Μας αποκάλυψε το σκεπτικό γραφής του κάθε βιβλίου και βέβαια στάθηκε ιδιαίτερα στην τριλογία της ΣΤΙΣ ΓΡΑΜΜΕΣ ΤΟΥ ΜΥΘΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ δίνοντας έμφαση στο τελευταίο βιβλίο ΕΛΑ ΝΑ ΠΟΥΜΕ ΨΕΜΑΤΑ.
Η Μάρω Δούκα μας συγκίνησε ξεδιπλώνοντας το κουβάρι της συγγραφικής της πορείας και με τον καθαρό της λόγο και τις χωρίς υπεκφυγές τοποθετήσεις, μας έδειξε γι ακόμα μια φορά το πιο όμορφο πρόσωπο του συγγραφέα που σέβεται τις θεμελιώδεις αρχές της συγγραφικής τέχνης, στοχεύοντας σ’ ένα κοινό προβληματισμένο, κριτικό και απαιτητικό.
Για τους φίλους που την άκουσαν, συζήτησαν μαζί της και επιμόνως ζήτησαν να έρθουν και πάλι σε επαφή με την εισήγησή της, για όσους δεν μπόρεσαν να παρευρεθούν αλλά και όλους τους αναγνώστες του μπλογκ όπου κι αν βρίσκονται, δημοσιεύουμε την ομιλία η οποία είχε ως θέμα
ΜΑΡΩ ΔΟΥΚΑ
40 χρόνια συγγραφικής πορείας
«Στις γραμμές του Μύθου και της Ιστορίας»
Για τον Νίκο και τη Λουΐζα
της «Σύγχρονης έκφρασης»
που επιμένουν… στη Λιβαδειά
Εδώ και
σαράντα χρόνια,
συχνά,
στην προσπάθειά μου να «τοποθετηθώ» στον καιρό μου,
σκέφτομαι
ότι η διαδρομή μου στο γράψιμο
θα
μπορούσε να έχει το νόημα της δικής μου μικρής περιπλάνησης.
Όλα αυτά
τα χρόνια ταξιδεύω (γράφω) για να γυρίσω
και
ταυτοχρόνως για να απομακρυνθώ από το σπίτι.
Κι αυτό
το δίπολο επιστροφή-απομάκρυνση, εκ των υστέρων,
θα έλεγα
ότι υπήρξε η κινητήριος δύναμη
της επιμονής
μου από βιβλίο σε βιβλίο.
Με
αποσκευές τα παιδικά χρόνια και την εφηβεία στα παραθαλάσσια Χανιά
και με τη
νεότητα επίμονη και περίεργη στη δικτατορική Αθήνα,
βρέθηκα
το 1974, χρονιά της μεταπολίτευσης, μ'
ένα μάτσο δακτυλόγραφα.
Δεκέμβριο
του 1974 κυκλοφόρησε
από τις
«Εκδόσεις Κέδρος» της Νανάς Καλλιανέση
το πρώτο μου
βιβλίο H πηγάδα, χαρισμένο στον Γιάννη Pίτσο.
Ιανουάριο
του 1975 το δεύτερο, Πού 'ναι τα φτερά;.
Και τα δυο
αυτά βιβλία, είχαν γραφτεί, σαν άσκηση και παρηγοριά,
ταυτόχρονα
με τις προκηρύξεις που πετούσαμε τότε νύχτα στους δρόμους
και τα
συνθήματα που γράφαμε στους τοίχους.
Ειδικά για
το Πού ’ναι τα φτερά; θα έλεγα ότι γράφτηκε
αμέσως μετά
τα γεγονότα του Πολυτεχνείου,
ενώ
προσπαθούσα να αποτυπώσω στο χαρτί εκείνο το τριήμερο.
Έγραφα κι
έσκιζα, ώσπου, παραμερίζοντας ασυναίσθητα το θέμα μου,
άρχισα να
φαντάζομαι το δεκάχρονο παιδί που ίσως κάποτε υπήρξα.
Και μέσα από
αυτό το παιδί, το βλέμμα και την περπατησιά του,
επιχείρησα
να αναπλάσω τη δεκαετία του ’50 στα Χανιά.
Από αυτά τα
δυο πρώτα βιβλία διδάχτηκα
ότι ενώ
πιστεύεις πως γράφεις για τη ζωή σου,
μέσα από τη
δοκιμασία της γραφής, γράφεις για κάτι άλλο.
Κι αυτό το
ερήμην σου «κάτι άλλο» είναι το γνήσιο,
το αληθινό,
το ικανό να ανακινήσει τη συγκίνηση του αναγνώστη.
Είχα
διδαχτεί δηλαδή την αποστασιοποίηση, τον μηχανισμό,
τη
στρατηγική και τους κανόνες της μυθοπλασίας.
Τι ήθελα
τώρα; Να γράψω ένα μυθιστόρημα.
Kαι στη διαδρομή προς το μυθιστόρημα
έγραψα μια
συλλογή διηγημάτων με τον γενικό τίτλο Kαρέ Φιξ.
Πρόσωπα και
πράγματα, σκέψεις, σχέσεις, αισθήματα,
δοκιμασίες
και καταστάσεις, εμπειρίες, βιώματα,
αναζητώντας
στη λεπτομέρεια το ουσιώδες εκείνο που θα με βοηθούσε
να χαράξω το
περίγραμμα ενός υποσυνόλου
ανασυρμένου
από ένα σύνολο που δεν μπορούσα ακόμη να
υποτάξω.
Tο Kαρέ Φιξ εκδόθηκε το 1976
και ήταν η
πρώτη πραγματική συγγραφική εμπειρία μου.
Eν τω μεταξύ το υλικό για εκείνο το
μυθιστόρημα που ήθελα,
οι σκόρπιες σελίδες, οι εικόνες, οι φωνές, τα
επινοημένα πρόσωπα,
είχαν ήδη αρχίσει να αναζητούν τη φόρμα τους.
Τι ακριβώς επεδίωκα; Μόνο εκ των υστέρων
μπόρεσα να το διατυπώσω.
Το 1976, όσο καταγινόμουν με το γράψιμο,
το μόνο που ήξερα ήταν ότι προσπαθούσα
να γράψω ένα βιβλίο για την εποχή μου.
Για τα επτά χρόνια της δικτατορίας των
συνταγματαρχών.
Για τον αγώνα, τις διώξεις αλλά και τις
διαφωνίες,
τις αντιθέσεις, τις αντιφάσεις μας. Για το
μούδιασμα της κοινωνίας.
Για την ενοχική «αναδίπλωση» της κεντρώας
παράταξης,
για την αιφνίδια «αφύπνιση» της Δεξιάς.
Και επινόησα μια φοιτήτρια στην Ιατρική, λίγο
μικρότερη από μένα,
«τοποθετώντας» τη σε μια αστική, «ανέμελη»
οικογένεια,
ακριβώς γιατί δεν ήθελα να ταυτιστώ μαζί της.
Και φιλοδοξούσα,
ακολουθώντας την προς την ωρίμανση και την αυτογνωσία, να αναζητήσω τις αφορμές
και τα αίτια των γεγονότων εκείνων
που είχαν σφραγίσει ανεξίτηλα τη
μετεμφυλιακή Ελλάδα.
H αρχαία σκουριά εκδόθηκε το 1979.
Tο 1983 εκδόθηκε το δεύτερο
μυθιστόρημά μου, H πλωτή πόλη,
αφιερωμένο στον Στρατή Tσίρκα.
Eίναι το βιβλίο με το οποίο
θέλησα συνειδητά να ανατρέψω την εικόνα μου·
αν ως ένα σημείο η μεγάλη, για τα
δεδομένα της εποχής,
εκδοτική επιτυχία της Aρχαίας σκουριάς
οφειλόταν στην πολιτική χροιά του
βιβλίου που ανταποκρινόταν,
σε πρώτο επίπεδο, στα
μεταπολιτευτικά ζητούμενα,
ήθελα τώρα ―ενάντια σ' αυτά τα ζητούμενα αλλά και
με γνώμονα το
φεμινιστικό ρεύμα εκείνης της
δεκαετίας,
που οραματιζόταν την
απελευθερωμένη γυναίκα του μέλλοντος
περισσότερο σαν ένα αρσενικό
αντίγραφο
παρά σαν μια αυτόνομη οντότητα―
να γράψω ένα βιβλίο που να
αναμοχλεύει, να αποκωδικοποιεί τον έρωτα,
και όχι να αναπαριστά απλώς μια,
λυπητερή ή παράξενη, ερωτική ιστορία.
Aκολούθησε το 1987 το τρίτο
μυθιστόρημα, Oι λεύκες ασάλευτες,
με πειραματική πάντα διάθεση και
με την προσοχή μου στραμμένη
στα ονειρικά και φαντασιακά
στοιχεία που συγκροτούν,
συμπλεκόμενα ή και συγκρουόμενα
μεταξύ τους, τη ρευστή,
αν και φαινομενικά συμπαγή,
πραγματικότητα.
Σε ένα πολιτικό περιβάλλον
ναρκοθετημένο
ήδη από τη ρητορεία του
εκμαυλισμού.
Tα μυθιστορήματα αυτά, θα
μπορούσαν εκ των υστέρων
να θεωρηθούν ως μια άτυπη
τριλογία, στον βαθμό που και στα τρία,
μέσα από τις γυναικείες μορφές,
τη Mυρσίνη, φοιτήτρια ιατρικής,
την Όλγα ηθοποιό και την Aσπασία φιλόλογο,
διερευνάται η δυνατότητα της
γυναίκας να κινηθεί δυναμικά και με συνέπεια,
σε συμφωνία με τον ψυχισμό και
τις επιλογές της,
σ’ έναν ανδροκρατούμενο κόσμο που
έχει ήδη αρχίσει να μετασχηματίζεται.
Αυτές οι γυναίκες-χαρακτήρες πίσω
από τις οποίες υπήρχα,
χωρίς να αυτοβιογραφούμαι,
αποτυπώνουν με τις έμμονες ιδέες,
τα πάθη και τα παθήματά τους,
και μέσα από την όποια συναλλαγή
τους με τα πολιτικά ήθη της εποχής,
μέρος τουλάχιστον της δυσθυμίας,
της παραίτησης, της ελαφρότητας,
αλλά και της σύγκρουσης, της
αγωνίας, της αμφιβολίας,
που χαρακτηρίζουν, έτσι ή αλλιώς,
τις τρεις τελευταίες δεκαετίες
του 20ού αιώνα.
Τώρα; Το πρώτο που ήθελα ήταν να
«απαλλαγώ»
από τη γυναικεία λογοτεχνική
περσόνα που είχα φτάσει πλέον
να αισθάνομαι ότι δεν μου
επιτρέπει να ρυθμίσω,
όπως θα μπορούσα ίσως, τον
βηματισμό μου στο γράψιμο.
Ήθελα ακόμη να δοκιμάσω τη
δυνατότητα, αν υπάρχει,
να βουτηχτεί ο συγγραφέας στο
γεγονός εν τη γενέσει του.
Mε άλλα λόγια: Ήθελα να αναπλάσω
τη χρονική περίοδο από την «εκδρομή» προς την ευημερία και την ανεμελιά έως τον
«καθαρτικό»,
αν και με πολλή θολούρα,
αναβρασμό του «βρόμικου» και «τρισάθλιου»,
όπως θα το αποκαλούσαν αργότερα,
1989!
Tότε αισθάνθηκα ότι μου ήταν
απαραίτητο να επινοήσω
τον εαυτό μου-συγγραφέα για να
κερδίσω την ψευδαίσθηση, τουλάχιστον,
της απαιτούμενης απόστασης από
την καθημερινή σύγχυση.
O εαυτός μου-συγγραφέας όμως,
ένας τριαντάρης δικηγόρος,
γρήγορα με προσπέρασε,
ακολουθώντας τους δικούς του ρυθμούς
και επιμερίζοντας τη συνείδησή
του σε πολλές άλλες συνειδήσεις,
προκειμένου να αναπλάσει, σε
απόσταση αναπνοής
από τις ημερήσιες ειδήσεις, τον κόσμο
γύρω του.
Φθινόπωρο του 1990 εκδόθηκε το
βιβλίο με τον σολωμικό τίτλο
Eις τον πάτο της εικόνας (πάντα η Ελλάδα με το μέλλον
της).
Το τέταρτο αυτό μυθιστόρημά μου
είναι το βιβλίο για το οποίο
μόχθησα πολύ,
όχι μόνο επειδή για πρώτη φορά
αναμετριόμουν
με το «δομικό» υλικό της
συγγραφής μέσα από τη συγγραφή,
αλλά και επειδή αισθανόμουν,
γράφοντας,
διαρκώς απέναντί μου κατηφή τον
Θουκυδίδη.
Συμπληρώνοντας πια δεκάξι χρόνια
στο γράψιμο,
στα σαράντα τρία μου χρόνια, με
επτά βιβλία στις αποσκευές μου,
ένιωθα να τελειώνει μια εποχή και
να αρχίζει μια άλλη.
Με το βλέμμα μετωπικά πάντα στο
παρόν,
σε διαρκή συνομιλία με την
Αριστερά, όπως εγώ την είχα προσλάβει,
ευγνώμων, εφόσον χάρη σ’ αυτήν
μπορούσα να δω αλλιώς τον κόσμο,
να σχεδιάσω αλλιώς τη ζωή μου, να
διακρίνω πίσω από την εικόνα,
να διαβάσω κάτω από τις λέξεις.
Αλλά και με δυσφορία,
απαριθμώντας τα λάθη και τις παραλείψεις της.
Και με πίκρα και με θυμό για τις
όποιες εκτροπές της.
Κι έτσι, με τον Θουκυδίδη κατηφή απέναντί
μου,
εν μέρει για να εξακριβώσω
μια εποχή,
εν μέρει και την ώρα να
περάσω,
όπως θα έλεγε ο Kαβάφης, βρέθηκα εντελώς
τυχαία, αλλά όχι αναίτια,
να αναζητώ σε βυζαντινούς χρονογράφους όλα τα
σχετικά
με τη δυναστεία των Κομνηνών.
Ιδού, οι απαρχές της οικονομικής εξάρτησης
της Ανατολής από τη Δύση, σκεφτόμουν.
Η παραχώρηση των λιμανιών της αυτοκρατορίας
στους Βενετούς.
Ιδού, οι Νορμανδοί, οι σταυροφόροι
ελευθερωτές-σφαγείς- καταπατητές-
αποικιοκράτες!
Νά και οι Σελτζούκοι! Να και ο διχασμός
ανάμεσα σε ενωτικούς και ανθενωτικούς.
Ο φανατισμός, η διαφθορά, η ευτέλεια.
Οι αποστάτες. Οι αιρετικοί. Οι ψεύτες, οι
κλέφτες, οι απατεώνες.
Δηλαδή τι; Ήθελα να ξεφύγω, ή και να
«καθαριστώ», από το οδυνηρό παρόν,
ταξιδεύοντας εννιά αιώνες πίσω, και
βρισκόμουν και πάλι αντιμέτωπη
με την ασυδοσία, τα
σκοτάδια και τα αδιέξοδα της εξουσίας;
Αναζητώντας τα μυστικά του ιστορικού
μυθιστορήματος,
γράφοντας και σβήνοντας, θυμάμαι,
άρχισε να αναδύεται, μέσα από τον εσωτερικό
πλάγιο μονόλογο
και την αφήγηση μέσα από την αφήγηση,
ένας μελαγχολικός άντρας, δυναμικός, άξιος,
αποφασισμένος,
ο αυτοκράτορας Αλέξιος Α’ Κομνηνός.
Και πίσω από τον αυτοκράτορα και τις λύπες
του,
στις παρυφές της εξουσίας, με ισχυρή φωνή και
αδάμαστη θέληση,
έβλεπα να μου κλείνουν συνωμοτικά το μάτι
τέσσερις γυναίκες.
Η μητέρα του Άννα Δαλασσηνή,
που θα τον ανέτρεφε προετοιμάζοντάς τον για
τον θρόνο,
υπηρετώντας τις δικές της φιλοδοξίες.
Η Μαρία Αλανή, που θα του άνοιγε,
ορμώμενη από τα δικά της συμφέροντα, τον
δρόμο για τον θρόνο.
Η γυναίκα του Ειρήνη Δούκαινα, που θα τον
παντρευόταν και θα τον στήριζε,
αποβλέποντας στη δικαίωση και εδραίωση
της οικογένειας των Δουκών στο Ιερόν
Παλάτιον.
Και η θυγατέρα του, τέλος, Άννα Κομνηνή,
που θα τον λάτρευε και θα τον απαθανάτιζε,
προσβλέποντας πάντα στη δική της δόξα
και υπηρετώντας ακλόνητα και αδίστακτα τη
δική της ανάγκη για εξουσία.
Kι εκεί κοντά, ενώ «οδοιπορούσα»
με τον αυτοκράτορα Aλέξιο Kομνηνό,
δέχτηκα το τηλεφώνημα μιας
Tουρκάλας απ’ τη Σμύρνη.
Tην άκουγα συγκινημένη, αλλά και
παραξενεμένη,
να μου μιλάει στα «κρητικά» για
τους ξεριζωμένους προγόνους της
και για τον Τουρκοκρητικό παππού
της.
Το τηλεφώνημα κράτησε περίπου ένα
μισάωρο.
Tι ήξερα
για τους Tουρκοκρητικούς; Oυσιαστικά τίποτα.
Άρχισα να ρωτώ, να ενδιαφέρομαι,
αλλά χλιαρά,
εφόσον μοναδική φροντίδα μου τότε
ήταν να εξέλθω σώα
από την περιπλάνησή μου στη
Βασιλεύουσα.
Είχα όμως και την «υποχρέωση» να παραδώσω
στον επίμονο Θανάση Νιάρχο για τη σειρά «Σκέψη-Χρόνος –Δημιουργοί»,
των Εκδόσεων Καστανιώτη, μιαν επιλογή σκόρπιων,
δημοσιευμένων σε διάφορα έντυπα, κειμένων
μου,
που θα εκδίδονταν το 1992 με τον γενικό τίτλο
Ο πεζογράφος και το πιθάρι του.
Το ασυνήθιστο σ’ αυτό το βιβλίο
είναι
ότι το καθένα από τα κείμενα που
περιλαμβάνει
συστήνεται με την από μνήμης
καταγραφή της βιωματικής αιτίας του.
Τρία χρόνια αργότερα εκδόθηκε το Ένας σκούφος από πορφύρα.
Κι έπειτα από λίγους μήνες, είχα
την ευκαιρία να επισκεφτώ
το Aγροτικό Σωφρονιστικό
Kατάστημα Aνηλίκων Kασσαβέτειας
στον Aλμυρό Mαγνησίας.
Παρατηρούσα τα πρόσωπα των
κρατουμένων
και ήταν πρόσωπα εφήβων που, αν
δεν ήξερες το παράπτωμά τους,
δεν θα μπορούσες να το μαντέψεις.
Ένας μικρόκοσμος που καθρέπτιζε
τις αδικίες,
τις ανισότητες και τις διακρίσεις
του έξω κόσμου.
Kεντρικός πυρήνας του βιβλίου που
ίσως αξιωνόμουν να γράψω
θα ήταν το συγκεκριμένο
σωφρονιστικό κατάστημα
μέσα από το ιστορικό γεωγραφικό
υπόστρωμα της περιοχής,
αλλά δεν
θα περιοριζόμουν σ' αυτό.
Aυτό που κυρίως ήθελα να
αποτυπώσω για άλλη μια φορά,
πιάνοντας και πάλι το νήμα από το
Εις τον πάτο της εικόνας,
ήταν η νεοελληνική πραγματικότητα
της δεκαετίας του '90,
καθώς αναδείκνυε τον
καταναλωτισμό, μέσα από την τεχνική της ομαδικής στροφής
από το σημαντικό στο
ασήμαντο, σε υπέρτατη
αυτοπραγμάτωση.
H Oυράνια μηχανική εκδόθηκε φθινόπωρο του 1999.
Ο χάρτης της Ευρώπης σχεδιαζόταν και πάλι απ’
την αρχή.
Οι ανοιχτοί λογαριασμοί του 20ού αιώνα
έκλειναν με τρόπο αδιανόητο.
Κι εγώ κάθισα κι έγραψα το 2000 για τη φίλη
μου Κάτια Γέρου
τον μονόλογο-εξομολόγηση μιας Ουκρανής, που
από το 1990 είχε πέσει θύμα
του τράφικινγκ, (λίγο σαν εισαγωγές- εξαγωγές
ακούγεται,
αυτό που άλλοτε αποκαλούσαν εμπόριο λευκής
σαρκός),
και είχα επιλέξει τον τίτλο Σας αρέσει
ο Μπραμς;,
παραπέμποντας στη Γαλλίδα μυθιστοριογράφο
Φρανσουάζ Σαγκάν,
προκειμένου να σχολιάσω με τον τρόπο μου τη
διαδρομή της γυναίκας από την
κόλαση της φτώχειας, της εκμετάλλευσης, της
κακομεταχείρισης
στον παράδεισο της χειραφέτησης, της
μοναξιάς,
του κυνισμού, της πλήξης…
Είχα αρχίσει εν τω μεταξύ να αισθάνομαι ότι
ήρθε ο καιρός
για κείνο το βιβλίο που από χρόνια πολλά
ήθελα να γράψω για τα Χανιά,
ανυψώνοντας την πόλη, όπου γεννήθηκα και
μεγάλωσα,
σε πάσχουσα, συλλογική περσόνα.
Γρήγορα, ευτυχώς για μένα, κατάλαβα ότι εάν
ήθελα να αναζητήσω
το αληθινό πρόσωπο της πόλης μέσα στον χρόνο
και να αποτυπώσω τις δόξες, τις χαρές και τις
λύπες της,
θα έπρεπε να οπλιστώ με τη διεισδυτικότητα
της νοσταλγίας,
μπαίνοντας στη θέση ενός άλλου, ενός ξένου,
ενός διαφορετικού,
που γεννήθηκε και μεγάλωσε σ’ αυτά τα
δρομάκια
και που οι ιστορικές συγκυρίες τον ξερίζωσαν.
Αναπόφευκτα ξύπνησε μέσα μου η
συγκίνηση-ανάμνηση
του τηλεφωνήματος εκείνης της γυναίκας από τη
Σμύρνη,
ενεργοποιώντας την παλιά ανάγκη μου να μάθω
όσα περισσότερα μπορούσα για τους
Τουρκοκρητικούς.
Κι έτσι μέσα από τη σύμπλευση-συμπλοκή του
πραγματικού με το φανταστικό
άρχισαν να ζωντανεύουν δυο οικογένειες:
Η οικογένεια του Τουρκοκρητικού Αρίφ
Καουρζαντέ
και η οικογένεια του χριστιανού Πανάρη
Κριαρά.
Αν στα πρώτα μυθιστορήματά μου συνομιλούσα πλαγίως
με την ιστορία,
για να συνομιλήσω ευθέως μαζί της στο Ένας
σκούφος από πορφύρα,
τώρα χωρίς να το έχω προαποφασίσει, έπειτα από τις
πρώτες σελίδες,
διαπίστωνα ότι οι ανάγκες της αφήγησης
επέβαλλαν όχι μόνο να κινηθώ ταυτοχρόνως στο παρόν
και στο παρελθόν
αλλά και να συνομιλήσω με εντελώς διαφορετικές,
και από αντίθετες οπτικές, ιστορικές περιόδους
συμπλέκοντας το παρελθόν με το παρόν
σε μιαν αφήγηση του σήμερα για το χθες, και
αντίστροφα,
αξιοποιώντας όλα όσα με τον έναν ή τον άλλο τρόπο
είχα αποκομίσει, ή και κατακτήσει, από τα
προηγούμενα βιβλία μου.
Κι έχει μεγάλη σημασία
ότι τον Τούρκο ήρωά μου, Αρίφ Καουρζαντέ,
τον φαντάστηκα διανοούμενο-ευρωπαϊστή,
κουβαλώντας στον θεωρητικό οπλισμό του κι ένα
μεταπτυχιακό στον Σεφέρη,
επιλέγοντας ακριβώς τον ποιητή με του οποίου τον ψυχισμό,
τις αναζητήσεις και τα τραύματα θα μπορούσε ίσως να
ταυτιστεί,
εφόσον, από την άλλη μεριά του Αιγαίου, αντίστροφα,
η οικογένεια Καουρζαντέ είχε κάνει την ίδια περίπου
διαδρομή
με την οικογένεια Σεφεριάδη.
Αυτός, λοιπόν, ο Τούρκος, θα συναντήσει στα Χανιά
τον Πανάρη Κριαρά και τη δίδυμη αδελφή του Ελεονόρα,
που σεμνύνονται ότι το σόι του πατέρα τής μάνας
τους
σέρνει από τους βυζαντινούς αρχοντόπουλους …
Μάνα τής μάνας τους, όμως, ήταν η Αϊσέ Καουρζαντέ,
αδελφή του πατέρα τού Αρίφ,
η οποία, υπακούοντας στη φωνή της καρδιάς της,
δεν είχε ακολουθήσει την οικογένειά της στον
ξεριζωμό.
Και αρχίζει, θα έλεγα, η συμπλοκή του σήμερα με το
χθες
στις γραμμές του μύθου και της ιστορίας…
Μάρτιο του 2004, εκδόθηκε το Αθώοι και
φταίχτες
ενώ είχε ήδη δρομολογηθεί μέσα μου Το δίκιο είναι ζόρικο πολύ,
εφόσον κατά τη διάρκεια της «θητείας» μου στο
Ιστορικό αρχείο Κρήτης
είχε πέσει στα χέρια μου το ακριβές αντίγραφο μιας
επιστολής,
όπου ο αντισυνταγματάρχης Παύλος Γύπαρης,
γνωστός στο πανελλήνιο από την εμπλοκή του
στη δολοφονία του Ίωνα Δραγούμη,
απευθυνόμενος, Απρίλιο του 1945, στον Γενικό
Διοικητή Κρήτης,
επίσκοπο Αγαθάγγελο Ξηρουχάκη, του έγραφε
ότι δεν τον άφησε ασυγκίνητο η πρόταση των Γερμανών
να μπει στα Χανιά με τους άνδρες του
και να επιβάλει την τάξιν στους αναρχικούς…
Τι ζητούσαν οι Γερμανοί
Απρίλιο του 1945 στην Κρήτη;
Τι θα μπορούσε να
σημαίνει «αναρχικός» εκείνη την εποχή στα Χανιά;
Ποιοι κρύβονταν πίσω από
τον βενιζελικό Παύλο Γύπαρη;
Ερωτήματα που θα αποτελούσαν το στημόνι της αφήγησης.
Τότε κοντά, όσο να χωθώ και πάλι στα
σχεδιαγράμματα, τα έγγραφα,
τα χρονολόγια, τις σημειώσεις, τα αρχεία,
μεταξύ της επινοημένης ειλικρίνειας και της
ελεγχόμενης εξομολόγησης,
και με την ανάσα της αυτοβιογραφίας, κάθισα
κι έγραψα
για τη σειρά «Η κουζίνα του
συγγραφέα» του Μισέλ Φάις,
Τα Μαύρα λουστρίνια. Το βιβλίο εκδόθηκε το 2005,
εγκαινιάζοντας τη συνεργασία μου με τις Εκδόσεις
Πατάκη,
συνεργασία για την οποία αισθάνομαι τυχερή και
ευγνώμων,
μιας και χάρη σ’ αυτήν τη συνεργασία είχα τη χαρά
και την ικανοποίηση να δω τυπωμένα εκ νέου και ιδιαιτέρως φροντισμένα όλα τα βιβλία μου,
με τα εξώφυλλα φιλοτεχνημένα από τον ζωγράφο Αλέξη
Βερούκα.
Είχα αρχίσει εν τω μεταξύ να δένομαι συναισθηματικά
με ορισμένους από τους πρωταγωνιστές εκείνης της περιόδου,
να συνομιλώ νοερά μαζί τους,
αναζητώντας ταυτόχρονα τις δικές μου φωνές
μέσα από την ανθρωπογεωγραφία κυρίως,
ως ήταν επόμενο, του Αθώοι και
φταίχτες.
Ώσπου ο αφανής, σκεπτικιστής, Γιώργης Κριαράς,
ο υπέργηρος πατέρας του Πανάρη και της Ελεονόρας,
μέσω της εγγονής του Βιργινίας, θα αναλάμβανε όχι μόνο
τον ρόλο
Μπερδεμένη και
αναποφάσιστη η εγγονή Βιργινία,
αλλά όχι χωρίς
προσανατολισμό,
είναι πρωτίστως
η μυθιστορηματική ηρωίδα
που προορίζεται,
μέσα από τον μύθο του παππού της,
να χωθεί όλο και πιο βαθιά στην Ιστορία.
Όταν αρχίζει τον εσωτερικό μονόλογό της,
εμπλουτισμένο από πολλές άλλες και
διαφορετικές φωνές,
καθώς ενσωματώνει σταδιακά στη δική της
αφήγηση
την αφήγηση του παππού, όλα μοιάζουν να έχουν
συντελεστεί
φιλτραρισμένα από την επίγνωση ότι το δίκιο,
δυστυχώς,
ποτέ δεν είναι μόνο δίκιο.
Ότι Το δίκιο, στις γραμμές του μύθου
και της Ιστορίας, είναι ζόρικο πολύ.
Το βιβλίο εκδόθηκε φθινόπωρο του 2010,
Γενάρη του 2011 το είχα παρουσιάσει εδώ, στο
βιλιοπωλείο
«Σύγχρονη έκφραση» του Νίκου Λαμπρόπουλου
ενώ είχα ήδη αρχίσει να
κρατάω σημειώσεις για το επόμενο,
της επιβεβλημένης πια τριλογίας, Έλα να πούμε ψέματα.
Και νά με, πάλι μαζί σας, στην ίδια θέση, ανήμερα της 17ης
του Νοέμβρη…
Αν στο Αθώοι και φταίχτες
κινητήρια δύναμη ήταν να προκαλέσω μια μικρή έστω
ρωγμή
στην όποια ιδέα μας για τους Τουρκοκρητικούς,
τον εαυτό μας και τους άλλους,
και αν στο Δίκιο είναι ζόρικο πολύ
φιλοδόξησα να αναδείξω
με ντοκουμέντα την ιδιαιτερότητα του αποκλεισμού
των Γερμανών στα Χανιά,
τη δίμηνη αγγλογερμανική κατοχή της πόλης,
αλλά και την προδοτικά παραβιασμένη γραμμή
ανάμεσα σε εχθρούς και συμμάχους στην Κρήτη--
στο Έλα να πούμε ψέματα, στοίχημά μου ήταν
όχι απλώς να ανασυστήσω τον συσκοτισμένο εμφύλιο
στο νησί, και ιδιαίτερα στα Χανιά,
αναζητώντας τους υπαιτίους
και τους βαθύτερους λόγους αυτής της συσκότισης,
αλλά και μέσα από τις συμπλεκόμενες αφηγήσεις
να αποτυπώσω πολυφωνικά και διαχρονικά
το ήθος του ανθρώπου που σηκώνει το χέρι και
φωνάζει «παρών»
στο προσκλητήριο του καιρού του.
Στις γραμμές του μύθου
και της Ιστορίας…
Και ο μύθος εδώ, άμεσα συνδεόμενος με τον προφορικό λόγο,
υποδηλώνει κυρίως τη συνένωση του πραγματικού γεγονότος
με το φανταστικό, της συλλογικής Ιστορίας με την ατομικότητα.
Έλα να πούμε ψέματα (ο τίτλος)
Πρόκειται για τον πρώτο στίχο
από ένα πρωταπριλιάτικο σκωπτικό τραγουδάκι
(Έλα να πούμε ψέματα ένα σακί γιομάτο,
φόρτωσα έναν μπόντικα σαράντα κολοκύθια
κι απάνω στα καπούλια του ένα σακί ρεβύθια)
που διατρέχει υπαινικτικά απ’ αρχής μέχρι τέλους το βιβλίο
στοιχειώνοντας όνειρα, έρωτες, φιλίες,
μυστικά, παθήματα, μνήμες…
Έλα να πούμε ψέματα για να παρηγορηθούμε, ψέματα για να γελάσουμε,
ψέματα για να ξορκίσουμε, κυρίως, τα άλλα ψέματα
με τα οποία υπονομεύουν τη ζωή μας
η δουλική πίστη και η τυφλή υποταγή σε μεσσιανικές αλήθειες.
Έρχεται λοιπόν το ψέμα να μονιάσει με την πικρή,
τη μαύρη, τη σκληρή, την ωμή αλήθεια,
κατά τον ίδιο τρόπο που και το δίκιο όσο πιο ζόρικο είναι
τόσο και πιο συχνά έρχεται να λημεριάσει με
τ’ άδικο,
αντικριστά το δίκιο με το άδικο, γελώντας,
ενώ
θα σιγοτραγουδάει στον Τούρκο συγγενή του ο
Πανάρης:
Στο νησί των
πειρατών, θα ανταμώνουμε λοιπόν
ίδια αθώοι
κι ίδια φταίχτες σαν αντικριστοί καθρέφτες…
(Δίστιχο του
Άλκη Αλκαίου)
Χωρίς όμως
να λησμονούμε, κι αυτό αξίζει να τονιστεί,
προς όφελος, κυρίως, της νοημοσύνης μας
καθώς έλεγε και ο σκεπτικιστής γερο-Κριαράς,
πως όταν πρόκειται για την πολιτική ή για την
Ιστορία
στην καθημερινή εκδοχή τους,
Υπόθεση του βιβλίου
Η παιδίατρος Ελεονόρα και ο δίδυμος αδελφός της ο Πανάρης,
βασικοί χαρακτήρες στα δυο προηγούμενα βιβλία,
αναλαμβάνουν εδώ να ανακεφαλαιώσουν το χθες και το
σήμερα.
Αφημένοι στη ροή των γεγονότων, αλλά όχι
παραιτημένοι,
αυτοσαρκαστικοί ελεγκτές της συνάφειάς τους με τους
άλλους,
μακρινούς και κοντινούς, οικείους και ξένους,
μέσα από τους συμπλεκόμενους εσωτερικούς μονολόγους
τους,
αποτυπώνουν και σχολιάζουν την επικαιρότητα,
αναζητώντας ο καθένας για λογαριασμό του, την ουσία
της ζωής.
Η Ελεονόρα, εκπαιδευμένη από χρόνια στην ευθύνη και
στη μοναξιά,
καλείται να αναπλάσει, σχεδόν παραμιλώντας,
μέσα από το ανιδιοτελές διήγημα της μητέρας της,
την πιο ανυστερόβουλη ιστορία-μαρτυρία για τον
εμφύλιο,
αναδεικνύοντας σε πρωταγωνιστή υψηλής ηθικής
εμβέλειας τον
ταπεινό, αθόρυβο υποτακτικό τους στο οικογενειακό
κτήμα, τον Φάνη.
Ενώ ταυτόχρονα ο Πανάρης, ταξιδευτής κάποτε,
μετρώντας και ξαναμετρώντας τα περασμένα του
από τα Χανιά στις ΗΠΑ και το Μεξικό και από την
Αργεντινή
στη Νικαράγουα και το Σαν Φρανσίσκο,
ανασυστήνει λυτρωτικά την αδικαίωτη ζωή του
μέσα από την οξυδερκή αλλά αδιέξοδη ματιά του
νεαρού Μπακούνιν.
Στον αντίποδα της Ελεονόρας και του Πανάρη,
οι αλληλοτροφοδοτούμενοι μονόλογοι
της Αναστασίας και του μοναχογιού της Ιδομενέα.
Το οικογενειακό αυτό δίπολο μάνας-γιου,
ως αντίπαλο δέος στο δίπολο Ελεονόρας-Πανάρη,
προορίζεται εδώ να παραλάβει τη σκυτάλη σε μιαν
αφήγηση όπου το σήμερα συνδιαλέγεται, συγκρούεται, συσκέπτεται ακατάπαυστα με
το χθες.
Από τη μια, η
Αναστασία, αεικίνητη, λαϊκότροπη, ευφυής,
στη μαχητική διαδρομή της από την επιβίωση προς τη
ζωή,
αναμοχλεύει τον καιρό της και τον καιρό μας,
προτάσσοντας
στα καταστατικά των αριστερών ιδεών και των
νεοφιλελεύθερων πολιτικών
τις ζωτικές, και υπό τη μορφή του κατεπείγοντος,
συλλογικότητες
και την κοινωνική αλληλεγγύη στην καθημερινή,
ανόθευτη εκδοχή της.
(«είχες εσύ τον παππού σου, είχα όμως κι εγώ
τον πατέρα μου»,
λέει και ξαναλέει μονολογώντας,
απευθυνόμενος στην αγαπημένη του Βιργινία)
περικυκλωμένος από την άχαρη, πληκτική, όπως
την προσλαμβάνει,
πραγματικότητα, ικανός παρατηρητής και
επόπτης της εποχής του,
πιεσμένος όμως από τη δυσκολία του
να «αφεθεί» άνευ όρων στους προγραμματισμούς
της Βιργινίας,
προσπαθεί, στο περιθώριο της
διατριβής που εκπονεί,
να μεταγράψει τα τετράδια του
επονίτη-αντάρτη-μαχητή πατέρα του,
αναπαριστώντας με αναστοχαστική διάθεση το
οδοιπορικό του
από την έναρξη και τη λήξη του εμφυλίου
έως το καταφύγιο-πλυσταριό-παρατηρητήριό του,
την παράδοσή του έπειτα στις Αρχές και τη
μακρόχρονη «περιοδεία» του
σε όλες τις φυλακές της μετακατοχικής,
ψυχροπολεμικής Ελλάδας.
Δομή-πλοκή του βιβλίου
Από τις 664 σελίδες, οι 350 καλύπτονται από τους
εναλλασσόμενους,
όπως προανέφερα, εσωτερικούς μονολόγους των
τεσσάρων αφηγητών,
(Ελεονόρας- Αναστασίας-Ιδομενέα-Πανάρη)
και εάν κανείς επιχειρούσε να
διαβάσει αυτές μόνο τις σελίδες
θα διαπίστωνε ότι έχει
μπροστά του ένα σχεδόν αυτοτελές
μυθιστόρημα καθώς με
εφαλτήριο το σήμερα
αποτυπώνονται οι
κοινωνικές και πολιτικές εξελίξεις
από τα πρώτα μεταπολεμικά
χρόνια έως και την κρίση των ημερών μας,
μεταπλασμένες μέσα από την οπτική, τον
ψυχισμό, τους μύθους,
τις προσλαμβάνουσες, την αίσθηση και
συναίσθηση του καιρού
του καθενός από τους αφηγητές χωριστά
αλλά και των τεσσάρων ταυτόχρονα,
όπως διασταυρώνονται τα ακούσματα, τα
βήματα και τα βιώματά τους.
Πώς να μη συσχετίσεις, για παράδειγμα,
αναρωτιέται η Αναστασία,
τους μετακατοχικούς άνευ θητείας
χωροφύλακες,
(τους διαβόητους γυπαραίους) στα Χανιά,
με τους χρυσαυγίτες του σήμερα;
Και πώς να μη σαρκάσεις, σχολιάζει ο Πανάρης,
τη διαδρομή από τους επιπλέοντες
δωσίλογους
της μεταπολεμικής ανοικοδόμησης στους
τωρινούς μαφιόζους;
Και πώς να παραβλέψεις τη σύμπτωση
ότι ακριβώς την ίδια ημερομηνία έναρξης
του εμφυλίου στα Χανιά,
είκοσι χρόνια αργότερα, στις 21
Απριλίου και πάλι,
θα επιβληθεί η δικτατορία των
συνταγματαρχών,
που για χρόνια θα την αποκαλούν,
και πολύ περισσότεροι απ’ όσους θα
μπορούσαμε
να φανταστούμε, επανάσταση;
Τόσοι αγώνες ματαιωμένοι, τόσες
ρημαγμένες ζωές.
Αλλά και τόση πίστη, τόση αφοσίωση,
εμμονή και επιμονή στην ελπίδα.
Οι εγκιβωτισμένες ιστορίες
Σε αυτούς τους διακριτούς,
αφηγηματικά αυτοτελείς, μονολόγους,
εγκιβωτίζεται από τη μεριά του
Ιδομενέα,
εκτεινόμενη σε 214 σελίδες, η
προαναφερθείσα
μαρτυρία-αφήγηση του πατέρα του,
Μανόλη Αποστολάκη,
με τον εύγλωττο τίτλο Κοιμήθηκα
παιδί και ξύπνησα άντρας.
Αποτελώντας αυτές οι σελίδες τον
πυρήνα, τη βαθύτερη, θα έλεγα,
αιτία του βιβλίου, φιλοδοξούν να
συνθέσουν τη μυθοπλασία
μιας όσο το δυνατόν ρεαλιστικής
εικόνας του εμφυλίου,
χωρίς ωραιοποιήσεις, στρογγυλέματα,
αποσιωπήσεις, κουκουλώματα,
αλλά και, εκ των υστέρων,
υστερόβουλες παραποιήσεις
ανιστόρητους συσχετισμούς και
αποτιμήσεις,
συμπλέκοντας τους πραγματικούς
πρωταγωνιστές
εκείνων των γεγονότων με τους
επινοημένους χαρακτήρες,
προκειμένου να αναψηλαφίσουν τον μύθο
ότι στην Κρήτη,
τάχα μου, εμφύλιος δεν υπήρξε.
Και όμως υπήρξε. Έστω και αν δεν είχε
την ευρύτητα και τη δριμύτητα
του εμφυλίου στην ηπειρωτική Ελλάδα.
Από το καλοκαίρι του 1947 και έως τα
Χριστούγεννα του 1949,
περπατώντας στην πόλη, αρκεί να σου το
«επέτρεπε» η ματιά σου,
όλο και σε κάποιο κεφάλι αντάρτη
κρεμασμένο σε κοινή θέα θα έπεφτες…
Τα κρεμούσαν, λέει, πότε στην Αγορά,
πότε στη γέφυρα του
ποταμού Κλαδισού, για να τα βλέπει ο
κόσμος και να παραδειγματίζεται!
Εγκιβωτίζεται επίσης από τη μεριά του Πανάρη,
το προαναφερθέν σχεδίασμα μιας
βιογραφίας του νεαρού Μπακούνιν,
με τον επίσης εύγλωττο τίτλο Ταξιδεύοντας
χωρίς χάρτη,
εκτεινόμενο σε εκατό σελίδες.
Πρόκειται επί της ουσίας για το ιστορικό-πολιτικό-φιλοσοφικό
καθρέπτισμα
του Πανάρη, καθώς έρχονται να συναντηθούν
με τον νεανικό πυρετό και τα
τραυματικά του αδιέξοδα,
οι περιπλανήσεις του Ρώσου αναρχικού-αναζητητή,
την ίδια εποχή που και ο άλλος νεαρός,
ο μυαλωμένος τριαντάχρονος Καρλ Μαρξ,
έχει κληθεί να ανασυνθέσει και να επαναδιατυπώσει
το μανιφέστο
που θα τροφοδοτούσε τα οράματα και θα ενέπνεε
τους κοινωνικούς αγώνες του καταματωμένου εικοστού
αιώνα.
Αυτός ο εγκιβωτισμός του Πανάρη
έρχεται επίσης, αναπόφευκτα, θα έλεγα,
καθώς επικεντρώνει στην
επαναστατημένη Ευρώπη του 1848,
να σχολιάσει αντιστικτικά τον εμφύλιο
και να αποτίσει φόρο τιμής,
εκατό χρόνια αργότερα, στους
πολιορκημένους αντάρτες
του δημοκρατικού στρατού στο φαράγγι
της Σαμαριάς.
Είχα σχεδόν ολοκληρώσει το Έλα να πούμε
ψέματα,
κι όσο να ξεκουραστεί το κείμενο, όπως
συνηθίζω να λέω,
προκειμένου να περάσω στην επόμενη φάση, της
επεξεργασίας του,
είπα να συγκεντρώσω σ’ ένα βιβλίο δεκαεφτά
πεζογραφήματά μου
γραμμένα «σιωπηλά» τα τελευταία είκοσι
χρόνια, για την κρίση που ερχόταν,
για την ανεργία, την απώλεια, τη μοναξιά, τη
φτώχεια, τους πολιτικούς
πρόσφυγες, τους μετανάστες, τον πόλεμο,τους
παρίες λαούς,
αλλά και για την αλληλεγγύη, την αγάπη, την
αναζήτηση, τη μνήμη, τον λόγο και την τέχνη που επιμένουν με το λίγο της
ψυχής μας κυανό.
Το βιβλίο εκδόθηκε το 2012 με τον γενικό
τίτλο Γιατί εμένα η ψυχή μου.
Τελειώνοντας, σε ό,τι αφορά τον κύκλο που
αισθάνομαι να κλείνει
εκτός από την ολοκλήρωση της περιπλάνησής μου
στην πόλη όπου γεννήθηκα και μεγάλωσα,
μαθαίνοντας πια να μετρώ και να εκτιμώ αλλιώς
τον χρόνο,
θα έλεγα πως, στην προσπάθειά μου
να μυθοποιήσω με οδηγό τις ζωές των
επινοημένων ηρώων μου
διακόσια τουλάχιστον χρόνια Ιστορίας,
κλήθηκα να «δοκιμαστώ» λογοτεχνικά μέσα από
τα ερωτήματα:
Πώς και με ποιους όρους και από ποιες
πηγές,
ποια ντοκουμέντα, γράφεται η Ιστορία;
Πώς ρυθμίζεται, ή και κάτω από ποιες
συγκυρίες διαμορφώνεται,
η οπτική γωνία του παρατηρητή;
Πότε και πώς κάποιος βλέπει κάτι, πότε και
πώς δεν το βλέπει
από όποια όχθη κι αν στέκει στην κοίτη του
ποταμού;
Ποιες οι επιπτώσεις των γεγονότων στη ζωή
μας;
Πώς διαλέγεται το σήμερα με το χθες,
το επινοημένο με τις ποικίλες εκδοχές της
πραγματικότητας,
το απλό με το πολύπλοκο, το σημαντικό με το
ασήμαντο,
το ατομικό με το συλλογικό;
Και πώς, επομένως, θα μπορούσε να εννοηθεί
στις ημέρες μας,
αντικριστά με τον χεγκελιανό αφορισμό της
σισύφειας
καταδίκης του ανθρώπου να επαναλαμβάνει τα
λάθη του,
το θουκυδίδειο απόσταγμα ότι η Ιστορία
είναι η παρακαταθήκη των πεπραγμένων, ο
μάρτυς για το παρελθόν,
το παράδειγμα και η συμβουλή για το παρόν,
η προειδοποίηση για το μέλλον;
Ερωτήματα κατά βάσιν αναπάντητα.
Nά όμως που ακριβώς επειδή είναι αναπάντητα
είναι και σε θέση να πυροδοτήσουν άλλα ερωτήματα
και άλλες απορίες
οδηγώντας σε άλλους δρόμους και σε άλλα ξέφωτα…
Κοιμούμαι κι η καρδιά
μου ξαγρυπνά
κοιτάζει τ’ άστρα στον
ουρανό και το δοιάκι
και πώς ανθοβολά το νερό
στο τιμόνι
κι αυτό το τρίστιχο του Γιώργου Σεφέρη,
μότο στους
Αθώους και φταίχτες,
θα έρθει να συναντηθεί με τον μνησιπήμονα
πόνο από τον
Αγαμέμνονα του Αισχύλου,
τον πόνο εκείνο που δεν μας αφήνει να ξεχάσουμε
αλλά και τον πόνο που μας προκαλούν όσα θυμόμαστε:
Στάζει δ’ ανθ’ ύπνου προ καρδίας
μνησιπήμων πόνος,
μότο στο Δίκιο είναι ζόρικο πολύ,
παραπέμποντας ακριβώς στον πόνο που
διατρέχει απ’ αρχής μέχρι τέλους
τον Τελευταίο σταθμό του Γιώργου
Σεφέρη,
…Ένα παρθένο δάσος σκοτωμένων φίλων το μυαλό
μας
Κι α(ν) σου μιλώ με
παραμύθια και παραβολές
είναι γιατί τ’ ακούς γλυκότερα, κι η φρίκη
δεν κουβεντιάζεται γιατί είναι ζωντανή
γιατί είναι αμίλητη και προχωράει.
Στάζει τη μέρα στάζει στον
ύπνο
Μνησιπήμων πόνος.
Να μιλήσω για ήρωες να μιλήσω για ήρωες: ο
Μιχάλης
που έφυγε μ’ ανοιχτές πληγές
απ’ το νοσοκομείο
ίσως μιλούσε για ήρωες όταν, τη νύχτα εκείνη
που έσερνε το ποδάρι του μες στη συσκοτισμένη
πολιτεία,
ούρλιαζε ψηλαφώντας τον πόνο μας: Στα
σκοτεινά
πηγαίνουμε στα σκοτεινά προχωρούμε…
Οι ήρωες προχωρούν στα σκοτεινά.
Λίγες οι νύχτες με φεγγάρι που μ’ αρέσουν.
Και από εκεί, με το Έλα να πούμε ψέματα,
κατευθείαν σε ένα αγαπημένο μου του Γιάννη
Ρίτσου:
Μες στα παιδιά κάθονται οι γέροι
και παίζουν πρέφα.
Πλάι
πίσω απ’ το σανιδένιο χώρισμα
νυστάζουν οι νεκροί.
Όχι όχι —φώναξε—
δε θέλω να βλέπω
δε θέλω να ξέρω
δεν είναι εδώ το βασίλειό μου.
Ποίηση
βόηθα να βγω.
Μάρω Δούκα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου