Λιβαδειά, 16/10/1944 - Ο λαός της Λιβαδειάς γιορτάζει την απελευθέρωση στην πλατεία Αθανασίου Διάκου, Μητρόπολη (από το βιβλίο του Κωνσταντίνου Δ. Στεφάνου «Λιβαδειά - Ταξίδι μνήμης») |
ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΛΙΒΑΔΕΙΑΣ – 15 Οκτωβρίου
1944
Ο θρυλικός καπετάν Νικηφόρος αφηγείται πώς ο ΕΛΑΣ απελευθέρωσε τη Λιβαδειά
«ΑΝΤΑΡΤΗΣ
ΣΤΑ ΒΟΥΝΑ ΤΗΣ ΡΟΥΜΕΛΗΣ» τόμος Γ'
Πριν βραδυάσει πήραμε
νέες διαταγές από τη Μεραρχία. Το ένα τάγμα μας να σπεύσει στη Χαλκίδα να
ενισχύσει το 7ο Σύνταγμα της Εύβοιας, γιατί το Τάγμα Ασφαλείας εκεί αρνιόταν να
συμμορφωθεί προς τις διαταγές της κυβέρνησης και αυθαδίαζε. Είχε μεταδοθεί σ’
όλη την περιοχή μια οργή για τα καμώματά τους αυτά.
Το άλλο τάγμα μας, να
συνεχίσει την καταδίωξη των γερμανών φτάνοντας έως του Καρανάσου το Χάνι στον
Καλλίδρομο.
Ξεκινήσαμε αμέσως.
Επιτάξαμε όσα φορτηγά αυτοκίνητα βρέθηκαν, ξεκινήσαμε και πεζοί. Αφήσαμε μόνο
λίγους άντρες της επιμελητείας στη Θήβα. Είχαν να καταγράψουν τις αποθήκες που
είχαν παρατήσει φεύγοντας οι γερμανοί – τρόφιμα. Σχεδόν βασίλευε ο ήλιος που ξεκίναγαν
τα τάγματα. Ο Παπαζήσης κι εγώ πήγαμε στην καταδίωξη των γερμανών. Ο Ν.
Παπασπύρου με το άλλο τάγμα, στη Χαλκίδα. Πήραμε εμείς μαζί μας και το
παμπάλαιο αυτοκίνητο της Ελευσίνας που είχαμε επιτάξει η διοίκηση ξεκινώντας
από κάτω – ένα ανοιχτό σαραβαλιασμένο επιβατηγό αυτοκίνητο.
Για τη Λειβαδιά λέγανε ότι
οι γερμανοί είχαν φύγει. Δεν ήταν όμως εντελώς σίγουρο. Πάντως κάπου εκεί γύρω
σέρνονταν. Προχωρούσαμε με ταχύτητα. Ο ουρανός ήταν κατακάθαρος. Ο ήλιος έγερνε
να βασιλέψει. Ο Παρνασσός όλο ζύγωνε κοντά μας, όγκος θεόρατος-βαρύς ίσκιος.
Όσο πήγαινε και βράδυαζε. Άρχισαν να λιώνουν μέσα στο μαλακό σίχλιασμα του
δειλινού οι πεδιάδες, οι λόφοι, όλα τα χαμηλώματα. Οι ψηλές κορφές λούζονταν
ακόμα στα φωτερά ύψη. Παραδινόσουν σε ευτυχισμένους ρεμβασμούς.
Μπρος μας έτρεχαν μακρυά τα
φορτηγά αυτοκίνητα, η εμπροσθοφυλακή, γεμάτα αντάρτες. Σιγά-σιγά γίνονταν όλο
και πιο μουντά. Οι αντάρτες, όρθιοι όλοι για να χωράνε πιο πολλοί, φαίνονταν
ένας σγουρός σωρός απάνω στο καθένα.
Στο τέλος έπεσε η νύχτα,
βούλιαξε μέσα στο σκοτάδι και η τελευταία μύτη του Παρνασσού. Κατά τις 11 τη
νύχτα φτάσαμε στη Λειβαδιά.
Στην είσοδο της πόλης, στο
συνοικισμό, είδαμε τα μαγαζιά ανοιχτά. Φωτισμένα και γεμάτα κόσμο. Ζωηρέψαμε.
Μόλις φτάναμε, μια ιαχή συγκλόνισε την ωραία πλατεία. Σα να το περίμενε ο
κόσμος όρμησε από παντού απάνω μας. Ο Παπαζήσης σηκώθηκε όρθιος στο ανοιχτό μας
αυτοκίνητο.
― Ψυχή βαθειά,
συναγωνιστές! Ζήτω η Λευτεριά!
Είχε αρχίσει ένας τρελός
πανζουρλισμός. «Ζήτωωω! Ζήτωωω!». Δεν προλαβαίναμε να σφίγγουμε τα χέρια που
απλώνονταν δάσος γύρω μας. Έφταναν από κοντά και τ’ άλλα αυτοκίνητα. Δεν
έφταναν αυτοκίνητα – ένα βροντερό τραγούδι ήταν το καθένα, σαν ένα κουβάρι
λάβα, και πλάκωνε μονομιάς και κυλούσε απάνω μας από την παραπέρα στροφή της
δημοσιάς. Και δονιόταν ο αέρας. Λαός αμέτρητος κύκλωνε το κάθε αυτοκίνητο. Οι
αντάρτες, άλλοι έσκυβαν να φτάσουν το λαό, άλλοι όρθιοι απάνω στ’ αυτοκίνητα
συνεχίζανε να τραγουδάνε.
Μας κατέβασαν κάτω, μας
πήραν σηκωτούς στους ώμους και μας πήγαν στα μαγαζιά, άρχισαν τα κεράσματα, οι
χοροί, οι προπόσεις.
― Πρέπει να προχωρήσουμε! –
φωνάζαμε. ― Έχουμε δουλειά!
― Δε θα σας αργήσουμε! Δε
θα σας αργήσουμε!
― Σας περιμέναμε από το
δειλινό. Όλη η πολιτεία είχε βγει εδώ. Να! να! Μόλις τώρα διαλύθηκε ο κόσμος.
Έρχονταν μητέρες με μικρά
παιδιά στην αγκαλιά. Ο Παπαζήσης δε σταματούσε: «Ψυχή βαθειά! Ψυχή βαθειά!».
― Ψυχή βαθειά, γέροντααα! –
απαντούσε ο κόσμος, τόξεραν παντού το σύνθημα.
Μια στιγμή φέρανε μπροστά
μου ένα ντροπαλό, λιγοστούλη άνθρωπο. Χαμογελούσε δειλά αυτός, ζητωκραύγαζε ο
κόσμος γύρω.
― Τον γνωρίζεις αυτόνε,
καπετάνιε; – μου φωνάζουνε.
Τον κύτταξα ξαφνιασμένος.
Τούδωσα το χέρι.
― Δεν τον γνωρίζω! – λέω.
― Ο Μίμης είναι! – μου
φωνάζουν τότε.
― Ο φύλακας της φυλακής; –
τινάχτηκα.
Αυτός κούναγε το κεφάλι,
ότι ναι-ναι. Τούσφιξα δυνατώτερα το χέρι.
― Χαίρομαι που σε
ξανανταμώνω! – του φώναξα δυνατά.
― Κι εγώ! – είπε κι αυτός
και γέμισαν τα μάτια του δάκρυα.
― Με συγχωρείς για την
τρομάρα εκείνο το βράδυ! – του ξαναφώναξα.
Έκλαιγε. Κι εγώ είχα
δακρύσει. Ο κόσμος γύρω επιφημούσε, φώναζαν πειράγματα στο Μίμη.
― Το ρολόι! – θυμήθηκα
ξαφνικά. ― Το έλαβες;
Λάμψανε τα μάτια του.
― Τόλαβα! Τόλαβα!
Άρχισε να χειροκροτεί
δαιμονιωδώς ο κόσμος. Πολλοί, δακρυσμένοι κι αυτοί, τέτοιος αγώνας, τέτοιοι
δεσμοί των ανθρώπων, τέτοια ανακυκλώματα γεγονότων.
Φτάσανε μερικές κοπέλλες,
ανοίγανε ξαναμμένες δρόμο, τις βοηθούσε πρόθυμα το πλήθος. Ήρθαν μπροστά μας με
αγκαλιές λουλούδια. Μας τα δίνανε και μας εύχονταν, αλλά δεν ακούγαμε, τι
λέγανε (τι χρειαζόταν άλλως τε ν’ ακούσουμε;) όλα ήσαν ένα βουϊτό, και οι
κοπέλλες – λίγο σαστισμένες,
λίγο ζαλισμένες – μας έδωσαν τα λουλούδια και παραμερίσανε σεμνά σφουγγίζοντας
τα μάτια τους.
Κατόπιν προχωρήσαμε για την
πόλη. Ο κόσμος ξεκίνησε κοντά μας. Βρήκαμε τους δρόμους έρημους. Αντηχούσε σα
σε χάλκινο ηχείο το τραγούδι μας.
Έγινε τότε ένας αλλόκοτος
πάταγος, τα παράθυρα που άνοιγαν, βροντώντας, κι ένας αλαλαγμός που άναψε και
μεταδινόταν παντού και δυνάμωνε. Άρχισαν να χτυπούν και οι καμπάνες, έβγαινε το
πλήθος, γέμιζαν οι δρόμοι. Ώσπου να φτάσουμε στην πλατεία και να ξεπεζέψουμε το
πλήθος κατάκλυσε τα πάντα αλαλάζοντας. Να, μπροστά μας οι υπεύθυνοι.
― Αργήσατε! Αργήσατε! – φώναζαν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου