Η εισήγηση της Μαρίας Σκιαδαρέση κατά την παρουσίαση του βιβλίου του Κώστα Ακρίβου, Γάλα
μαγνησίας, εκδ. ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ στο βιβλιοπωλείο ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΚΦΡΑΣΗ στις 10/12/18.
Για τον Κώστα Ακρίβο δε χρειάζεται να πω κάτι που δεν το ξέρετε ήδη. Απλώς θα συνοψίσω την πλούσια και ουσιαστική εργογραφία του
λέγοντας πως έχει δώσει 12 αφηγηματικά βιβλία. Ξεκινώντας το 1993 με τη Δοτική
του χάους και περνώντας από έργα λίαν σημαντικά όπως τα: Κίτρινο ρώσικο κερί,
Πανδαιμόνιο, Ποιος θυμάται τον Αλφόνς, Τελευταία νέα από την Ιθάκη και τώρα με
αυτό το πιο προσωπικό, πιστεύω, έργο του Γάλα Μαγνησίας, ο Ακρίβος δείχνει πως
είναι ένας πεζογράφος που σίγουρα θα αφήσει βαθύ ίχνος στα ΝΕ γράμματα.
Τούτο το τελευταίο του μυθιστόρημά του εξ αρχής φέρει τη σφραγίδα
εφευρετικού από τον έξυπνο τίτλο κιόλας, με πολλαπλές αναφορές και υπαινιγμούς.
Ένα μυθιστόρημα με υποδειγματική δομή, σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση με παρεμβολές
τριτοπρόσωπης αναφοράς σε γεγονότα που σημάδεψαν εντέλει τη μετέπειτα ζωή των
ηρώων. Τέσσερις οι κεντρικοί ήρωες του έργου. Τέσσερις μαθητές της Ε΄ τάξης του
εξατάξιου γυμνασίου της δεκαετίας του 1970, κατά τη διάρκεια μιας ολόκληρης
σχολικής χρονιάς και συγχρόνως οικότροφοι του εκκλησιαστικού ιδρύματος της
πόλης για παιδιά από τις γύρω περιοχές.
Ο Ζερβής, που είναι και ο αφηγητής του έργου, ο Μικ, ο Αχιλλάκος και ο
Μπράσκας. Όλα παρωνύμια προς μεγάλο κακοφανισμό του γυμνασιάρχη τους. Κι αυτός
είχε βέβαια το παρανόμι του -Μπουλντόγκ-, δοσμένο από τα ίδια τα παιδιά. Η
φράση του, στο ξεκίνημα του έργου, «εάν ήταν στο χέρι μου εσάς του οικοτροφείου
θα σας απέβαλλα δια παντός από το σχολείο» αυτομάτως κάνει τον αναγνώστη να
αναρωτηθεί το γιατί. Αυτή λοιπόν είναι η μαγική φράση, ο αρχικός κόμπος που
κάνει η πλέχτρα για να ξεκινήσει το πλεχτό της.
Και απ’ αυτήν αρπαζόμαστε, αυτή μας κάνει να διαβάσουμε παρακάτω και
παρακάτω και να συνεχίσουμε απνευστί έως την τελευταία τελεία του έργου. Με
λίγα λόγια το ξεκίνημα του βιβλίου είναι αυτό που πρέπει να διαθέτει κάθε σωστό
μυθιστόρημα ώστε να ενεργοποιήσει το ενδιαφέρον του αναγνώστη από την πρώτη
στιγμή.
Μυθιστόρημα ενηλικίωσης λοιπόν το νέο πόνημα του Ακρίβου; Εκ πρώτης όψεως
θα λέγαμε πως ναι, αφού διαθέτει όλα τα στοιχεία του είδους αυτού. Όμως δεν
είναι απλώς και μόνον αυτό· υπό άλλες συνθήκες και με άλλη προσέγγιση θα
μπορούσε να είναι αστυνομικό, ή ένα βαθύ φιλοσοφικό έργο γύρω από τις
ανθρώπινες σχέσεις έτσι όπως διαμορφώνονται εξ απαλών ονύχων. Σίγουρα δε σ’
αυτό εμπεριέχονται στοιχεία κοινωνικού μυθιστορήματος εφόσον είναι ένα ανάγλυφο
της αστικής κοινωνίας του Βόλου της εποχής σε σχέση με αυτήν της γύρω υπαίθρου,
αλλά και ερωτικού με την τόσο θαυμαστή απόδοση των σκιρτιμάτων των εφήβων σε
μια επαρχιακή πόλη της Ελλάδος τον πρώτο χρόνο της μεταπολίτευσης. Τέλος, θα
μπορούσε να το δει κανείς και σαν μια πολιτική απεικόνιση της εποχής αυτής, με
όλα όσα τη σηματοδοτούν, στάσεις, αντιστάσεις, εκρήξεις, ανατροπές, όλες
εκείνες τις αυτόματες σχεδόν αλλαγές όπως διαφαίνονται στη μικρογραφία της
πόλης του συγγραφέα, γεγονός που μας οδηγεί να μαντέψουμε την τοιχογραφία του
τέλους μιας εποχής και την αρχή μιας νέας για ολόκληρη τη χώρα, που τα
αποτελέσματά της τα ζούμε σήμερα. Όλα αυτά ορίζουν το σύμπαν του μυθιστορήματος
αυτού.
Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση του ενός από τους τέσσερις ήρωες περιγράφει την
καθημερινότητα των παιδιών –οικοτροφείο, σχολείο- επισκέψεις στα χωριά τους
στις γιορτές και τις αργίες- έξοδοι στις καφετέριες και τα στέκια της πόλης-
μπάλα, η κοινή λέξη για την ενασχόληση με το ποδόσφαιρο- έρωτες. Όλα αυτά μέσα
σε έναν σχολικό χρόνο που επιστεγάζεται από ένα δυστυχές γεγονός, τον θάνατο
από πνιγμό ενός συμμαθητή και συνοικότροφου των πρωταγωνιστών που, σημειωτέον,
είναι ο ορκισμένος εχθρός τους. Μέσα στην πρωτοπρόσωπη αφήγηση, παρεμβάλλεται
εξ αρχής και καθ’ όλη τη διάρκεια του έργου, σε αφήγηση στεγνή και υπηρεσιακή,
σε τρίτο πρόσωπο, η εξέλιξη της έρευνας για το συμβάν. Ώσπου στο τέλος η
αφήγηση του ήρωα δίνει τη σκυτάλη στην κατάληξη των ερευνών, στη δίκη και στο
κορυφαίο γεγονός της λύσης του δράματος. Και χρησιμοποιώ τη λέξη ‘δράμα’ όχι
μόνο λόγω της πλοκής και του θέματος όσο και της θεατρικότητας με την οποία
είναι γραμμένο το βιβλίο. Όλοι οι ήρωες κινούνται διαρκώς γύρω από τα συμβαίνοντα
στην πόλη, πότε ως υποκείμενα πότε ως αντικείμενα της δράσης, αλλά και μέσα
στους διάφορους μικρόκοσμους –σπίτια, σχολεία, γήπεδα, παραλίες, οικοτροφείο
κυρίαρχα- μοιάζουν να παίζουν πάνω σε μια σκηνή που στην προκειμένη περίπτωση
είναι η ίδια η πόλη.
Πράγματι, θα έλεγα πως πέρα απ’ όλα και όλους, στο βιβλίο αυτό
πρωταγωνιστεί ο Βόλος που συχνά με έκανε, μιας και δεν τον γνωρίζω καλά, να
ανατρέχω σε χάρτες για να παρακολουθήσω τις γύρω από τον εαυτό τους πορείες των
πρωταγωνιστών μέσα στην πόλη τους. Ο Βόλος που με την τοπογραφία του αφενός και
την κοινωνική ανθρωπογεωγραφία του αφετέρου, αποτελεί το πλαίσιο μέσα στο οποίο
ξεδιπλώνονται οι ζωές των ηρώων (κεντρικών και μη) είναι η κάτοψη αυτού του
οικοδομήματος που λέγεται μυθιστόρημα. Γιατί το μυθιστόρημα μοιάζει με το
αρχιτεκτόνημα. Ένα πολύσπιτο χτισμένο μέσα σε περιβάλλον που, σίγουρα και
πάντα, παίζει ρόλο ουσίας στα τεκταινόμενα του πολυάνθρωπου αυτού σπιτιού. Και
εδώ, ο ρόλος αυτός ανήκει δικαιωματικά σε μια πόλη: στον Βόλο της δεκαετίας του
’70 με τους δρόμους, τα μαγαζιά του, τα στέκια του, τις εξοχές του, τις
παραλίες του.