Τετάρτη 29 Οκτωβρίου 2014

Ποίηση ακριβή και αθώα: ο Διονύσης Μαρίνος γράφει για το βιβλίο του Γ.Χ. Θεοχάρη «Πιστοποιητικά θνητότητας»

Ποίηση ακριβή και αθώα

Γράφει ο Διονύσης Μαρίνος //

Pistopoiitika(Γιώργος Χ. Θεοχάρης – «Πιστοποιητικά θνητότητας», εκδ. Σύγχρονη Έκφραση)
Αθέατος βασιλικός μυρίζει.
Βασιλικός πλατύφυλλης αποδημίας. 
Μιχάλης Γκανάς

Ω, Γιάννη Βαρβέρη και Αργύρη Χιόνη και Τάσο Δενέγη, εσύ. Ω, Βασίλη Στεργιάδη και Τάκη Παυλοστάθη και Αλέξη Τραϊανέ, κι εσύ, βεβαίως. Σκέφτομαι τον Γιάννη Πατίλη, τη Νατάσα Χατζιδάκι, τη Μαρία Λαϊνά, την Τζένη Μαστοράκη – τον Λεφτέρη Πούλιο σκέφτομαι και τον Δημήτρη Ποταμίτη. Πλατάνια σκιερά του Μιχάλη Γκανά και σκληρά τοπία της πόλης του Γιώργου Χρονά. Και ω, Γιώργο Μαρκόπουλε, Γιάννη Υφαντή και Γιάννη Κοντέ και ο Χρήστο Μπράβε (αδικοχαμένος κι εσύ περνάς) και ω, Γιώργο Θεοχάρη, ματαιωμένοι, καθαρμένοι άγιοι και πότες και αλήτες του ’70 εκδρομείς με τα στιλπνά οράματα και τις γενναίες ήττες και το σκληρό σαν πέτρα ψύχος της επανάστασης που δεν έγινε και το πουλί της Χούντας σαν αγκάθι και σαν μουσούδα τέρατος, αγαπημένη γενιά, ποια χέρια σας έταξαν το θαύμα;
Διαβάζω τα «Πιστοποιητικά θνητότητας» του Γιώργου Χ. Θεοχάρη (εκδ. Σύχρονη Έκφραση) κι εκείνα με διαβάζουν πόντο-πόντο, λέξη-λέξη με φθείρουν και με σιάζουν. Διαβάζω τα ποιήματα του Θεοχάρη, σημαίνει μυρίζω το γόνιμο χώμα της ζωής και του θανάτου. Αυτό που πατάς και τέλος σε πατάει. Διαβάζω τα ποιήματά του σημαίνει εξασκούμαι στη μνήμη – νιότη χαμένα, όραμα που περιζώνει, λέξη μου λιανή, κυκλάμινη θύμηση και ένα κορίτσι σαν μήλο κόκκινο και αφάγωτο.
Με εκείνον τον υπερρεαλισμό που θέλγει, με το θάλπος ενός ρεαλισμού ανέγγιχτου από το γδάρσιμο του κάθε μέρα, με ειρωνεία που σπάει κόκκαλα, με ποίηση ποιητικής που αναφέρει και αναφέρεται στον Λειβαδίτη, τον Καρυωτάκη, τον Καββαδία, τον Σεφέρη, τη ρίζα του δέντρου, το μνήμα του αγαπημένου, τα τανκς που πέρασαν από πάνω μας – ερπύστρια Ελλάδα αγαπημένη. Χωριό αγαπημένο με ανθρώπους που πήγαν καλιά τους, που ξόφλησαν όλες τις ημέρες που τους αναλογούσαν ή που φαγώθηκαν νωρίς από την αρρώστια και το θέρισμα του πολέμου. Η ποίηση του Θεοχάρη είναι ζωή και θάνατος αρτιγέννητοι, παντρεμένοι από την αρχή του κόσμου και του ανθρώπου. Είναι μια ποίηση ζεστού ανθρωπισμού, παλλόμενη καρδιά – αυτό είναι.
Κι αν τα στερνά τιμούν τα πρώτα, σε μια συλλογή που εκτείνεται από το 1970 έως τις ημέρες μας, κι αν τα χνάρια αλάβωτα τραγουδούν ιαμβικά ή ελευθερόστιχα κι αν κάποια ποιήματα είναι σαν παραμύθια καμωμένα ή διηγήσεις που μόνο οι σοφοί παππούδες ξέρουν να ιστορήσουν, εκείνο που μένει, εκείνο που παρίσταται στο δράμα της ζωής, είναι ένας πηγαίος ανθρωπισμός, είναι άχτι για κάτι που έγινε και ένα χτικιό για εκείνο που συνέβη, για το κακό μας ριζικό, το εθνικό, για την αγάπη που ράγισε, για τον φίλο που μας χαιρέτησε και πήγε, για την μάνα και τον πατέρα, οστά πλυμένα, βροχή ποτιστική στο χώμα των δικών μας – των οικείων.
Δεν ξέρω άλλη τόσο ανθρώπινη ποίηση, από αυτή. Τόσο στενά δεμένη με τη φύση (που και αυτή ανθρώπινη γίνεται, με δάχτυλα, πρόσωπα, ανάσα και πάθη), ποίηση που αρταίνεται, που πενθεί και γελάει, που προσδοκά τη σάρκα και το κλαδί λυγίζει σε ένα στίχο.
Διαβάζω τα «Πιστοποητικά θνητότητα» σημαίνει πως υπάρχει μια παράδοση που πατάει στέρεο έδαφος, μια βαθιά ελληνικότητα δίχως τις ενοχές του φολκόρ. Η ποίηση του Θεοχάρη είναι το τσάκισμα ενός δημοτικού τραγουδιού και ο σεβντάς ενός ρεμπέτη, είναι το δράμα του αστού που έχασε το δρόμο του. Εξ ου και είναι μια ποίηση ρυθμική, τραγουδιστή, που’ χει και το ροκ και το μπιτ και της ανάσας το ύστατο σκάλωμα και του αίματος το αδικαίωτο και του χρόνου το πασαπόρτι βεβαιωμένο. Κι ό,τι πεθαίνει πιστοποιείται πως θα ζει και ό,τι ζει στη θανή είναι δικασμένο. Μόνο που οι ποιητές πριν πεθάνουν, έχουν ήδη πεθάνει από λίγο κάθε φορά προς χάριν της ποίησης.
Η ποίηση του Θεοχάρη είναι εκείνο το γυαλί στο μάτι του, η γλώσσα που το δάκρυ στην άκρη του ματιού του ήρθε και στάθηκε. Είναι το μπόι της αύρα του κι εκείνο το χαμόγελο το τσαχπίκινο και το τόσο πικραμένο. Είναι τα ευχετικά κεριά των στίχων του, η συζήτηση που δεν τελειώνει με ανθρώπους που έφυγαν και με εκείνους που δεν ήρθαν.
Είναι μια ποίηση αθώα και για τούτο ακριβή – αυτό είναι.

Τρίτη 21 Οκτωβρίου 2014

Με την ομιλία του Δημήτρη Στεφανάκη Ο ΚΑΜΥ ΚΑΙ Η ΕΛΛΑΔΑ με αφορμή το βιβλίο του «Συλλαβίζοντας το καλοκαίρι» εγκαινιάσαμε την 24η χρονιά των εκδηλώσεών μας

Εγκαινιάσαμε με εξαιρετική επιτυχία τη  Δευτέρα 20 Οκτωβρίου την 24η περίοδο (χρονιά) εκδηλώσεων του βιβλιοπωλείου παρουσιάζοντας μια πτυχή της εποχής και του έργου του Νομπελίστα συγγραφέα Αλμπέρ Καμύ μέσα από την πέννα και τη διεισδυτική ματιά του Δημήτρη Στεφανάκη με αφορμή το βιβλίο του «Συλλαβίζοντας το καλοκαίρι».


Μια ακόμη περίοδος που ξεκινάει με την ίδια δίψα προσφοράς στους φίλους μας με ότι καλύτερο μπορούμε. Με τη φιλοδοξία και αυτός ο κύκλος – μέρος του οποίου έχει ανακοινωθεί – να εντυπωθεί στη μνήμη ως κάτι ξεχωριστό. Χωρίς εκπτώσεις στην ποιότητα και παρά τη ζοφερή κατάσταση που επικρατεί στο χώρο του βιβλίου.
Σας δίνουμε μια μικρή περίληψη από όσα είπε με το δικό του ξεχωριστό τρόπο ο συγγραφέας που έχει δημιουργήσει μια ιδιαίτερη σχέση με τους φίλους του βιβλιοπωλείου μας.


Ο ΚΑΜΥ ΚΑΙ Η ΕΛΛΑΔΑ

Ο Καμύ μετέτρεψε σε δράμα ή σε φιλοσοφία ό,τι δεν μπόρεσε να αφηγηθεί μυθιστορηματικά.  Με τον ίδιο τρόπο ό,τι δεν κατάφερε να ερμηνεύσει, το απέδωσε στους Έλληνες. Η Αρχαιότητα του Φωτός και του Μέτρου τον σαγήνεψε και τον ενέπνευσε κάθε φορά που είχε ανάγκη από κάτι ανάλογο.
Αναγνωρίζοντας ολόθερμα την σημασία του αρχαιοελληνικού πολιτισμού, αγάπησε με πάθος το τοπίο μες στο οποίο γεννήθηκε το ελληνικό πολιτιστικό θαύμα. Άνθρωπος της Μεσογείου, ένας σύγχρονος Προμηθέας ο ίδιος, πάλεψε ενάντια στην αδικία και στη βαρβαρότητα της Ιστορίας. Κι όταν επιχείρησε να απαντήσει με ιδεολογικούς όρους στο ζήτημα της ελευθερίας και της δικαιοσύνης, κατέφυγε στην «σκέψη του μεσημεριού», σ’ ένα περιβάλλον εκτυφλωτικού φωτός απολύτως μεσογειακό.  Η Μεσόγειος και η  Ελλάδα φαντάζουν το έσχατο καταφύγιό του. Γράφει στη Πτώση:
«Στο ελληνικό αρχιπέλαγος μου γεννήθηκε η αντίθετη εντύπωση. Καινούργια νησιά ξεπρόβαλλαν ασταμάτητα στον κύκλο του ορίζοντα. Η άδενδρη ράχ­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­η τους χάραζε το όριο του ουρανού, η βραχώδης ακτογραμμή τους, διαγραφόταν καθαρά πάνω από τη θάλασσα. Ουδεμία σύγχυση. Στην ακρίβεια του φωτός όλα ήταν οριοθετημένα».
Και λίγο πιο κάτω: «Από τότε η Ελλάδα αναπαράγεται κάπου μέσα μου, στις παρυφές της μνήμης μου, αβίαστα».
Το 1939, σε ηλικία 26 χρονών ήθελε να επισκεφτεί τη χώρα μας όπως μας λέει στο Καλοκαίρι. «Τη χρονιά του πολέμου ήθελα να κάνω το ταξίδι του Οδυσσέα». Τον εμπόδισε ο πόλεμος. Όμως ταξίδευε συχνά ως εδώ, ακόμα κι αν επρόκειτο για νοερό ταξίδι, σε αναζήτηση του κάλλους. Με αφορμή αυτό το κάλλος προσθέτει:
«Εξορίσαμε την ομορφιά, ενώ οι Έλληνες πήραν τα όπλα για χάρη της. Πρώτη μεγάλη διαφορά που μας έρχεται από μακριά. Η ελληνική σκέψη οχυρώνεται πίσω από την ιδέα του μέτρου».


Ο Καμύ οικοδόμησε το έργο του πάνω στο ουμανιστικό δόγμα. Για το λόγο αυτό στρεφόταν συχνά στους Αρχαίους Έλληνες. Επιπλέον μπορούσε εύκολα να αντιληφθεί τους Έλληνες της εποχής του που παρά την ένδειά τους διέθεταν αναμφίλεκτη αξιοπρέπεια. Του θύμιζαν τους ανθρώπους των παιδικών του  χρόνων την φτώχια των οποίων περιγράφει με τόσο τρυφερό τρόπο στο ημιτελές μυθιστόρημά του: «Ο Πρώτος Άνθρωπος».
Αγάπησε ακόμα και τους αρχαιοελληνικούς μύθους με αφορμή τους οποίους γράφει:
«Οι μύθοι από μόνοι τους δεν έχουν ζωή. Περιμένουν από εμάς να λάβουν σάρκα και οστά. Ένας και μόνο  άνθρωπος αν ανταποκριθεί στο κάλεσμά τους, του προσφέρουν την ανεξάντλητη ικμάδα τους». Οι καμυκοί μύθοι μοιάζουν να προέρχονται από το ίδιο κοίτασμα. Το επικίνδυνο φως στον Ξένο, η αλληγορία της Πανούκλας και η νοσταλγία του Νότου στην Πτώση αρδεύονται από τη μεσογειακή φύση του δημιουργού τους.
Με την παρηγορητική φιλοσοφία των Στωϊκών και ειδικά του Επίκτητου ο γαλλοαλγερινός συγγραφέας αντιμετώπισε το φάσμα του θανάτου, την πρώτη φορά που νοσηλεύτηκε για τη φυματίωση.  Στο κορυφαίο φιλοσοφικό του πόνημα «ο Επαναστατημένος άνθρωπος» όπου διεξέρχεται την βαρβαρότητα του ολοκληρωτισμού αναζήτησε καταφύγιο στη «σκέψη του μεσημεριού», επιχειρώντας μια ανάδρομη πορεία στους σταθμούς της εξεγερμένης σκέψης που καταλήγει σε μια παραλία της Μεσογείου μέρα μεσημέρι.
Η μαχόμενη αυτή συνείδηση θα στηρίξει σθεναρά τον αγώνα της ελληνικής αριστεράς. Στην δεκαετία του πενήντα ο Καμύ επισκέφθηκε την Ελλάδα περισσότερες από μία φορά. Ταξίδεψε ως την Μύκονο και τη Δήλο αναζητώντας το φως και τους μύθους. Από  το ταξίδι αυτό ξεκινά και το δικό μου μυθιστόρημα «Συλλαβίζοντας το καλοκαίρι» αφιερωμένο στον άνθρωπο που με τη σειρά του αφιέρωσε το λαμπρό του ταλέντο στη χώρα μας.

Πηγή: περιοδικό Κλεψύδρα

Τρίτη 14 Οκτωβρίου 2014

«Ο Καμύ και η Ελλάδα. Ελληνικοί μύθοι – Καλοκαίρι – Φως – Μεσόγειος» τη Δευτέρα 20/10/2014 και ώρα 8:00 μμ στο βιβλιοπωλείο ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΚΦΡΑΣΗ με ομιλητή το Δημήτρη Στεφανάκη



Το Βιβλιοπωλείο ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΚΦΡΑΣΗ 

και οι Εκδόσεις ΨΥΧΟΓΙΟΣ

με αφορμή το νέο βιβλίο του Δημήτρη Στεφανάκη

σας προσκαλούν σε μία συζήτηση με θέμα:

«Ο Καμύ και η Ελλάδα. Ελληνικοί μύθοι – Καλοκαίρι –

 Φως – Μεσόγειος».


Τη Δευτέρα 20/10/2014  και ώρα 8:00 μμ 

στο χώρο του βιβλιοπωλείου


Το ταξίδι στις Κυκλάδες και στο φως ξεκινά ένα καλοκαίρι, στα τέλη του εικοστού αιώνα. Ένας διάσημος νομπελίστας, ο Αλμπέρ Καμύ, επιστρέφει στην πρωτεύουσα του χρόνου, την εποχή μας, και στη Μεσόγειο που αγάπησε. Τον συνοδεύει η νεαρή δημοσιογράφος Αριάδνη Δάριβα, που βλέπει αυτό το ταξίδι σαν μια δεύτερη ευκαιρία προκειμένου ο Γαλλοαλγερινός συγγραφέας να ολοκληρώσει το μυθιστόρημά του Ο πρώτος άνθρωπος. 
Κάτω από τον ανίκητο ήλιο, στο διονυσιακό περιβάλλον της καλοκαιρινής Μυκόνου, ο Καμύ θα προσπαθήσει να συμφιλιώσει τις αναμνήσεις της προηγούμενης ζωής του με ένα σήμερα που δεν τον αφορά. Παλινωδώντας ανάμεσα στον έρωτα και στον θάνατο, θέλει να πιαστεί από τη χαρά της ζωής μέσα σ’ έναν κόσμο όπου άνθρωποι, βιβλία και πάθη ζητούν ολοκλήρωση. 

Ένα μυθιστόρημα για το ελληνικό καλοκαίρι, για την αιώνια εφηβεία και τη νιότη που δεν κατάφερε να αγγίξει ο χρόνος.



Έλια Κουρή 
Ύμνος στο αθάνατο και αήττητο ελληνικό καλοκαίρι, στη θάλασσα και στον ήλιο της Μεσογείου, στις παραστάσεις φωτός στις Κυκλάδες όταν η θάλασσα στραφταλίζει και οι ακτίνες του ήλιου θωπεύουν τους κυκλαδίτικους βράχους είναι από τη μία το μυθιστόρημα του Δημήτρη Στεφανάκη ’Συλλαβίζοντας το καλοκαίρι’, που επανεκδίδεται από τις εκδόσεις Ψυχογιός. Με έξυπνο τρόπο και μαεστρία ο Στεφανάκης πραγματοποιεί ένα ταξίδι στο χρόνο και επαναφέρει τον Καμύ στο σύγχρονο κόσμο, στη σύγχρονη εποχή, στα τέλη του 20ού αιώνα, το καλοκαίρι του 1998 στις Κυκλάδες και συγκεκριμένα στη Μύκονο – ένα νησί που αγάπησε τόσο ο Καμύ όσο και ο ίδιος ο Στεφανάκης. Τεχνηέντως, παρελαύνει όλη η φιλοσοφική σκέψη του Γαλλοαλγερινού νομπελίστα και του ίδιου του Στεφανάκη, καθώς και οι απόψεις τους για τη λογοτεχνία, τους ομότεχνούς τους, τη ζωή, τον έρωτα, το θάνατο, την ανθρώπινη ψυχή, τα νιάτα, το χρόνο που κυλάει και είναι αναντικατάστατος και ο αναγνώστης απολαμβάνει ένα απολαυστικό αναγνωστικό ταξίδι σε μονοπάτια γνήσιας λογοτεχνίας.

Δημήτρης Αθηνάκης, εφημ. ΑΥΓΗ
Οι καλοχτισμένοι χαρακτήρες του μυθιστορήματος δεν εντάσσονται τυχαία στην αφήγηση, αφού ο ένας βοηθά στο χτίσιμο του άλλου, το οποίο συνεπικουρείται από την καλοδουλεμένη και υπαινικτική γλώσσα του κειμένου.


Κωνσταντίνος Μπούρας, εφημ. ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ
Ο Δημήτρης Στεφανάκης έρχεται σε αυτό το γεμάτο φως και Ελλάδα πόνημά του να μας ταξιδέψει στις Κυκλάδες και στη Μύκονο του μύθου, παρέα με τον Αλμπέρ Καμύ... Η Ζωή και ο Θάνατος, ο Έρωτας και η Τέχνη του Λόγου, η αναζήτηση της Αλήθειας... μέσα από ένα βιβλίο που θα σας «ταξιδέψει».


Μάρη Θεοδοσοπούλου, εφημ.ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ
Στα μυθιστορήματα του Στεφανάκη, τα βασικά γνωρίσματα είναι η γλαφυρή αφήγηση, διανθισμένη με ευτράπελους τόνους, οι ρομαντικοί πρωταγωνιστές και οι συχνά κωμικοί κομπάρσοι, τα ειδυλλιακά σκηνικά και οι ευφυείς ατάκες. Δηλαδή, όλα όσα φτιάχνουν ένα τερπνό μυθιστόρημα!!

Πέμπτη 9 Οκτωβρίου 2014

Κάποτε στην Φρανκφούρτη


Κάποτε στην Φρανκφούρτη

Έτος 2001, Οκτώβριος, με την Ελλάδα τιμώμενη χώρα στην έκθεση και το Ελληνικό βιβλίο να ξεδιπλώνει τα φτερά για να πετάξει στις φιλόξενες αίθουσες του εμβληματικού κτιρίου στο σχήμα τεράστιου μολυβιού.


Με εκδότες και βιβλιοπώλες να ατενίζουν αισιόδοξα το μέλλον. 


Με δημοσιογράφους του πολιτιστικού ρεπορτάζ να καλύπτουν αγόγγυστα κάθε πτυχή των εκδηλώσεων – με laptop που άκουσον άκουσον πρωτολειτουργούσαν με ασύρματο internet και έστελναν τις πληροφορίες ταυτόχρονα με την πληκτρολόγηση στην Αθήνα -.



Με συγγραφείς και ποιητές να συνομιλούν ώρες ατελείωτες με το Γερμανόφωνο κοινό, το οποίο τιμούσε ιδιαιτέρως και τα περίπτερα όπου έστηνε το δικό της σόου - με τσιμπολογήματα από τις συνταγές μαγειρικής της - η Βέφα. 



Με τον Μανώλη Γλέζο να γεμίζει ασφυκτικά το περίπτερο όπου μιλούσε στους Γερμανούς για την Εθνική Αντίσταση στην Ελλάδα και απαιτούσε την έμπρακτη μεταμέλεια και το σεβασμό τους, την Μαρία Φαραντούρη να πλημμυρίζει με μελωδία τον εκθεσιακό χώρο και την Αγνή Μπάλτσα να μας μαγεύει ένα αξέχαστο βράδυ στο μέγαρο μουσικής της Φρανκφούρτης.


Κάποτε στην Φρανκφούρτη, μια εποχή που φαντάζει πολύ μακρινή, μια εποχή που κανένας μας δεν μπορούσε να φανταστεί ότι λίγα χρόνια αργότερα, σε μια χώρα βυθισμένη στην κρίση, το ελληνικό κράτος θα κήρυττε μεταξύ άλλων τον πόλεμο στο βιβλίο και στον πολιτισμό γενικότερα.

Κυριακή 5 Οκτωβρίου 2014

Οριστικοποιήθηκαν οι εκδηλώσεις του βιβλιοπωλείου μας για την περίοδο Οκτώβριος - Δεκέμβριος 2014


Οριστικοποιήθηκαν οι εκδηλώσεις του βιβλιοπωλείου μας για την περίοδο Οκτώβριος - Δεκέμβριος 2014 χωρίς να αποκλείονται και κάποιες ακόμη εμβόλιμες. 
Απ' ότι θα διαπιστώσετε εκτός της καθιερωμένης από δεκαετίες Δευτέρα μπαίνει στο πρόγραμμά μας και η μέρα της Παρασκευής.