαζί σου ΜΑΝΩΛΗ ΓΛΕΖΟ. ΔΕ ΘΑ ΣΕ ΞΕΧΑΣΟΥΜΕ

Έτσι υποδεχθήκαμε στο βιβλιοπωλείο τον Μανώλη Γλέζο.

Ο Μανώλης Γλέζος ήρθε στο βιβλιοπωλείο μας τη Δευτέρα 30 Απριλίου 2007 προκειμένου να παρουσιάσει το δίτομο έργο του "Εθνική Αντίσταση 1940-1945".
Εντελώς αβάσιμοι αποδείχτηκαν οι φόβοι μας σχετικά με την επιτυχία της εκδήλωσης δεδομένου ότι την άλλη μέρα ήταν Πρωτομαγιά και πολλοί είχαν κανονίσει έξοδο τριημέρου.
Από το πρωί τα τηλέφωνα ήταν ασταμάτητα.
Όσοι θα έλειπαν έκαναν κρατήσεις με την υπογραφή του.
Άλλοι απ’ όλη την περιφέρεια ρωτούσαν την ώρα της εκδήλωσης.
Κι όταν αυτή πλησίαζε έγινε κοσμοχαλασιά. Δεν ήταν απλή παρουσίαση βιβλίου, ήταν παλλαϊκό προσκύνημα, ήταν η βαθιά υπόκλιση και αναγνώριση των αγώνων ενός πρωταγωνιστή της Ελευθερίας, της Δημοκρατίας και των κοινωνικών κατακτήσεων από τον ανυπόταχτο, προοδευτικό λαό της Λιβαδειάς.
Το βιβλιοπωλείο γέμισε ασφυκτικά, το πατάρι,τα σκαλιά του, το πεζοδρόμιο έξω ξέχειλο από κόσμο.
Τον 85χρονο τότε Μανώλη υποδέχτηκαν συνομήλικοι αγωνιστές, τα παιδιά τους και τα εγγόνια τους. Ιερείς, επιστήμονες, εργάτες. Οι μόνιμοι φίλοι του βιβλιοπωλείου. Οι φωτογραφίες αμέτρητες και αγόγγυστα.
Αλλά το συγκλονιστικότερο.
Τα βλέμματα! Ευγνωμοσύνης και σεβασμού.
Τα λόγια! Με φανερό τον κόμπο από το συγκράτημα του λυγμού.
Κι αχ, αυτό το άγγιγμα !!! Το ελαφρύ χτύπημα στον ώμο, επιζητώντας να πάρουν δύναμη από τη δύναμή του, από την προσωπική επαφή μ’ έναν από τους μύθους της Ιστορίας μας.
Σήμερα πολλοί τον αποχαιρετούμε από τα κοινωνικά δίκτυα ανεβάζοντας φωτογραφικό υλικό από αυτή την εκδήλωση, συντροφεύοντάς τον με τη σκέψη μας στο τελευταίο του ταξίδι και την υπόσχεση ότι η αγωνιστική παρακαταθήκη από μια ζωή η οποία ήταν γεμάτη ακτιβισμό και ασταμάτητη πολιτική δουλειά θα είναι για πάντα ζωντανή και πηγή έμπνευσης μέσα μας.
Τυχεροί που πορευτήκαμε μαζί σου ΜΑΝΩΛΗ ΓΛΕΖΟ.
ΔΕ ΘΑ ΣΕ ΞΕΧΑΣΟΥΜΕ