Γι άλλη μια φορά ένας από τους σταθερούς
φίλους της ΣΥΓΧΡΟΝΗΣ ΕΚΦΡΑΣΗΣ ο συγγραφέας ΑΡΗΣ ΜΑΡΑΓΚΟΠΟΥΛΟΣ επισκέφτηκε το
βιβλιοπωλείο μας και συζήτησε με το κοινό μας «Πώς η λογοτεχνία παίρνει θέση
απέναντι στην ιστορία» αφήνοντας και πάλι εξαιρετικές εντυπώσεις σε μια
εκδήλωση που το ενδιαφέρον κορυφωνόταν όσο κυλούσε η ώρα και όλοι παρέμειναν κυριολεκτικά
καρφωμένοι στις θέσεις τους.
Ο συνήθης ύποπτος ποιητής Γιώργος Θεοχάρης
επωμίσθηκε την ευθύνη παρουσίασης του νέου βιβλίου του Άρη Μαραγκόπουλου «το χαστουκόδεντρο» με το κείμενο που
ακολουθεί.
Άρης
Μαραγκόπουλος: Το Χαστουκόδεντρο,
Τόπος, 2012
Μυθιστορία χαρακτηρίζει, προσφυώς, ο συγγραφέας
του Το Χαστουκόδεντρο και όχι
μυθιστόρημα ή ιστορικό μυθιστόρημα ή οτιδήποτε άλλο. Και λέω προσφυώς, γιατί
στόχος του δεν ήταν να γράψει ένα ιστορικό μυθιστόρημα, όπου ο ελλοχεύων
κίνδυνος της μυθοπλασίας θα υπονόμευε την ιστορική πραγματικότητα είτε
εξωραΐζοντάς την είτε μειώνοντας τη σημασία της είτε υπερεκτιμώντας την. Έτσι
λοιπόν, για να χρησιμοποιήσω μια διατύπωση του Θεοδόση Πυλαρινού για τη Μυθιστορία,
παρά τα ιστορικά γεγονότα από τα οποία αφορμάται και αναδεικνύει, παρά τα
αναγνωρίσιμα ιστορικά πρόσωπα τα οποία ποικιλότροπα προβάλλει ο συγγραφέας
εντούτοις ρητά και κατηγορηματικά σημαίνει στον αναγνώστη ότι αφίσταται
συνειδητά από τη συμβατική ιστορία από την οποία διαχωρίζει τη συγγραφική του
πρόταση. Συνεπώς ο Μαραγκόπουλος ξεκινώντας και αξιοποιώντας συγγραφικά ένα
γεγονός ιστορικά συγκεκριμένο, μια πράξη μεμονωμένη, μια εξαιρετική λεπτομέρεια
που πήρε μυθικές διαστάσεις, γεγονός διαβρωμένο ως ένα βαθμό από τη συμβατική
αλήθεια, προβάλει την, καταλυτική για την ροή του συγκεκριμένου ιστορικού
χρόνου, αλήθεια του συμβάντος και την αναδεικνύει σε γκρο πλαν, αυτή την
ελάχιστη στιγμή, ως άξονα και σημείο κομβικό, προκειμένου να αναπλάσει μιαν
ολόκληρη περίοδο της ελληνικής τραυματικής πραγματικότητας στις δύσκολες
δεκαετίες από την αρχή του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου μέχρι την πτώση της Απριλιανής
δικτατορίας.
Η εξαιρετική ιστορική λεπτομέρεια που πήρε
μυθικές διαστάσεις δεν είναι άλλη από το θρυλούμενο χαστούκι της Μπέτι
Μπάρτλετ-Αμπατιέλου στη βασίλισσα Φρειδερίκη, το 1963 στο Λονδίνο. Τα
αναγνωρίσιμα ιστορικά πρόσωπα, ξεκινώντας από τον Αντώνη Αμπατιέλο και τη
γυναίκα του Μπέτι Μπάρτλετ, είναι πάμπολλα: Το βασιλικό ζεύγος της Ελλάδας
Παύλος και Φρειδερίκη, ο αυλάρχης τους Αρναούτης, οι ελληνοαμερικανοί Τομ Πάπας
και Σπύρος Σκούρας, της 20th Century
Fox, οι εφοπλιστές Ωνάσης, Λιβανός και Νιάρχος, ο Τζον και η Τζάκι Κένεντι, ο
Τσόρτσιλ, ο δημοσιογράφος του CBS Τζορτζ Πολκ, ο
φωτογράφος του LIFE Ντμίτρι Κέσελ, ο αμερικανός πρέσβης
Τζον Πιουριφόι, ο αρχηγός της Αποστολής για τη Διαχείρηση της Αμερικανικής
Βοήθειας Πολ Πόρτερ, ο πρωθυπουργός Σοφοκλής Βενιζέλος, ο υπουργός Συντονισμού
Στέφανος Στεφανόπουλος, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, ο Γρηγόρης Λαμπράκης, η Μάριον
Σαράφη κ. ά.
Οι μυθιστορηματικοί χαρακτήρες αρκετοί, με
κορυφαίο εκείνον του Βενιαμίν Σανιδόπουλου, περσόνα του συγγραφέα γνωστή μας
και από προηγούμενα βιβλία του. Άλλωστε δεν χρειάζεται να είναι κανένας δεινός
λύτης γρίφων για να καταλάβει ότι το σανίδι είναι το υλικό με το οποίο
δημιουργεί ο μαραγκός.
Η ιστορία ζωής των δύο βασικών πρωταγωνιστών
έχει, σε αδρές γραμμές, ως εξής: Ο Αντώνης Αμπατιέλος, ο Τόνι, κομμουνιστής,
στέλεχος του ΚΚΕ, συνδικαλιστής ναυτεργάτης επικεφαλής της Ομοσπονδίας Ελληνικών
Ναυτεργατικών Οργανώσεων, ερωτεύεται την Ουαλή δασκάλα Μπέτι Μπάρτλετ, αριστερή
φεμινίστρια, δυναμική και χειραφετημένη. Παντρεύονται στο Κάρντιφ και ζουν
πέντε χρόνια μαζί, ώσπου το 1947 ο Αμπατιέλος συλλαμβάνεται για την ιδεολογία
του και την πολιτική του δράση και περνά 17 χρόνια σε εξορίες και φυλακές.
Αποφυλακίζεται το 1964. Τον Φεβρουάριο του 1974 θα πιαστεί και πάλι από τη
χούντα Ιωαννίδη, αλλά η φυλάκισή του θα είναι ολιγόμηνη αφού τον Ιούλιο του
ίδιου έτους σημειώνεται το τέλος της επτάχρονης δικτατορίας. Στα 17 χρόνια του
εμποδισμένου έρωτά της, η Μπέτι, θα αγωνιστεί με το πάθος της ερωτευμένης
γυναίκας και της αριστερής ακτιβίστριας για την αποφυλάκιση του άντρα της. Ένας
κόκκος του αγώνα της είναι και το θρυλούμενο χαστούκι που έριξε στη Φρειδερίκη
το 1963 στο Λονδίνο, όταν η βασίλισσα αρνήθηκε να παραλάβει μιαν επιστολή που
περιείχε την έκκληση της Μπέτι για την αποφυλάκιση του Τόνι. Ωστόσο ήταν τόση η
δημοσιότητα που έλαβε αυτό το περιστατικό ώστε να γίνει σημείο αναφοράς για
μιαν ολόκληρη εποχή σχηματοποιώντας στον νου του απλού, καταπιεσμένου, προοδευτικού,
πενόμενου έλληνα, το τιμωρό χέρι του λαού που αστράφτει μιαν ανάποδη στο ροδαλό
μάγουλο του εκμεταλλευτή του, παίρνοντας έτσι εκδίκηση για όλες τις ταπεινώσεις
που είχε υποστεί από την εγχώρια άρχουσα τάξη και τους ξένους πάτρωνές της. Γι’
αυτό και πέρασε στα όρια του μύθου, αφού στην πραγματικότητα χαστούκι δεν
υπήρξε, αλλά μόνον επαφή, σπρώξιμο, της Μπέτι στον ώμο της Φρειδερίκης. Όμως η
λαϊκή ψυχή ευφραινόταν στη σκέψη ότι δόθηκε ένα γερό χαστούκι. Κι έτσι
καταχωρήθηκε στη λαϊκή αφήγηση, έτσι,
έστω και σε εισαγωγικά, στην ιστορική αφήγηση, έτσι και στο Χαστουκόδεντρο της μυθιστορίας.
Το
Χαστουκόδεντρο
είναι ένα έργο με κέντρο τον άνθρωπο. Η οπτική γωνία που αποφάσισε ο συγγραφέας
να δει τους δύο βασικούς ήρωές του είναι αυτή που φωτίζει τους χαρακτήρες τους
και τη σχέση τους, έτσι όπως διαμορφώθηκαν μέσα στη διαδρομή τους στη ζωή και
στους αγώνες κάτω από την καταλυτική επίδραση της ιδεολογίας τους. Ο Αντώνης
Αμπατιέλος είναι ένας μαχητής, με τυφλή πίστη στην μοναδικότητα της αλήθειας
που εκπορεύεται από το κόμμα. Η Μπέτι Μπάρτλετ είναι μια αφοσιωμένη, ερωτευμένη
γυναίκα μ’ έναν άντρα σύντροφο στην αγάπη και στη ζωή, σύντροφο στον αγώνα για
ελευθερία και δικαιοσύνη. Η Μπέτι, ωστόσο, στέκεται κριτικά απέναντι στις
επιλογές του κόμματος, όταν συγκρούονται με τη δική της λογική ανάλυση. Αναρωτιέται,
αμφιβάλλει, αμφισβητεί.
Σ’ έναν μονόλογό της η Μπέτι αναρωτιέται για τη
σκοπιμότητα της επαναστατικής ένταξης στον αγώνα που είχε ως τίμημα τη
δυσκολεμένη ζωή, τη στέρηση της ελευθερίας, το θάνατο κάποτε. Αναστοχάζεται και
λέει:
Δεν είχαν επιλογή. Αυτό είναι. Δεν είχαν καμία άλλη επιλογή. Τότε τους χτυπούσαν από
παντού. Με το παραμικρό οι δικοί σου σε βάφτιζαν πράχτορα του εχθρού. […]. Τώρα
που το σκέφτομαι, πάλευα με το αδύνατο. Δουλειά του ήταν η φυλακή, δουλειά μου
ήταν να τον βγάλω από κει μέσα το γρηγορότερο. Πάει να πει πάλευα με τους
Αμερικάνους, με την κυβέρνηση, με όλο το σύστημα… ακόμα κι ενάντια στο ίδιο του
το Κόμμα –που δεν είχε κανένα μεγάλο πρόβλημα να τον βλέπει να σαπίζει στη
φυλακή. Ναι, δουλειά τους ήταν η φυλακή, κανονικά, -αν δεν καθίσεις καμιά
δεκαριά χρονάκια μέσα δεν λογίζεσαι κομμουνιστής, μου είχε ξεφουρνίσει κάποτε ένα τους στέλεχος με ύφος δεκαπέντε
καρδιναλίων, και μου ήρθε, έτσι όπως το έλεγε σαν βολεμένος συνταξιούχος
διευθυντής του ΙΚΑ, να τον αρχίσω στα σκαμπίλια επειδή πολύ απλά τώρα το
ξέρουμε καλά, φυλακή ίσον θάνατος, δεν είναι ζωή, πολεμάς με τις σκιές και
φαντάζεσαι ότι πολεμάς με όλο το σύστημα που, στο μεταξύ, ζει και βασιλεύει σε
βάρος σου, αγνοώντας ακόμα και την ύπαρξή σου.
Το χειρότερο: στη φυλακή γίνεσαι δούλος της συνήθειας,
δύσκολα αλλάζεις. Ξυπνάς και κοιμάσαι κάθε μέρα με τα ίδια σκατά,
«ταχτοποιώντας το χαλάκι σου» που έλεγε κι ο Ζαχαριάδης, κι αυτό είναι πολύ επικίνδυνο.
Σου φέρνουν, παράδειγμα, τη ντιρεκτίβα της «επαγρύπνησης» που λέει απλά ότι οι
πάντες είναι πράχτορες, ώστε εσύ να κοιμάσαι ήσυχα στον κόσμο σου, ότι τάχα εσύ
δεν φταις, όχι, με τίποτε δεν είσαι πράχτορας εσύ, οι άλλοι είναι οι πράχτορες, κι ο στριμωγμένος σου
εαυτός εξ ανάγκης ασπάζεται την πρόστυχη ντιρεκτίβα, πρόκειται τελικά για το
τομάρι σου, την ξαναλές πολλές φορές, μια προσευχή είναι, σιγά σιγά την
πιστεύεις, πείθεις και τους άλλους να κάνουν το ίδιο.
Ο Αντώνης είναι πουριτανός. Η κομματική ηθική
εκτείνεται ως και στη χαρά της σάρκας. Βαθειά μέσα του όμως η ζωική του
υπόσταση και η ερωτική στέρηση, από τον πολύχρονο εγκλεισμό, τον κάνει να είναι
ευεπίφορος στην υπονόμευση του πουριτανισμού του από την Μπέτι. Το
διαμεσολαβητικό στοιχείο είναι το μυθιστόρημα του Ντ. Χ. Λόρενς Ο εραστής της λαίδη Τσάτερλι που η Μπέτι
εγχειρίζει στο Αντώνη και, παρά τις αρχικές αντιρρήσεις, τον πείθει και το
παίρνει στη φυλακή. Άλλωστε και η λαίδη Τσάτερλι σε μια φυλακή δεν ήταν; Στην
φυλακή του κονφορμισμού της τάξης της.
Σε κάποια συνάντηση της Μπέτι και του Αντώνη
στο επισκεπτήριο της φυλακής, εκείνη τον βάζει να διαβάσει ένα απόσπασμα από
την αγγλική έκδοση του Εραστή της Λαίδης Τσάτερλι. Στη διάρκεια της ανάγνωσης η
Μπέτι
πρόσεξε ότι ο Τόνι κοκκίνιζε συνέχεια. Σαν ντροπαλός
μαθητής: ήθελε κάτι να πει στη δασκάλα αλλά δεν τολμούσε να το ξεστομίσει.
Κατάλαβε: του είχε φανεί κομμάτι δύσκολο να προφέρει τις λέξεις cunt και cock. Κάτι τον ενοχλούσε.
Κάτι βαθιά τον ενοχλούσε που διάβαζε τις «πρόστυχες» λέξεις του έρωτα.
Ολόκληρος άντρας χωρίς να μπορεί να χαϊδέψει ένα κορμί τόσα χρόνια. Πού είχε
καταχωνιαστεί η δική του ικμάδα; Πώς την έκρυβε; Πώς ξέδινε στην ανάγκη; Πώς τα
κατάφερναν μέσα στη φυλακή τόσοι άντρες που δεν τολμούσαν καλά καλά να
προφέρουν τη λέξη μουνί χωρίς υβριστικά υπονοούμενα;
Κι ο Αντώνης συνομιλώντας το 1989 με τον
Βενιαμίν Σανιδόπουλο λέει και τούτα:
Κοίταξε Μπεν, εμείς παλιότερα δεν πολυδίναμε σημασία σ’
αυτά. Αγάπες, έρωτες και τέτοια. Δεν υπήρχε κανένα περιθώριο. Έτσι και
αρχίνιζες καμιά κουβέντα επί του θέματος, σε έπιανε ο άλλος με τα περί ταξικής
αγάπης, οι πιο μορφωμένοι κατέβαζαν και κανένα τσιτάτο από τον Έγκελς, ξέρεις,
εκείνο το γνωστό από την Καταγωγή της Οικογένειας,
κι εκεί πάνω κάτω έληγε όλη η συζήτηση. Οπότε αυτό που ένιωθες για μια γυναίκα
το κρατούσες μέσα σου, όχι πως το φύλαγες μυστικό, απλά δεν μπορούσες να το
μοιραστείς άνετα με τους φίλους σου –για να καταλάβεις τι σου λέω, υπήρχαν
σύντροφοι που ούτε στη γυναίκα τους τολμούσαν ν’ ανοίξουν κουβέντα περί
ερωτικών. Φοβόντουσαν. Μην θεωρηθούν τζιτζιφιόγκοι μικροαστοί, μην τυχόν
θεωρηθεί ότι ξεχνούσαν την ταξική πάλη, την ταξική αγάπη αυτά. Στην ίδια τους
τη γυναίκα, καταλαβαίνεις!
Με το περίφημο χαστούκι εικονοποιείται η βία
στην καθημερινότητα του έλληνα, στον 20ο αιώνα ως την Μεταπολίτευση,
με δικτατορίες, συλλήψεις, εκτοπίσεις, φυλακίσεις, βασανισμούς, εξευτελισμούς,
εκτελέσεις, αλλά και η αφομοίωση και αποδοχή συμπεριφορών βίας, από τον
άνθρωπο, για σωφρονισμό και τιμωρία, ώστε π.χ. ο γονιός να δέρνει το παιδί του
και ο ίδιος να προτρέπει τον δάσκαλο να χρησιμοποιεί τη βέργα και την παλάμη
του, ο μάστορας να νομιμοποιείται στο καταχέριασμα του κάλφα, ο δημόσιος
διασυρμός του κουρεμένου εν χρω γαβριά, με βάση τον Νόμο 4.000, με την πινακίδα
«Είμαι τεντυμπόι» στο στήθος, να μην εξεγείρει τους διερχόμενους που γίνονται
θεατές της διαπόμπευσης, ο νοικοκύρης να θεωρεί ότι δικαιούται να σιδερώσει την
ανήλικη Σπυριδούλα που του παρέχει υπηρεσίες υπηρέτριας. Η τελευταία αυτή
τραγική περίπτωση βίας εντάσσεται ως τεκμήριο στο βιβλίο.
Στην Ελλάδα της εποχής του Εμφυλίου η ζωή
κυλούσε
ανάμεσα σ’ έναν ανεξάντλητο συρφετό εξαγορασμένων
πολιτικάντηδων, βολεμένων υπαλλήλων του Δημοσίου, κρετίνων στρατιωτικών,
τρομαγμένων χωροφυλάκων, αγάμητων ταγματασφαλιτών, ανήθικων παπάδων, εγκληματιών
κομπιναδόρων, στυγνών μαυραγοριτών, βρικολακιασμένων τσιφλικάδων,
καμουφλαρισμένων δωσιλόγων, πρόστυχων μεσαζόντων, πουλημένων δικαστών,
ανελέητων τραπεζικών, άτεγκτων γιατρών, μαφιόζων δικηγόρων, αμόρφωτων δασκάλων,
όλων ανεξαιρέτως «πλουτισάντων» (με τον ένα ή τον άλλο τρόπο) «κατά την
Κατοχήν».
Κι αμέσως μετά τον Εμφύλιο κι αργότερα
Πολύ τρομοκρατημένοι είχαν καταντήσει οι Έλληνες γονείς στα
χίλια εννιακόσια πενήντα. Και στα χίλια εννιακόσια εξήντα. Μόνο η δηλωμένη
συμβίωση με το εθνικό ψέμα, πατρίδα, θρησκεία, οικογένεια, εξασφάλιζε μια υποτυπώδη ψυχική ηρεμία
(και το πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων) στην ελληνική οικογένεια.
Δηλωμένος εθνικόφρων στη δουλειά ή στο καφενείο, δηλωμένος πιστός τις Κυριακές
στην εκκλησία, δηλωμένος «νοικοκύρης» με δούλους παιδιά και γυναίκα στο σπίτι.
Το Χαστουκόδεντρο, τέλος, είναι ένα έργο
με οργή και πόνο κι αγάπη για μια πατρίδα που την έπαιξαν, και συνεχίζουν
ακόμη, τα παιδιά της στη ρουλέτα των υπερεθνικών καζίνο. Είναι ένα έργο για ένα
λαό που εκεί που εκρήγνυται και αγωνίζεται και μάχεται με αυτοθυσία, εκεί
απογοητεύεται και λιποψυχά και βάζει την ουρά στα σκέλια, προδίδοντας ιδέες,
ιδανικά, εκποιώντας τα τιμαλφή της ψυχής του, στρώνοντας την αξιοπρέπειά του
δουλικό χαλί στα βρωμερά παπούτσια των εξουσιών.
Σ’ ό,τι αφορά στους τρόπους που μετέρχεται ο
συγγραφέας έχουμε ένα έργο με σπασμένη αφήγηση, κομματιασμένη χρονικά, αφήγηση
ρεπορτάζ, ντοκιμαντέρ με ευφυέστατο μοντάζ, με οργανική ένταξη στην αφήγηση
ντοκουμέντων από τον Τύπο της εποχής, επιστολικά κείμενα και έγγραφα, ως δομικά
της στοιχεία, με ποικιλία ύφους, με εναλλαγές της αφήγησης από το γ’ στο α’
πρόσωπο, με διαφοροποίηση στο μέγεθος των τυπογραφικών στοιχείων ακόμη και μέσα
στην ίδια φράση, προκειμένου να επιτευχθεί και οπτικά η επίταση στη ροή της
αφήγησης, και βεβαίως με παρουσία του ίδιου του συγγραφέα, με την περσόνα του
Βενιαμίν Σανιδόπουλου.
Ο Σανιδόπουλος εκφράζει την αριστερή κριτική
θέση στην μετακατοχική ελληνική πραγματικότητα αλλά και στις θέσεις και στη
στάση της ίδιας της ελληνικής αριστεράς.
Το έργο ολοκληρώνεται με την παράθεση επιμέτρου
στο οποίο παρέχονται πλείστες πληροφορίες για τις αναφορές σε ιστορικά γεγονότα
και πρόσωπα.
Γιώργος Χ. Θεοχάρης
Λιβαδειά – Δευτέρα 18/2/2013