Δίστομο: Πολιτικές εκβιασμού διαχρονικά από την
Γερμανία για εγκληματίες Πολέμου, αποζημιώσεις.
Η ΕΚΔΗΛΩΣΗ
ΣΤΟ ΜΟΥΣΕΙΟ
Το δριμύ ψύχος, η απειλή - εκείνες τις ώρες- για τον
επερχόμενο χιονιά, δεν στάθηκαν εμπόδιο στην προσέλευση του κοινού για την εκδήλωση
στο ΜΟΥΣΕΙΟ ΘΥΜΑΤΩΝ ΝΑΖΙΣΜΟΥ ΔΙΣΤΟΜΟΥ η οποία εστέφθη από εξαιρετική επιτυχία!
Δεν ήταν μόνο η ανταπόκριση συμπατριωτών από το Δίστομο (όπως και από την Λιβαδειά, Αντίκυρα, Στείρι, Παραλία/Άσπρα Σπίτια, Ορχομενό), αλλά και από την ποιότητα των ομιλιών και το διάλογο που ακολούθησε πάνω στο βιβλίο της Δρ Νεότερης Ιστορίας Δέσποινας -Γεωργίας Κωνσταντινάκου με τίτλο ''Πολεμικές οφειλές και εγκληματίες πολέμου στην Ελλάδα - Ψάχνοντας την ηθική και υλική δικαίωση μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο''.
Δεν ήταν μόνο η ανταπόκριση συμπατριωτών από το Δίστομο (όπως και από την Λιβαδειά, Αντίκυρα, Στείρι, Παραλία/Άσπρα Σπίτια, Ορχομενό), αλλά και από την ποιότητα των ομιλιών και το διάλογο που ακολούθησε πάνω στο βιβλίο της Δρ Νεότερης Ιστορίας Δέσποινας -Γεωργίας Κωνσταντινάκου με τίτλο ''Πολεμικές οφειλές και εγκληματίες πολέμου στην Ελλάδα - Ψάχνοντας την ηθική και υλική δικαίωση μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο''.
Η συγγραφέας και η Χριστίνα Ι. Σταμούλη, Νομικός και
Διαμεσολαβήτρια, κατάφεραν να δώσουν με απλή γλώσσα και σαφήνεια ένα πλούσιο σε
πτυχές και δεδομένα θέμα που καθήλωσε το ακροατήριο Η κ. Κωνσταντινάκου
ανέπτυξε, λεπτομερώς, την εξέλιξη των ελληνογερμανικών σχέσεων, από τα πρώτα
μεταπολεμικά χρόνια έως το 1990, αναφορικά με τη δίωξη - ή για την ακρίβεια μη
δίωξη- των εγκληματιών πολέμου που έδρασαν κατά τη διάρκεια της Κατοχής. Εξήγησε
πώς η δημοκρατική μεταπολεμική Γερμανία πέτυχε, εφαρμόζοντας μεταξύ άλλων και
πολιτικές εκβιασμού να εξασφαλίσει την απελευθέρωση των κρατούμενων Γερμανών
εγκληματιών. Επίσης εξήγησε πώς οι διεθνοπολιτικές σχέσεις, μεταξύ των δύο
χωρών επηρέασαν, ευθύς εξ αρχής και για όλα τα χρόνια που ακολούθησαν, τη
δυνατότητα έναρξης διαπραγματεύσεων για το θέμα των οφειλόμενων πολεμικών
επανορθώσεων. Ανέφερε συγκεκριμένα παραδείγματα υποδίκων και καταδικασμένων από
τις αρμόδιες ελληνικές αρχές και ποιος ήταν ο χειρισμός που επιφυλάχθηκε σε
περιπτώσεις όπως του, εκ των υπευθύνων της Σφαγής του Διστόμου, λοχαγού των SS
Heins Zabel, του Σφαγέα των Εβραίων της Θεσσαλονίκης, Μαξιμίλιαν Μέρτεν καθώς
και του επικεφαλής του Φρουρίου Κρήτης λοχαγού Αντρέ.
Η κ. Σταμούλη από την πλευρά της εξήγησε παραστατικά
την πορεία που ακολούθησε η υπόθεση της διεκδίκησης πολεμικών επανορθώσεων και,
ιδιαίτερα των ατομικών αποζημιώσεων των δικαιούχων από την τραγική Σφαγή του
Διστόμου από το 1990 μέχρι σήμερα. Ενημέρωσε με λεπτομέρειες το Διστομίτικο -
και λοιπό - ακροατήριο για τις διαδικασίες που έχουν λάβει χώρα στην Ιταλία και
για το αύριο της υποθέσεως αυτής. Έκανε σαφές ότι οι διαδικασίες αυτές,
συνεχίζονται και ότι δεν μπορούμε να ξέρουμε ποια ακριβώς θα είναι η εξέλιξη,
καθώς μέχρι τώρα έχουμε ζήσει επανειλημμένες ανατροπές. Τέλος τόνισε ότι οι
επισκέψεις νέων στη Γερμανία, που οργανώνονται με ή χωρίς γερμανικές
χρηματοδοτήσεις μπορούν να αποβούν επικίνδυνες και για το λόγο αυτό, γονείς και
εκπαιδευτικοί πρέπει να διατηρούν υψηλό βαθμό εγρήγορσης και να ενημερώνουν
τους νέους αμερόληπτα για όλες τις πτυχές της υπόθεσης αυτής.
Τόσο ο Πρόεδρος της Διοικούσας Επιτροπής του Μουσείου
Θανάσης Πανουργιάς , όσο και το μέλος της ΔΕ - και συντονιστής της εκδήλωσης-
δημοσιογράφος Λουκάς Δημάκας, ενημέρωσαν για το νέο εξωστρεφές πρόγραμμα που
εφαρμόζει το Μουσείο με στόχο να έχει παρουσία μέσω δράσεων όλο το έτος και
πέραν του Διστόμου, αλλά και για τις ενέργειες για την θεσμική κατοχύρωση του
Μουσείου από την Πολιτεία.
Η ομιλία της Δέσποινας - Γεωργίας Κωνσταντινάκου
Το αίτημα για ηθική και υλική δικαίωση των τεράστιων
απωλειών και καταστροφών που υπέστη η Ελλάδα κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο εκδηλώθηκε
ήδη μεσούντος του πολέμου, με την εξόριστη ελληνική κυβέρνηση στο Κάιρο, να
συλλέγει στοιχεία για τις βιαιότητες των δυνάμεων κατοχής, τα οποία σκόπευε να
χρησιμοποιήσει ως αποδείξεις όταν θα έφτανε η ώρα του επιμερισμού των ευθυνών. Παρά
τις αγαθές προθέσεις όμως το εγχείρημα αποδείχθηκε δύσκολο. Στο διαλυμένο από
την τετράχρονη κατοχή κράτος δεν υπήρχαν οι δομές και η οργάνωση που θα
μπορούσαν να στηρίξουν την τεκμηριωμένη προβολή των καταστροφών και κατ’
επέκταση των διεκδικήσεων.
Η Ελλάδα δεν κατάφερε ποτέ να προβεί σε μία επίσημη,
συνολική αποτίμηση των ζημιών που προκλήθηκαν στην οικονομία και τον πληθυσμό,
ενώ υπήρξε μία από τις τελευταίες χώρες που ίδρυσε Εθνικό Γραφείο Εγκληματιών
Πολέμου μόλις τον Ιούνιο του 1945, και μόνο μετά την προειδοποίηση των Συμμάχων
πως χωρίς την ύπαρξη Γραφείου δεν θα μπορούσε να καταστεί δυνατός ο εντοπισμός
και η ποινική δίωξη των ατόμων που κατηγορούνταν για εγκλήματα πολέμου. Το
Ελληνικό Εθνικό Γραφείο ήταν αρμόδιο για την συγκέντρωση και αξιολόγηση
αποδεικτικού υλικού, το οποίο θα αποστελλόταν στις συμμαχικές αρχές, που θα
προχωρούσαν στον εντοπισμό και την παράδοση των καταζητούμενων για να δικαστούν
από την ελληνική δικαιοσύνη. Ξεπερνώντας τις εξαιρετικά αντίξοες συνθήκες με
τις οποίες βρέθηκε αντιμέτωπο, το Ελληνικό Γραφείο ύστερα από φιλότιμες
προσπάθειες κατάφερε να παραδώσει στις Συμμαχικές αρχές καταλόγους με ονόματα
καταζητούμενων. Ύστερα από αξιολόγηση των στοιχείων, οι Σύμμαχοι ενέκριναν την
εγγραφή 1127 ατόμων στις λίστες των εγκληματιών πολέμου. Από αυτούς 470 ήταν
Γερμανοί, 242 Ιταλοί, 410 Βούλγαροι και 5 Αλβανοί. Οι αιτήσεις παράδοσης έπεσαν
όμως στο κενό καθώς οι κατηγορούμενοι στην συντριπτική πλειοψηφία τους δεν ήταν
δυνατό να εντοπισθούν. Οι Ιταλοί και Βούλγαροι που οδηγήθηκαν στα ελληνικά
δικαστήρια είχαν συλληφθεί είτε από τον ΕΛΑΣ είτε από τις ελληνικές αστυνομικές
αρχές, ενώ οι λίγοι Γερμανοί που παραδόθηκαν για να δικαστούν προέρχονταν
κυρίως από βρετανικά στρατόπεδα στην Μέση Ανατολή όπου ήταν πιο εύκολη η εξακρίβωση
των στοιχείων των κρατουμένων.
Οι δίκες των Γερμανών υπηκόων που κατηγορούνταν για
εγκλήματα πολέμου ξεκίνησαν στα τέλη του 1946. Οι πρώτοι που οδηγήθηκαν στα
ελληνικά δικαστήρια ήταν οι στρατηγοί της Κρήτης Bruno Bräuer και Friedrich Müller, που κατηγορούνταν μεταξύ άλλων
για εκτελέσεις, εκτοπισμούς, λεηλασίες, εμπρησμούς. Η δίκη τελείωσε με την
καταδίκη των δύο Γερμανών σε θάνατο και την εκτέλεσή τους στο Χαϊδάρι στις 20
Μαΐου 1947, ανήμερα της επετείου της Μάχης της Κρήτης. Την ίδια τύχη είχε και ο
επόμενος Γερμανός που δικάστηκε από ελληνικά δικαστήρια, ο επιλοχίας Fritz Schubert, ο οποίος κατά γενική ομολογία αποτελούσε μια από τις «πλέον ειδεχθείς
μορφές» των γερμανικών Δυνάμεων Κατοχής, και κατηγορούταν για εγκλήματα πολέμου
στην Κρήτη και τη Μακεδονία. Στους υπόλοιπους Γερμανούς επιβλήθηκαν μικρές μόνο
ποινές ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις υπήρξαν και αθωωτικές αποφάσεις ακόμα και
για άτομα που κατηγορούνταν για διάπραξη φόνων και βασανιστηρίων. Εξαίρεση
αποτέλεσε η περίπτωση του Alexander Andrae, διοικητή του Φρουρίου Κρήτης που έδρασε μαζί με τους Bräuer και Müller, ο οποίος τον Δεκέμβριο του 1947 καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη.
Ενώπιον της ελληνικής
δικαιοσύνης οδηγήθηκαν συνολικά μόλις 15 Γερμανοί υπήκοοι με την κατηγορία της
συμμετοχής σε εγκλήματα πολέμου. Στην πλειοψηφία τους επρόκειτο για άτομα που
κατηγορούνταν για μεμονωμένους φόνους, οικονομικά εγκλήματα, όπως παράνομος
πλουτισμός ή επιτάξεις ελληνικών αγαθών και περιουσίων ή κατασκοπεία. Κανένας
δεν καταδικάστηκε για συμμετοχή στις μεγάλες σφαγές που διεξήγαγαν τα Γερμανικά
στρατεύματα ανά την Ελλάδα, με πιο κραυγαλέες περιπτώσεις τα Καλάβρυτα, το
Δίστομο, το Κομμένο, την Κλεισούρα, τις οποίες ακόμα και το ίδιο το Δικαστήριο
της Νυρεμβέργης κατά τη διάρκεια της δίκης 7 που αφορούσε τα αντίποινα στην
Νοτιοανατολική Ευρώπη, χαρακτήρισε ως «κραυγαλέες δολοφονίες», δεδομένου πως
στις περισσότερες περιπτώσεις εφαρμογής αντιποίνων δεν αποδείχθηκε ποτέ η συνεργασία
του άμαχου πληθυσμού στις επιθέσεις που διεξήγαγαν οι αντάρτες εναντίον
Γερμανών στρατιωτών. Αντίθετα, όπως αναγνώριζε η απόφαση του Δικαστηρίου, οι Γερμανοί
στρατιώτες εκδικήθηκαν τις συγκεκριμένες επιθέσεις με εκτεταμένες εκτελέσεις αθώων,
που δεν είχαν καμία σχέση με τις αντάρτικες ομάδες.
Ο μόνος Γερμανός υπήκοος που κατηγορήθηκε για συμμετοχή
σε μία από τις μεγάλες σφαγές, υπήρξε ο λοχαγός των Ες Ες Heinz Zabel, τον
οποίο παρέδωσαν στην Αθήνα τον Αύγουστο του 1949 οι γαλλικές αρχές κατοχής της
Γερμανίας ως υπεύθυνο της σφαγής του Διστόμου. Τη στιγμή της παράδοσης του
Zabel όμως το κλίμα στην Ελλάδα και διεθνώς είχε αρχίσει να αλλάζει. Το ζήτημα
της δίωξης των εγκληματιών πολέμου είχε πλέον πάψει να απασχολεί την ελληνική
πολιτεία αλλά και την κοινή γνώμη, που εστίαζαν την προσοχή τους στις νέες
ισορροπίες που διαμόρφωναν οι απαρχές του Ψυχρού πολέμου και στην τοποθέτηση
της Ελλάδας στη διεθνή σκακιέρα. Ούτως ή άλλως η επανέναρξη των διπλωματικών
σχέσεων μεταξύ της Ελλάδας και της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας τον
Δεκέμβριο του 1950 έθετε νέα δεδομένα στο ζήτημα των εγκληματιών πολέμου. Οι
Γερμανοί διπλωμάτες φρόντισαν από την πρώτη στιγμή να καταστήσουν σαφές πως η
γρήγορη, αθόρυβη αλλά προπάντων οριστική διευθέτηση του ζητήματος θα αποτελούσε
πρωταρχικό στόχο των ομοσπονδιακών αρχών, για την επίτευξη του οποίου δεν θα
δίσταζαν να χρησιμοποιήσουν όλα τα δυνατά μέσα πίεσης.
Πράγματι οι πιέσεις απέδωσαν
καρπούς. Μέχρι το 1953 όλοι οι Γερμανοί υπήκοοι που κατηγορούνταν για εγκλήματα
πολέμου είχαν αφεθεί ελεύθεροι. Ο Zabel δεν πέρασε ποτέ από δίκη, αλλά
απελευθερώθηκε τελευταίος τον Ιούνιο του 1953, κάνοντας χρήση της ειδικής
διάταξης του Α.Ν. 2058, η οποία προέβλεπε τη δυνατότητα άσκησης αναστολής της
ποινικής δίωξης για όλα τα αδικήματα που χαρακτηρίζονταν ως εγκλήματα πολέμου. Ο
αποφασιστικός βέβαια παράγοντας που οδήγησε στην απελευθέρωση του Zabel υπήρξε
η πίεση των Γερμανικών αρχών, οι οποίες εκμεταλλευόμενες το αίτημα της Αθήνας
για την τοποθέτηση γερμανικών κεφαλαίων στην Ελλάδα ύψους 200 εκατ. Μάρκων, ξεκαθάρισαν
πως, σε περίπτωση που ο Zabel δεν αφηνόταν άμεσα ελεύθερος, υπήρχε ο κίνδυνος η
τοποθέτηση να μην καταστεί τελικά δυνατή, ενόψει του εξαιρετικά αρνητικού αντίκτυπου
που θα προκαλούσε στη γερμανική κοινή γνώμη η παροχή βοήθειας προς μία χώρα, η
οποία εξακολουθούσε να κρατά στις φυλακές της έναν Γερμανό υπήκοο. Λίγες μόνο
ημέρες μετά το γερμανικό τελεσίγραφο, ο ίδιος ο Πρωθυπουργός Αλέξανδρος Παπάγος
έδωσε την εντολή για την αποφυλάκιση του Zabel, ο οποίος άλλωστε, όπως αδιάκοπα
υποστήριζε η Βόννη σε κάθε ευκαιρία, δεν είχε καμία απολύτως σχέση με τη σφαγή
του Διστόμου. Το μόνο του λάθος ήταν πως έμοιαζε πολύ με τον Fritz Lautenbach τον
αξιωματικό δηλαδή που είχε διατάξει τη σφαγή στο Δίστομο, με αποτέλεσμα πολλοί
μάρτυρες να μπερδεύουν τα δύο πρόσωπα και να αναγνωρίζουν λανθασμένα στο
πρόσωπο του Zabel τον υπεύθυνο της σφαγής.
Παρότι βέβαια στις ελληνικές φυλακές δεν κρατούνταν πλέον Γερμανοί
κατηγορούμενοι για εγκλήματα πολέμου, το ζήτημα της ποινικής δίωξης δεν είχε
τελειώσει, τουλάχιστον όχι τυπικά. Ο Α.Ν. 2058 προέβλεπε μεν την αναστολή των
διώξεων, η αναστολή όμως δεν θα γινόταν αυτόματα. Η ελληνική κυβέρνηση θα
παρέδιδε πρώτα τις σχετικές δικογραφίες στις δικαστικές αρχές της Γερμανίας, οι
οποίες πλέον καθίσταντο υπεύθυνες για την περαιτέρω ποινική δίωξη των υπηκόων
τους. Η δίωξη από τα ελληνικά δικαστήρια θα μπορούσε να ανασταλεί μόνο αφού
πρώτα θα είχε ξεκινήσει η ποινική διαδικασία από τα αλλοδαπά δικαστήρια. Οι
ελληνικές αρχές θεωρούσαν την παράδοση των δικογραφιών στη Γερμανία ως έναν
«εύσχημο τρόπο τερματισμού του ζητήματος», αντίληψη όμως που καθόλου δεν συμμερίζονταν
οι γερμανικές αρχές, δεδομένης άλλωστε της επιθυμίας τους για μια οριστική λύση
του ζητήματος με ένα γενικό νόμο αμνήστευσης.
Παρά τις αντιδράσεις, οι αρχές στη Βόννη δέχθηκαν τελικά
να παραλάβουν τα δικόγραφα, όταν τόσο ο Υπουργός Εξωτερικών Σοφοκλής Βενιζέλος
όσο και ο Υπουργός Δικαιοσύνης Δημήτρης Παπασπύρου τους ξεκαθάρισαν πως
δεδομένης της εσωτερικής πολιτικής κατάστασης στην Ελλάδα δεν υπήρχε καμία
απολύτως περίπτωση ψήφισης νόμου αμνήστευσης. Η παράδοση έγινε σε δύο δόσεις το
1952 και το 1956. Συνολικά η ελληνική πλευρά παρέδωσε 187 δικόγραφα εναντίον
σχεδόν 900 κατηγορουμένων. Οι γερμανικές αρχές αποδέχθηκαν μεν την παραλαβή του
υλικού, όμως δεν έκρυψαν εξαρχής την πρόθεση τους να μην προχωρήσουν σε καμία
δίκη εναντίον Γερμανού υπηκόου. Για να δικαιολογήσουν την άρνησή αυτή
υποστήριξαν πως τα δικόγραφα είχαν πολλά κενά και λάθη, ενώ και τα στοιχεία των
κατηγορουμένων ήταν ασαφή με αποτέλεσμα να μην μπορεί να διαπιστωθεί η
ταυτότητα ή η διεύθυνση κατοικίας τους. Υπό αυτές τις συνθήκες η διεξαγωγή
οποιασδήποτε δίκης καθίστατο πρακτικά αδύνατη.
Δεδομένης της προφανούς απροθυμίας των Γερμανών να εισάγουν τις υποθέσεις
σε δίκη, η ελληνική πλευρά, ύστερα και από εισήγηση του επικεφαλής του
Ελληνικού Γραφείου Εγκλημάτων Πολέμου εισαγγελέα Ανδρέα Τούση, επιχείρησε να συνδέσει
τον πολυπόθητο τερματισμό της ποινικής δίωξης των εγκληματιών πολέμου με την παροχή
αποζημιώσεων στα θύματα της κατοχής. Τον Νοέμβριο του 1956 η Αθήνα παρέδωσε
υπόμνημα στη Βόννη, προτείνοντας την έναρξη διαπραγματεύσεων για την καταβολή
αποζημίωσης στα θύματα εγκλημάτων πολέμου. Η αντίδραση της Γερμανίας υπήρξε
κάθετα αρνητική. Το αίτημα απορρίφθηκε με συνοπτικές διαδικασίες, με τις γερμανικές
αρχές να καθιστούν απολύτως σαφή τη δυσαρέσκειά τους για το γεγονός πως η
αμνηστία φαινόταν πλέον να εξελίσσεται σε μοχλό πίεσης στα χέρια των «άπληστων»
Ελλήνων που προσπαθούσαν να εκβιάσουν την καταβολή αποζημιώσεων.
Μπροστά σε αυτήν την αδιάλλακτη στάση, Ο Τούσης
προειδοποίησε τη γερμανική πλευρά πως αν δεν προέβαινε σε κάποιου είδους
ενέργεια για την παροχή αποζημιώσεων θα ήταν αναγκασμένος να επαναφέρει σε ισχύ
τα μέτρα για τον εντοπισμό εγκληματιών πολέμου μεταξύ των Γερμανών υπηκόων που
εισέρχονταν στην Ελλάδα. Οι ομοσπονδιακές αρχές αγνόησαν όμως τον Τούση,
θεωρώντας πως οι προειδοποιήσεις του δεν ήταν τίποτε άλλο παρά κούφιες απειλές
καθώς ήταν σίγουρες πως η Αθήνα επουδενί δεν θα προχωρούσε σε μια τέτοια
κίνηση, η οποία το δίχως άλλο θα δυναμίτιζε πολύ επικίνδυνα τις διμερείς
σχέσεις. Και το «ατύχημα» δεν άργησε να συμβεί. Στις 22 Απριλίου του 1957
προσγειώθηκε στην Αθήνα ο Μaximilian Merten επικεφαλής της στρατιωτικής
διοίκησης Θεσσαλονίκης κατά την κατοχή. Σκοπός του ταξιδιού ήταν να καταθέσει
ως μάρτυρας υπεράσπισης στην δίκη του πρώην μεταφραστή του. Πριν εμφανιστεί στο
δικαστήριο, ο Merten επισκέφθηκε μάλιστα την γερμανική πρεσβεία στην Αθήνα,
προκειμένου να επιβεβαιώσει ότι ήταν ασφαλές να καταθέσει στη δίκη. Οι Γερμανοί
διπλωμάτες τον διαβεβαίωσαν πέρα οποιουδήποτε δισταγμού, ότι δεν διέτρεχε κανέναν
απολύτως κίνδυνο. Εκ των πραγμάτων βέβαια αποδείχθηκε πως έκαναν μεγάλο λάθος
αφού αμέσως μετά την κατάθεσή του στο δικαστήριο, ο Merten συνελήφθη με την κατηγορία της
διάπραξης εγκλημάτων πολέμου και οδηγήθηκε στις φυλακές Αβέρωφ.
Αποσβολωμένοι οι Γερμανοί αξιωματούχοι αλλά και ο ίδιος ο
Merten,
θεώρησαν αρχικά πως η σύλληψη δεν ήταν παρά ο τρόπος που είχαν επιλέξει οι
ελληνικές αρχές για να ασκήσουν πίεση στην Γερμανία για την καταβολή
αποζημιώσεων, και ανέμεναν πως πολύ σύντομα ο Γερμανός θα αφηνόταν ελεύθερος. Οι
αυταπάτες αυτές διαλύθηκαν όμως τη στιγμή που ο Τούσης ξεκαθάρισε πως η σύλληψη
δεν αποτελούσε μέσο πίεσης αλλά πράξη που υπαγόρευαν λόγοι δικαιοσύνης. Έξαλλοι
οι Γερμανοί αξιωματούχοι έσπευσαν να έρθουν σε επαφή με τις ελληνικές υπηρεσίες
απαιτώντας την απελευθέρωση του Merten, απειλώντας την Αθήνα ακόμα και με επιβολή
«αντιποίνων», με τη δημοσίευση επίσημης ανακοίνωσης στον γερμανικό τύπο,
προκειμένου να ενημερωθεί η κοινή γνώμη για τους κινδύνους που έκρυβε ένα
ταξίδι στην Ελλάδα, με ό,τι αυτό συνεπαγόταν για τον ελληνικό τουρισμό αλλά και
για τις διμερείς σχέσεις. Η Αθήνα δεν φαινόταν όμως καθόλου πρόθυμη να
ικανοποιήσει την επιθυμία της Γερμανίας, καθώς η σύλληψη είχε πάρει μεγάλη
έκταση στον τύπο και η αντίδραση της κοινής γνώμης σε μια ενδεχόμενη
απελευθέρωση αναμενόταν να είναι σφοδρή.
Παρόλα αυτά οι προσπάθειες των Γερμανών να «λογικεύσουν»
τις ελληνικές αρχές συνεχίστηκαν. Το κλείσιμο της υπόθεσης Merten δεν προήλθε τελικά από την καταβολή αποζημιώσεων. Τον Νοέμβριο του 1958 στη
διάρκεια διαπραγματεύσεων για την παροχή δανείου 200 εκ. Μάρκων, οι Γερμανοί
χωρίς περιστροφές κατέστησαν απολύτως σαφές στον Πρωθυπουργό Κωνσταντίνο
Καραμανλή ότι η απελευθέρωση του Merten και η γενικότερη οριστική ρύθμιση του
ζητήματος των εγκληματιών πολέμου θεωρούνταν ως «αυτονόητη» προϋπόθεση για την
παροχή του δανείου. Η Ελλάδα για πολλοστή φορά στην ιστορία της βρισκόταν σε
άσχημη οικονομική κατάσταση, αποκλεισμένη από τις διεθνείς αγορές και
εξαρτημένη μόνο από διμερείς συμβάσεις για την επίτευξη εξωτερικού δανεισμού. Τη
δεδομένη στιγμή, η Γερμανία αποτελούσε μία από τις λίγες χώρες που ήταν πρόθυμη
να παράσχει οικονομική βοήθεια. Προκειμένου να λάβει το δάνειο, ο Καραμανλής
δεσμεύτηκε να απελευθερώσει τον Merten και ρυθμίσει οριστικά το ζήτημα των
εγκληματιών πολέμου. Πράγματι, ο Merten αφέθηκε ελεύθερος τον Νοέμβριο του 1959 με φωτογραφικό νόμο, τον lex Merten, όπως τον ονόμασαν τα γερμανικά
υπουργεία, ο οποίος προέβλεπε επίσης την αυτοδίκαιη αναστολή όλων των διώξεων
εναντίον Γερμανών υπηκόων που κατηγορούνταν για εγκλήματα πολέμου αλλά και τη
διάλυση του Ελληνικού Γραφείου Εγκληματιών Πολέμου. Ο Merten έλαβε μάλιστα και
αποζημίωση από την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας για την «περίοδο των ελληνικών
παθών» του, όπως χαρακτηρίστηκε η σχεδόν διετής κράτησή του στις ελληνικές
φυλακές.
Ο Merten έλαβε
λοιπόν αποζημίωση. Τα θύματα της γερμανικής κατοχής στην Ελλάδα έλαβαν;
Αντίθετα από ότι συνέβη σε χώρες όπως η Νορβηγία και η
Γαλλία ή ακόμα και η ουδέτερη κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο Σουηδία, οι οποίες
είχαν σε μεγάλο βαθμό φροντίσει για την υποστήριξη των υπηκόων τους που είχαν
πληγεί από τον πόλεμο, στην Ελλάδα δεν πάρθηκε σχεδόν καμία μέριμνα για τα
θύματα. Τρεις νόμοι του 1943 και 1944 καθόριζαν μεν τη δυνατότητα καταβολής
συντάξεων στους πληγέντες, οι προϋποθέσεις όμως ήταν τόσο περιοριστικές ώστε
μόνο λίγα άτομα μπορούσαν να καταστούν δικαιούχοι της σύνταξης.
Η δεδομένη αδυναμία του ελληνικού κράτους ανάγκαζε τα
θύματα να στρέφονται ακόμα και στις γερμανικές αρχές με εκκλήσεις για την
παροχή βοήθειας. Οι απαντήσεις που λάμβαναν ήταν όμως πάντα αρνητικές. Η Βόννη
αφενός δεν ήθελε να δημιουργήσει προηγούμενο, αφετέρου όμως και ίσως πιο
σημαντικό δεν ήθελε να θέσει σε κίνδυνο το άρθρο 5 του Συμφώνου του Λονδίνου περί των Εξωτερικών
γερμανικών χρεών που είχε υπογραφεί το 1953. Το συγκεκριμένο σύμφωνο αποτέλεσε
τον τρόπο τον οποίο οι Μεγάλες Δυνάμεις επέλεξαν, προκειμένου να αναβάλουν ή
στην ουσία να αποσβέσουν την υποχρέωση της Γερμανίας να καταβάλει συνολικές
επανορθώσεις για τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Το άρθρο 5 του συμφώνου, ανέβαλλε το
ζήτημα της καταβολής των γερμανικών επανορθώσεων μέχρι την επανένωση των δύο
Γερμανιών και την υπογραφή συνθήκης ειρήνης μεταξύ της ενιαίας Γερμανίας και
των πρώην αντιπάλων της. Φυσικά τη δεκαετία του 1950 με το ψυχροπολεμικό
σκηνικό που διαμορφωνόταν ένα τέτοιο ενδεχόμενο φάνταζε εν πολλοίς αδύνατο.
Παρά τους περιορισμούς που έθετε το Σύμφωνο του Λονδίνου,
σε κάποιες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες το αίτημα για την καταβολή αποζημιώσεων στα
θύματα του Εθνικοσοσιαλισμού εξακολουθούσε να διατηρείται ζωντανό. Μέχρι τα
τέλη του 1955 είχαν γίνει κρούσεις στη Γερμανία, η οποία όμως δεν φαινόταν
διατεθειμένη να παρεκκλίνει της προστασίας που της παρείχε το Σύμφωνο. Η
αρνητική αυτή στάση, με δεδομένη μάλιστα την ανθηρή οικονομική κατάσταση και το
τεράστιο συναλλαγματικό πλεόνασμα της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας,
κινητοποίησε τις ευρωπαϊκές αρχές, την δυσαρέσκεια των οποίων επέτεινε ακόμα
περισσότερο το γεγονός πως η ΟΔΓ είχε ήδη από το 1953 ψηφίσει εσωτερικό νόμο
που προέβλεπε την αποζημίωση των Γερμανών πληγέντων του Δευτέρου Παγκοσμίου αλλά
απέκλειε από τις παροχές όλους τους αλλοδαπούς υπηκόους.
Στις αρχές Ιανουαρίου 1956 συναντήθηκαν στη Χάγη εκπρόσωποι των κυβερνήσεων
της Γαλλίας, της Ολλανδίας, του Βελγίου και του Λουξεμβούργου, για να εξετάσουν
τη δυνατότητα διαβήματος προς την ομοσπονδιακή κυβέρνηση με σκοπό την καταβολή
αποζημιώσεων και στους υπηκόους των υπόλοιπων ευρωπαϊκών κρατών. Πολύ σύντομα,
η πρωτοβουλία διευρύνθηκε με τη Νορβηγία, τη Δανία και τη Μεγάλη Βρετανία, οι
οποίες ανταποκρίθηκαν αμέσως θετικά. Αντίθετα η Ελλάδα εμφανίστηκε διστακτική,
καθώς την ίδια περίοδο αναμενόταν στην Αθήνα η επίσκεψη του Γερμανού προέδρου Theodor Heuss. Τελικά όμως οι έντονες πιέσεις
της αντιπολίτευσης, των συλλόγων θυμάτων και της κοινής γνώμης έπεισαν και την
Αθήνα να συμμετάσχει στην κοινή πρωτοβουλία.
Η αντίδραση της Γερμανίας υπήρξε αρχικά αρνητική
τονίζοντας πως θα μπορούσε μόνο να προχωρήσει σε καταβολές υπό μορφή
«αγαθοεργίας» για τα θύματα, μια διατύπωση που προκάλεσε την οργή των
ευρωπαϊκών κρατών και την εντατικοποίηση των πιέσεων προκειμένου να καμφθούν οι
γερμανικές αντιρρήσεις. Υπό αυτό το
πρίσμα, πολύ σύντομα κατέστη φανερό στους αξιωματούχους της Βόννης πως
πολιτικοί λόγοι και η έξωθεν καλή μαρτυρία της «νέας δημοκρατικής Γερμανίας»
απαιτούσαν την καταβολή έστω «κάποιων» αποζημιώσεων για τα αλλοδαπά θύματα του
Εθνικοσοσιαλισμού. Έτσι τον Δεκέμβριο του 1958 η ομοσπονδιακή κυβέρνηση δέχθηκε
να μπει σε διαπραγματεύσεις με κάθε μία από τις ευρωπαϊκές χώρες ξεχωριστά,
φροντίζοντας όμως να καταστήσει απολύτως σαφές πως τα ποσά των αποζημιώσεων που
θα καταβάλλονταν αποτελούσαν αυτόβουλες παροχές της Γερμανίας, οι οποίες
δίνονταν κατ’ εξαίρεση αφού το άρθρο 5 του Συμφώνου του Λονδίνου ανέβαλε
οποιαδήποτε συζήτηση για διεκδικήσεις που πήγαζαν από τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο.
Μετά από εξαιρετικά επίπονες διαπραγματεύσεις και την
απειλή της ελληνικής αντιπροσωπείας ότι η αποτυχία των συνομιλιών θα μπορούσε
να αναχαιτίσει την απρόσκοπτη συνέχιση της φιλοδυτικής πορείας της χώρας, η
γερμανική πλευρά συμφώνησε στην καταβολή 115 εκ. Μάρκων στους Έλληνες πληγέντες
για «λόγους φυλής, θρησκείας ή κοσμοθεωρίας», παρά τις σφοδρές αντιδράσεις του
ομοσπονδιακού Υπουργείου Οικονομικών, το οποίο θεωρούσε πως η Γερμανία
υποχωρούσε στις υπερβολικές αξιώσεις των Ελλήνων. Η Σύμβαση μεταξύ των δύο χωρών
υπογράφτηκε στις 18.3.1960.
Σύμφωνα με το νομοθετικό διάταγμα 4178 του 1961 τα 115
εκ. μοιράστηκαν σε 96.876 αιτούντες που πληρούσαν τα κριτήρια. Το ανώτερο ποσό
αποζημίωσης που μπορούσε να λάβει ένας δικαιούχος αντιστοιχούσε σε 70.000 δρχ. Αντίθετα
με τις εκατέρωθεν κατηγορίες πως το ποσό της αποζημίωσης το καρπώθηκε κυρίως
είτε η πελατεία του κυβερνώντος κόμματος ΕΡΕ
είτε οι Εβραίοι, η έρευνα κατέδειξε πως κάτι τέτοιο δεν ισχύει αφού
αποζημιώθηκαν εξίσου οι Εβραίοι όσο και οι Χριστιανοί θύματα του
Εθνικοσοσιαλισμού. Αποζημίωση καταβλήθηκε επίσης και στα θύματα σφαγών και
αντιποίνων ανά την Ελλάδα.
Οι Έλληνες αξιωματούχοι θεώρησαν μεγάλη επιτυχία την
καταβολή των 115 εκατομμυρίων. Αντίθετα σύλλογοι θυμάτων προειδοποιούσαν από
την πρώτη στιγμή πως το ποσό δεν θα επαρκούσε για την αποζημίωση όλων των
θυμάτων της γερμανικής κατοχής. Πολύ σύντομα αποδείχθηκε πως είχαν δίκιο. Η
κυβέρνηση Καραμανλή είχε προσέλθει, λόγω αντικειμενικών δυσκολιών, στις
διαπραγματεύσεις με τη Γερμανία χωρίς να έχει ξεκάθαρη εικόνα του αριθμού των
θυμάτων και κατ’ επέκταση των δικαιούχων αποζημίωσης. Τα 115 εκ. δεν θα
επαρκούσαν για να καταβληθεί ολόκληρο το ποσό της αποζημίωσης που είχε επιδικαστεί
σε κάθε δικαιούχο. Προκειμένου να καταστεί δυνατή η καταβολή έστω τμήματος της
αποζημίωσης σε όλα τα θύματα, οι
ελληνικές αρχές αναγκάστηκαν να καταβάλλουν αρχικά στους δικαιούχους μόλις το
55% της αποζημίωσης που τους είχε επιδικασθεί. Χρειάστηκε
να περάσει περισσότερο από μια δεκαετία για να δοθεί το 1975 ένα επιπλέον 4% των
χρημάτων. Οι Έλληνες πληγέντες δεν έλαβαν όμως ούτε το 59% της αποζημίωσης που
τους είχε επιδικασθεί. Το Ν.Δ. 4178 προέβλεπε την καταβολή αμοιβής ύψους 5% επί
της επιδικασμένης αποζημίωσης στους δικηγόρους που χειρίστηκαν την απαραίτητη
διαδικασία στα Πρωτοδικεία. Στην πραγματικότητα λοιπόν οι δικαιούχοι
αναγκάστηκαν να αρκεστούν μόλις στο 54% της επιδικασμένης αποζημίωσης.
Στις δεκαετίες που ακολούθησαν τα θύματα δεν έπαψαν να
ζητούν από τις ελληνικές υπηρεσίες να τους αποδοθεί και το υπόλοιπο ποσοστό της
αποζημίωσης. Η πάγια απάντηση των ελληνικών αρχών ήταν πως η έγερση εκ νέου
απαιτήσεων θα ήταν δυνατή μόνο μετά την επανένωση των δύο Γερμανιών, όταν θα
υπογραφόταν δηλαδή σύμφωνο ειρήνης, άρα θα έπαυε να ισχύει το άρθρο 5 του
Συμφώνου του Λονδίνου και θα μπορούσε πλέον να συζητηθεί το ζήτημα της
καταβολής των συνολικών επανορθώσεων που όφειλε να καταβάλει η Γερμανία. Βέβαια
όλες αυτές οι αιτιάσεις στην πραγματικότητα αποσκοπούσαν πολύ περισσότερο στο
να διατηρείται μια ελπίδα στα θύματα αλλά και στο να βγαίνουν οι ελληνικές
αρχές από τη δύσκολη θέση, καθώς κανείς δεν θεωρούσε πιθανή τη Γερμανική
επανένωση.
Το 1990 όμως το απίθανο συνέβη. Η Γερμανία επανενώθηκε.
Κατά την επανένωση όμως δεν υπογράφτηκε κανένα απολύτως σύμφωνο ειρήνης, προκειμένου
έτσι να διατηρηθεί σε ισχύ το άρθρο 5 του Συμφώνου του Λονδίνου και να μην
αναγκαστεί η ΟΔΓ να καταβάλει επανορθώσεις. Το μόνο που υπογράφτηκε ήταν το
Σύμφωνο 2 + 4, ένα σύμφωνο δηλ. μεταξύ των δύο γερμανικών κρατών και των 4
Μεγάλων δυνάμεων, το οποίο η γερμανική πλευρά το ερμήνευσε ως «υποκατάστατο του συμφώνου ειρήνης», που
είχε δομηθεί έτσι ώστε να ρυθμίζονται όλα τα απαραίτητα ζητήματα χωρίς να
προκληθούν αρνητικές συνέπειες για την ΟΔΓ. Έτσι και με τη σύμφωνη γνώμη των 4 Μεγάλων
Δυνάμεων τελικά η Γερμανία κατάφερε να αποφύγει το σκόπελο της καταβολής
γενικευμένων επανορθώσεων.
Οι νομικές αυτές προεκτάσεις δεν στάθηκαν όμως ικανές να
εμποδίσουν τα θύματα να θέσουν εκ νέου τις απαιτήσεις τους. Άλλωστε το ίδιο το
ελληνικό κράτος όλα τα προηγούμενα χρόνια επαναλάμβανε πως η έγερση νέων
απαιτήσεων θα μπορούσε να καταστεί δυνατή μόνο μετά την επανένωση. Ξεκίνησε
έτσι ένας δικαστικός αγώνας και μια προσπάθεια που συνεχίζεται μέχρι σήμερα.
Στο μεταξύ όμως η υλική και κυρίως η ηθική δικαίωση έχουν απομείνει δυστυχώς μετέωρες.
Δέσποινα - Γεωργία Κωνσταντινάκου συγγραφέας του βιβλίου
"Πολεμικές
οφειλές και εγκληματίες πολέμου στην Ελλάδα
Ψάχνοντας την ηθική και υλική δικαίωση μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου