Τετάρτη 24 Σεπτεμβρίου 2008

Εμείς (οι Ελληναράδες) και οι «άλλοι»

GHEYN, Jacob de IIWoman and Child looking at a Picture Book

Σύμπτωση επαναλαμβανόμενη παύει να είναι και τόσο σύμπτωση
Εικόνα 1η
Ο οικονομικός μετανάστης με τη γυναίκα του εισήλθαν στο χώρο του βιβλιοπωλείου. Φτωχικά ντυμένοι αλλά πεντακάθαροι, κουρασμένοι αλλά αξιοπρεπέστατοι , ζήτησαν τα ξενόγλωσσα βιβλία που έγραφαν τα χαρτάκια για τα δυο παιδιά τους. Όσοι έχετε μία στοιχειώδη επαφή με την αγορά των βιβλίων, κυρίως της Αγγλικής γλώσσας, θα υποψιαστήκατε ήδη το σοκ που υπέστησαν οι άνθρωποι όταν άκουσαν το κόστος των βιβλίων που γι αυτούς αντιπροσώπευε πιθανά μεροκάματα δύο εβδομάδων.
Ένοιωσα άβολα και ευγενικά τους πρότεινα να πάρουν τα βιβλία και να μου φέρουν τα χρήματα σε τρεις ή και τέσσερις δόσεις.
- Έχω εμπιστοσύνη. Από ανθρώπους σαν εσάς δε χάνονται χρήματα. Το ξέρω θα μου τα φέρετε.
Ένας κόμπος είχε σταθεί στο λαρύγγι του Αλβανού πατέρα. Τα λόγια θα έβγαιναν με δυσκολία. Αντί λοιπόν να μιλήσει αγκάλιασε τρυφερά τη γυναίκα του, κοιτάχτηκαν στα μάτια, έτσι τα είπαν ΟΛΑ μέσα σε κάποια δευτερόλεπτα, και αφού με ευχαρίστησε, απέρριψε την προσφορά μου ψελλίζοντας
- Δεν πειράζει αφού πρόκειται για την πρόοδο των παιδιών ορίστε τα χρήματα. Θα τα βολέψουμε. Έφυγαν σφιχταγκαλιασμένοι, να δώσουν ο ένας κουράγιο στον άλλο, και για να μη δούμε τα δάκρυα με τα οποία πότιζαν των παιδιών τους τις σπουδές.

ΥΓ. Το περιστατικό αυτό δεν ήταν το μοναδικό αλλά το πιο χαρακτηριστικό. Επαναλήφθηκε με διάφορες παραλλαγές αρκετές φορές.

Εικόνα 2η
Ο Ελληναράς πατέρας, ντυμένος με αθλητική φόρμα που έβγαζε μάτια, βγήκε από προσκείμενο κατάστημα επωνύμων ενδυμάτων φορτωμένος τσάντες, που υποδήλωναν βεβαίως ότι το εμπόρευμά τους παραήταν αξιοσέβαστο, δεν άνοιξε αλλά έσπρωξε με αγένεια και αλαζονεία την πόρτα του βιβλιοπωλείου και με αγαναχτισμένο ύφος έβγαλε από την τσέπη ένα χαρτάκι, διάβασε λάθος το όνομα του συγγραφέα και του εκδοτικού οίκου που αναγραφόταν από τη δασκάλα του νηπιαγωγείου και έως ότου πληρώσει το δυσθεώρητο ποσόν των 6.50 € πέρασε γενεές δεκατέσσερις το εκπαιδευτικό σύστημα σε όλες του τις βαθμίδες φωνάζοντας στο τέλος
- Αυτή είναι η δωρεάν παιδεία!!!

ΥΓ. Δυστυχώς και αυτό το περιστατικό δεν ήταν το μοναδικό αλλά το πιο χαρακτηριστικό. Επαναλήφθηκε με διάφορες παραλλαγές αρκετές φορές.

Εικόνα 3η
Εκμυστήρευση νηπιαγωγού. Στη βιβλιοθήκη του σχολείου, τα παιδάκια των αλλοδαπών είναι οι καλύτεροι αναγνώστες. Αλλά το σπουδαιότερο είναι ότι τα βιβλία που παίρνουν σπίτι τα επιστρέφουν όπως ακριβώς τα παρέλαβαν σε αντίθεση με τα βλαστάρια μας που όταν δε τα χάνουν, τα γυρίζουν φύλλο και φτερό ή γεμάτα λίγδες.

Κι ύστερα αναρωτιόμαστε, γιατί σηκώνουν τις σημαίες μας οι «άλλοι».
Κι ύστερα αναρωτιόμαστε, γιατί οι Ελληναράδες σαν τον κύριο που ανάφερα σκίζουν τα ιμάτια τους για τη δήθεν προσβολή των συμβόλων μας.
Κι ύστερα αναρωτιόμαστε, γιατί την ώρα που αγγίζουμε τον πάτο, οι άλλοι σηκώνουν τα μάτια στον ουρανό.

Βέβαια δεν είμαστε όλοι «Ελληναράδες». Το αντίθετο.
Βέβαια δεν είναι όλοι σαν τους Αλβανούς που ανέφερα. Ίσως το αντίθετο.
Όμως είναι φαινόμενα που επαναλαμβάνονται όλο και περισσότερο, είναι φαινόμενα που καταγράφω χωρίς λογοτεχνικές περικοκλάδες και δίχως λοιπές κοινωνιολογικές προσεγγίσεις. Απλά γιατί συνέβησαν στον έναν ή στον άλλο βαθμό και επαναλαμβάνονται καθημερινά. Για να πάψουμε γαμώτο να ζούμε με τις αυταπάτες που τεχνηέντως πλασάρουν οι κάθε λογής πατριδοκάπηλοι για τον «περιούσιο» λαό μας.

Δευτέρα 15 Σεπτεμβρίου 2008

Το καλοκαίρι έφυγε … κρατήσαμε όμως τις εικόνες από τη ΛΗΜΝΙΑ ΓΗ

Απολαυστικές οι απογευματινές βόλτες στα ταπεινά μεσόγεια χωριουδάκια της Λήμνου – μόνιμου προορισμού διακοπών τα τελευταία χρόνια. Απλόχερα το νησί αυτό προσφέρει εικόνες μιας άλλης εποχής που αποτυπώνονται στη φυσική μνήμη αλλά και καταγράφονται στην ψηφιακή φωτογραφική μηχανή. Σε μια απ’ αυτές τις περιηγήσεις συνέβη το γεγονός του καλοκαιριού.

ΟΔΟΣ : Η ΧΑΡΑ ΤΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΗΣ
Σαν οπτασία στο χωριό Δάφνη, εντόπισα από μακριά τη μορφή της φωτογραφίας, καθισμένη στο πεζουλάκι δίπλα στην πόρτα του σπιτιού της. Κοκάλωσα το αυτοκίνητο, πλησίασα και άρχισα τα κλικ. Η γιαγιά ατάραχη καθώς δεν άκουγε καλά και το μόνο που έβλεπε μέσα από τους τεράστιους μεγεθυντικούς φακούς ήταν τα γράμματα, μου πρόσφερε μια σχετική άνεση για τις φωτογραφίες. Κι όταν της έπιασα κουβέντα, μου αποκάλυψε πως έχει πατήσει τα 100 χρόνια, έμαθε να διαβάζει μαζί με τα παιδιά της, όταν τα έστειλε σχολείο, και από τότε το βιβλίο είναι μόνιμος σύντροφος και κατά την άποψή της «ο καλύτερος φίλος του ανθρώπου». Για την ιστορία διάβαζε το βιβλίο της Λία Μεγάλου – Σεφεριάδη «Ο δρόμος είναι η χαρά». Γιαγιά να 'σαι καλά, να σε συντροφεύουν πάντα και να σε οδηγούν σε ταξίδια μαγικά αυτοί οι πολύτιμοι φίλοι ... Κι εγώ αν τύχει και περάσω πάλι από 'κει του χρόνου ή μετά από πολλά χρόνια θα βλέπω πάντα ευδιάκριτη την πινακίδα της οδού έξω από το σπίτι σου ΟΔΟΣ : Η ΧΑΡΑ ΤΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΗΣ 

Στο ΙΕΡΟ ΤΩΝ ΚΑΒΕΙΡΩΝ

Το καθιερωμένο ετήσιο προσκύνημα. Με το βλέμμα να χάνεται στον ορίζοντα περιμένοντας να φανεί το καράβι με την ιερή φλόγα από τη Δήλο. Κι ύστερα το άναμμά της ταυτόχρονα με τα ιερά της Σαμοθράκης και της Ίμβρου. Τρία ιερά των Καβείρων ένα ΑΚΟΜΑ ισοσκελές τρίγωνο. Και η Αρχαία Ελλάδα μεγαλόπρεπη, να κλείνει πονηρά το μάτι και να βγάζει κοροϊδευτικά τη γλώσσα στους απέναντι Αγιορείτες μοναχούς.

Η ΜΗΤΡΑ ΤΟΥ ΜΥΘΟΥ
Ακριβώς κάτω από το ιερό. Η μήτρα του μύθου. Η σπηλιά που φιλοξενούσε τον Φιλοκτήτη μετά το δάγκωμα του φιδιού - πριν την εκστρατεία στην Τροία - μέχρι να τον πείσει ο Οδυσσέας μετά από πολλά χρόνια να συνταχθεί και πάλι μαζί τους.
Το υπέροχο ΚΡΙΝΑΚΙ της Λήμνου

Φύεται δίπλα στο κύμα. Κάποιες πινακίδες και ένα ξύλινο πλέγμα κατεστραμμένο σε πολλά σημεία του, ενημερώνουν ότι είναι προστατευόμενο είδος. Η προστασία του κατά τα άλλα αφήνεται δυστυχώς στην ανύπαρκτη συνείδηση των λουομένων.

Τετάρτη 10 Σεπτεμβρίου 2008

Οι Ολυμπιακές Όρνιθες ή πώς σε γήπεδα, σε θέατρα, σε πρώην νταμάρια και σε αλάνες ο πολιτισμός ξεχειλίζει από τα μπατζάκια μας

Μπορεί ο φίλος Βασίλης Καραγιάννης ορμώμενος απ’ όσα συμβαίνουν στην Επαρχία του να έγραψε το κείμενο - προσφορά του στο μπλογκ μας - που ακολουθεί, αλλά όλοι εσείς φαντάζομαι, με ευκολία θα αλλάξετε τα όποια ονόματα για να τοποθετήσετε στη θέση τους τα αντίστοιχα των δικών σας τόπων και προσώπων. Γιατί πολύ απλά τα όσα γράφει εκφράζουν τη γενικότερη παθογένεια της επαρχιακής εξουσίας.


Στο πάλεμα, το πήδημα, το τρέξιμο και το λιθάρι
στο θέατρο της Ποντοκώμης, πρώην νταμάρι
(Ολυμπιακές και θεατρικές προσομοιώσεις)

Του Β. Π. Καραγιάννη

Έστιν ουν προσομοίωση, μίμηση πράξεως ή πράγματος, σπουδαίας ή ασήμαντου, μέγεθος εχούσης· και στα πιο οικεία ελληνικά, το σχεδόν όμοιο, το παρεμφερές με την όντως πραγματικότητα.
Δυο περιπτώσεις υπέστημεν το θέρους που τελείωσε, θέλω να πω Αυγούστου τέλους.

Ζήτημα 1ο
Είμαστε στο πρώην νταμάρι της κοινότητας Ποντοκώμης, που ανήκει ως διμελές εταίρος στο Δήμο Δημητρίου Υψηλάντη, μαζί με το Μαυροδένδρι (Καραγάτς), με τους εναλλασσόμενους, ως ρεύμα εναλασσόμενον, δημάρχους χάρη στις δικαστικές επιλογές και τις κρατικές, δια της Περιφερείας, επεμβάσεις, που έγινε θέατρο στο όνομα του πατρός Μίκη Θεοδωράκη (εκ του ότι παλιότερα η νυν πολίχνη ονομάζονταν και «Μικρή Μόσχα» από το εντελώς κόκκινο των ψηφοδελτίων του, ενώ σήμερα από το κονιορτόχρουν της ατμοσφαίρας της οι κάτοικοι ζήτησαν να εγκαταλείψουν την πατρώα γη). Αμέσως μετά τη λήξη των Ολυμπιακών του Πεκίνου ανέλαβε η Ν.Α. Κοζάνης γιορτές να διαπράξει, συνεπικουρούμενη από μια εταιρεία προώθησης των Ολυμπιακών, αρχαίων ιδεωδών (εμβαπτισμένα σε ικανό αριθμό ευρω-αναβολικών), η οποία περιφέρεται ανά το πανελλήνιον και προωθεί τα προϊόντα του Ολυμπισμού της· ήγουν πολύπτυχο λεύκωμα με σπιράλ μήκος άνω των 80 εκατοστών και πλάτους 55 πόντων, με ωραία κορμιά αθλητών - μοντέλων σε κίνηση σε ενσταντανέ αρχαίων αθλημάτων. Δεύτερον, ατραξιόν κάπως θεατρική, όπου σε ανοιχτό χώρο γίνονται πράξη οι φωτογραφίες του λευκώματος, με τα μοντέλα πρωταγωνιστές και τοπικούς δευτεραγωνιστές και χλαμυδοκρατούμενες τηλεπαρουσιάστριες, ενώπιων επισήμων χαγάνων και θεατών λαϊκών χάνων. Προλογίζουν του λευκώματος Μακεδόνο-νομάρχες όπως της Θεσσαλονίκης, (παντού και πάντα, σε τέτοια καμώματα, πρώτος), της Πιερείας, της Πέλλης (δηλαδή του παλιού μου συμμαθητή στο Βαλταδώρειο Γυμνάσιο, Μιχάλη Καραμάνη (Καραμάνου τον έγραφαν), από τον άγιο Χαράλαμπο Δήμου Ελλήσποντου (είναι ο Δήμος, με την κοινότητα Δρεπάνου του, που κήρυξε τις «Γιορτές της Επανάστασης, η αθεόφοβη), ο οποίος κι αυτός ληρολογούσε, μετρημένα έστω. Της θεατρικής ας πούμε αναπαράστασης προλογίζουν φυσικά οι καλούντες αυτούς, της εξουσίας εξουσιολάγνοι καλυμμένοι με τη ματαιοδοξία συν την πολιτική τους μωροφιλοδοξία.
Θέμα του όλου θάματος στο θέαμα και στα θύματα η : «Αρχαία Ελλάδα. Ευ αγωνίζεσθε. Ολυμπιακά αθλήματα». Φοβερόν!
Είναι μια κατηγορία επιχειρηματιών πολιτισμού και αθλητισμού συνήθως της πρωτεύουσας, που κατά καιρούς ξαμολιούνται στην ύπαιθρο και πουλούν το προϊόν τους, το όποιο, αδιάφορο, κυρίως σε Νομαρχίες που είναι πιο ευάλωτες σε τέτοιες θλιβερές ιστορίες, και Δήμους πιο κωλοπετσωμένους βέβαια από την πολυκαιρία στην εξουσία, κι έχουν μάθει να ξεχωρίζουν ή ν’ αντιστέκονται περισσότερο· δεν έχουν και λεφτά για πέταμα άλλωστε.
Η Κοζάνη «χτυπιέται» τακτικά υπό ενός ζωγράφου, όστις κατά καιρούς πουλά την τέχνη του –ζωγραφική και γλυπτική- αδρά στα παραπάνω θύματα η δε εκλεγμένη Ν.Α. στις διάφορες εκφράσεις της, είναι το κατεξοχήν θύμα. Ελλείψει παντελώς πολιτιστικών αντανακλαστικών και ανθρώπων να τους συμβουλεύουν και να τους συγκρατούν στοιχειωδώς, βαδίζουν εντελώς ασυγκρότητοι κι ανερμάτιστοι, πολιτιστικά ανυπόδητοι, κι όπου κι όπως τους βγάλει το πράγμα. Δεν έχουν φυσικά καμιά πολιτική επί του πολιτισμού και των γραμμάτων, αλλά αυτό είναι το λιγότερο. Δεν έχουν δυστυχώς ούτε τη στοιχειώδη προσωπική, αισθητική διαίσθηση και γνώση για ν’ αποφύγουν τις κακοτοπιές ή τους επιτήδειους. Θέλουν κάτι να κάνουν, αλλά δεν το μπορούν ή όταν το επιχειρούν, το μπορούν έτσι ώστε να πέφτουν σε διάφορα νύχια μικρομεσαίων σαλταδόρων. Συστήνουν μάλιστα κι αστείες στη λειτουργία και στη λογική τους, πολιτισμικές και τουριστικές εταιρείες προς διαχείριση της πνευματικής απελπισίας τους για να είναι ένταξη νομικά και θεσμικά! Το να χορεύεις στο πανηγύρι της πατάτας, του φασίολου ή στην πολιτιστική γιορτή του γιδοκουρέματος (πως δεν πήγαν και στο γαλομέτρο) είναι ανώδυνο και δεν βλάπτει κανέναν ει μή μόνον τον ορχούμενο και την σοβαρότητα του. Λίγο το κακό. Όμως, η απερίσκεπτη διανομή χρημάτων είναι άλλο πράγμα. Βέβαια είναι γενικότερο το φαινόμενο στους θεσμούς αυτούς (που συνορεύουν με εσμούς αφελών το επιεικέστερον) που διοικούν και διαχειρίζονται το κοινό χρήμα, το οποίο πολιτικά ανήκει στο νομό και τους ανθρώπους του, κι εν τούτοις αυτοί αρέσκονται να το μοιράζουν με γαλαντομία νεόπλουτου, σε τυχάρπαστους, αρκεί να ‘ναι από την πρωτεύουσα της διαπλεκόμενης χαβούζας και που θα τους χτυπήσουν με συγκατάβαση («μεγάλε!») την πλάτη της ματαιοδοξίας τους.
Η προσωπική διαχείριση του γελοίου είναι αναφαίρετο ατομικό δικαίωμα. Η δημόσια διάχυσή του συνιστά το αδίκημα της εξώθησης σε συλλογική, αισθητική, εξαχρείωση.
Κοιτώ τις φωτογραφίες του διαδρώμενου, όπως δημοσιεύτηκαν στις τοπικές εφημερίδες. Άκουσα και τη διήγηση ενός μικρού μου φίλου, που το καταδιασκέδασε· είχε δε την εύλογη απορία, γιατί οι ολυμπιο-παίχτες δεν ήταν εντελώς γυμνοί, όπως οι αρχαίοι του πρόγονοι στην Ολυμπία και νομίζω πως σχημάτισα επαρκή εικόνα του τι έγινε εκεί. Δεν χρειαζόταν να δεις περισσότερα.
Δεν λέω ο θεός να βάλει το χέρι του, δεν τον ενδιαφέρουν και πολύ αυτά τα ζητήματα, αλλά ο νυν κ. Νομάρχης μπορεί να το κάνει· διαφορετικά θα πέφτει εν ονόματι του κόσμου που τον εξέλεξε, οσημέραι θύμα αλλά και άθυρμα του κάθε μπαγαμπόντη. Και δεν του αξίζει ως εκ της παιδείας του, τέτοια διολίσθηση.
Το Ποντοκώμειον θέαμα ήταν ένας ύμνος στο κιτς. Η προσομοίωση αυτή του ολυμπισμού με μια εντελώς άρρωστη διάθεση, σ’ ένα ακόμα πιο άρρωστο και σαθρό πλαίσιο ύπαρξης, και το ακόμα θλιβερότερο, η δήθεν σχολική κι αθλητική του διάχυση, ως θέαμα και λεύκωμα -τι κωμικοτραγική υπόθεση. Να μάθουν οι νέοι τι εστί ολυμπιακό βερύκοκον, να πράξουν κι αυτοί τα ίδια όταν μεγαλώσουν, δηλαδή να τ’ αρπάζουν απ’ όπου μπορούν, ότι αυτό είναι το ολυμπιακόν (και πολιτικόν) μας σπορ και ιδεώδες. Τα μόλις ανωτέρω έχουν ένα αγοραίο και φτηνό διδακτισμό και μια ηθικολογία που δείχνει αν μη τι άλλο, χαμηλών προδιαγραφών άτομα αποδέκτες κι υψηλών απολαβών επιτήδειους διακινητές του όποιου Ολυμπισμού, Μακεδονισμού, και άλλες τρίχες κατσαρές, που σερβίρουν πάντα με το αζημίωτο, στους ανίδεους διαχειριστές κάθε μικρο-εξουσιο-λαγνείας, οι οποίοι νόμισαν ξαφνικά πως τα έμαθαν όλα ενώ στην πορεία τους, θα τα πάθουν όλα.
Οι νεαροί ηθοποιοί που αθλητο-θετρίζονταν έκαναν τη δουλειά τους, γιατί για το μεροκάματο ζούμε όλοι, αν και οι πιο μερικοί για την αρπαχτή, που είναι εννοείται πολύ πιο γενναία αυτού.
Η παρουσία του Νομάρχη Θεσσαλονίκης ως εμψυχωτού των αγώνων, ο οποίος διατελεί μόνιμος, πρωινός, ψυχαγωγός του μέγα τηλεοπτικού πανελλήνιου, με την γκαρντασιάδα, την Ελληνιάδα και τη Μακεδόνο-φουστανελο-φούρια του, ήταν ο πιο ασφαλής δείκτης ότι «κάτι τι εντελώς κιτσο-ωραίον» συμβαίνει εκεί κι εδώ. Δεν έσωσε από την κακογουστιά, ας το πούμε ελληνικά, το θέαμα, ούτε η ωραία, δε λέω στα ολοπόρφυρα ντυμένη, αντινομάρχης πολιτισμού κ.λπ. Κοζάνης η οποία στο ρόλο της πρωθιέρειας, διεύθυνε το συμβάν και στεφάνωνε στο τέλoς τους νικητές πρωταγωνιστές, με κλαδί ελιάς ή κάτι τέτοιο, οι οποίοι γονυπετείς, υποθέτω την κατεύρισκαν, επιβραβευόμενοι ανέλπιστα υπό ωραιότατης, σεμνής, νομαρχιακής και όχι καμιάς πάνδημης, ιέρειας.
Απορία 1η. Αλήθεια πήραν άδεια οι τελετάρχες και οι τελετούμενοι για την τέλεση αυτού του θεατρικού, από την καθ’ αυτό κυρία πρωθιέρεια του αρχαιολογισμού Αιανής, υπερτίμου και εξάρχου Δ. Μακεδονίας, ότι στην κτηματική περιοχή των ανασκαφών της, τελούσαν κι αναβίωναν μυστήρια τραίνα! Εισπήδησις κανονική!
Απορία 2α. Γιατί οι παριστάμενοι της τοπικής εξουσίας δεν υποχρέωσαν τους δύο ερίζοντες Δημάρχους, του ακέφαλου ή δυο-κέφαλου δήμου, να παλέψουν λεβέντικα στο θέατρο και στο αγώνισμα της ελεύθερης πάλης, και όποιος νικήσει να πάρει γέρας τη Δημαρχεία να σταματήσει έτσι αυτή η γελοία διελκυστίνδα.

Ζήτημα 2ο

Ακριβώς με το τέλος του Αυγούστου και του Καλοκαιριού μαζεύτηκαν, όσοι, αρκετοί, μάλιστα πολλοί εκ της Εορδαϊκης γης, θεατές, που υποθέτω απέφυγαν τα της Ποντοκώμης, στο ανοιχτό θέατρο της πόλεως Κοζάνης, να δουν την παράσταση «Όρνιθες» του Αριστοφάνη, εμβόλιμη στα Λασσάνεια. Θυμάμαι μικρός την υπέροχη ομοιοκατάληκτη μετάφραση (1910), του Πολύβιο Δημητρακοπούλου που κυκλοφόρησε στις εκδόσεις Φέξη και τον έκτοτε συμπαθή μου Πεισθέταιρο που έλεγε ας πούμε:

«Κι όταν σεις τη φτιάσετ’ έτσι, τότε ν’ απαιτήσετ’ όλοι
την αρχήν από τον Δία· κι αν απάντησι δεν δώσει
και τον δυνατώτερό του δεν θελήσει να τον νιώσει,
πόλεμο ιερό κυρήχτε, που να μην του επιτραπή
από το βασίλειό σας να περνούν (χωρίς ντροπή)
κι όπως πρώτα καυλωμένοι κατεβαίνανε (με τρέλες)
και πλακώνανε Αλκμήνες, και Αλόπες και Σεμέλες
Κι αν δεν το παραδεχτούνε
στην ψ...ή να σφραγισθούνε
για να παύσουν να γ.....νε.

Οι από καιρού αφίσες που είχαν κατακυριεύσει τους στύλους, τόνιζαν πως η παράσταση είναι του Θεάτρου Τέχνης σε σκηνοθεσία του Κάρολου Κουν, μουσική Μάνου Χατζιδάκι, σκηνικά Γ. Τσαρούχη, χορογραφίες της Ζουζούς Niικουλούδη, μετάφραση Βασίλη Ρώτα. Όλα άριστα δηλαδή. Αλλά δεν θα μπορούσε να είναι αυτή η πρώτη και μοναδική, ότι όλοι οι δημιουργοί της, έλειπαν αμετάκλητα. Όπως στους «Αχαρνείς» με τον Γ. Λαζάνη και τον Μ. Κουγιουμτζή στο υπαίθριο θέατρο της ΔΕΗ, κάπου το 1990, στα εργοτάξια της Πτολεμαΐδας, που έφεραν το Θ.Τ. οι τότε συνδικαλιστές της, οι οποίοι δεν κοιτούσαν τότε ακόμα μόνον το τομάρι τους. Τώρα ήταν μια προσομοίωση παράστασης, της αυθεντικής πρώτης του Θεάτρου Τέχνης από τους εγγονούς του, ηθοποιούς. Ποιοί είναι αυτοί, πού κινούνται να μην πω στο παγκοσμίως άγνωστο, αλλά στο πανελλαδικό σίγουρα! Όμως με τίμια υποκριτική διάθεση και χωρίς ακκισμούς απέδωσαν, αυτό που κληρονόμησαν κι έτσι πήραμε μια αίσθηση και γνώση του μεγάλου αρχαίου θεάτρου, όπως αυτό παίζεται χωρίς τις υπερβολές του σήμερα με την ακατάσχετη ατακολογία, με την οποία πλήττει κατακούτελα η περιφερόμενη θεατρική σκηνή, τον θεατή Αθηνών και πάσης Ελλάδος. Ήταν και η μουσική του Μ. Χατζιδάκι κι ο κεντρικός της αοιδός που σε έβαζε σε μια πραγματική παράσταση από παραστάσεις τέχνης υψηλής, ποιότητας και της εξ αυτών ακατάσχετης νοσταλγίας του ωραίου, που σε όλους μας ενυπάρχει, μόνον που χωρίς να χρειάζονται και μεγάλα έξοδα κι αρπαχτές, μπορεί να γίνει απόκτημα, εφήμερο έστω, του καθένα μας.
Αντιγράφω το εξαίσιο χορικό της Αηδόνας για να ‘χουμε μια συνειρμική μουσική γεύση και από τον Μ. Χ. -αλησμόνητη η εκτέλεση με τον Γ. Μούτσιο- αλλά και τη μετάφραση του Β. Ρώτα.
Ω καλή μου ξανθιά
συντροφιά μου γλυκιά
που βάζεις ουρανό
κάθε ωραίο σκοπό
Ήρθες ήρθες εφάνης
με σουραύλια να υφάνεις
ύμνους κελαηδισμούς
ήχους εαρινούς.
Εμπρός αρχίνα πες τους
γλυκά τους αναπαίστους
(Β. Ρώτας)

Σ αυτήν την θεατρική προσομοίωση ναι, πήγαμε φυσικά, άνθρωποι κανονικοί και φύγαμε κατά τι πιο τρυφεροί...


Ο Βασίλης Π. Καραγιάννης γεννήθηκε στη Λευκοπηγή Κοζάνης το 1953. Είναι δικηγόρος, διευθυντής της πνευματικής επιθεώρησης της Κοζάνης "Παρέμβαση" και διευθυντής του Ινστιτούτου Βιβλίου και Ανάγνωσης. Δημοσιεύματα: "Περιπλάνηση ένδον" (αφηγήματα) 1995, "Σχεδιάσματα ιστορίας του Δικηγορικού Συλλόγου Κοζάνης" 1996, "Εσωτερική βραδυπορία" (ποίηση) 1997, "Κωνσταντίνος Τσιτσελίκης" (μελέτη) 1997, "Ανεβαίνοντας στον Αη-Λιά" (οδοιπορικό) 1998, "Δεκαπενθήμερα" (ημερολογιακές σημειώσεις).Τελευταίο έργο "Το χρώμα της νοσταλγίας" (διηγήματα) 2008.

Παρασκευή 5 Σεπτεμβρίου 2008

Βάνο Καρβαλισβίλι: Η νίκη των Ελλήνων

Ένα ανέκδοτο διήγημα προσφορά του Φ. Δ. Δρακονταειδή στο βιβλιοπωλείο μας


Corneli Sanadze, Ο Βάνο Καρβαλισβίλι [1]

… Εμείς ήμαστε στη ράδα και περιμέναμε. Οι Έλληνες δεν δούλευαν, επειδή ήταν του Αγίου Νικολάου και είχαν πάει στη λειτουργία. Άγιος Νικόλας λεγόταν η εκκλησία τους. Περιμέναμε λοιπόν, γιατί χωρίς αυτούς δεν γινόταν τίποτα: πιλοτίνες, τροφοδοσίες, βατσμάνοι, ατζέντηδες, όλοι ήταν η ίδια φάρα. Μετά τη λειτουργία, είχαν πάει στο σχολείο τους, κοντά στην εκκλησία: τα παιδιά τους είχαν γιορτή, δηλαδή ποιήματα, τραγούδια και χοροί. Μετά τη γιορτή, είχαν προχωρήσει πέρα από την εκκλησία τους, σε ένα ανηφορικό πλάτωμα, οι γυναίκες τους είχαν κουβαλήσει φαγώσιμα. Τους βλέπαμε από τη γέφυρα, έκανα υπομονή. Θα τελειώσουν, έλεγα μέσα μου. Θα τελειώσουν τα κεράσματα, τα χοροπηδητά, τα πήγαινε και τα έλα, θα έρθουν να φορτώσουμε, όπως έγραφε το χαρτί, όπως είχαμε δώσει τα λεφτά. Το απομεσήμερο, έστειλα το λοστρόμο στον υποπρόξενο της Αγγλίας, που όμως ήταν Έλληνας. Είχα ζητήσει από το λοστρόμο να μάθει αν το γλέντι είχε τελειώσει και αν η φόρτωση θα άρχιζε, όπως έλεγε το χαρτί και όπως είχαμε λογαριάσει τα λεφτά. Ο υποπρόξενος του είπε «domani matina, joia mia». Και ο λοστρόμος μου είπε πως ο υποπρόξενος είχε μισανοίξει την πόρτα, φορούσε μια σκελέα μόνο και κάποια λεγάμενη είχε στο κρεβάτι του, τα νύχια των ποδιών της ήταν βαμμένα κόκκινα της φωτιάς.

… Έδωσε ο Θεός και ξημέρωσε, χαρά Θεού. Και οι Έλληνες είχαν μαζευτεί μπροστά στο τελωνείο, απέναντι από την εκκλησία και έπαιζαν μπάλα. Φώναξα λοιπόν το λοστρόμο, φώναξα και τον μαρκόνη που ήταν μακροσυγγενής του, τους είπα να πάνε στο τελωνείο να συνεννοηθούν με τους Έλληνες να έρθουν να φορτώσουν, χάναμε τα λεφτά μας. Αυτοί πήγαν, τους έβλεπα από τη γέφυρα που κουβέντιαζαν με τον ένα και τον άλλο, το κλώτσημα της μπάλας είχε σταματήσει, οι άνθρωποί μου ήταν στη μέση και γύρω τους οι Έλληνες, που κουνούσαν τα χέρια τους, χτυπούσαν φιλικά τους ανθρώπους μου στην πλάτη, τους προσέφεραν τσιγάρο και η ώρα περνούσε. Όταν γύρισαν οι δικοί μου, είπαν πως οι Έλληνες δεν είχαν σκοπό να σταματήσουν να παίζουν μπάλα, η ώρα είχε περάσει, ήταν ώρα για μεσημεριανό, καλούσαν εμένα και το πλήρωμα να φάμε μαζί τους και να πιούμε τσούικα και παλίνκα. Και επειδή οι δικοί μου απάντησαν πως εγώ απαγόρευα τέτοιες φιλοξενίες στα λιμάνια, τους είπαν πως είμαστε καλεσμένοι, εγώ και το πλήρωμα, σε αγώνα ποδοσφαίρου το απόγευμα, εκεί μπροστά στο τελωνείο, που ήταν η ελεύθερη ζώνη.

… Σκέφτηκα πως έπρεπε να δεχτούμε. Αλλιώς δεν θα φορτώναμε ποτέ, θα χάναμε όλα τα λεφτά μας. Συμφώνησαν και οι Έλληνες: ποδόσφαιρο σήμερα, φόρτωση αύριο, από τα χαράματα κιόλας, κανονικές σαμπανιές και όλο το προσωπικό στα πόστα του. Σκίσαμε το προηγούμενο χαρτί, υπογράψαμε το επόμενο για να μη χάσουμε τα λεφτά μας και βγήκαμε όλοι μπροστά στο τελωνείο, είχα αφήσει πίσω το μηχανικό να έχει το νου του, έτσι και αλλιώς υποφέρει από τα πόδια του, ούτε λόγος να κλωτσήσει μπάλα. Ο τελώνης και οι τελωνειακοί είχαν αραδιάσει καρέκλες να καθίσουν, κρατούσαν ελληνικά σημαιάκια, ο υποπρόξενος της Αγγλίας είχε φορέσει τα επίσημά του, οι άλλοι υποπρόξενοι της Αυστρίας, της Τουρκίας, της Γαλλίας, της Γερμανίας, της Αγγλίας, της Ιταλίας, της Ινδίας, της Περσίας, είχαν καθίσει μπροστά, όλοι είχαν φέρει τα παιδιά τους, ακόμα και ο παπάς του Αγίου Νικολάου ήταν εκεί με τα ράσα του και την παπαδιά του. Και ρέφερης ο δάσκαλος, δεν θυμάμαι το όνομά του, θυμάμαι όμως ότι φορούσε χοντρά ματογυάλια, δεν έβλεπε ούτε τη μύτη του. Εμείς με τα μακριά πανταλόνια μας, οι Έλληνες με κοντά πανταλονάκια, «για να ξεχωρίζετε μεταξύ σας», είχε πει ο ρέφερης. Και εμείς και εκείνοι είχαμε αναπληρωματικούς. Και αρχίσαμε. Δεν είχαν περάσει πέντε λεπτά και ο λοστρόμος, ένα θηρίο δύο μέτρα ύψος με κάτι ποδάρες σαν ελέφαντας, όρμησε προς τους αντιπάλους, έριξε μερικές στα καλάμια τους και μπήκε με τη μπάλα αγκαλιά στα δίχτυα. Ζήτω εμείς, σιωπή οι Έλληνες. Ύστερα από άλλα δέκα λεπτά, ο μάγειρας, ένας Τάταρος, κοντός με μπράτσα σαν το σίδερο, χώθηκε κάτω από τα πόδια των αντιπάλων, έβαλε και λίγο το χέρι του, πάλι η μπάλα καρφώθηκε στα δίχτυα. Ζήτω εμείς και οι υποπρόξενοι, σιωπή οι Έλληνες. Έγινε ημίχρονο, «τώρα να δείτε τι θα πάθετε», έλεγαν οι Έλληνες, «σας αφήσαμε να χαρείτε λίγο, επειδή είσαστε ξένοι». Και ο παπάς είπε πως οι αρχαίοι είχαν Ξένιο Δία να φροντίζει τους ξένους. Και εγώ του είπα πως εμείς είχαμε τον Προμηθέα στον Καύκασο και το Χρυσόμαλλο Δέρας και τη μονή των Ιβήρων στον Κήπο της Παναγίας. Τότε ο παπάς μου είπε για τη Μήδεια, αλλά εγώ του είπα πως δεν θα υπήρχε Βυζάντιο δίχως τη Δυναστεία των Ιβήρων, έχω διαβάσει την Ιστορία και ξέρω τι λέω. Και στο κάτω-κάτω, του είπα, εμείς έχουμε τον Στάλιν, ενώ εσείς έχετε βασιλιά. Και με αυτά και με εκείνα, ρίξαμε άλλα τρία τέρματα, πάντα ζήτω εμείς και οι υποπρόξενοι, σιωπή οι Έλληνες. Και ο αγώνας τελείωσε 5-0. Και για να μην τελειώσει έτσι, δεχτήκαμε λίγη παράταση και τους αφήσαμε να βάλουν ένα τέρμα.

… Δώσαμε λοιπόν τα χέρια εκεί στο τελωνείο να συμφωνήσουμε πάλι για τη φόρτωση και να μη χάσουμε τα λεφτά μας, θα δίναμε το «παραπάνω» που μας ζητούσαν. Και τότε οι Έλληνες, είπαν «πάμε, ένα- δύο- τρία» και άρχισαν να τραγουδούν τον Εθνικό τους Ύμνο και να ανεμίζουν τα σημαιάκια τους. Με τα κοντά πανταλονάκια τους. Και ο παπάς φώναξε: «Σας νικήσαμε!». Και ο τελώνης, οι τελωνειακοί, ο υποπρόξενος της Αγγλίας και κάτι περαστικοί, φώναζαν: Ζήτω η Πατρίς! Και οι άλλοι υποπρόξενοι είχαν τρομάξει. Και την άλλη μέρα φορτώσαμε και σαλπάραμε.
1-3.04.08

Φ. Δ. Δρακονταειδής

[1] Ο Βάνο Καρβαλισβίλι (1910-2002) γεννήθηκε στο Γκόρι (Γεωργία). Πλοίαρχος του εμπορικού στόλου της Κριμαίας, κατέγραψε, μετά τη συνταξιοδότησή του, τις αναμνήσεις του με τη μορφή προσωπικού ημερολογίου, που αναμένεται να εκδοθεί από τον εκδοτικό οίκο Logos της Τιφλίδας. Το κείμενο που ακολουθεί είναι μέρος συζήτησης με αφορμή το περιεχόμενο του προσωπικού ημερολογίου, η οποία έλαβε χώρα στην ιστορική πρωτεύουσα της Γεωργίας Κουταϊσι, όπου διέμενε ο Καρβαλισβίλι, τον Δεκέμβριο του 2000 . Η συζήτηση διευκολύνθηκε χάρη στη συνδρομή του Ελληνογεωργιανού Ακάκιου Μελατζίδη, που έπαιξε το ρόλο του μεταφραστή από τη γεωργιανή γλώσσα στην ελληνική.
Το περιστατικό που αναφέρεται στο κείμενο έγινε στο λιμάνι του Σουλινά (στις εκβολές του Δούναβη, Ρουμανία) πριν από το 1950. Αυτή η χρονολόγηση προκύπτει από την λειτουργία υποπροξενείων στην πόλη, τα οποία καταργήθηκαν μετά την εγκαθίδρυση του κομμουνιστικού καθεστώτος (1952) και από την έντονη παρουσία της τοπικής ελληνικής κοινότητας, η οποία αποτελούσε, από τις αρχές κιόλας του 19ου αιώνα, την κινητήρια δύναμη της οικονομίας και της κοινωνικής και πολιτιστικής ανάπτυξης της πόλης και της ευρύτερης περιφέρειας, γνωστής ως Dunari de Jos (Νότιος Δούναβης). Η εκκλησία του Αγίου Νικολάου, μεγάλη και πλούσια ιστορημένη, υπάρχει ως τις μέρες μας. Το διώροφο κοινοτικό σχολείο «δια παίδας και νεάνιδας», όπως αναφέρεται στην εγχάρακτη μαρμάρινη επιγραφή στην πρόσοψή του, είναι ερειπωμένο. Ο Σουλινάς ήταν κέντρο μεταφόρτωσης δημητριακών και πρώτων υλών, που μεταφέρονταν με «σλέπια» (είδος ποταμόπλοιου του Δούναβη) από το βορρά της Ρουμανίας και από την Ουκρανία ως το δέλτα του ποταμού.
Ο ζωγράφος Κορνέλι Σανάτζε (1907-1987) είναι γνωστός για τις προσωπογραφίες που φιλοτέχνησε. Καλλιτέχνης του Λαού (1958), σύμφωνα με τις επιταγές του σοσιαλιστικού καθεστώτος της χώρας του, πέτυχε ωστόσο να διατηρήσει την δημιουργική αυτοδυναμία του. Ο Καρβαλισβίλι υποστήριζε πως η προσωπογραφία του ήταν δώρο του ζωγράφου σε αναγνώριση της προσφοράς τροφίμων, κατά την περίοδο αμέσως μετά τον θάνατο του Στάλιν (1953), όπου το Κομμουνιστικό Κόμμα της Γεωργίας προχωρούσε σε συστηματική αυτοκριτική και αυτοκάθαρση.
Το κείμενο αποτελεί λεπτομερή απόδοση των λόγων του Καρβαλισβίλι.
Ο τίτλος του κειμένου ανήκει στον υπογράφοντα.


Ο Φίλιππος Δ. Δρακονταειδής, πεζογράφος και μεταφραστής, γεννήθηκε το 1940. Βιβλία του έχουν μεταφραστεί στα γαλλικά, ολλανδικά και σλοβενικά. To πρώτο βιβλίο του κυκλοφόρησε το 1962. Το 1995 αποκήρυξε ένα μεγάλο μέρος του συγγραφικού του έργου και ξανάγραψε τα μυθιστορήματα: "Σχόλια σχετικά με την περίπτωση", "Στα ίχνη της παράστασης", "Προς Οφρύνιο", "Το άγαλμα", "Το μήνυμα", "Η πρόσοψη". Αυτοί οι έξι τίτλοι συγκροτούν μια ενότητα που ονόμασε "Εξάμετρον". Έγραψε, επίσης, τα δοκίμια "Ο Φεβρουάριος αιών", όπου συνοψίζει τις κύριες εξελίξεις του 20ού αιώνα, "Παραμύθι της λογοτεχνίας", όπου υποστηρίζει πως η λογοτεχνία, έτσι όπως γίνεται αντιληπτή από την Αναγέννηση ως τις μέρες μας έχει ολοκληρώσει τον κύκλο της ζωής της, και "Μνήμη και μνήμη", όπου συγκρίνει την ιστορική μνήμη με τη μνήμη του ηλεκτρονικού υπολογιστή.Οι σπουδαιότερες μεταφράσεις του είναι: "Γαργαντούας και Πανταγκρυέλ" (Ραμπελαί), "Δοκίμια" (Μισέλ ντε Μονταίνι), "Οraculo Manual" και "'Ηρωας" (Μπαλτάσαρ Γκρασιάν), "Τα ποιήματα του Αλμπέρτο Καγιέιρο" (Φερνάντο Πεσόα), "Η πεδιάδα στις φλόγες" (Χουάν Ρούλφο).'Εχει βραβευτεί με το Κρατικό Βραβείο Πεζογραφίας (1981), είναι Ιππότης της Τάξης Τεχνών και Γραμμάτων της Γαλλίας και μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Συγγραφέων.

Στο βιβλιοπωλείο μας έχει πραγματοποιήσει δύο ομιλίες.
Στις 13/10/2003 παρουσίασε το μυθιστόρημα «ΓΑΡΓΑΝΤΟΥΑΣ» του Ραμπελαί
και στις 20/3/2006 μίλησε με θέμα «ΙΣΠΑΝΙΑ ΚΑΙ ΛΑΤΙΝΙΚΗ ΑΜΕΡΙΚΗ: Κείμενα και ήχοι»

Τετάρτη 3 Σεπτεμβρίου 2008

Τι είδε η γυναίκα του Λωτ;

Διαβάσαμε και χαρήκαμε στις διακοπές το βιβλίο της Ιωάννας Μπουραζοπούλου
«Τι είδε η γυναίκα του Λωτ;».
Λογοτεχνική απόλαυση, ένα συνεχές διανοητικό παιχνίδι, μια ανεπανάληπτη αλληγορία για το φόβο, την αμαρτία και την ενοχή σε μια ατμόσφαιρα που θύμιζε έντονα Κάφκα.
Με έπιασε πανικός όταν διαπίστωσα ότι το μυθιστόρημα έφτανε στο τέλος του. Από τα βιβλία που δε θέλεις να τελειώνουν.

Δευτέρα 1 Σεπτεμβρίου 2008

Για κάθε άνθρωπο … που θέλει να λέγεται Άνθρωπος ... βιβλία - "όπλο" για το καλοκαίρι ή ΣΤΑΛΙΝ ΖΕΙΣ ΕΣΥ ΤΟΥΣ ΟΔΗΓΕΙΣ

Αναγνώστης που ακολούθησε τις οδηγίες του «Ριζοσπάστη» όπως αποθανατίστηκε από το φωτογραφικό μας φακό σε παραλία στις διακοπές.
Για την ιστορία πριν λιποθυμήσει βρισκόταν στη σελ. 15, γραμμή 15, του 15ου τόμου των Απάντων του Στάλιν.


"Oι εφημερίδες, ως γνωστόν, είθισται να προτείνουν βιβλία για το καλοκαίρι. Αυτό πράττει και ο Pιζοσπάστης, σε συνεργασία με τις εκδόσεις "Σύγχρονη Eποχή", στο φύλλο της 6ης Iουλίου. Yπό τον τίτλο "Bιβλία-'όπλο'" για κάθε εργαζόμενο", εξηγεί ότι "οι διακοπές, εκτός από χρόνος ξεκούρασης και χαλάρωσης, είναι μια θαυμάσια ευκαιρία για τη διεύρυνση των γνώσεών μας". Kαθώς μάλιστα "η μάθηση, η αυτομόρφωση, για τους κομμουνιστές, για κάθε προοδευτικό άνθρωπο είναι βασικό στοιχείο της προσωπικότητάς του", η εφημερίδα συστήνει "μια σειρά από βιβλία ιδεολογικού, πολιτικού και ιστορικού περιεχομένου". Τα παραθέτω, με τη σειρά της παρουσίασης:
1. I.B. Στάλιν, "Άπαντα", τόμος 14ος.
2. I.B. Στάλιν, "Άπαντα", τόμος 15ος.
3. "Oι θέσεις και το κατασταστικό της Kομμουνιστικής Διεθνούς, όπως ψηφίστηκαν στο B Συνέδριο της Πετρούπολης-Mόσχας, 6-25 Iουλίου 1920 (ανατύπωση).
4. "O σύγχρονος δεξιός οπορτουνισμός", συλλογή κειμένων με επιμέλεια της Iδεολογικής Eπιτροπής της K.E. του KKE.
5. "O αντικομμουνισμός χθες και σήμερα", της Iδεολογικής Eπιτροπής της K.E. του KKE.
6. Aναστάσης I. Γκίκας, "Oι Έλληνες στη διαδικασία οικοδόμησης του σοσιαλισμού στην EΣΣΔ".
7. Aνατύπωση δύο τόμων της "Nέας Γενιάς", του περιοδικού της EΠON (1944-1946).
8. "Συζήτηση για θέματα πολιτικής οικονομίας, στα τέλη της πρώτης δεκαετίας της σοσιαλιστικής οικοδόμησης στην EΣΣΔ".
9. "Συνοπτική κριτική προσέγγιση σύγχρονων αστικών ιδεολογημάτων", πόνημα κι αυτό της Iδεολογικής Eπιτροπής της K.E. του KKE."

Το πρωτοδιάβασα σε σχόλιο του Στρατή Μπουρνάζου στην «ΑΥΓΗ» ημ/νία καταχώρησης : 25/07/2008 και το θεώρησα τραβηγμένο αστείο παρ’ όλη την επισήμανση ότι δεν πρόκειται για καλαμπούρι. Έτσι ανέτρεξα στο ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗ όπου εμβρόντητος είδα το κείμενο που για τους δύσπιστους σαν εμένα αντέγραψα και επικολλώ μαζί με το τελευταίο σχόλιο του κ. Μπουρνάζου.

Nομίζω ότι ποτέ -ούτε στις εποχές της μεγαλύτερης δόξας του σταλινισμού, τότε που τον Στάλιν τον είχαν εικόνισμα εκατομμύρια άνθρωποι σ' όλο τον κόσμο - ο Pιζοσπάστης και το KKE δεν είχαν φτάσει σε τέτοιο επίπεδο περιχαράκωσης και ένδειας, όσον αφορά το βιβλίο. Mια σύγκριση με τα ανατυπωμένα τεύχη της Nέας Γενιάς είναι καταλυτική. Kαι, τελικά, το μόνο κέρδος "σε γνώση και διεύρυνση των οριζόντων" από τα "προτεινόμενα" είναι το πόσο η στενοκεφαλιά και ο στενός κορσές της κουκουέδικης κομματικότητας μπορούν να συνθλίψουν τη χαρά και τον πλούτο της ανάγνωσης.
κάντε κλικ πάνω στις εικόνες για μεγέθυνση