Τετάρτη 28 Οκτωβρίου 2020

Σε ρώτησα πόσα πήρες;




Σε αποκλειστική διάθεση στο βιβλιοπωλείο ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΚΦΡΑΣΗ και το νέο βιβλίο του Άρη Ρούσσαρη 
"ΕΙΚΟΝΕΣ ΠΟΥ ΔΕ ΣΒΗΝΟΥΝ 
Ιστορίες της πόλης".

Εικόνες άλλων εποχών που διαδραματίστηκαν στα παλιά δικαστήρια, 
στα καφενεία, σε εκδηλώσεις, στις κοινωνικές συναναστροφές των συντοπιτών, ζωντανεύουν και πάλι από τη γραφή του Άρη και μας προσφέρουν αβίαστο γέλιο, συγκίνηση και στιγμές νοσταλγίας.
Παραθέτουμε μια από τις ιστορίες του βιβλίου, με πρωταγωνιστες δύο γνωστούς εμπόρους της πόλης μας.




Σε ρώτησα πόσα πήρες;

Στη δεκαετία πριν από την ιταλο-γερμανική κατοχή το πολυσύχναστο καφενείο του Σίμου ήταν κυριολεκτικά η μικρή Βουλή της πόλης. 
Από τις πέντε το πρωί που άνοιγε μέχρι τα μεσάνυχτα που έκλεινε ήταν γεμάτο από πελάτες. Σύχναζε «κάθε καρυδιάς καρύδι», έμποροι βάμβακος, βιομήχανοι βάμβακος, δικηγόροι, μηχανικοί, γιατροί, δημόσιοι υπάλληλοι, επαγγελματίες, δάσκαλοι, αγρότες, εργάτες, κτηνοτρόφοι, τραπεζικοί υπάλληλοι. 
Εκεί κτυπούσε η καρδιά της, αφού όλα τα νέα κοινωνικά, γάμοι, αρραβώνες, βαπτίσια, χωρισμοί, αθλητικά, επαγγελματικά, πολιτικά, μπορούσε να τα πληροφορηθεί ο κάθε θαμώνας ρουφώντας τον καφέ του, πίνοντας το ουζάκι του, απολαμβάνοντας το ουίσκι του. 
Εκεί διασκέδαζαν αποκλειστικά οι άντρες. Το απόγευμα άρχιζε το τάβλι, η κολιτσίνα, η δηλωτή, η ξερή. Συνήθως ο χαμένος πλήρωνε τα έξοδα του καφενείου και τα κεράσματα ή την ταβέρνα αν συνεχιζόταν εκεί η διασκέδαση της παρέας. 
Η δυνατή χαρτοπαιξία γινόταν τις γιορτινές μέρες, ή τις ατέλειωτες νύχτες του χειμώνα με τις ασταμάτητες βροχές της νερομάνας πόλης και το χιονιά που κατέβαινε άγρια από τον Ελικώνα και τον Παρνασσό. Άρχιζε τις βραδινές ώρες όταν αραίωνε ο κόσμος κι έμεναν οι χαρτοπαίκτες. Στα καρέ της χαρτοπαιξίας στο κουμ-καν, το ‘’Θανάση’’, παίζονταν σοβαρά ποσά κι ολόκληρες περιουσίες χάνονταν στην πόκα. Στις ανθρώπινες σχέσεις κυριαρχούσε το ήθος και η εντιμότητα σε βαθμό που περιστατικά σαν κι’ αυτό της ιστορίας μας να φαίνονται απίστευτα για τα ήθη και τα έθιμα της σημερινής εποχής. 
Ένα χειμωνιάτικο βράδυ, παραμονές Πρωτοχρονιάς, σε διαφορετικά τραπέζια έπαιζαν πόκα οι έμποροι Γιάννης Μακρής και Ανδρέας Ανδρεούλης. 
Μετά τα μεσάνυχτα ο Γιάννης έχασε ό,τι είχε πάνω του και απευθύνθηκε στο συνάδελφο και φίλο του Ανδρέα. 
- Ανδρέα, έμεινα πανί με πανί. Έχεις να με δανείσεις για να συνεχίσω; Ο Ανδρεούλης γύρισε το βλέμμα του, τον κοίταξε με ύφος συγκαταβατικό και του είπε: 
- Γιάννη, δεν σηκώνομαι γιατί κι εγώ δεν πάω καλά, χάνω. Αν θες όμως να συνεχίσεις πήγαινε στο μαγαζί μου να πάρεις λεφτά. Άφησε τα χαρτιά από το δεξί του χέρι στην τσόχα, έψαξε στην τσέπη του κι έβγαλε μια αρμαθιά κλειδιά. Ο Μακρής όρθιος δίπλα του, τον άκουσε να του εξηγεί και να του δείχνει πως θα άνοιγε το χρηματοκιβώτιο. 
- Αυτό το κλειδί είναι από την κλειδωνιά του ρολού, αυτό είναι από την εξώπορτα κι αυτό είναι από το χρηματοκιβώτιο. Το κλειδί του χρηματοκιβωτίου θέλει μαστοριά για ν’ ανοίξει. Θα το γυρίσεις τρεις φορές προς τα δεξιά, θα σπρώξεις λίγο προς τα μέσα κι’ έπειτα θα το τραβήξεις ξαφνικά έξω. 
- Πόσα να πάρω; ρώτησε ο Μακρής. 
- Ρε Γιάννη, πάρε όσα χρειάζεσαι, απάντησε ο Ανδρεούλης ξαναστρέφοντας το βλέμμα του προς το τραπέζι και συνέχισε το παίξιμό του αφού είχε παραδώσει τα κλειδιά στον Μακρή. Ο Μακρής ακολουθώντας τις εντολές του, πήγε στο μαγαζί του και άνοιξε το χρηματοκιβώτιο, το οποίο ήταν γεμάτο από χαρτονομίσματα. Ήταν βλέπεις οι μέρες των Χριστουγέννων κι ο Ανδρεούλης ήταν ένας επιτυχημένος επιχειρηματίας της πόλης. Μέτρησε εκατόν πενήντα χιλιάδες δραχμές, έκλεισε το χρηματοκιβώτιο, κλείδωσε εξώπορτα και ρολό και τράβηξε μέσ’ στο χιονιά βιαστικά για το καφενείο του Σίμου. Τίναξε το χιονισμένο παλτό του, το κρέμασε στην κρεμάστρα μαζί με την ρεπούμπλικά του και κατευθύνθηκε προς το τραπέζι του Ανδρεούλη. 
- Ανδρέα, πήρα εκατόν πενήντα χιλιά-δες. 
- Γιάννη σε ρώτησα εγώ πόσα πήρες; είπε ο Ανδρεούλης και απλώνοντας μηχανικά το χέρι του πήρε τα κλειδιά. 
- Ανδρέα, σ’ ευχαριστώ θα στα επιστρέψω αύριο το μεσημέρι. 
- Γιάννη, σε παρακαλώ, ξέρω ότι όσα πήρες θα μου τα φέρεις, άσε με να παίξω και καλή σου τύχη. 
Άλλες εποχές, άλλοι άνθρωποι, άλλοι άνδρες. Αλήθεια ποιος συμπολίτης σήμερα θα έδινε σε άλλον γνωστό του ή ακόμη και φίλο του τα κλειδιά από το χρηματοκιβώτιό του, να πάει να το ανοίξει δίχως έλεγχο και να πάρει ανεξέλεγκτα όσα χρήματα ήθελε; 
Η αποθέωση του σεβασμού στην τιμή και το λόγο, διατυπώνεται με τον πιο φυσικό και απλό τρόπο απ’ αυτόν που δάνεισε "σε ρώτησα εγώ πόσα πήρες; αφού ξέρω ότι όσα πήρες θα τα φέρεις…".

Δεν υπάρχουν σχόλια: