Ποίηση ακριβή και αθώα
Γράφει ο Διονύσης Μαρίνος //
Αθέατος βασιλικός μυρίζει.
Βασιλικός πλατύφυλλης αποδημίας.
Μιχάλης Γκανάς
Ω, Γιάννη Βαρβέρη και Αργύρη Χιόνη και Τάσο Δενέγη, εσύ. Ω, Βασίλη Στεργιάδη και Τάκη Παυλοστάθη και Αλέξη Τραϊανέ, κι εσύ, βεβαίως. Σκέφτομαι τον Γιάννη Πατίλη, τη Νατάσα Χατζιδάκι, τη Μαρία Λαϊνά, την Τζένη Μαστοράκη – τον Λεφτέρη Πούλιο σκέφτομαι και τον Δημήτρη Ποταμίτη. Πλατάνια σκιερά του Μιχάλη Γκανά και σκληρά τοπία της πόλης του Γιώργου Χρονά. Και ω, Γιώργο Μαρκόπουλε, Γιάννη Υφαντή και Γιάννη Κοντέ και ο Χρήστο Μπράβε (αδικοχαμένος κι εσύ περνάς) και ω, Γιώργο Θεοχάρη, ματαιωμένοι, καθαρμένοι άγιοι και πότες και αλήτες του ’70 εκδρομείς με τα στιλπνά οράματα και τις γενναίες ήττες και το σκληρό σαν πέτρα ψύχος της επανάστασης που δεν έγινε και το πουλί της Χούντας σαν αγκάθι και σαν μουσούδα τέρατος, αγαπημένη γενιά, ποια χέρια σας έταξαν το θαύμα;
Διαβάζω τα «Πιστοποιητικά θνητότητας» του Γιώργου Χ. Θεοχάρη (εκδ. Σύχρονη Έκφραση) κι εκείνα με διαβάζουν πόντο-πόντο, λέξη-λέξη με φθείρουν και με σιάζουν. Διαβάζω τα ποιήματα του Θεοχάρη, σημαίνει μυρίζω το γόνιμο χώμα της ζωής και του θανάτου. Αυτό που πατάς και τέλος σε πατάει. Διαβάζω τα ποιήματά του σημαίνει εξασκούμαι στη μνήμη – νιότη χαμένα, όραμα που περιζώνει, λέξη μου λιανή, κυκλάμινη θύμηση και ένα κορίτσι σαν μήλο κόκκινο και αφάγωτο.
Με εκείνον τον υπερρεαλισμό που θέλγει, με το θάλπος ενός ρεαλισμού ανέγγιχτου από το γδάρσιμο του κάθε μέρα, με ειρωνεία που σπάει κόκκαλα, με ποίηση ποιητικής που αναφέρει και αναφέρεται στον Λειβαδίτη, τον Καρυωτάκη, τον Καββαδία, τον Σεφέρη, τη ρίζα του δέντρου, το μνήμα του αγαπημένου, τα τανκς που πέρασαν από πάνω μας – ερπύστρια Ελλάδα αγαπημένη. Χωριό αγαπημένο με ανθρώπους που πήγαν καλιά τους, που ξόφλησαν όλες τις ημέρες που τους αναλογούσαν ή που φαγώθηκαν νωρίς από την αρρώστια και το θέρισμα του πολέμου. Η ποίηση του Θεοχάρη είναι ζωή και θάνατος αρτιγέννητοι, παντρεμένοι από την αρχή του κόσμου και του ανθρώπου. Είναι μια ποίηση ζεστού ανθρωπισμού, παλλόμενη καρδιά – αυτό είναι.
Κι αν τα στερνά τιμούν τα πρώτα, σε μια συλλογή που εκτείνεται από το 1970 έως τις ημέρες μας, κι αν τα χνάρια αλάβωτα τραγουδούν ιαμβικά ή ελευθερόστιχα κι αν κάποια ποιήματα είναι σαν παραμύθια καμωμένα ή διηγήσεις που μόνο οι σοφοί παππούδες ξέρουν να ιστορήσουν, εκείνο που μένει, εκείνο που παρίσταται στο δράμα της ζωής, είναι ένας πηγαίος ανθρωπισμός, είναι άχτι για κάτι που έγινε και ένα χτικιό για εκείνο που συνέβη, για το κακό μας ριζικό, το εθνικό, για την αγάπη που ράγισε, για τον φίλο που μας χαιρέτησε και πήγε, για την μάνα και τον πατέρα, οστά πλυμένα, βροχή ποτιστική στο χώμα των δικών μας – των οικείων.
Δεν ξέρω άλλη τόσο ανθρώπινη ποίηση, από αυτή. Τόσο στενά δεμένη με τη φύση (που και αυτή ανθρώπινη γίνεται, με δάχτυλα, πρόσωπα, ανάσα και πάθη), ποίηση που αρταίνεται, που πενθεί και γελάει, που προσδοκά τη σάρκα και το κλαδί λυγίζει σε ένα στίχο.
Διαβάζω τα «Πιστοποητικά θνητότητα» σημαίνει πως υπάρχει μια παράδοση που πατάει στέρεο έδαφος, μια βαθιά ελληνικότητα δίχως τις ενοχές του φολκόρ. Η ποίηση του Θεοχάρη είναι το τσάκισμα ενός δημοτικού τραγουδιού και ο σεβντάς ενός ρεμπέτη, είναι το δράμα του αστού που έχασε το δρόμο του. Εξ ου και είναι μια ποίηση ρυθμική, τραγουδιστή, που’ χει και το ροκ και το μπιτ και της ανάσας το ύστατο σκάλωμα και του αίματος το αδικαίωτο και του χρόνου το πασαπόρτι βεβαιωμένο. Κι ό,τι πεθαίνει πιστοποιείται πως θα ζει και ό,τι ζει στη θανή είναι δικασμένο. Μόνο που οι ποιητές πριν πεθάνουν, έχουν ήδη πεθάνει από λίγο κάθε φορά προς χάριν της ποίησης.
Η ποίηση του Θεοχάρη είναι εκείνο το γυαλί στο μάτι του, η γλώσσα που το δάκρυ στην άκρη του ματιού του ήρθε και στάθηκε. Είναι το μπόι της αύρα του κι εκείνο το χαμόγελο το τσαχπίκινο και το τόσο πικραμένο. Είναι τα ευχετικά κεριά των στίχων του, η συζήτηση που δεν τελειώνει με ανθρώπους που έφυγαν και με εκείνους που δεν ήρθαν.
Είναι μια ποίηση αθώα και για τούτο ακριβή – αυτό είναι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου