Πρίμο Λέβι: Εάν αυτό είναι ο άνθρωπος
της Παναγιώτας Ψυχογιού / Κόσμος / 28.10.15 ]
Στις 22 Φεβρουαρίου του 1944, 650 Εβραίοι,
μεταξύ αυτών και ο Πρίμο Λέβι, στοιβάχτηκαν σε ένα τρένο και
μεταφέρθηκαν στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Άουσβιτς. Από τους 650 Εβραίους που
μεταφέρθηκαν εκείνη την μέρα του Φεβρουαρίου στο Άουσβιτς τελικά επέζησαν μόλις
20.
Στο στρατόπεδο, όπου παρέμεινε μέχρι την
απελευθέρωσή του από τον Κόκκινο Στρατό στις 27 Ιανουαρίου του 1945, ο Λέβι
παρατηρεί τα πάντα και θα γράψει για τους συντρόφους που ανακάλυπταν το πρωί
νεκρούς από την πείνα και το κρύο, τους εξευτελισμούς και την καθημερινή
εργασία, τους απαγχονισμούς για παραδειγματισμό, τα
τρένα γεμάτα Εβραίους και τσιγγάνους, που οδηγούνταν με την άφιξή τους στα
κρεματόρια...
Το "Εάν αυτό είναι ο άνθρωπος",
γραμμένο το 1947, θεωρείται ένα από τα αριστουργήματα της παγκόσμιας
λογοτεχνίας με θέμα τα στρατόπεδα συγκέντρωσης και μία από τις πλέον
συγκλονιστικές μαρτυρίες των καιρών μας. Στην Ιταλία από τη δεκαετία του '60
διδάσκεται στα σχολεία.
Η είσοδος στο Άουσβιτς, πρώην ναζιστικό στρατόπεδο συγκέντρωσης. Φωτογραφία Jacek Bednarczy: EPA |
O Πρίμο Λέβι (1919-1987) δεν εξετάζει την
εμπειρία του στα ναζιστικά στρατόπεδα ως ένα ατύχημα της ιστορίας, αλλά ως
υποδειγματικό γεγονός που δείχνει μέχρι πού μπορεί να φτάσει ο άνθρωπος στο
ρόλο του θύτη ή του θύματος. Κάποια από τα
ερωτήματα που θέτει είναι: γιατί συνέβη το Άουσβιτς; Ήταν
μια παράλογη παρένθεση ή μια φυσιολογική εξέλιξη του ανθρώπινου πολιτισμού;
Γιατί ο ίδιος δεν αυτοκτόνησε ενώ το βίωνε; Για ποιον λόγο επέζησε; Είχε το
ηθικό δικαίωμα να επιζήσει; Μπορεί κανείς να εντοπίσει τους φυσικούς και
ηθικούς αυτουργούς του Άουσβιτς κι αν ναι μπορεί να τους συγχωρήσει; Υπάρχει
Θεός μετά το Άουσβιτς; Ποια η αναγκαιότητα της μνήμης του Ολοκαυτώματος; Το
Άουσβιτς θα ξανασυμβεί; Μήπως το Άουσβιτς δεν τέλειωσε ποτέ; Ποιες είναι οι
τεχνικές εκμηδένισης της προσωπικότητας του ανθρώπου; Πώς κατασκευάζεται ένα
τέρας; Ήταν δυνατή η εξέγερση; Πώς λειτουργεί η
μνήμη μιας ακραίας εμπειρίας;
Από τις πρώτες σελίδες του βιβλίου, η
είσοδος στο κολαστήριο του Άουσβιτς αισθητοποιείται με
το μαρτύριο της δίψας:
Αυτή είναι
η κόλαση. Στις μέρες μας, η κόλαση πρέπει να είναι αυτό, ένας άδειος θάλαμος,
εμείς κατάκοποι να στεκόμαστε όρθιοι, με μια βρύση που στάζει και να μην
μπορείς να πιεις, να περιμένουμε κάτι, σίγουρα τρομερό, και να μη συμβαίνει
τίποτα, και οι ώρες να περνούν και να μη συμβαίνει τίποτα. Πώς να σκεφτούμε;
Δεν μπορούμε πια να σκεφτούμε, είμαστε σχεδόν νεκροί. Κάποιος κάθεται στο
πάτωμα. Ο χρόνος περνά, σταγόνα, σταγόνα.
Η «νύχτα», ο «εφιάλτης», η «αγρύπνια», και
ο «τρόμος» είναι, ακριβώς, οι λέξεις με τις οποίες περιγράφεται η εμπειρία του
στρατοπέδου:
Σε όλη τη
διάρκεια της νύχτας, στην εναλλαγή του ύπνου, του εφιάλτη και της αγρύπνιας,
καραδοκεί ο τρόμος και η αναμονή του εγερτηρίου: με τη βοήθεια μιας
μυστηριώδους ικανότητας, γνωστής σε πολλούς, μπορούμε χωρίς ρολόγια να
υπολογίζουμε το χτύπημα με μεγάλη προσέγγιση. Στην καθορισμένη ώρα του
εγερτηρίου, διαφορετική σε κάθε εποχή αλλά πάντα πριν την αυγή, χτυπά
παρατεταμένα η καμπάνα του εγερτηρίου, και τότε σε όλα τα παραπήγματα ο
νυχτερινός φρουρός παραδίδει υπηρεσί: ανάβει τα φώτα, σηκώνεται και ανακοινώνει
την καθημερινή μας καταδίκη: «Aufstehen», ή πολύ συχνά στα πολωνικά: «Wstawac» (…) Η
ξένη λέξη πέφτει σαν πέτρα στην ψυχή όλων μας. «Εγερτήριο»: η απατηλή προστασία
της ζεστής κουβέρτας, η λεπτή θωράκιση του ύπνου, η νυχτερινή, αν και
βασανιστική, απόδραση γίνονται κομμάτια και είμαστε ξανά
και αμετάκλητα εκτεθειμένοι στην προσβολή, εντελώς γυμνοί και τρωτοί... Στη ζωή
όλοι ανακαλύπτουν – αργά ή γρήγορα – ότι η απόλυτη ευτυχία είναι ανέφικτη, αλλά
λίγοι θα εμβαθύνουν στον αντίθετο συλλογισμό: ότι ανέφικτη είναι και η απόλυτη
δυστυχία. Οι περιστάσεις της ζωής που αποκλείουν την πραγματοποίηση και των δυο
αυτών οριακών καταστάσεων, απορρέουν από την ανθρώπινη φύση, φύση εχθρική προς
την έννοια του απείρου. Τις αποκλείει η σταθερή άγνοια του μέλλοντος που άλλοτε
ονομάζεται ελπίδα και άλλοτε αβεβαιότητα για το αύριο. Τις αποκλείει η
βεβαιότητα του θανάτου που βάζει τέλος σε κάθε χαρά αλλά και σε κάθε θλίψη. Τις
αποκλείουν οι αναπόφευκτες υλικές φροντίδες που όπως δηλητηριάζουν τη διαρκή
ευτυχία, με τον ίδιο τρόπο μας αποσπούν αδιάκοπα από τη σκέψη της δυστυχίας που
μας απειλεί, καθιστώντας την αποσπασματική και γι’ αυτό υποφερτή. Οι στερήσεις,
το κρύο, η δίψα, τα χτυπήματα ήταν ακριβώς αυτά που δεν μας άφησαν να
βουλιάξουμε στο κενό της απέραντης απελπισίας, στη διάρκεια του ταξιδιού και
μετά. Όχι ακριβώς η επιθυμία μας να ζήσουμε ούτε η συνειδητή εγκαρτέρηση: γιατί
οι άνθρωποι που είναι ικανοί γι’ αυτό είναι λίγοι και εξαιρετικοί, κι εμείς δεν
ήμασταν παρά κοινοί άνθρωποι» (σελ. 18-19)
Τότε, για
πρώτη φορά, συνειδητοποιήσαμε ότι η γλώσσα μας δεν έχει τις λέξεις για να
εκφράσει αυτή την ύβρι, την εκμηδένιση του ανθρώπου. Σαν προικισμένoι με την
ενορατική ικανότητα των προφητών είδαμε την πραγματικότητα: είμαστε στον πάτο.
Πιο κάτω δε γίνεται να πάμε: δεν μπορούμε να σκεφτούμε αθλιότερη ύπαρξη από τη
δική μας. Τίποτα πια δεν μας ανήκει: μας στέρησαν τα ρούχα, τα παπούτσια, τα
μαλλιά μας· εάν μιλήσουμε δεν θα μας ακούσουν, και εάν μας άκoυγαν δεν
θα μας καταλάβαιναν. Θα μας στερήσουν και τ’ όνομά μας: κι αν θέλουμε να το
κρατήσουμε, θα πρέπει να βρoύμε τη δύναμη μέσα μας, τη δύναμη να το
σώσουμε και μαζί μ’ αυτό να σώσουμε κάτι από μας, απ’ αυτό που υπήρξαμε.
[σ. 30]
Κι όμως,
δεν υπήρχε ούτε ένας Γερμανός που να μη γνώριζε την ύπαρξη των στρατοπέδων.
Εκατομμύρια παρακολούθησαν με αδιαφορία, περιέργεια ή αποστροφή, κάποτε και με
ευχαρίστηση, τις εκτός στρατοπέδων ταπεινώσεις των Εβραίων. Η πλειονότητα των
Γερμανών δεν ήξερε γιατί δεν ήθελε να ξέρει, ή επέλεξε να μην ξέρει. Και ο
γερμανικός λαός στο σύνολό του, δεν επιχείρησε καν να αντισταθεί· σχημάτιζε δε
την πεποίθηση ότι δεν γνωρίζει, συνεπώς δεν είναι συνεργός σε ό,τι συνέβαινε
έξω από την πόρτα του».
Ο Πρίμο κάνει και
μια ιδιαίτερη αναφορά στους «αξιοθαύμαστους και τρομερούς Εβραίους της
Σαλονίκης», που επειδή παρέμειναν ενωμένοι, κατάφεραν να κρατήσουν την ψυχή
τους: ««Δίπλα μας στέκει μια ομάδα
Ελλήνων, αυτοί οι φοβεροί και αξιοθαύμαστοι Εβραίοι της Θεσσαλονίκης,
πεισματικοί, κλέφτες, σοφοί, αμείλικτοι και αλληλέγγυοι, αποφασισμένοι να
ζήσουν, ανελέητοι αντίπαλοι στον αγώνα της επιβίωσης: από αυτούς τους Έλληνες
που υπερίσχυσαν στις κουζίνες και στο εργοτάξιο, που ακόμα και οι Γερμανοί
υπολογίζουν και οι Πολωνοί φοβούνται. Έκλεισαν τρία χρόνια στο Άουσβιτς, αυτοί
ξέρουν καλύτερα από τον καθένα τι είναι το στρατόπεδο. Στέκονται στον κύκλο με
τους ώμους κολλητά ο ένας στον άλλο και τραγουδούν μια μακρόσυρτη μελωδία.»
(σελ. 85). Αυτοί οι λίγοι επιβιώσαντες από την εβραϊκή συνοικία της Σαλονίκης,
με τις δυο τους γλώσσες, Ισπανικά και Ελληνικά, και με τις πολυάριθμές τους
δραστηριότητες, είναι οι αποδέκτες μιας απτής, κοσμικής, ενσυνείδητης σοφίας,
όπου συναντιούνται όλοι οι πολιτισμοί της Μεσογείου… Η απέχθειά τους για
την αδικαιολόγητη κτηνωδία, η εκπληκτική τους συναίσθηση της επιβίωσης
τουλάχιστον μιας δυνητικής ανθρώπινης αξιοπρέπειας, έκανε τους Έλληνες
τον πιο ομοιογενή εθνικό πυρήνα στο στρατόπεδο, και από αυτή την άποψη, και τον
πιο πολιτισμένο».(Εκδ. Άγρα, 2009 (Α΄ εκδ. 1997, Β΄ εκδ.
2007)
Οι ναζιστές, μας λέει ο Λέβι, δεν επιδίωκαν
μονάχα τον αφανισμό των Εβραίων. Μαζί με τον αφανισμό των θυμάτων τους
επιδίωκαν και την πλήρη ταπείνωσή τους. Ο βαθύτερος σκοπός των ναζί ήταν μέσω
της ταπείνωσης αυτής, να φτάσουν στην αποπροσωποποίησή τους. Ο Λέβι, όπως και ο
Λεβινάς, εξεγείρονται απέναντι στο αποτρόπαιο αυτό ενδεχόμενο της
αποπροσωποποίησης. Ο τρόμος γεννιέται από την προοπτική οικοδόμησης ενός κόσμου
όπου κανείς δεν είναι υπεύθυνος για τίποτα και κανείς δεν λογοδοτεί απέναντι σε
κανένα. Αυτό που κάνει τον Λεβινάς να τρομάζει δεν είναι απλώς ο θάνατος και το
μηδέν, αλλά η εκμηδένιση της ηθικής υπόστασης του ανθρώπου που αναπτύχθηκε στο
στρατόπεδο ως την πιο απόλυτη παράνοια. Στον Homo sacer, ο Agamben,
συνδέει την χαϊντεγκεριανή έννοια της Verfallenheit, την
«πτώση με το «καθήκον». Και αυτό το «καθήκον» συνιστά την ακύρωση «όλων των
παραδοσιακών ορισμών του ανθρώπου». Ο ναζισμός ήρθε να σαρώσει τα πνευματικά
επιτεύγματα του δυτικού ανθρώπου. Τα ναζιστικά στρατόπεδα, ως βιομηχανίες
θανάτου, εκπροσωπούν εμβληματικά τη δυνατότητα του τεχνικά οργανωμένου και
τέλεια διαρρυθμισμένου φόνου και του απόλυτου ηθικού εξανδραποδισμού του
ανθρώπου. Ο δυτικός πολιτισμός είναι ο πολιτισμός που ενσωμάτωσε τον ελληνικό
πολιτισμό και τον ιουδαιοχριστιανισμό. Ο ίδιος πολιτισμός,
ωστόσο, παραμένει επίσης, ο πολιτισμός των δύο Παγκοσμίων Πολέμων, του Άουσβιτς
και της Χιροσίμα. Με αυτή την πλευρά του δυτικού λόγου, τις
αιτίες και τις ιστορικο-πολιτικές συνθήκες
ανάδυσής του ασχολείται ο Πρίμο Λέβι. Ενώ ο Χάιντεγκερ δεν ασχολήθηκε ποτέ με
κοινούς θνητούς, αλλά μόνο με την Κοσμο-Ιστορία, ο Λέβι αγάπησε τον πάσχοντα
άνθρωπο. Το έργο του Πρίμο Λέβι μπορεί να λειτουργήσει ως η απαραίτητη υπόμνηση
της φρίκης που ελλοχεύει μέσα σε κάθε κοινωνία, ένα βιβλίο-υπόκλιση στην
ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Ένα βιβλίο-κατηγορώ στην κτηνωδία. Ο Πρίμο
Λέβι δεν περιορίζεται στο να περιγράψει τις πλευρές εκείνες των στρατοπέδων
συγκέντρωσης αλλά αντιτίθεται στην εξοικείωση και την αποδοχή του εξευτελισμού
της ανθρώπινης ιδιότητας:
«Υπήρξε το Άουσβιτς, επομένως δεν μπορεί να υπάρχει Θεός» γράφει στον Ισπανό
μεταφραστή του – για να συμπληρώσει λίγες μόλις εβδομάδες πριν από την
αυτοκτονία του, το 1987: «ψάχνω μα δεν βρίσκω την απάντηση».
Ο Philip Roth
γράφει για το βιβλίο: "Με το ηθικό σθένος και την διανοητική ισορροπία
ενός Τιτάνα του 20ού αιώνα, αυτός ο μικρόσωμος, επιμελής, αθόρυβος χημικός
ανέλαβε σταθερά να υπενθυμίζει τη γερμανική κόλαση στη γη, να τη σκεφτεί
συστηματικά και να προβληματιστεί και μετά να την αποδώσει σε μια κατανοητή, διαυγή
και σεμνή πρόζα".
Πηγή: artinews
Η Παναγιώτα Ψυχογιού είναι διδάκτορας φιλοσοφίας
του ΕΚΠΑ και εργάζεται ως καθηγήτρια στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου