Σάββατο 22 Σεπτεμβρίου 2012

Αλήθειες και ψέματα περί της ενιαίας τιμής βιβλίου


Πριν τρεις μέρες (19.09.2012) στον ραδιοσταθμό ΣΚΑΪ, και συγκεκριμένα στην πρωινή εκπομπή του δημοσιογράφου  Άρη Πορτοσάλτε, διαβάστηκε επιστολή ακροατή η οποία στρεφόταν εναντίον της ενιαίας τιμής βιβλίου. Ο συγκεκριμένος ακροατής υποστήριζε στην επιστολή του ότι η ενιαία τιμή βιβλίου δεν υπάρχει πουθενά στον κόσμο και ότι αυτή καθιερώθηκε με τον νόμο Ε. Βενιζέλου για την εξυπηρέτηση συμφερόντων ορισμένων συνδικαλιστών βιβλιοπωλών.

Ο εκδότης Στέφανος Πατάκης παρενέβη στις 20.9.12 στο ραδιόφωνο του ΣΚΑΪ και ανέπτυξε την επιχειρηματολογία του υποστηρίζοντας ότι όσα αναφέρει στην επιστολή που διαβάστηκε ο συγκεκριμένος ακροατής είναι αναληθή και αβάσιμα.

Καταρχάς, ανέφερε κάποιες χώρες στις οποίες εφαρμόζεται ο νόμος της ενιαίας τιμής βιβλίου.

Η ρύθμιση της τιμής του βιβλίου είναι μάλλον ευρωπαϊκό φαινόμενο και μάλιστα χαρακτηρίζει τα πρώτα μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Η ενιαία τιμή του βιβλίου εφαρμόζεται σε περίπου δέκα χώρες της ΕΕ είτε ως νόμος του κράτους είτε ως συμφωνία μεταξύ των επαγγελματιών του κλάδου. Εκτός από τη Γαλλία, η Γερμανία, η Αυστρία, η Ισπανία η Ελλάδα, η Πορτογαλία, η Ολλανδία, το Λουξεμβούργο και η Σλοβενία έχουν νομοθετήσει πάνω σε αυτό το θέμα. Η Ιταλία επίσης έχει υιοθετήσει την ενιαία τιμή. Στη Δανία και την Ουγγαρία η ενιαία τιμή εφαρμόζεται ως συμφωνία μεταξύ εκδοτών και βιβλιοπωλών. Στην εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης Ευρώπη, η Νορβηγία εφαρμόζει την ενιαία τιμή, όπως και τα γερμανόφωνα καντόνια της Ελβετίας (κάτι που δεν ισχύει στα γαλλόφωνα).

Εκτός Ευρώπης κυριαρχεί το φιλελεύθερο καθεστώς. Ωστόσο το Μεξικό ψήφισε νόμο που εφαρμόζει την ενιαία τιμή του βιβλίου. Εκτός από την Ευρώπη βέβαια υπάρχει η περίπτωση της Βραζιλίας, του Κεμπέκ, της Ιαπωνίας και άλλων χωρών.

Η ενιαία τιμή του βιβλίου έχει διττό σκοπό: να εξορθολογίσει την αγορά και να προστατεύσει και ενισχύσει τον πλουραλισμό στον χώρο του βιβλίου. Πιο συγκεκριμένα, να προστατεύσει το σοβαρό και δύσκολο άρα αντιεμπορικό βιβλίο, το οποίο είναι το στοιχείο που προάγει την παιδεία, τον πολιτισμό και άρα το δημοκρατικό πολίτευμα.

Διότι, αν μείνουν τα supermarket και οι αλυσίδες των καταστημάτων χωρίς άλλον ανταγωνιστή, αναγκαστικά θα περιοριστεί ο αριθμός των εκδιδόμενων τίτλων βιβλίων, αφού πολλοί τίτλοι, ιδιαίτερα δύσκολοι εμπορικά, δεν θα πωλούνται, και επομένως οι εκδότες δεν θα εκδίδουν τέτοιου είδους βιβλία, αφού δεν θα έχουν πώς να τα πουλήσουν.

Ο ανταγωνισμός μεταξύ των εκδοτών έγκειται στο ποιος θα εκδώσει τα καλύτερα και πλέον επιμελημένα βιβλία σε καλύτερες εκδόσεις και με χαμηλότερες τιμές.

Μεταξύ βιβλιοπωλείων ο ανταγωνισμός έγκειται στον αριθμό τίτλων που διαθέτει το κάθε βιβλιοπωλείο, στην παρακολούθηση της εκδοτικής παραγωγής, στην δυνατότητά του να έχει πρόσβαση στις χιλιάδες βιβλίων παλιών και νέων, στην καλύτερη ενημέρωση του κοινού, στη φιλική επαφή μαζί του και στην πραγματοποίηση προωθητικών ενεργειών.

Μελέτες που έγιναν από το ΕΚΕΒΙ μετά τα πρώτα έτη εφαρμογής της ενιαίας τιμής αποδεικνύουν οι τιμές όχι μόνο δεν ανέβηκαν, αλλά συγκρατήθηκαν σε χαμηλά επίπεδα.
 
Διαβάστε ακόμα προηγούμενη ανάρτησή μας για το ίδιο θέμα:

Τρίτη 18 Σεπτεμβρίου 2012

Μπορώ να πω μόνο, κι αυτό μπορώ να το πω με σιγουριά, ότι είμαι αποφασισμένη να πάρω τη ζωή μου πίσω, κι ότι είμαι με όσους αγωνίζονται για το ίδιο.


Οι άνθρωποι της γενιάς μου είμαστε μαθημένοι να μας παίρνουν την μπουκιά από το στόμα. Οι ιστορικές συγκυρίες τα έχουν φέρει έτσι ώστε να ξεγελαστούμε και να διαψευστούμε πολλές φορές – στο παρά πέντε πάντα. Όσοι δηλαδή γεννηθήκαμε από τέλη δεκαετίας 60 έως μέσα δεκαετίας 80, πες…

Οι γονείς μας ήταν η πρώτη γενιά ζευγαριών που παντρεύτηκαν από έρωτα, με φρέσκιες ιδέες περί ισότητας και παιδαγωγικής, οπότε φυσικά πολλοί από εμάς ζήσαμε όχι απλώς βίαιες αλλά και αλλοπρόσαλλες καταστάσεις ως παιδιά. Έπρεπε όμως να πιστεύουμε πως είμαστε τυχεροί κι ότι τα είχαμε όλα. Πιστεύαμε ότι γύρω στα είκοσι – εικοσιπέντε θα γνωρίσουμε την καλή μεγάλη σχέση, τον μεγάλο αμοιβαίο έρωτα, θα παντρευτούμε (όχι αμέσως, βέβαια, αλλά μόλις στρώσουμε καριέρα και ωριμάσουμε και ξεφοβηθούμε τη δέσμευση), ότι θα κάνουμε παιδιά. Αντί γι’ αυτό γίναμε η πρώτη γενιά που εφηύρε το «δεν είμαι για σχέσεις», το «μόνο οι βλάχοι, οι κατίνες και οι μικροαστοί θέλουν παιδιά», «χαλαρά, μωρέ», το «δεν έχουμε υπογράψει συμβόλαιο». Αλλά εντάξει, δεν πείραζε, άλλωστε είχαμε να κοιτάξουμε την καριέρα μας. Ειδικά όσοι από εμάς πήγαν ΤΕΙ ή πανεπιστήμιο το είχαμε σίγουρο τι μας περίμενε: καριέρα για τους τολμηρούς, μόνιμη δουλειά για τους πιο συντηρητικούς. Μόλις τελειώσαμε –λίγο πριν, λίγο μετά– η κατάσταση ξαφνικά άλλαξε και το μεταπτυχιακό έγινε απαραίτητο. Δια βίου εκπαίδευση κι έτσι. Είπαμε, δεν πειράζει, πρόκληση. Πέσαμε με τα μούτρα στην κατάρτιση, στη μετεκπαίδευση, κάναμε δεύτερο και τρίτο αντικείμενο, γλώσσες, κακό, μόνο και μόνο για να αντιληφθούμε κάμποσα χρόνια μετά πως τα προσόντα μας προκαλούν απλώς ειρωνικά σχόλια στους πιο πολλούς εργοδότες. Όσοι είχαν γνωριμίες και μπήκαν κάπου συμβασιούχοι θεωρήθηκαν τυχεροί, μόνο και μόνο για να απολυθούν ή να πέσουν από τα 1000 στα 500 ευρώ μόλις είχαν βάλει τη ζωή τους σε μια τάξη. Κάμποσοι άφρονες, που είχαν το θράσος να κάνουν οικογένεια, γύρισαν πίσω στο παιδικό τους δωμάτιο. Πότε στους γονείς του ενός, πότε στου άλλου, στο τέλος ο καθένας στους γονείς του… Άλλοι πάλι δεν εγκατέλειψαν ποτέ το παιδικό τους δωμάτιο, κι όχι από ανωριμότητα. Δεν θα αναφερθώ καν σε όσους πήραν στεγαστικό δάνειο.

Φαίνεται όμως πως ούτε αυτό φτάνει. Πρέπει να εκμηδενιστούμε κι άλλο. Δεν αρκεί να πληρωνόμαστε 300 ευρώ για δουλειά 18 ωρών τη μέρα. Πρέπει να υποφέρουμε κιόλας. Να μας προσβάλλουν, να μας μισούν, εξευτελιζόμαστε, να κινδυνεύουμε, να υποφέρουμε με χίλιους δυο τρόπους. Και να τρωγόμαστε μεταξύ μας γιατί κάπου πρέπει να ξεσπάσουμε. Όταν σκέφτομαι πως σχεδόν όλα όσα κερδήθηκαν σε 300 χρόνια γκρεμίστηκαν σε 3 πανικοβάλλομαι. Άλλες μέρες πάλι με πιάνει το αγωνιστικό και το αισιόδοξο – αλλά να κάνω τι; Χωρίς όπλα μπορείς να πολεμήσεις, χωρίς στόχο όμως; Αυτή τη φορά ο εχθρός μοιάζει αόρατος.


Ξεκίνησα να μιλάω για τους συνομηλίκους μου, αλλά η σκέψη μου στην πορεία πήρε άλλο δρόμο. Μας πήραν πολλά, ανεξαρτήτως ηλικίας. Σ’ εμάς στο παρά πέντε, στους νεότερους ήδη από το μαιευτήριο, στους μεγαλύτερους στα πίσω πίσω. Μας τα παίρνουν όμως ένα ένα και δεν αντιδρούμε. Ακόμα και τώρα, κατά βάθος ελπίζουμε ότι όλα αυτά είναι προσωρινά, ελπίζουμε σε ένα θαύμα, ελπίζουμε ότι εμείς τουλάχιστον θα τη βολέψουμε. (Δεν πρόκειται). Άλλοι πάλι, επαληθεύοντας το ρητό «ο λύκος στην αναμπουμπούλα χαίρεται», το παίζουν μικροκαρχαρίες και κοιτάνε να βγάλουν κέρδος από το μπάχαλο. (Δεν πρόκειται).


Οι φιλόλογοι λέμε στους μαθητές μας πως «όταν γράφουμε έκθεση που αναφέρεται σε ένα κοινωνικό πρόβλημα, στο τέλος προτείνουμε λύσεις ή τρόπους αντιμετώπισης. Συνοπτικά ή αναλυτικά, εξαρτάται από το θέμα». Αλλά δε θα το κάνω. Προτροπές και παραινέσεις σε σκεπτόμενους ανθρώπους που γνωρίζουν καλά τι θέλουν είναι περιττές. Μπορώ να πω μόνο, κι αυτό μπορώ να το πω με σιγουριά, ότι είμαι αποφασισμένη να πάρω τη ζωή μου πίσω, κι ότι είμαι με όσους αγωνίζονται για το ίδιο.
 Νεφέλη Καλογεροπούλου
Πρώτη δημοσίευση: Bittersweet symphony

Παρασκευή 14 Σεπτεμβρίου 2012

"Το αγγελόκρουσμα ‒ Η τελευταία νύχτα του κυρ-Αλέξανδρου" του Θωμά Κοροβίνη






ΘΩΜΑΣ ΚΟΡΟΒΙΝΗΣ
 
ΤΟ ΑΓΓΕΛΟΚΡΟΥΣΜΑ
 
Εκδόσεις ΑΓΡΑ, Ιούλιος 2012
Αριθμός σελίδων : 40, Τιμή : 7,50 Ευρώ

 

 

 
 


Κυκλοφόρησε το νέο βιβλίο του βραβευμένου με το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος 2011 Θωμά Κοροβίνη, του πολυγραφότατου και πολυσχιδή συγγραφέα από τη Θεσσαλονίκη.

Το πεζογράφημα Το αγγελόκρουσμα ‒ Η τελευταία νύχτα του κυρ-Αλέξανδρου του Θωμά Κοροβίνη είναι μια αυτοαφήγηση που ξεκινάει την επομένη της Πρωτοχρονιάς του 1911, όταν ο κυρ-Αλέξανδρος αρχίζει να εκμετρεί το ζην, παρακολουθεί όλη τη δοκιμασία του χαροπατημένου και κορυφώνεται δύο νύχτες μετά για να καταλήξει στο «θαύμα» του τέλους αυτού του ανεπανάληπτου θνητού, που έχει αυτοσυστηθεί ως «ξένος του κόσμου και της σαρκός», και ο οποίος παραδίνει την ψυχή του και μας αποχαιρετά κλείνοντας με το ίδιο του το χέρι τα μάτια του.
Το αφήγημα μπορεί να διαβαστεί είτε σε μοναχική αυτοακρόαση είτε μπροστά σε άλλους, ενώπιον του κοινού, ως μονόλογος. Ή να παρουσιαστεί ως πολυπρόσωπη θεατρική παράσταση όπου τους βασικούς ρόλους θα κρατούν οι τρεις πρωταγωνιστές: ο ίδιος ο κυρ-Αλέξανδρος, που ξεδιπλώνει τα αισθήματα, τους λογισμούς, τους απολογισμούς και τα οράματά του καθώς, εξομολογούμενος την τελευταία νύχτα της ζωής του, νιώθει το αγγελόκρουσμα του θανάτου· ο αναγνώστης και ιεροψάλτης, στον οποίο αναλογούν τα χωρία της εξοδίου ακολουθίας και των λοιπών εκκλησιαστικών κειμένων· και έτερος αναγνώστης, ο οποίος διαβάζει τα εμβόλιμα αποσπάσματα από διάφορα πεζά του Παπαδιαμάντη που έχουν διασπαρεί στο κυρίως κείμενο. Συμπληρωματικοί είναι οι ρόλοι των τεσσάρων αδελφάδων του, που παρευρίσκονται διακριτικά στη σκιαθίτικη κατοικία του μελλοθάνατου, καθώς και των φίλων του της Αθήνας και της Σκιάθου, λογίων, συμποτών, ταβερνιάρηδων, βιοπαλαιστών, ιερέων, ξωμάχων, αλλά και των ηρώων των αφηγημάτων του που τον επισκέπτονται απροσκάλεστοι την κρισιμότερη ώρα, όπως η Φραγκογιαννού και οι άλλοι.  

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ

O ΘΩΜΑΣ ΚΟΡΟΒΙΝΗΣ, φιλόλογος στη Μέση Εκπαίδευση, έζησε για μια οχταετία στην Κωνσταντινούπολη. Εδώ και χρόνια ερευνά πτυχές του ελληνικού και του τουρκικού λαϊκού πολιτισμού καθώς και τις σχέσεις μεταξύ τους. Συνεργάζεται με διάφορα περιοδικά πολιτιστικού προσανατολισμού.

Έγραψε τα βιβλία: Τουρκικές παροιμίες, Κανάλ ντ' Αμούρ, Τα πρόσωπα της Σωτηρίας Μπέλλου, Φαχισέ Τσίκα, Σκανδαλιστικές και βωμολοχικές ελληνικές παροιμίες, Κωνσταντινούπολη Λογοτεχνική ανθολογία, Τούρκοι ποιητές υμνούν την Κωνσταντινούπολη, Ο Μάρκος στο χαρέμι, Το χτικιό της Άνω Τούμπας, Τρία ζεϊμπέκικα και ένα ποίημα για τον Γιώργο Κούδα, Οι Ασίκηδες ‒ Εισαγωγή και ανθολογία της τουρκικής λαϊκής ποίησης από τον 13ο αιώνα μέχρι σήμερα, Οι Ζεϊμπέκοι της Μικράς Ασίας, Αφιέρωμα στον Στέλιο Καζαντζίδη, Θεσσαλονίκη 2005 – Ρεπορτάζ – Στον αδελφό Γιώργο Ιωάννου πού λείπει 20 χρόνια στην καταπακτή, Σμύρνη, μια πόλη στην λογοτεχνία, Όμορφη Νύχτα ‒ Χρονογραφία-μυθιστόρημα για 20 χρόνια λαϊκού τραγουδιού στη Θεσσαλονίκη [1985-2005], Ο Καραγκιόζης λαϊκός τραγουδιστής, Ο γύρος του θανάτου, Θεσσαλονίκη 1912-2012 ‒ Μέσα στα στενά σου τα σοκάκια.

Για το μυθιστόρημα Ο γύρος του θανάτου τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος 2011.
Είναι συνθέτης, στιχουργός και ερμηνευτής λαϊκών τραγουδιών.
Δισκογραφία: Από έβενο κι αχάτη, Φουζουλή: Λεϊλά και Μετζνούν, Τακίμια, Το Κελί.
Συχνά παρουσιάζει συναυλίες με το δικό του ρεπερτόριο ή με θέματα του ρεμπέτικου και του λαϊκού τραγουδιού.
Για το βιβλίο του "Ο γύρος του Θανάτου" διαβάστε παλαιότερη ανάρτησή μας με κλικ ΕΔΩ 

Δευτέρα 10 Σεπτεμβρίου 2012

Η σκυτάλη, ή δυο κόσμοι σ’ ένα διάδρομο …


Η σκυτάλη,
ή δυο κόσμοι σ’ ένα διάδρομο …

Γιάννης Ηλίας, εκπαιδευτικός

Τελευταίο δεκαήμερο Ιουλίου 2012, στη ΔΔΕ Βοιωτίας και σ’ όλες τις διευθύνσεις εκπαίδευσης της χώρας, η ίδια εικόνα: δυο διαφορετικές γενιές εκπαιδευτικών με τα «χαρτιά» στα χέρια, περιμένουν τη σειρά τους για να υποβάλλουν μιαν αίτηση· συνταξιοδότησης οι πιο ηλικιωμένοι και πρόσληψης ως αναπληρωτή (έστω) μειωμένου ωραρίου οι νεότεροι.

Οι πρώτοι, πράγμα ασυμβίβαστο με την ηλικία τους, είναι πιο βιαστικοί, για να «προλάβουν το πρωτόκολλο στο γενικό λογιστήριο του κράτους -ΓΛΚ» κι οι δεύτεροι είναι, ή τουλάχιστον φαίνονται πιο υπομονετικοί, αφού έτσι κι αλλιώς οι ελπίδες γι’ απασχόληση, έχουν εκμηδενιστεί, καθ’ υπόδειξη της τρόικας και των ντόπιων συνεργών της.

Στην αριστερή πλευρά του διαδρόμου της διεύθυνσης, στην λωρίδα ταχείας κυκλοφορίας, κινούνται οι εκπαιδευτικοί που μόλις αφυπηρέτησαν. Εκπρόσωποι της γενιάς του Πολυτεχνείου που εισήλθε ορμητικά στα σχολεία στο τέλος της δεκαετίας του ’70 και στις αρχές του ’80, τρομάζοντας τους συντηρητικούς. Που με σταθμούς τις απεργίες του ’79, του ’88 και του ’97, διεκδίκησε καλύτερες συνθήκες απασχόλησης και λόγο στις σχεδιαζόμενες πολιτικές. Της γενιάς που οραματίστηκε, αλλά δεν κατάφερε ν’ αλλάξει το σχολείο. Της γενιάς που, όπως υποστηρίζουν ορισμένοι, πίστεψε, ότι το αστικό κράτος μπορεί ν’ αναδιανείμει τον παραγόμενο πλούτο, επιτρέποντας την ευημερία όλων και ξύπνησε απ’ τον εφιάλτη «του σοσιαλισμού» με δανεικά, αντικρίζοντας γύρω της ερείπια. Της γενιάς που κατά πλειοψηφία «ρίχνει αυλαία», απεμπολώντας σχεδόν αμαχητί, όσα το εργατικό και εκπαιδευτικό κίνημα είχε κατακτήσει τον 20ο αιώνα.

Οι περισσότεροι μάλλον φαντάζονταν αλλιώς αυτή τη στιγμή. Τη στιγμή που θα εγκατέλειπαν οριστικά, μετά από σχεδόν 50 χρόνια τα θρανία, στα οποία κάθισαν σαν μαθητές, φοιτητές κι εκπαιδευτικοί... Πού όμως ώρα για αναδρομές και τελετουργικά;

Κάποιοι υποβάλουν αιτήσεις συνταξιοδότησης και στη συνέχεια τις ακυρώνουν, ζυγίζοντας καλύτερα τις φήμες, τις προγραμματικές της κυβέρνησης, τις πληρωμένες συμβουλές των δικηγόρων, τις αναλύσεις του Αυτιά, την έλευση ή μη της τρόικας, τους ρευματισμούς της θείας Φωτούλας…

Απαιτούν συνήθως ευγενικά, ενίοτε και λίγο πιεστικά, την «εδώ και τώρα» συμπλήρωση του ΔΑΥΚ και του φακέλου των δικαιολογητικών, για την υποβολή «αυτοπροσώπως» της αίτησης για συνταξιοδότηση. Κινούνται συνήθως με ταχύτητες άνω του επιτρεπόμενου ορίου κι αυτής ακόμα της αριστερής λωρίδας, προς την έξοδο. Την έξοδο του κτιρίου; της εκπαίδευσης; του ΥΠΕΠΘ; Γιατί άραγε; για να «μετακομίσουν» στο υπουργείο των Οικονομικών! Λες κι εκεί ασκούν άλλη πολιτική…

Στο πήγαινε έλα ξαφνικά σταματούν για λίγο, για να χαιρετήσουν στη δεξιά λωρίδα -βραδείας κυκλοφορίας, πρώην μαθητές τους, παιδιά γνωστών, ακόμη και τα παιδιά τους, που στωικά καρτερούν τη σειρά τους για να καταθέσουν μιαν αίτηση, προκειμένου να εργαστούν για 6-9 μήνες ως αναπληρωτές εκπαιδευτικοί. Η μόνη αίτηση για εργασία που μπορεί να κατατεθεί σήμερα προς οποιονδήποτε εργοδότη, και που έχει σχεδόν μηδαμινές πιθανότητες να ικανοποιηθεί.

Εδώ βρίσκεται η ΑΝΕΡΓΙΑ ΑΥΤΟΠΡΟΣΩΠΩΣ, με ποσοστά που αγγίζουν ή και ξεπερνούν το 85% και κάνουν τα επίσημα στατιστικά να κοκκινίζουν επικίνδυνα. Η ανεργία που είναι απαγορευμένο να «εκτονωθεί» προς το δημόσιο τομέα κι αδύνατον να διοχετευθεί στον βαριά ασθενή και κρατικοδίαιτο ιδιωτικό τομέα… Η ανεργία των νέων, το πλέον εξαγώγιμο προϊόν της χώρας στην εποχή μας…

Βλέποντας κανείς αυτή τη συνάντηση, μπορεί να φανταστεί, μέρες ολυμπιακών αγώνων του Λονδίνου που είναι κιόλας, ότι η μια γενιά, που διέτρεξε τη διαδρομή της, παραδίδει στην άλλη που περιμένει να ξεκινήσει, μιαν ιδιότυπη σκυτάλη. Μια σκυτάλη γυμνή από οράματα, δικαιώματα, αλληλεγγύη, αντιστάσεις, δυνατότητα αξιοπρεπούς διαβίωσης. Ίσως παρατηρήσει ακόμη κανείς, ότι η αλλαγή γίνεται εσπευσμένα, θυμίζοντας τον ισχυρισμό του Κούντερα στη «Βραδύτητα», ότι: «απομακρυνόμαστε από ένα δυσάρεστο γεγονός βιαστικά, θέλοντας υποσυνείδητα να φύγουμε όσο γίνεται πιο γρήγορα από τον τόπο, που αυτό έλαβε χώρα».

Ίσως έτσι να δικαιολογείται και η σπουδή των περισσότερων συναδέλφων που πρόκειται να συνταξιοδοτηθούν: η συνειδητοποίηση της «ελαφρότητας» της σκυτάλης που παραδίδουν κι όχι οι ημερομηνίες και τα πρωτόκολλα του ΓΛΚ.

Δυο γενιές λοιπόν, σ’ ένα διάδρομο, με διαφορετικό όμως προορισμό.

Η μια γενιά, που σύμφωνα με τις αναλύσεις των εκλογολόγων, στις τελευταίες εκλογές υπέκυψε κατά πλειοψηφία στο ΦΟΒΟ κι αποδυνάμωσε την ΕΛΠΙΔΑ· που επέβαλε το «εγώ ελπίζω να τη βολέψω» και το «μετά από μένα & το πουγκί μου το χάος», πάνω στην απεγνωσμένη κραυγή κι αγωνία της άλλης γενιάς, των νέων για δικαίωμα στη δουλειά & στη ζωή…

Κι όμως, κατά την άποψή μας, το πιο αξιόπιστο γκάλοπ διενεργείται εδώ, στο διάδρομο. Καταδεικνύει ότι κι δυο γενιές, σε ποσοστό 100%, αμφισβητούν την ειλικρίνεια και την αξιοπιστία της τρίτης μνημονιακής κυβέρνησης. Αμφιβάλλουν για τις προθέσεις της, αλλά και για τη δυνατότητα να δώσει αίσια λύση, για τον κόσμο της εργασίας. Κι ανάμεσά τους οι εν ενεργεία εκπαιδευτικοί. Όλοι μαζί έχουν να αντιμετωπίσουν κοινά εμπόδια και διακατέχονται από τα ίδια συναισθήματα για την τρικομματική κυβέρνηση.

Ακριβώς πάνω σ’ αυτή τη διαπίστωση, εκτιμούμε ότι εδράζεται η αναγκαιότητα για τον παραμερισμό των υπαρκτών μεν, αλλά δευτερευουσών διαφορών και διαπιστώσεων και η δυνατότητα για την ανάδειξη του σημαντικού: την κοινή και συντονισμένη δράση όλου του εκπαιδευτικού κόσμου, απέναντι στο κοινό εμπόδιο, στον κοινό «εχθρό», που πετσοκόβει συντάξεις, που διαλύει το δημόσιο σχολείο, που αφήνει άνεργους τους νέους εκπαιδευτικούς, για να σώσει τους τραπεζίτες.

Είναι καθήκον όλων μας, να απαντήσουμε άμεσα και ταυτόχρονα:

·         με την αποδόμηση του κυρίαρχου λόγου και της πρωτοφανούς προπαγάνδας που ασκείται,

·         με την κατάθεση της δικής μας πρότασης,

·         με μαζικές, πολύμορφες, αποτελεσματικές και χωρίς ταμπού δράσεις, ενάντια στις πολιτικές που προωθούνται, ψηφίζονται κι εφαρμόζονται σε βάρος μας & κυρίως,

·         μ’ αλληλεγγύη κι αξιοπρέπεια.

ΜΠΟΡΟΥΜΕ, μόνο που πρέπει να βιαστούμε, γιατί ο χρόνος τελειώνει.

Σάββατο 8 Σεπτεμβρίου 2012

Θερινά υποκατάστατα κουλτούρας

 
Το κείμενο που ακολουθεί υπογράφεται από την Έλσα Λιαροπούλου και δημοσιεύτηκε στις ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ της ΑΥΓΗΣ στις 20/7/2003. Διατηρεί απόλυτα την επικαιρότητά του. Αν κάτι έχει αλλάξει μάλλον είναι προς το χειρότερο …

Της Έλσας Λιαροπούλου

Συχνά γίνεται λόγος, κι όχι χωρίς αίσθημα ικανοποίησης, για την αποκέντρωση της πολιτιστικής ζωής, κυρίως στη διάρκεια του καλοκαιριού. Τονίζεται επιπλέον ότι στην επαρχία γίνονται εκδηλώσεις που δεν έχουν να ζηλέψουν τίποτα από τις αντίστοιχες της πρωτεύουσας. Μάλιστα ποιοτικοί καλλιτέχνες που σέβονται τον εαυτό τους φροντίζουν να περιλάβουν στο θερινό πρόγραμμά τους εκδηλώσεις ανά την Ελλάδα που συνδυάζονται με τις διακοπές τους. Αυτή η "πολιτιστική" έκρηξη τείνει να κυριεύσει το πανελλήνιον, συνοδεύεται από μπύρες και ψητό αρνάκι και δημιουργεί στους ανθρώπους της περιφέρειας την ψευδαίσθηση πως δεν χρειάζεται να κάνουν οι ίδιοι κανένα βήμα, ο πολιτισμός έρχεται προς αυτούς, γεμίζει τα γήπεδα και τα πολιτιστικά κέντρα προς δόξαν του θεάματος.
Κι αν ωστόσο υπάρχουν μερικοί που βλέπουν με συγκατάβαση τέτοιου είδους καλλιτεχνικές εκφράσεις, ως εκείνοι οι θεατές του Καβάφη στο ποίημα "Αλεξανδρινοί βασιλείς" που αντιμετωπίζουν την ανία τους κλείνοντας με συναίνεση το μάτι στην αισθητική ελαφρότητα, ουσιαστικά αποστασιοποιημένοι από τα δρώμενα, έχει καλώς. Με τους άλλους όμως τι γίνεται; Εκείνους που εντάσσουν τα κάθε λογής φεστιβάλ και τις πολιτιστικές εκδηλώσεις στην καθημερινότητά τους όπως το μπανάκι, τη βραδινή βόλτα και το ουζάκι στην παραλία; Εκείνους που έχουν την αίσθηση ότι αυτές οι επιδερμικές, ανούσιες, ασήμαντες, επαναλαμβανόμενες κάθε φορά και με χειρότερο τρόπο εκδηλώσεις τούς κάνουν μέτοχους αυτού που με την ευρεία έννοια ονομάζουμε πολιτισμό;
Δυστυχώς ή ευτυχώς, για να λειτουργήσει ένα πνευματικό έργο δεν αρκεί να το περιφέρει κάποιος, ακόμη και με τις καλύτερες προθέσεις, από 'δώ κι από 'κεί. Η πρόσληψη της τέχνης προϋποθέτει βαθιές διεργασίες, απαιτεί γόνιμο, ρητό κι άρρητο διάλογο με το κοινό, κοινό όχι περιστασιακό κι ακατέργαστο αλλά μάχιμο, ενεργητικό και απαιτητικό, ικανό να αντισταθεί στην ελαφρότητα και στα συναισθηματικά φορτία με τα οποία προσπαθούν να το συνθλίψουν, και ουσιαστικά να το χειραγωγήσουν, εθνικοί τροβαδούροι, πολιτιστικοί σύλλογοι, σοβαροφανείς θίασοι, φιλόδοξοι, ταλαντούχοι και μη, καλλιτέχνες, οι οποίοι προσβλέπουν σε κάποια μικρή ή μεγάλη επιχορήγηση που θα τους ξελασπώσει οικονομικά. Διότι, όπως είναι επόμενο, στη δόξα δεν μπορούν να προσβλέπουν, ακόμη και στην εφήμερη, μιας και τα ακατέργαστα γούστα ικανοποιούνται εύκολα, ξεχνάνε ωστόσο εξίσου εύκολα και στρέφονται σε καινούργιες προτάσεις που θα κορέσουν παροδικά την υπερκαταναλωτική μανία, που έχει κυριεύσει και χώρους όπως η τέχνη, τα έργα της οποίας de facto αναδεικνύονται από την επιβίωσή τους μέσα στο χρόνο.
Και τι πρέπει λοιπόν να γίνει; Η περιφέρεια είναι καταδικασμένη σε πνευματική λιμοκτονία και σε περιστασιακές αποδράσεις προς το κέντρο, για να κλέψει κάτι από την απόλαυση, την αισθητική και την λύτρωση που παρέχει απλόχερα η επαφή με την γνήσια τέχνη; Δυστυχώς, όσο η πολιτιστική αποκέντρωση γίνεται με εγκληματική προχειρότητα, όσο υποβόσκει πίσω από την επίφαση του ενδιαφέροντος μια τεράστια υποτίμηση για την επαρχία, που την ενισχύει η απληστία, κι όσο οι ίδιοι οι πνευματικοί και υποψιασμένοι άνθρωποι της περιφέρειας δεν παρεμβαίνουν και δεν παίρνουν στα χέρια τους την πνευματική ζωή του τόπου τους, δεν μπορεί να καλυτερεύσει τίποτα. Αντίθετα, θα ενισχύονται οι παμφάγοι, υπερκινητικοί καταναλωτές της τέχνης, που με μια επίπλαστη διαρκή ευφορία θα τρέχουν από εκδήλωση σε εκδήλωση μέσα σε πλήρη ψυχική και πνευματική αδράνεια.
Σε κάποιες επαρχιακές πόλεις βέβαια υπάρχει πλαίσιο συσπείρωσης γύρω από ανθρώπους και σχήματα που νοιάζονται για την παιδεία και τον πολιτισμό. Στη Σάμο εκδίδεται το λογοτεχνικό περιοδικό |Απόπλους|, στην Κοζάνη η |Παρέμβαση|, στα Άσπρα Σπίτια το |Εμβόλιμον|, στη Λιβαδειά έχει σοβαρές πολιτιστικές προτάσεις το βιβλιοπωλείο "Σύγχρονη έκφραση". Σε αυτές τις πόλεις και γύρω από περιοδικά και βιβλιοπωλεία γίνεται ανοιχτός διάλογος με το κέντρο επί ίσοις όροις, καλλιεργείται το κατάλληλο τοπίο για να αναδειχθεί η πνευματική αναζήτηση της περιφέρειας, οι αγωνίες των καλλιτεχνών και των διανοούμενων. Αργά αλλά σταθερά έχει δημιουργηθεί μια παράδοση, χωρίς την οποία, κατά τα ψέματα, δεν μπορεί να ευδοκιμήσει δημιουργία, έχει διαμορφωθεί ένα κοινό, μικρό αλλά απαιτητικό, το οποίο δεν μπορεί να ικανοποιηθεί με τα πολιτιστικά υποκατάστατα που αφειδώς παρέχουν στο πανελλήνιον επίσημοι και ανεπίσημοι φορείς. Βεβαίως η τέχνη απευθύνεται στο αίσθημα. Το εκλεπτυσμένο όμως, όχι το ακατέργαστο.
Όσο η πολιτεία ποντάρει στο δεύτερο, "κουλτούρα να φύγουμε" όπως πρόσφατα άκουσα να λέει προκλητικά αμφισβητίας έφηβος.

|Η Έλσα Λιαροπούλου είναι φιλόλογος και πεζογράφος|