Κάποιο απόγευμα του φθινοπώρου, ένας ηλικιωμένος άντρας κάνει την εμφάνισή του στο χωριό.
Μερικοί τον αναγνωρίζουν και ισχυρίζονται πως τον είχαν δει τον προηγούμενο χειμώνα να επιθεωρεί τις εργασίες στον πύργο, αυτόν που στέκεται στο τέρμα της μεγάλης ανηφόρας.
Οι Ρετσίνες του βασιλιά είναι ένα μυθιστόρημα νόμισμα. Στη μια του όψη ένας αναμαλλιασμένος γέροντας που κάποτε ήταν βασιλιάς.
Στην άλλη ένας κοιλαράς που μοιάζει να είναι ο Γαργαντούας ή ένας γεωργός που χαμογελάει βαστώντας στο χέρι ένα κρασοπότηρο.
Ο αφηγητής στρίβει το νόμισμα στον αέρα, κι αυτό, καθώς περιστρέφεται,
Ο αφηγητής στρίβει το νόμισμα στον αέρα, κι αυτό, καθώς περιστρέφεται,
φανερώνει μέσα από γράμματα και μυστικά οικογενειακές ιστορίες και εικόνες μιας χώρας αμήχανης, βουτηγμένης στην ανεργία και στη νέα μετανάστευση.
Στη διάρκεια ενός χρόνου –όσο κρατάει το μυθιστόρημα–, πίσω απ’ τις κουρτίνες της κάθε μέρας ελλοχεύει ο σαιξπηρικός κόσμος ως αδιάγνωστη ασθένεια: πύργοι, βασιλιάδες, κόρες, γελωτοποιοί, εξουσία, προδοσία, αίμα…
Όλα αυτά ώσπου το νόμισμα να πέσει στη γη, εκεί στη χθόνια σαγήνη της γονιμότητας και του τάφου.
Εκεί στο χώµα-χωριό ο γερο-Έξαρχος, ο επισκέπτης του φθινοπώρου, καθώς τον αποδοµεί ο χρόνος, παίζει το τελευταίο του χαρτί.
Στο καφενείο, µπρος στα μεθυσμένα γέλια, εκλιπαρεί για την τελευταία ευκαιρία που θα του χαρίσει την ανακαίνιση του κόσμου μέσα από τη θαλπωρή του κρασιού, της σάρκας και της αγάπης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου