Τρίτη 31 Ιανουαρίου 2017

Παρουσίαση του νέου βιβλίου του Κώστα Ακρίβου "Τελευταία νέα από την Ιθάκη" την Παρασκευή, 3 Φεβρουαρίου 2017, στις 8 μ.μ. στο βιβλιοπωλείο ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΚΦΡΑΣΗ



Το βιβλιοπωλείο ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΚΦΡΑΣΗ και οι εκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ
σας προσκαλούν στην παρουσίαση 
του νέου βιβλίου του Κώστα Ακρίβου

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΕΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΙΘΑΚΗ

την Παρασκευή, 3 Φεβρουαρίου 2017, στις 8 μ.μ.

στον χώρο του βιβλιοπωλείου 
(Δημάρχου Ι. Ανδρεαδάκη 49, Λιβαδειά).

Ο συγγραφέας θα μιλήσει για το νέο του βιβλίο, το ταξίδι της γλώσσας μέσα στον χρόνο και για τη σχέση μας σήμερα με τους ήρωες της Οδύσσειας, 
θα συνομιλήσει με τους αναγνώστες 
και θα υπογράψει αντίτυπα του βιβλίου.

Ο Κώστας Ακρίβος στο τελευταίο του βιβλίο ΝΕΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΙΘΑΚΗ που αποτελείται από 26 ραψωδίες εμπνευσμένες απο την Οδύσσεια συνομιλεί με τον Όμηρο τοποθετώντας τους ήρωές του σε μια "σχεδία" προκειμένου καθένας του να ξανοιχτεί - όπως λέει - στο πέλαγος της ιστορίας και να φτάσει, άλλος ναυαγός και άλλος σώος, ως τις μέρες μας.
Λίγο πριν την εμφάνισή του για ακόμη μια φορά στο βιβλιοπωλείο μας αναδημοσιεύουμε μια από τις ιστορίες του εμπνευσμένη από την Αθηνά, την δια βίου προστάτιδα των αγαπημένων της.

Αθηνά, η προστάτιδα
Εμένα όμως για τον Οδυσσέα φλέγεται η καρδιά μου 
ΟΜΗΡΟΥ ΟΔΥΣΣΕΙΑ, α, 48

Ήταν γεννημένη το 1909. Από τον μεγάλο σκοτωμό των Αρμενίων κουβαλούσε ενθύμιο μια σπαθιά λίγο πιο κάτω απ’ τον αριστερό γοφό. Σώθηκε σαν από θαύμα, μονάχα αυτή από μια οικογένεια με δεκάξι μέλη – τα εννιά, αδέρφια. Είδε μπροστά στα μάτια της τους Τούρκους να πεταλώνουν τον πατέρα και εφτά τσέτες, ο ένας μετά τον άλλο στη σειρά, να μολύνουν τη μάνα της. Απ’ όσο μπορούσε να θυμηθεί, σύρθηκε νύχτα μέσ’ από τη στοίβα με τους σκοτωμένους όπου ήταν πλακωμένη. Βάδισε ώρες μες στις ερημιές, μέχρι που τη βρήκαν κάτι έμποροι που έτυχε να περνούν από τα μέρη τους. Ήταν ένα ζάπλουτο ζευγάρι, άτεκνο, που όλο ταξίδευε. Ικόνιο, Αλέπι, Μπαϊρούτ,Μισίρι...Το ψυχοπόνεσαν το ορφανό οι χριστιανοί και το έκαναν παιδί τους. Κάποια στιγμή – αυτό μας το έλεγε πάντοτε με τα μάτια κλειστά– βρέθηκαν βαθιά μες στην Αραπιά. Θυμόταν να ’ναι μόνη της, δίχως τους δεύτερους γονείς, σε μια μισοσκότεινη σκηνή και απέναντι καθισμένος ένας γέρος με λευκό τουρμπάνι. Της έκανε πράγματα παράξενα. Ανάμεσα στα πολλά, της έβαψε δυο μελανές βούλες ανεξίτηλες εκεί όπου τελειώνουν τα μάτια της για να μην αρρωστήσει ποτέ. Και δεν αρρώστησε. Αλλά της είπε και πράγματα δυσάρεστα. Πως τα βάσανα τα μεγάλα δεν ήρθαν ακόμη στη ζωή της. Πως θα ησυχάσει μονάχα σαν έρθει η θάλασσα και μπει στο στόμα.
Το ’22 κατά κακή της τύχη βρίσκεται στη Σμύρνη. Δεύτερη φορά χάνει γονείς. Η ίδια σώζεται την τελευταία στιγμή, με ζωσμένη όμως στη μέση της μια δεσμίδα φίσκα στις λίρες. Έναν χρόνο αργότερα βολοδέρνει μαζί με τους άλλους πρόσφυγες στα ξεροτόπια της Δραπετσώνας. Λίγους μήνες μετά τούς φορτώνουν στην καρότσα από ένα φορτηγό και τους μετακινούν στον κάμπο της Θεσσαλίας· εκεί θα χτίσουν το Νέο Ικόνιο.
Τα χρόνια εκείνα το Άδελε Ρεθύμνου για δύο πράγματα είχε φήμη. Το ένα ήταν το νταηλίκι των αντρών του· το δεύτερο, το μίσος των κατοίκων για τον Βενιζέλο. Τυπικό δείγμα του τόπου ο Μανώλης τ’ Αρχοντορουγάκη. Στα δεκαοχτώ του καταδικασμένος για εριφοκλοπή, το ’23 διορισμένος ως βασιλόφρων στη Χωροφυλακή, δυο χρόνια αργότερα και για λόγους που δεν μαθεύτηκαν ποτέ φεύγει άρον άρον από το νησί με δυσμενή μετάθεση. Έτσι έγινε και μια λασπερή νύχτα βρέθηκε να σπρώχνει το κλειδί στην πόρτα του υποσταθμού χωροφυλακής στο Νέο Ικόνιο Καρδίτσας. Μπήκε νομίζοντάς το προσωρινά και έμεινε όλη του σχεδόν τη ζωή. Τότε αυτός κόντευε τα σαράντα, η Μαριγώ μόλις τα δεκάξι.Μπουμπούκι. Και οι λίρες, κουβέντιαζαν οι χωρικοί, αφάγωτες. Ήταν να μην την αγαπήσει ο Μανώλης;
Αποδείχτηκε καθοίκι πέρα από κάθε φόβο και προστυχιά. Λες και δεν του έφταναν οι αγριάδες και το ξύλο στους Καραγκούνηδες και τους πρόσφυγες, δεν περνούσε βράδυ που να μην περιποιηθεί κατάλληλα και την Αρμενοπούλα. Στο κρεβάτι την έβαζε να κάνει πράγματα που, όσο τα σκεφτόταν την επομένη, έχωνε τα δάχτυλα βαθιά στον λαιμό της και ξερνούσε. Ή έπαιρνε το μπουκάλι με την κολόνια και τριβόταν για ώρα πολλή στ’ απόκρυφα. Ίσως αυτός να ήταν ο λόγος που άργησε να κάνει παιδί. Το πρώτο αγόρι το γέννησε εφτά χρόνια μετά τα στέφανα, το δεύτερο λίγο πριν από τον πόλεμο. Ούτε όμως και τότε σταμάτησε ο ζωστήρας. Μόλις άνοιγε το βράδυ η πόρτα και πρόβαλλε η μπότα του, έτρεχαν τα μικρά να κρυφτούν στον αχυρώνα· αποκεί άκουγαν τα κλάματα και τα παρακαλετά της μάνας τους. Άκουγαν και έκλαιγαν κι αυτά μαζί, τον φοβόνταν πιο πολύ κι απ’ τους Γερμανούς. Τα χρόνια περνούσαν, ο ζωστήρας πάντα ζωστήρας,έφτασε η Μαριγώ και άσπρισε πριν την ώρα της. Ο γέρος απ’ την Αραπιά έβγαινε αληθινός.
Όταν ήρθε μέρα και τα αχαμνά του Μανώλη πρήστηκαν και έγιναν νταούλι, σε σημείο που να μην μπορεί να κλείσει τα πόδια καθώς περπατούσε, η Μαριγώ έσκυψε το κεφάλι και του παραστάθηκε. Τον ανακούφιζε κάνοντάς του εντριβές με χαμομήλι και παίρνοντας με χειρομαλάξεις το άσπρο υγρό κάθε που της το ζητούσε. Αλλά γίνεται ο λύκος αρνί; Ένα πρωί που ξύπνησε με το μάτι ξανά μπλαβισμένο, περίμενε να ζωστεί και να φύγει για τον καφενέ. Ύστερα μάζεψε γρήγορα γρήγορα σ’ έναν μπόγο ό,τι νόμισε χρειαζούμενο, έτρεξε στο σχολείο και είπε στον δάσκαλο πως τάχα θέλει να πάει τα παιδιά για εμβόλιο στον γιατρό στην Καρδίτσα. Ακόμα κι όταν άλλαξε στην πόλη λεωφορείο και πήρε εκείνο που θα την πήγαινε μακριά, γύριζε αλαφιασμένη τα μάτια πίσω να δει μήπως τους έχει ακολουθήσει ο Μανώλης. Μόλις είχε τελειώσει ο πόλεμος και μαζί η δική της σκλαβιά.
Στη Θεσσαλονίκη η Μαριγώ δούλεψε δώδεκα χρόνια στις σαρδέλες. Τα ρούχα, τα χέρια, τα όμορφα μπουκλωτά της μαλλιά ήρθαν μέρα με τη μέρα και πότισαν από την ψαρίλα. Όσο και να πλενόταν με τις ώρες το απόγευμα που γύριζε από το κονσερβάδικο στο Ντεπώ, η μυρωδιά είχε ποτίσει ως και το μεδούλι. Ποτέ όμως δεν γόγγυσε, άσχημος λόγος ή κατάρα δεν βγήκε από το στόμα της. Κάθε πρωί έσκυβε το κεφάλι, φιλούσε τα παιδιά και ξεκινούσε τη μέρα της. Ποια; Αυτή που ήρθε από απέναντι ζωσμένη με λίρες.
Και τότε ξαφνικά,εκεί γύρω στο 1960, άλλαξε η τύχη τους. Ο γιος της ο δεύτερος, ο Θωμάς, έκανε μεγάλη προκοπή. Ήταν εκείνος που είχε γεννηθεί με την πέτσα στο μάγουλο. Μια φουσκωτή κοκκινίλα ξεκινούσε από τα ριζά του αυτιού και απλωνόταν σαν πλατανόφυλλο σε όλο το αριστερό του μάγουλο. Αλλά ήταν γλυκομίλητος, ντροπαλός, συμπονετικός. Του έδιναν δουλειά όπου και να ζητούσε. Η Μαριγώ το ήξερε καλά, το ’χε μάθει κι αυτό στην Ανατολή: όσοι γεννιούνται με την πέτσα τούς θέλει η τύχη. Μπορεί ο Θωμάς να ήταν ένας εικοσιτριάχρονος μεροκαματιάρης που σερβίριζε εντράδες και σούπες στην ταβέρνα Ο ΩΡΑΙΟΣ ΣΟΧΟΣ, μα τα χέρια του ήταν μαγικά με τα λαχεία. Την πρώτη κιόλας φορά που αγόρασε λαχείο, κέρδισε τριάντα χιλιάρικα στο Πρωτοχρονιάτικο. Ύστερα τα έχασε και ο ίδιος με το πόσο συχνά κέρδιζε· δεν περνούσε εβδομάδα που να μην πιάσει έστω τον λήγοντα. Έτσι έγινε και αγόρασαν το οικόπεδο στην Καλαμαριά, εκεί όπου αργότερα έχτισαν το διώροφο. Βολεύτηκαν, ησύχασαν, σταμάτησε η Μαριγώ το εργοστάσιο, καλά κυλούσε γι’ αυτούς ο καιρός. Ώσπου ένα βράδυ με μπουμπουνητά και αστραπές χτύπησε η πόρτα και μπούκαρε καταμουσκεμένος ο Μανώλης.
« Ήρτα ν’ αποθάνω επαέ, σιμά σας!»
Εννοούσε να σας κάνω πάλι τον βίο αβίωτο. Τον μάζευαν από τα καπηλειά και τα χαμαιτυπεία, τον έτρεχαν στους γιατρούς για την πάθησή του, έκαναν τα στραβά μάτια σαν άπλωνε χέρι στο οικογενειακό κομπόδεμα. Το μόνο καλό που δεν σήκωσε ποτέ ξανά το χέρι του στη Μαριγώ. Από φόβο μάλλον. Την είχαν εικόνισμα τη μάνα τους τα αδέλφια, ιδίως ο μεγάλος, ο Γιώργης που δούλευε επιστάτης στο λιμάνι, ένας παλίκαρος ίσαμε εκεί πάνω. Όλα αυτά μέχρι τη μέρα που οι γιατροί τού βρήκαν τη σύφιλη. Καινούργιος τώρα μαρτύριο για τη Μαριγώ,χειρότερο απ’ όλα τα προηγούμενα. Αυτή όμως εκεί: υπομονετική, δίχως δεύτερη κουβέντα έσκυψε το κεφάλι και τον ξαναπαραστάθηκε ακόμα κι όταν άρχισαν να του σαλεύουν τα λογικά. Γολγοθάς που κράτησε πέντε ολόκληρα χρόνια.
Τον βρήκαν ένα πρωί κάτω στην παραλία στο Καραμπουρνάκι τουμπανιασμένο. Τα μάτια τα ’χε ορθάνοιχτα και από το στόμα του έβγαινε για ώρα πολλή το νερό – ...σαν έρθει η θάλασσα και μπει στο στόμα. Οι γιατροί είπαν πως τον είχε αποτρελάνει η αρρώστια.
Για το τι έγινε το προηγούμενο βράδυ τα δύο αδέλφια και η Μαριγώ, όσα χρόνια έζησε μετά τον πνιγμό του άντρα της, δεν είπαν την παραμικρή κουβέντα.
Να φανταστείς,ούτε καν σ’ εμένα την εγγονή της,που της έχω πάρει το όνομα, δεν είπε ποτέ τίποτα.   
                                      Από το βιβλίο Τελευταία νέα από την Ιθάκη


Ο Κώστας Ακρίβος (1958, Γλαφυρές Βόλου) έχει εκδώσει μέχρι στιγμής δώδεκα αφηγηματικά βιβλία, ετοίμασε τρεις ανθολογίες, συμμετείχε σε διάφορα συλλογικά έργα και πήρε μέρος στη συγγραφή δύο σχολικών εγχειριδίων. Από το 1983 διδάσκει φιλολογικά μαθήματα σε δημόσια γυμνάσια και λύκεια. Είναι μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων, στην οποία διετέλεσε μέλος του Δ.Σ. κατά τη διετία 2001-3. Αρθρογραφεί στον έντυπο και ηλεκτρονικό Τύπο για θέματα βιβλίου και πνευματικής παραγωγής. Συνεργάστηκε με το Εθνικό Κέντρο Βιβλίου (ΕΚΕΒΙ) στα προγράμματα Συγγραφείς στα Σχολεία και Λέσχες Ανάγνωσης. Διευθύνει τη σειρά "Μια Πόλη στη Λογοτεχνία" (εκδόσεις Μεταίχμιο).

Δεν υπάρχουν σχόλια: