Εγκαινιάσαμε με
εξαιρετική επιτυχία τη Δευτέρα 20
Οκτωβρίου την 24η περίοδο (χρονιά) εκδηλώσεων του βιβλιοπωλείου παρουσιάζοντας
μια πτυχή της εποχής και του έργου του Νομπελίστα συγγραφέα Αλμπέρ Καμύ μέσα
από την πέννα και τη διεισδυτική ματιά του Δημήτρη Στεφανάκη με αφορμή το
βιβλίο του «Συλλαβίζοντας το καλοκαίρι».
Μια ακόμη περίοδος
που ξεκινάει με την ίδια δίψα προσφοράς στους φίλους μας με ότι καλύτερο
μπορούμε. Με τη φιλοδοξία και αυτός ο κύκλος – μέρος του οποίου έχει
ανακοινωθεί – να εντυπωθεί στη μνήμη ως κάτι ξεχωριστό. Χωρίς εκπτώσεις στην
ποιότητα και παρά τη ζοφερή κατάσταση που επικρατεί στο χώρο του βιβλίου.
Σας δίνουμε μια
μικρή περίληψη από όσα είπε με το δικό του ξεχωριστό τρόπο ο συγγραφέας που
έχει δημιουργήσει μια ιδιαίτερη σχέση με τους φίλους του βιβλιοπωλείου μας.
Ο ΚΑΜΥ ΚΑΙ Η ΕΛΛΑΔΑ
Ο Καμύ μετέτρεψε σε δράμα ή
σε φιλοσοφία ό,τι δεν μπόρεσε να αφηγηθεί μυθιστορηματικά. Με τον ίδιο τρόπο ό,τι δεν κατάφερε να
ερμηνεύσει, το απέδωσε στους Έλληνες. Η Αρχαιότητα του Φωτός και του Μέτρου τον
σαγήνεψε και τον ενέπνευσε κάθε φορά που είχε ανάγκη από κάτι ανάλογο.
Αναγνωρίζοντας ολόθερμα την
σημασία του αρχαιοελληνικού πολιτισμού, αγάπησε με πάθος το τοπίο μες στο οποίο
γεννήθηκε το ελληνικό πολιτιστικό θαύμα. Άνθρωπος της Μεσογείου, ένας σύγχρονος
Προμηθέας ο ίδιος, πάλεψε ενάντια στην αδικία και στη βαρβαρότητα της Ιστορίας.
Κι όταν επιχείρησε να απαντήσει με ιδεολογικούς όρους στο ζήτημα της ελευθερίας
και της δικαιοσύνης, κατέφυγε στην «σκέψη του μεσημεριού», σ’ ένα περιβάλλον
εκτυφλωτικού φωτός απολύτως μεσογειακό.
Η Μεσόγειος και η Ελλάδα
φαντάζουν το έσχατο καταφύγιό του. Γράφει στη Πτώση:
«Στο
ελληνικό αρχιπέλαγος μου γεννήθηκε η αντίθετη εντύπωση. Καινούργια νησιά
ξεπρόβαλλαν ασταμάτητα στον κύκλο του ορίζοντα. Η άδενδρη ράχη
τους χάραζε το όριο του ουρανού, η βραχώδης ακτογραμμή τους, διαγραφόταν καθαρά
πάνω από τη θάλασσα. Ουδεμία σύγχυση. Στην ακρίβεια του φωτός όλα ήταν
οριοθετημένα».
Και λίγο πιο κάτω: «Από τότε
η Ελλάδα αναπαράγεται κάπου μέσα μου, στις παρυφές της μνήμης μου, αβίαστα».
Το 1939, σε ηλικία 26 χρονών
ήθελε να επισκεφτεί τη χώρα μας όπως μας λέει στο Καλοκαίρι. «Τη χρονιά
του πολέμου ήθελα να κάνω το ταξίδι του Οδυσσέα». Τον εμπόδισε ο πόλεμος. Όμως
ταξίδευε συχνά ως εδώ, ακόμα κι αν επρόκειτο για νοερό ταξίδι, σε αναζήτηση του
κάλλους. Με αφορμή αυτό το κάλλος προσθέτει:
«Εξορίσαμε την ομορφιά, ενώ
οι Έλληνες πήραν τα όπλα για χάρη της. Πρώτη μεγάλη διαφορά που μας έρχεται από
μακριά. Η ελληνική σκέψη οχυρώνεται πίσω από την ιδέα του μέτρου».
Ο Καμύ οικοδόμησε το έργο του πάνω στο ουμανιστικό δόγμα. Για το λόγο αυτό
στρεφόταν συχνά στους Αρχαίους Έλληνες. Επιπλέον μπορούσε εύκολα να αντιληφθεί
τους Έλληνες της εποχής του που παρά την ένδειά τους διέθεταν αναμφίλεκτη
αξιοπρέπεια. Του θύμιζαν τους ανθρώπους των παιδικών του χρόνων την φτώχια των οποίων περιγράφει με
τόσο τρυφερό τρόπο στο ημιτελές μυθιστόρημά του: «Ο Πρώτος Άνθρωπος».
Αγάπησε ακόμα και τους
αρχαιοελληνικούς μύθους με αφορμή τους οποίους γράφει:
«Οι μύθοι από μόνοι τους δεν
έχουν ζωή. Περιμένουν από εμάς να λάβουν σάρκα και οστά. Ένας και μόνο άνθρωπος αν ανταποκριθεί στο κάλεσμά τους, του
προσφέρουν την ανεξάντλητη ικμάδα τους». Οι καμυκοί μύθοι μοιάζουν να
προέρχονται από το ίδιο κοίτασμα. Το επικίνδυνο φως στον Ξένο, η αλληγορία της
Πανούκλας και η νοσταλγία του Νότου στην Πτώση αρδεύονται από τη μεσογειακή
φύση του δημιουργού τους.
Με την παρηγορητική
φιλοσοφία των Στωϊκών και ειδικά του Επίκτητου ο γαλλοαλγερινός συγγραφέας
αντιμετώπισε το φάσμα του θανάτου, την πρώτη φορά που νοσηλεύτηκε για τη
φυματίωση. Στο κορυφαίο φιλοσοφικό του
πόνημα «ο Επαναστατημένος άνθρωπος» όπου διεξέρχεται την βαρβαρότητα του
ολοκληρωτισμού αναζήτησε καταφύγιο στη «σκέψη του μεσημεριού», επιχειρώντας μια
ανάδρομη πορεία στους σταθμούς της εξεγερμένης σκέψης που καταλήγει σε μια
παραλία της Μεσογείου μέρα μεσημέρι.
Η μαχόμενη αυτή συνείδηση θα
στηρίξει σθεναρά τον αγώνα της ελληνικής αριστεράς. Στην δεκαετία του πενήντα ο
Καμύ επισκέφθηκε την Ελλάδα περισσότερες από μία φορά. Ταξίδεψε ως την Μύκονο
και τη Δήλο αναζητώντας το φως και τους μύθους. Από το ταξίδι αυτό ξεκινά και το δικό μου
μυθιστόρημα «Συλλαβίζοντας το καλοκαίρι» αφιερωμένο στον άνθρωπο που με τη
σειρά του αφιέρωσε το λαμπρό του ταλέντο στη χώρα μας.
Πηγή: περιοδικό Κλεψύδρα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου