Τετάρτη 1 Ιανουαρίου 2020

Ο Νικόλας, η Λουίζα και τα βιβλία!

-->

Ο Νικόλας, η Λουΐζα και τα βιβλία! [από τον κύκλο της θείας Σμαραγδής]
του Βασίλη Κασσάρα

«Η θεία Σμαραγδή, ξέρει τα γράμματα!»

Αυτό μου έλεγε η μάνα μου κάθε φορά, που πονοκεφάλιαζε με τα διαβάσματά μου. Και είχε απόγνωση και παραίτηση ετούτη της η φράση, μα και αποδοχή και καρτερία για βοήθεια.
Η μάνα δεν ήξερε γράμματα! Τουλάχιστον όχι τόσο καλά και όχι τόσα πολλά, όσο η γειτόνισσα φίλη μας.
Με αυτό το: Η θεία Σμαραγδή ξέρει τα γράμματα!, η μάνα μου εννοούσε: Μη στέκεσαι άλλο, εγώ παραιτούμαι! Άκρια δε βγάνω! Ήσυχη να με αφήκεις! Μάζωξε τα βιβλία σου και τα μολύβια, και πάγαινε στη Σμαραγδή!
Δεύτερη κουβέντα δεν υπήρχε. «Αυθωρί και παραχρήμας», όπως θά ΄λεγε και η φαντασμένη Ουρανία, εγώ είχα ετοιμαστεί και χτύπαγα ήδη την πόρτα της θείας Σμαραγδής, για να με διαβάσει. Γιατί έτσι έλεγε η θεία κάθε φορά: «Έλα σπόρι μου να σε διαβάσω! Άσε τη μάνα, τούτην έχει άλλα στο μυαλό της, και δεν δύναται! Εγώ θα σε διαβάσω!». Και αν και μου φαίνονταν περίεργο πως είναι δυνατόν κάποιος να σε διαβάσει, καθώς οι άνθρωποι, δεν είμαστε σελίδες από βιβλίο σχολικό, μηδέ ταμπέλα μαγαζιού ή εφημερίδα σε περίπτερου σχοινί παρατημένη, εγώ την χαρά μου την έπαιρνα γιατί θα πήγαινα στης αγαπημένης μου Σμαραγδής το σπίτι.
Έτσι και τούτο το χειμωνιάτικο απόγευμα, που παρά το τσουχτερό κρύο και τις χοντρές νιφάδες του χιονιού –μπαμπάχνες για μας τους Λειβαδίτες, πού ’πεφταν φουριόζες στον πάνω μαχαλά της Βαγγελίστρας, η αφεντιά μου φορώντας τις λαστιχένιες μπότες του πατέρα –απείρως πολλά νούμερα μεγαλύτερες από το παιδικό μου πόδι, το πανωφόρι το μακρύ  το καλό –δεν είχα άλλωστε και άλλο, για να με προφυλάσσει από το κρύο και τις ριγωτές πιτζάμες από μέσα, χτύπησε την πόρτα της θείας Σμαραγδής.
Ετούτη η προπαίδεια του «8» βραχνάς μεγάλος μου ’χε γίνει του δύστυχου, και αν κάποιος θα μπορούσε να με βοηθήσει –και τη μάνα μαζί, τούτη ήταν η γραμματιζούμενη ράφτρα της γειτονιάς μας.
Είχα τελειώσει και το δεύτερο ποτήρι βυσσινάδας και είχα η αλήθεια είναι, ήδη πονοκεφαλιάσει αρκετά με τούτα τα μπελαλίδικα νούμερα της προπαίδειας, όταν η θεία Σμαραγδή, πρότεινε ένα μικρό διάλλειμα.
Χάρηκε η αφεντιά μου. Επιτέλους μια μικρή ανάσα!
«Και τί θα κάνουμε θεία Σμαραγδή;» ρώτησα γω δήθεν ανέμελα, που προσδοκούσα να αρχίσουν να βγαίνουν οι λέξεις πάλι από το στόμα της θειάς μου, αφηγούμενες ιστορίες.
«Σταλιά στάσου και θα ιδείς!» , αποκρίθηκε κείνη.
Σκώθηκε έπειτα και πήγε στην κρεββατοκάμαρή της. Από το ράφια του δωματίου τούτου, ως διέκρινα από το άνοιγμα της πόρτας, τράβηξε ένα βιβλίο από τη σειρά του. Το κοίταξε για λίγο, το ξεφύλλισε σκεπτική, το έκλεισε ικανοποιημένη και γύρισε κατόπιν πίσω στην κουζίνα. Τό ’φερνε μαζί της, κρατώντας το τρυφερά στις σταυρωμένες πανώθε του φούχτες της, σα να επρόκειτο για νεογέννητο μωρό ή θησαυρό αγαπημένο. Όρθια από πάνω μου στάθηκε σα με έφτασε, ως ήμουν καθισμένος και το απίθωσε με μια κίνηση αγαπητικά αέρινη μπροστά μου και απάνου στο τραπέζι. Κάθισε έπειτα στην απέναντι καρέκλα του τραπεζιού της κουζίνας, ανακουφισμένη και σα να ’χε τελειώσει εκεί το χρέος της και άλλους λογαριασμούς να κλείσει δεν είχε και άρχισε να ασχολείται με το εργόχειρό της: τις βαριές μπροκάρ κουρτίνες της κυρίας Θεοδώρας, που ’χε το μεγάλο φούρνο στην πλατεία της πόλης.
Αποσβόλωσα γω. Κοίταξα το βιβλίο τούτο, το δερματόδετο και μετά ξανά εκείνη, χωρίς να θέλω να καταλάβω, αυτό που μου πρότεινε η θεία για διάλλειμα.
Ήταν ένα αρκετά χοντρό –για τα δεδομένα μου βιβλίο, απογοητευτικά σοβαρό καφέ, με τυπωμένα πάνω του γράμματα χρυσά. Το κορώναρε ένα όνομα: «Μενέλαος Λουντέμης». Και από κάτω άλλες λέξεις, πέντε τον αριθμό τους: «Ένα παιδί μετράει τ΄ άστρα».
-«Βιβλίο είναι μαθές, μην το κοιτάς μ΄ αυτόν τον τρόπο, σα να γλέπεις πρώτη σου φορά ξούθι ξεστρατισμένο!» με μάλωσε η θεία.
-«Διάλειμμα είπες να κάνομε!» αντέτεινα με παράπονο εγώ
-«Ναι! διαβάζοντας ένα βιβλίο», είπε η θεία, «τι γράφει πάνω, για δες!»
-«Ένα παιδί μετράει τ΄ άστρα!»
-«Υπέροχος τίτλος! Δεν είναι;» ρώτησε η θειά μου κοιτώντας με στα μάτια μέσα!
-«Ο μπαμπάς λέγει να μην μετράμε τ΄ άστρα, για θα βγάλουμε στα χέρια μας τις γαρδαβίτσες!» αντιμίλησα εγώ σε μια απέλπιδη προσπάθεια να αλλάξω το θέμα του διαλλείματος, που πρότεινε η ράφτρα θειά και διδασκάλισσά μου.
-«Χαχαχαχαχαχαχα….!!!» γέλασε αυθόρμητα και γάργαρα η Σμαραγδή και σηκώθηκε αμέσως, τρανταζώμενη από τα γέλια. Στην αγκαλιά με πήρε και με φίλησε.
-«Χαρά της ζωής μου, αποσπόρι μου!», είπε μετά, «Έλα, να κάτσομε στον καναπέ και γω θα σου πω μια ιστορία, που τόσο λαχταράς! Μια σημαντική ιστορία μάλιστα, γιατί τούτη έχει να κάμει με το πιο σπουδαίο πράγμα στον κόσμο!»
-«Με τί θεία Σμαραγδή;» ρώτηξε η αφεντιά μου, ήδη σε έξαψη γι’ αυτήν την καινούρια ιστορία.
-«Για τα βιβλία!» αποκρίθηκε με χαμόγελο γλυκό εκείνη.
-«Και γιατί είναι σημαντικά τα βιβλία;» ρώτησα.
-«Γιατί κάθε βιβλίο, είναι και ένας κόσμος! Και χιλιάδες βιβλία μας κάνουν χιλιάδες κόσμους! Σκέψου πόσες ευκαιρίες έχεις στα χέρια σου και πόσες ιστορίες να σε περιμένουν! Όσες και τα βιβλία. Και όσο τούτα γράφονται και συ τα διαβάζεις αποσπόρι μου, τόσο θα ταξιδεύεις στις ωραίες τους σελίδες. Καράβια τα βιβλία και τα χεράκια σου, που τα κρατούν, τα πανιά τους. Δώσ’ τους ροή με τα χεράκια σου γυρνώντας τις σελίδες, και αυτά θα σε ταξιδέψουν. Άκουγέ με λοιπόν και μάθε για το Νικόλα! Για το Νικόλα και τα βιβλία του.»
-«Είχε πολλά βιβλία ο Νικόλας θειά;» απόρησα.
-«Ναι! όσα δε βάνει ο νους σου. Ο Νικόλας είχε βιβλιοπωλείο…»
 ***
 «Ο Νικόλας ήταν ένα παιδί σαν όλα τ΄ άλλα. Ο Νικόλας ήταν ένα γλυκό και φροντισμένο παιδί. Όμορφο στην όψη και γλυκομίλητο στα λόγια. Ο Νικόλας δεν τα πήγαινε καλά με τους αριθμούς, να καλή ώρα σα και σένα! Αλλά ο Νικόλας λάτρευε τις λέξεις!
Ο Νικόλας ήταν ένα παιδί σαν όλα τ’ άλλα. Λίγο πιο μαζωμένο και κλειστό ίσως από τα υπόλοιπα, μα και πάλι δεν θα τον διέκρινες. Και αν θα τον ξεχώριζες, από τ΄ άλλα τα παλικαράκια, θα ’ταν για τους καλούς του τρόπους και το φωτεινό χαμόγελο. Γιατί δεν θα μπορούσες και πώς άλλωστε, να ξέρεις τα δύο μεγάλα του μυστικά. Αυτά που τον εκάναν ξέχωρο απ’ ούλα τα υπόλοιπα παιδιά της ηλικίας του. Της δικής σου ηλικίας σπόρι μου!
Γιατί ο Νικόλας από τη μέρα που κατάλαβε τον ίδιο του τον εαυτό, ήξερε πως ήθελε να γίνει μαγαζάτορας! Και όχι ένας όποιος και ότι και ότι μαγαζάτορας. Ούχι. Ήθελε να χει καταδικό του μαγαζί με βιβλία! Αυτό ήταν το πρώτο του μεγάλο μυστικό. Και σπουδαίο δεν θα ’ταν και τόσο, η αλήθεια είναι, αν ο Νικόλας δεν είχε και ένα δεύτερο καλύτερα κρυμμένο μυστικό. Ο Νικόλας λάτρευε τα βιβλία, ναι! αλλά ο Νικόλας δεν χρειαζόταν να διαβάσει τα βιβλία!»
-«Τα λάτρευε αλλά δεν τα διάβαζε;» ψέλλισα εγώ, αναρωτώμενος.
-«Δεν είπα ότι δεν τα διάβαζε», σημείωσε η Σμαραγδή, «αλλά ότι δεν χρειαζόταν να τα διαβάσει! Ο Νικόλας ήξερε και γραφή και ανάγνωση! Αλλά δεν χρειαζόταν καν να ανοίξει βιβλίο! Και τούτο γιατί ο Νικόλας, με το που άγγιζε το ίδιο το βιβλίο, εκείνο του χαριζόταν από μόνο του! Δίχως προσπάθεια!»
-«Πες θεια, τι εννοείς;» μαγεμένος, μπερδεμένος και απελπισμένος ρώτηξα ξανά εγώ, και αφού εισέπραξα την αυστηρή ματιά της θείας Σμαραγδής, επειδή της διέκοπτα ξανά μια ιστορία, έκλεισα το στόμα και συμμορφώθηκα. Βιασύνες και εξηγήσεις δεν χωρούσαν στην εξιστόρηση της θείας Σμαραγδής, ούλα θα έρχονταν και θα έκλειναν με το καιρό τους, σε αφήγηση και νόημα…
-«Η αγάπη του Νικόλα για τα βιβλία ήταν τόσο μεγάλη και η λαχτάρα της καρδιάς του για αυτά τόσο θεριεμένη, που ακουμπώντας ένα βιβλίο, η παιδική του ψυχή άγγιζε την ίδια την ψυχή του σημαδεμένου χαρτιού και έτσι οι δυό τούτες ουσίες σαν δυό κορδέλες μεταξένιες πλέκονταν η μια με την άλλη, σα σε γαϊτανάκι ταίριαζε η μια της άλλης και έδιναν σε σμίξιμο όμορφο αριστοτεχνικό και ενώνονταν και γίνονταν οι δύο τους, μια! Μια ψυχή και μια ουσία.»
«Ο Νικόλας με του που άγγιζε ένα βιβλίο, ο χρόνος σταματούσε. Έκλεινε τα μάτια του και ο χώρος μηδένιζε σπόρι μου. Και έπαυε να είναι πια αυτός, όπου ήταν καθημένος ο νέος. Σιωπή τον σκέπαζε με τη μια, και αυτόν και όλα. Να σα την σιωπή που φτιάχνει το στρωμένο χιόνι όξω στην γειτονιά μας. Αυτήν τη λευκή και αμόλυντη σιωπή, που ρουφά κάθε ήχο στα γύρω της, και μένει τούτη μόνη βασιλεύουσα να κυριαρχεί στο χώρο και να τον γεμίζει με τον δικό της μόνο, σιωπηρό ήχο! Τον ήχο της απόλυτης σιγής. Αυτό συνέβαινε σαν άγγιζαν τα δάχτυλά του το βιβλίο. Και αμέσως μετά, από το βάθος του μυαλού του μέσα, την σιωπή αυτή ξεκίναγε να σπάει αργά ένας ψίθυρος. Στην αρχή σαν το θρόισμα των φύλλων στο φθινοπωρινό τ΄ αγέρι. Που μεγάλωνε όμως σταδιακά αργά. Κι από θρόος γίνονταν αυτός πιο δυνατός. Σαν τον θόρυβο που κάνουν τα χελιδόνια μας σα μαζεύονται το χινόπωρο για τα μεγάλα τους ταξίδια, φωνάζοντας το ένα στο άλλο, να μαζωχτούν να κάμουν όλα τους μεγάλο ασκέρι. Να ξεκινήσει το ταξίδι! Γιατί μαθές έτσι ξεκινούσε και το ταξίδι του Νικόλα σε κάθε άγγιγμα βιβλίου. Ακολούθως  ο θόρυβος αυτός, ο μπερδεμένα τιτιβιστικός καθάριζε και άλλαζε και γίνονταν λόγος ανθρώπινος! Άλλοτε με αντρική φωνή και άλλοτε με γυναικεία! Διαφορετική στην κάθε περίπτωση. Και αυτό γιατί είχε να κάνει με τον ίδιο τον συγγραφέα του βιβλίου! Το βιβλίο το ίδιο με το πρώτο  ψαύσιμο του Νικόλα, ξεκίναγε να του αφηγείται από μόνο του την ιστορία του και μάλιστα με την φωνή εκείνου που τό ’χε γραμμένο· και του χάριζε την ίδια του την σκέψη και την ψυχή. Με τη φωνή του ίδιου του, του συγγραφέα! Και χάνονταν ολότελα και ολωσδιόλου του μετά ο Νικόλας, μέσα στην κάθε ιστορία. Και έμπαινε στον κόσμο του βιβλίου και γνώριζε εκεί τους ήρωες και τα γεγονότα τους. Τα ζούσε σα νά ’τανε αληθινά. Έπαιρνε μέρος μέσα τους, έμπαινε στις ιστορίες τους. Και έτσι γνώριζε χωριά, πόλεις και βασίλεια ολάκερα με πρίγκιπες γενναίους και βασιλοπούλες μαγεμένες. Νύμφες, ξωτικά και δράκους. Χώρες μακρινές ή και πιότερα κοντά του. Με αυτό τον τρόπο τον ψυχιακό ταξίδεψε σε θάλασσες πάνω σε καράβια ξύλινα με φουσκωμένα τα πανιά, γευόμενος αλμύρα. Περπάτησε σε δάση πυκνά όμορφα, που ήλιος δεν τα τρυπούσε, πολεμώντας τα σκοτάδια. Διέσχισε πεδιάδες πάνω σε φαριά λευκά, καλπάζοντας μέσα σε πράσινα παχιά χορτάρια, θρεμμένα από βροχές και γήλιους. Ο Νικόλας ζούσε κανονικά στο κάθε βιβλίο, χωρίς να το διαβάζει. Αγγίζοντας το μόνο! Τούτο ήταν το δεύτερο μεγάλο του μυστικό!»
Η θεία Σμαραγδή σταμάτησε για λίγο. Δεν σηκώθηκε όμως, όπως το περίμενα και το συνήθιζε και κείνη, για να δώσει έμφαση στις παύσεις της και να μου μεγαλώσει την αγωνία της συνέχειας! Μια ανάσα πήρε μόνο και χαϊδεύοντας μου τα μαλλιά συνέχισε, απτόητη.
«Ο Νικόλας μεγάλωσε και έγινε άντρας. Ένας όμορφος άντρας μάλιστα! Ίσως λίγο αφηρημένος μερικές φορές, όπως πρόσεχε ο κόσμος, καθώς τον έβλεπε να περπατά πηγαίνοντας στο βιβλιοπωλείο του τα πρωινά με άδετα τα κορδόνια των παπουτσιών του. Και ίσως μερικές φορές να χάνονταν στις σκέψεις του, μακριά από την πραγματικότητα, όπως πρόσεχαν πολλές φορές οι πελάτες του σαν έμπαιναν στο μαγαζί του και τον αντίκριζαν καθήμενο πίσω από τον γκισέ του να κρατά μάλλον αδιάφορα ξεχασμένο στα χέρια του κάποιο βιβλίο. Ναι λιγάκι αφηρημένο τον είχαν οι συμπολίτες του, το Νικόλα. Γιατί αφηρημένη και εγώ αποσπόρι μου, δε σου ’πα, πως το πρώτο μυστικό και όνειρο μαζί του Νικόλα εκπληρώθηκε. Ο Νικόλας έγινε βιβλιοπώλης! Αφηρημένος ναι, αλλά βιβλιοπώλης!»
«Και έτσι περνούσε τον καιρό του εκείνος! Ανάμεσα στους κόσμους! Από τη μια στον κόσμο, που του χάριζε το κάθε βιβλίο που άγγιζε, και από την άλλη στον πραγματικό του κόσμο, τον αφηρημένο. Μέσα δε σε τούτον τον δεύτερο κόσμο, τον αληθινό υπάρχει κάτι που ο βιβλιοπώλης πια Νικόλας δεν είχε διόλου προσέξει. Γιατί ναι πολύς κόσμος μπαινόβγαινε στο μαγαζί του, αλλά στην αφηρημάδα του μέσα για τον κόσμο των βιβλίων, ο Νικόλας δεν είχε δώσει μια έστω ματιά, δεν είχε χαρίσει μία παραπάνω σημασία στην Λουΐζα!»
-«Ποια ήταν η Λουΐζα, θειά;» δεν άντεξα εγώ.

-«Η Λουΐζα, ήταν μια κοπέλα, που όπως και το φυτό που μοιράζεται το όνομά της, είχε και τούτη πάνω της την αύρα την ανοιξιάτικη και μια ψυχή μοσχοβολιάς κλεισμένη μεσώθε της, που μαράζωνε όμως για τον έρωτα του Νικόλα, που αφηρημένος ως ήταν, βυθισμένος στο ταλέντο του και τις απολαύσεις του, σημασία δεν της έδωνε. Όσο τούτη και αν μπαινόβγαινε στο μαγαζί του, αγοράζοντας κάθε βολά βιβλία, ξοδεύοντας το λιγοστό της χαρτζιλίκι με την ελπίδα να της ρίξει κείνος μια έστω και μόνη πιο ουσιαστικιά ματιά! Μάταιο τούτο. Και η Λουΐζα αγαπούσε τα βιβλία, μα περσότερο και ολόψυχα αγαπούσε τούτο το νέο με το απλανές του βλέμμα! Και ήταν ετούτη η αγάπη της για το Νικόλα, που της μίλησε και συγγένεψε με το μυαλό της, και της έδωσε ιδέα και κόλπο για να τραβήξει την προσοχή του νέου!»
-«Δηλαδής θειά, ποια ιδέα και ποιο τέχνασμα σκαρφίστηκε η Λουΐζα;» αδημόνησα εγώ, που την είχα την αδυναμία μου, στις ιστορίες τις ερωτικές.
-«Να, η Λουΐζα σκέφτηκε πως αν τόσο τον τραβά το χαρτί και το μελάνι το Νικόλα, ο μόνος τρόπος για να του θέλξει και αυτή την προσοχή, θα ’ταν ακριβώς αυτά: το χαρτί και το μελάνι! Η Λουΐζα λοιπόν, θα του έγραφε! Και έτσι και έκαμε, δίχως δεύτερη σκέψη καμιά. Κάθισε λοιπόν πήρε χαρτί και μελάνι και ξεκίνησε με γράμματα όμορφα φροντισμένα, να γράφει.  Όπως το χε αποφασίσει δηλαδή. Αλλά δεν γίνουνταν!»
-«Τι εννοείς;»
-«Να, κάθε φορά που ήταν να ξεκινήσει γράψιμο τα χέρια της πάγωναν. Οι λέξεις δεν έβγαιναν από το μυαλό της μέσα. Τα ρήματα δεν μπορούσε να συντάξει σωστά. Το μυαλό της δεν γένναγε. Στείρο έμενε αυτό και μαζί και το χαρτί λευκό. Δεν ήξερε τί να του γράψει, πρόταση πως να συντάξει. Και το προσπάθησε αυτό πολλές φορές, αλλά τίποτε. Μάταιη η κάθε φορά!»
-«Και τι απέγινε; δεν είχε δηλαδή ποια λύση να μιλήσει με το Νικόλα;»
-«Προσπάθησε και πάλι. Να γράψει μια τελευταία ίσως φορά η Λουΐζα. Μόνο που τώρα σκέφτηκε και από ένστικτο γυναικείο ίσως, πως αντί να προσπαθήσει να γράψει τις σκέψεις της στο χαρτί με λογική και ειρμό, να νοιώσει πρώτα καλά μέσα στο φυλλοκάρδι της τον έρωτά της για αυτόν το νέο. Και ό,τι της έλεγε η ίδια της η καρδιά αυτό να αποτύπωνε με το μελάνι της απάνου στην φυλλάδα. Έτσι και έπραξε. Άρχισε η Λουΐζα να γράφει τ’ αυτόματα. Λέξεις σκόρπιες, πάνω στο χαρτί, δίχως ειρμό και δίχως νόημα. Λέξεις απλά στο χαρτί ριγμένες. Που όμως οι λέξεις τούτες όλες συνέθεταν την αγάπη της για τον αφηρημένο της Νικόλα. Έγραψε λοιπόν πάνω σε μια μόνο σελίδα, τρεις μόνο λέξεις. Μια λέξη που της θύμιζε το φωτεινό του χαμόγελο. Μια λέξη για το βάθος των ματιών του. Και τέλος μια λέξη για την ζεστασιά που έκρυβε η αγκαλιά του και εκείνη δεν είχε ως τα τώρα δοκιμάσει. Τρεις μοναδικές λέξεις έγραψε η Λουΐζα, που όμως της πήραν σε διάρκεια ούλη τη νύχτα. Γιατί τόσο μεγάλο έρωτα του είχε του Νικόλα, που για να αποτυπώσει τρεις μόνο λέξεις, έπρεπε να ξοδέψει ολόκληρη νυχτιά πανώθε στο χαρτί! Πήρε έπειτα το χαρτί αυτό και το δίπλωσε καλά στα τέσσερα και το φίλησε στο τέλος με όλη την αγάπη, που μπορούσαν να δώσουν τα δυό της χείλη. Σκώθηκε έπειτα και αχάραγο ακόμα καθώς ήταν και αφού ντύθηκε γοργά γοργά, βγήκε από το σπίτι και τράβηξε για το κλειστό βιβλιοπωλείο του Νικόλα. Σαν έφτασε στην πόρτα απ΄ όξω, στάθηκε για λίγο αναποφάσιστη. Κοίταξε δεξιά και αριστερά, ψυχή ζώσα πουθενά. Με γρήγορες κινήσεις έσπασε τη μέση της σκύβοντας και έριξε το χαρτί της κάτω από την θύρα. Με γοργά βήματα, έφυγε κατόπιν· ανθρώπου μάτι, μην την εδεί!»
«Χάραξε ο Θεός τη μέρα και έφερε ο γήλιος ένα όμορφο πρωινό στην πόλη. Πήρε και ο Νικόλας να ανοίξει το μαγαζί, αφηρημένος πάντοτε –και ναι! άδετα τα ’χε και σήμερα τα κορδόνια των παπουτσιών του αλλά και με μια ζακέτα πράσινη στραβοκουμπωμένη, άνοιξε την πόρτα. Από την αφηρημάδα του όμως και από λάθος, δεν πρόσεξε το λευκό και όμορφα διπλωμένο χαρτί μπροστά του, εκιά στο πάτωμα απάνου, αλλά με το πόδι στον σερνάμενο βηματισμό του του έδωσε μια αθέλητα του κλωτσώντας το. Εκείνο σύρθικε αθόρυβα –σα φύλλο της αυλής που το φίλησε ο άνεμος παίρνοντας το αγκαλιά, στο πάτωμα και πήγε παραμέσα. Διόλου δεν του έδωσε την σημασία ο Νικόλας. Ξεκίνησε μετά ο νέος, βιαστικά τη πρωινή ρουτίνα, να κερδίσει χρόνο, ώστε να βυθιστεί κατόπιν ξανά ακουμπώντας σε κάποιο βιβλίο από χθες επιλεγμένο και να χαθεί με αυτόν του τον μυστικό του τρόπο, σε κόσμο άλλο, μυθικό. Και έτσι πέρασε η μέρα. Με το Νικόλα να κρατάει το βιβλιοπωλείο του αφηρημένος και το χαρτί χαμένο στο πάτωμα στα σώτερα του μαγαζιού του. Και έτσι θα ’μενε για καιρό πολύ, αν δεν είχε στο συνήθειο του ο νέος να σκουπίζει κλείνοντας το μαγαζί το βράδυ. Έτσι με το σάρωμα της σκούπας μάζωξε και διέκρινε και το χαρτί ετούτο, ξέχωρο μέσα σε όλα τα σαρίδια. Έσκυψε περίεργος και το πήρε, αγγίζοντάς το με τα δάχτυλα, μέσα από το φαράσι. Στην στιγμή απάνου που άγγιξαν οι ράγες των χεριών του το χαρτί ετούτο, άγγιξαν και το φιλί της κόρης. Και έγινε η ψυχή του νέου ένα με την ψυχή του χαρτιού. Και άνοιξε η φυλλάδα για εκείνον το δικό της κόσμο. Και το φιλί που χε απάνω του η Λουΐζα αφημένο, έγινε ήλιος καλοκαιρινός, που του ακούμπησε σα χάδι το μέτωπο γλυκοφιλώντας τον, όπως προσκυνά η ηλιαχτίδα το πρωινό το ρόδο του χειμώνα. Βυθίστηκε και το απόλαυσε ο Νικόλας το σκηνικό ετούτο. Και τον ρούφηξε και άλλο μέσα του πιότερο εκείνο το χαρτί, διηγούμενο με μια φωνή γλυκιά σα μελωδία αηδονιού στο γλυκοχάραμα τις γραμμένες τρεις του λέξεις.
Τη πρώτη λέξη για το φωτεινό χαμόγελο του, που έγινε η Άνοιξη ολάκερη με όλα της τα λουλούδια μυριστά και ανοιγμένα και τα ζούδια ολάκερης της πλάσης σε έρωτα δοσμένα.
Τη δεύτερη λέξη για το βάθος των ματιών του, που έγιναν τα βάθη του ωκεανού σε αβλέμονα γαλάζιο, με μυστική κρυφή ζωή πολυταξιδεμένη από τρίτωνες και ξανθόμαλλες γοργόνες.
Και τέλος την τρίτη λέξη για την ζεστασιά που έκρυβε η αγκαλιά του και εκείνη δεν είχε ως τώρα δοκιμάσει, που σηκώθηκε σαν προσευχή πιστού προς το Θεό δοσμένη και γιόμισε το είναι του από έρωτα κι αγάπη· ελπίδα και προσμονή· παράπονο και μαράζι· υπόσχεση και όρκο.
Και έκλεισε με αυτήν την αίσθηση την ιστορία του, το χαρτί στα αυτιά του Νικόλα, διηγούμενο με αυτήν τη γυναικεία γλυκόλαλη φωνή ετούτες τις εικόνες· και ολοκληρώνοντας στο τέλος, πριν ολότελα χαθεί με ένα ψιθυρισμένο στα αυτί του και σαν απόηχο «Σ΄ αγαπώ!», που χάθηκε κατόπιν και έκλεισε μια και καλή τον κόσμο τούτο. Στοίχειωσαν αυτές οι λέξεις τη νύχτα εκείνη τον Νικόλα, που άγρυπνος έμεινε μέχρι το επόμενο πρωί, εκεί στεκούμενος μέσα στο μαγαζί, αναζητώντας ξανά και ξανά την αίσθηση του νέου κόσμου που του άνοιγε ετούτη η φυλλάδα, κάθε φορά που την ακουμπούσε: τον κόσμο του έρωτα! Της αγάπης που χε φυλαγμένη για αυτόν η Λουΐζα. Έτσι ερωτεύτηκε ο Νικόλας!»
 Σταμάτησε ξανά η Σμαραγδή, που ωστόσο αυτήν την φορά σηκώθηκε από τον καναπέ μας, και  πήγε να μας βάλει δυό ποτήρια βυσσινάδα, να σβήσουμε τη δίψα μας, με γλύκα.
Γύρισε και κάθισε στο τραπέζι αλλάζοντας μας θέση. Να απολαύσουμε εκεί αυτό το γιομάτο χρώμα και άρωμα ποτό.
-«Και; Μετά;» την παρότρυνα.
-«Ο Νικόλας ήταν αφηρημένος, ναι αλλά και έξυπνος! από το επόμενο κιόλας πρωί, σταμάτησε να χάνεται στους κόσμους των βιβλίων αλλά την προσοχή του έδινε  και καλημέριζε όποιον έμπαινε στο μαγαζί, προσπαθώντας να του ανοίξει κουβέντα μεγαλύτερη και πέρα από μια δυό μονάχα λέξεις. Ειδικά στα νεαρά κορίτσια.»
-«Γιατί;» ρώτηξα γώ.
-«Αφηρημένος και συ ’σαι Βάσια μου;!» απόρησε η θεία Σμαραγδή «Γιατί έτσι θα άκουγε και τη φωνή αυτηνής, που του είχε γράψει στο χαρτί για τον έρωτα και την αιώνια αγάπη. Που του είχε ανοίξει αυτόν τον πρωτόγνωρο κόσμο, γεννημένο από εκείνην για εκείνον. Που του έδινε την υπόσχεση, μιας καλύτερης ζωής σε τούτον εδώ τον κόσμο της πραγματικότητας. Μια ζωή που περιγράφουν τα βιβλία, ναι μα που τώρα αυτός θα χε την ευκαιρία να ζήσει πραγματικά! Με την φωνή θα την αναγνώριζε, αυτήν που χε τόσο ερωτευθεί. Πως έγινε με την Σταχτοπούτα και το γοβάκι; Ε! ταυτό!»
-«Και την βρήκε θειά;»
-«Φυσικά αποσπόρι μου. Η τύχη ευνοεί τους ερωτευμένους. Λίγες μέρες μετά πέρασε η Λουίζα από το μαγαζί, για να ξοδέψει ξανά το λιγοστό της χαρτζιλίκι και ελπίζοντας να τραβήξει την προσοχή του νέου –ε, ίσως και για να της πέσει αδιάφορα και ένα καινούριο δεύτερο γραμματάκι! Πράμα που τελικά δεν χρειάστηκε!»
«Βλέπεις σπουργίτι μου, το μελάνι, το χαρτί και η ψυχή τους, είχαν ήδη κάνει το θάμα τους! Ο Νικόλας και η Λουΐζα είναι από τότε μαζί. Βυθισμένοι στα βιβλία και στον έρωτά τους, ψυχή τε και σώματι! Πλεγμένα όλα σαν τις μεταξωτές κορδέλες στο γαϊτανάκι της ζωής και του κόσμου· ετούτου και όλων των υπολοίπων!».
Μου χαμογέλασε γλυκά η θεία Σμαραγδή και γύρισε κορμό στα δεξιά της να πάρει πάλι στα χέρια της, τις ξεχασμένες μπροκάρ κουρτίνες, και πριν δοθεί στη δουλειά της με αφοσίωση, μου είπε με φωνή γιομάτη από αγάπη:
«Με την προπαίδεια λοιπόν ’συ δεν το χεις! Τι θά ’λεγες να ξεκινούσες ετούτο το βιβλίο;»
πρώτη δημοσίευση blog ΑΤΡΟΠΟΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια: