ελίτσα στο
μάγουλο
Έστρωσαν τα χράμια, τις
φλοκάτες, έπεσε το τσούρμο να κοιμηθεί κατάχαμα, μπροστά από το τζάκι μπας και ζεσταθούν
τα αδύνατα κορμιά.
Όλα τα παιδιά σφάλισαν
τα μάτια και αποκοιμήθηκαν, ενός όμως τα μάτια δεν έλεγαν να κλείσουν. “Πώς
μπορούν και κοιμούνται! Μα δεν φοβούνται;” σκεφτόταν συνέχεια ο εντεκάχρονος
Νικολός, το μεγαλύτερο από τα τρία αγόρια – όλα τα υπόλοιπα κορίτσια, το ένα
στα δεκαεφτά – κοπέλα πια της παντρειάς. Δέκα, έντεκα η ώρα, κόντευαν πια
μεσάνυχτα αλλά ο Νικολός συνέχιζε να μένει ξάγρυπνος. Ξάγρυπνος και φοβισμένος.
“Κι αν είμαι εγώ ένας απ' τους
μισούς που θα ξεπαστρέψει το φαρμάκι;”. Τα ΄χε πάρει βαριά, τοις μετρητοίς τα
λόγια του πατέρα.
Όταν βγήκε στη δημοσιά,
μ΄ ένα δισάκι στον ώμο, ο πρώτος πετεινός δεν είχε ακόμα λαλήσει. Στον ξάστερο
ουρανό ο αυγερινός, γύρω του η ερημιά και η παγωνιά. Περπάτησε, περπάτησε κι
ούτε ήξερε πού πηγαίνει. Σάστισε μόνο σαν άκουσε πίσω του ύστερα από ώρα να
πλησιάζει ένα κάρο . “Επ! Τι γίνεται εδώ; Για πού το ΄βαλες, καλόπαιδο, μες στα
άγρια σκοτάδια;” Ο Θανάσης Αμπατζής, κουρέας απ΄ τους πρώτους στη Λάρισα, είχε
πάει την προηγούμενη να επισκεφτεί τους γονείς του στη Φαρκαδόνα και τώρα
γύριζε πίσω στην πόλη να κάνει Χριστούγεννα με τη γυναίκα και τα παιδιά του.
Σήκωσε τους ώμους ο Νικολός΄ μήπως ήξερε κι αυτός; Δεν αρνήθηκε, όμως, να
πηδήξει στην καρότσα και να ακολουθήσει τον μπαρμπέρη.

Πέρασαν τα χρόνια,
μεγάλωσε κι άλλο το κατάστημα, προμήθευε πια την πόλη από μπαχαρικά μέχρι
κοσμήματα, ήρθε και έγινε ο Νικολός αφεντικό μετά τα αφεντικά στο μαγαζί. Λίγο
πριν από τον πόλεμο, το φθινόπωρο του 1938 βρέθηκε για δουλειές στην Πολωνία.
Καινούριες χώρες, καινούρια εμπορεύματα: κεχριμπάρια και κασσίτερος. Στο τρίτο
ταξίδι στην Κρακοβία γνωρίστηκε με την κόρη του ιδιοκτήτη στο ξενοδοχείο όπου
έμενε. Ξανθωπή, με το δέρμα της να αχνοφέγγει και μια μικρή ελιά στο αριστερό
μάγουλο – γούρι, δείγμα καλοτυχίας - πλάσμα αερικό η εικοσάχρονη Νεμπόσκα σκλάβωσε
την καρδιά του θεσσαλού Νικολού. Αγαπηθήκανε στα κρυφά, πήγε στο επόμενο ταξίδι
και τη ζήτησε από τον πατέρα της σε γάμο. Ξαφνιάστηκε αυτός μα δέχτηκε. Ο γάμος
έγινε διπλός΄ πρώτα καθολικός στη δική τους εκκλησία, ύστερα με κλαρίνα και
μπράτιμους στον Ζάρκο. Τώρα ήταν η στιγμή να αλλάξει και η ζωή του Νικολού.
Είχε κάνει καλό κομπόδεμα, μίλησε στα αφεντικά του, εξήγησε τι είχε κατά νου,
ζήτησε την άδεια να αποχωρήσει από τη δουλειά. Του ΄δωσαν αυτοί την ευχή, τις
ευχαριστίες και από ένα γερό μπαξίσι ο καθένας για το καλό που είχε κάνει στην
επιχείρησή τους. Καινούριος άνεμος φυσάει τώρα στα πανιά του νιόπαντρου
Νικολού. Φεύγει από τη Λάρισα και κατεβαίνει στον Βόλο, χτίζει δίπατο πέτρινο
σπίτι στην Ανακασιά να βλέπει με τις ώρες και να μη χορταίνει τη θάλασσα.
Ξεκίνησε και το καινούριο επάγγελμα που είχε μάθει εδώ και κάμποσα χρόνια: να
ράβει κοστούμια.

Το 1975 ο Βαγγέλης Χασιώτης φοιτούσε
στην έκτη τάξη του 2ου γυμνασίου αρρένων Βόλου. Όνειρό του ήταν να γίνει
αστροναύτης. Ο λόγος που έκλινε σ΄ ένα τέτοιο παράξενο επάγγελμα δεν ήταν άλλος
από τη δεσποινίδα που τους δίδασκε το μάθημα της Κοσμογραφίας. Ψηλή, αέρινη, με
λευκή επιδερμίδα και μια γοητευτική ελίτσα στο μάγουλο, εκεί γύρω στα 25, η
καθηγήτρια είχε κάνει τους τελειόφοιτους να κλειδώνονται στα δωμάτιά τους με τη
φαντασίωση μιας πιθανής συνεύρεσης μαζί της. Όλοι οι μαθητές ερωτευμένοι αλλά ο
Βαγγέλης διπλά και τριπλά: “Τι κι αν με περνάει εφτά οχτώ χρόνια; Εγώ μια μέρα
θα την κάνω γυναίκα μου!”. Μ΄ αυτό το όνειρο κοιμόταν, μ΄ αυτό ξυπνούσε. Κάπου
κάπου θυμόταν τις εξετάσεις για το πανεπιστήμιο και άνοιγε καμιά Φυσική του
Μάζη για να ΄ναι διαβασμένος στο φροντιστήριο.
Αρχές του Δεκέμβρη
εκείνης της χρονιάς μπήκε στο μυαλό των αγοριών του Πρακτικού της Έκτης τάξης μια διπλή επιθυμία. Από
τη μια, πήγαν και γράφτηκαν στη νεολαία Ρήγας Φεραίος, έβραζε το αίμα τους,
ένιωθαν επαναστάτες, και από την άλλη – πόσο όμορφα αυτές οι ηλικίες ταιριάζουν
τα αταίριαστα - ζήτησαν από τον γυμνασιάρχη την άδεια να κάνουν γιορτή στο
αμφιθέατρο του σχολείου. Μοίρασαν ποιήματα, ετοίμασαν σκετς, στόλισαν το χώρο,
φτιάξανε φάτνη, δέντρο χριστουγεννιάτικο, τους έλειπε όμως το άστρο της
Βηθλεέμ. Ποιος κάτεχε καλύτερα τα της αστρικής και ποιος είχε γνώσεις επί του
θέματος άλλος από την καθηγήτρια της Κοσμογραφίας; Ανέλαβε ο Βαγγέλης να της
ζητήσει τη συνδρομή. Πήγε και τη βρήκε στο διάλειμμα, εξήγησε εκ μέρους όλων τι
θέλει, τη φωνή του την κατάλαβε να τρέμει καθώς ένιωθε το αντικείμενο του πόθου
του σε απόσταση αναπνοής. “Ευχαρίστως!” ήταν η απάντησή της, “Αλλά...”. Αλλά θα
έπρεπε να πάει ένα απόγευμα σπίτι της, να ανοίξουν βιβλία κοσμογραφίας, να
διαλέξουν ποιο άστρο θα ταίριαζε στη γιορτή τους, να της δώσει ένα χέρι
βοήθειας να το σχεδιάσουν στο χαρτόνι. Θα ήθελε; είχε τον χρόνο;
Έφτασε στην Ανακασιά
τρία τέταρτα νωρίτερα από την ώρα που είχαν κανονίσει. Πέρασε το κατώφλι του
πέτρινου δίπατου σπιτιού και το φυλλοκάρδι του Βαγγέλη έτρεμε από την αγωνία
και τις προσδοκίες. Η δεσποινίς Μπρόζου, αφού τον κέρασε φοινίκι και λεμονάδα
ΕΨΑ, κατέβασε στη συνέχεια από τη βιβλιοθήκη και άνοιξε μπροστά του τα σχετικά
βιβλία: άλμπουμ και λευκώματα με αστέρια και αστερισμούς. Δεν θα ΄χαν περάσει
λίγα λεπτά όταν από το διπλανό δωμάτιο ακούστηκε μια γυναικεία φωνή να ρωτάει
κάτι σε γλώσσα ξένη. “Συγγνώμη” είπε η καθηγήτρια και σηκώθηκε
αναψοκοκκινισμένη. Ξαναφάνηκε ύστερα από λίγο στο άνοιγμα της πόρτας: “ Οι
δικοί μου... Θέλουν να σε γνωρίσουν, να δουν ποιος είναι ο μαθητής... Μπορείς
να έρθεις, σε παρακαλώ, μια στιγμή;” Όρθια, με κλωστές και καρφίτσες στα χέρια,
στο κέντρο του δωματίου στεκόταν μια παχουλή γυναίκα, ξανθιά, ολόιδια στο
πρόσωπο με την καθηγήτριά του. Πίσω από μια ραπτομηχανή χαμογελούσε ένας
καλοχτενισμένος σενιαρισμένος άντρας, γύρω στα εξήντα. Και σ΄ ένα ντιβάνι,
καθισμένος οκλαδόν, με τα μάτια τυφλά, ένας ασπρομάλλης γέρος. “Ο πατέρας... η
μάνα μου... ο παππούς...”.
Δεν έμεινε πολλές ώρες εκείνο το
απόγευμα στο σπίτι της Ανακασιάς ο Βαγγέλης Χασιώτης. Θα έμενε όμως αργότερα,
τα επόμενα χρόνια΄ εκεί πια κυλάει
η ζωή του.
Και
όταν τώρα κάθεται στο γραφείο, με θέα τη θάλασσα του Παγασητικού, για να
διορθώσει τα γραπτά και τις εξισώσεις των μαθητών του, αλλά πιο πολύ όταν είναι
να γράψει κάνα διήγημα ή κανένα βιβλίο, γυρίζει κάπου κάπου το βλέμμα στις
κορνιζαρισμένες φωτογραφίες με τον πεθερό του Νικολό και τον κολίγα Στέφανο
Μπρόζο και τους χαμογελάει. Πόσες και πόσες ιστορίες απ΄ το στόμα τους. Πόσες
λέξεις χαρισμένες σ΄ αυτόν, δώρα μιας τυχερής ζωής.
Κώστας Ακρίβος
Διήγημα γραμμένο για την Χριστουγεννιάτικη εκδήλωση
ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΤΟΥ ΦΤΩΧΟΥΛΗ
στο βιβλιοπωλείο Σύγχρονη Έκφραση
17/12/2011
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου