Πλημμύρησε στην κυριολεξία το βιβλιοπωλείο μας την Κυριακή το βράδυ 15 Νοεμβρίου από συμπολίτες μας που διψούσαν να μάθουν από ένα ειδικό πώς μπορούν να γίνουν καλύτεροι γονείς. Ο ψυχίατρος, οικογενειακός θεραπευτής κ. Νίκος Σιδέρης παρουσίασε το βιβλίο του «Τα παιδιά δεν θέλουν ψυχολόγο. Γονείς θέλουν» και μετά συζήτησε μαζί τους σε μια εκδήλωση που κράτησε πάνω από δύο ώρες αποσπώντας τα κολακευτικά σχόλια όσων την παρακολούθησαν. Ήταν χειμαρρώδης και γλαφυρός ο κ. Σιδέρης αλλά πάνω απ’ όλα πειστικός στη διατύπωση των απόψεών του.
Σας δίνουμε μια ευρεία περίληψη όσων ακούστηκαν στην αίθουσα του βιβλιοπωλείου σε αυτή την εκδήλωση.
Το κείμενο αυτό είναι ταυτόχρονα επιστημονική μελέτη και εμπιστευτική επιστολή σε γονείς που σκέφτονται. Απευθύνεται σε συνήθεις γονείς, που μέσα σε συνήθεις οικογένειες ανατρέφουν συνήθη παιδιά. Και στην πορεία συναντούν δυσκολίες, απορίες, προβλήματα, ίσως και αδιέξοδα. Όλο και συχνότερα, αυτοί οι συνήθεις γονείς θέτουν το ερώτημα: "Μήπως το παιδί χρειάζεται ψυχολόγο;". Η εμπειρία και ο στοχασμός, ωστόσο, με οδηγούν στο συμπέρασμα ότι, κατά κανόνα, τα παιδιά δεν θέλουν ψυχολόγο. Γονείς θέλουν! Αυτή η ανοιχτή επιστολή, λοιπόν, εξηγεί με τρόπο κατανοητό τι σημαίνει η σχέση γονιού-παιδιού, τι περιμένει το παιδί απ' τους γονείς του, πως μπορεί να στέκεται ο γονιός στη θέση του και πως ν' αντιμετωπίζει τα προβλήματα που εκδηλώνονται με συμμετοχή του παιδιού. Παράλληλα, εκθέτει τη θεμελιώδη λογική και συγκεκριμένες οδηγίες, που μπορούν να υποστηρίξουν την τέχνη του γονιού. Μια τέχνη βασισμένη σε δύο πράγματα που κάθε συνήθης γονιός μπορεί να προσφέρει στο παιδί του: αγάπη και κανόνες.

Με άλλα λόγια: Η μαθητεία στη ζωή και η εκμάθηση του κόσμου των ανθρώπων, η κατάκτηση των μυστικών του βίου (από την επιβίωση μέχρι το παιχνίδι, από το να μην πέσεις μέχρι το να απολαύσεις ένα παγωτό “αν φας όλο το φαγητό σου”…), το να γίνεις “άνθρωπος κι εσύ” περνάει μέσα από την εμπειρία του “Μη!”: Δεκάδες φορές, κάθε μέρα, κάποιος από τους μεγάλους θα σου πει ότι αυτό πονάει, αυτό δεν κάνει, εκείνο είναι επικίνδυνο, το άλλο δεν είναι δικό σου, δεν μιλάμε έτσι, δεν… μη… όχι… μετά… Αρνήσεις, αρνήσεις, αρνήσεις… καθημερινή διανοητική και συναισθηματική τροφή για το παιδί: Κάθε τόσο, το θέλω, το μ’ αρέσει και το έτσι σκοντάφτουν στο “Μη!”, στο “Όχι” και στο “Αλλιώς…” των μεγάλων.Κάποιες φορές, μπροστά σ’ ένα παιδί που κλαίει και μουτρώνει και φωνάζει ή σ’ έναν έφηβο που διαμαρτύρεται, θυμώνει, επιχειρηματολογεί ή απειλεί, ένας γονιός, που καλείται να του αρνηθεί κάτι, ταλαντεύεται. Τη μια φορά θυμάται την κουβέντα της γιαγιάς του παιδιού, “Μην το φαρμακώνεις το παιδί! Η ζωή έχει τόσες πίκρες να του δώσει αργότερα…”. Την άλλη δεν αντέχει να το βλέπει να στενοχωριέται. Την παρ’ άλλη προτιμά να του πει το παιδί “Τι καλός / τι καλή που είσαι!”, “Σ’ αγαπάω”, παρά να ακούσει το “Δεν μ’ αγαπάς”, “Είσαι κακός / είσαι κακιά!”, “Δεν σ’ αγαπάω!”. Ή είναι κουρασμένος και για να ξεμπερδεύουμε… Ή, πιο περίπλοκο αλλά όχι σπάνιο, σκέφτεται ότι το παιδί θα τρέξει στον άλλον, θα του παραπονεθεί – κι ο άλλος θα του δώσει αυτό που θέλει το παιδί ή και θα ’ρθει να τσακωθεί μαζί του…
Οι παραλλαγές σ’ αυτό το θέμα είναι πλήθος. Όμως, ο πυρήνας της κατάστασης είναι πολύ απλός: Ο γονιός, για δικούς του λόγους, φοβάται να πει “Μη!” και “Όχι” στο παιδί του. Ξέρει ότι το σωστό είναι να αρνηθεί. Όμως, φοβάται να το κάνει. Φοβάται να υποστηρίξει την άρνησή του, με λόγια και με πράξεις. Φοβάται να εκφράσει την αντίθεσή του, με ή χωρίς πλήρη αιτιολογία. Φοβάται ότι ίσως δεν πρέπει ν’ αρνηθεί, για ν’ αποφύγει να εμπλακεί σε κουβέντες, εντάσεις, συγκρούσεις. Φοβάται ότι δεν μπορεί να υποστηρίξει, συναισθηματικά και πρακτικά, την άρνησή του… Μέχρι που φτάνει κάποιες φορές να φοβάται και να σκεφτεί ακόμη ότι εδώ πρέπει να πει “Μη!” – κι αφήνει να τον κυβερνά και να τον οδηγεί ο δικός του φόβος… και οι απαιτήσεις, οι γκρίνιες ή το χαμόγελο του παιδιού…
Όμως, το παιδί δεν είναι χαζό. Γρήγορα αντιλαμβάνεται, από την εμπειρία του την ίδια, ότι η άρνηση του άλλου είναι κομμάτι της ζωής – δυσάρεστο ή εκνευριστικό, όμως αναπόφευκτο. Αυτή τη γνώση τι μπορεί να την κάνει; Πρώτη δυνατότητα, να προσπαθήσει να την παρακάμψει, πιέζοντας τους άλλους με γοητεία και απειλή ή κοροϊδεύοντας τον εαυτό του με φαντασίες και στρουθοκαμηλισμούς: Αργά ή γρήγορα, σε συνήθεις οικογένειες και καταστάσεις, θα σπάσει τα μούτρα του, θ’ ακούσει κάποιες εξηγήσεις και θα διαπιστώσει ότι αυτή η τακτική της απόλυτης αυταπάτης δεν οδηγεί πουθενά. Δεύτερη λύση, προσπαθεί να παζαρέψει, “Εντάξει, μη μου κάνεις αυτό το χατίρι – όμως, θα μου κάνεις ένα άλλο;”: Αποδέχεται τη λογική της άρνησης αναζητώντας ή παρηγοριές ή κάποιο χρύσωμα στα χάπι – στην ουσία, περισώζοντας κάποιες αυταπάτες (συχνά ανώδυνες). Τρίτη στάση, ζορίζεται και δυσαρεστείται, αλλά αποκτά μια πιο λειτουργική και ρεαλιστική αντίληψη για τον κόσμο, τους άλλους και τον εαυτό του: Οπότε αποχαιρετά κάποια αυταπάτη (μικρή ή μεγάλη) και ψάχνει να βρει τρόπους να εντοπίσει ή να επινοήσει εναλλακτικές πηγές ικανοποίησης, πιο ταιριαστές με τη λογική των πραγμάτων.
Είναι φανερό ότι, βλέποντας το θέμα με τη λογική, η τρίτη επιλογή (αποχαιρετισμός στην αυταπάτη) έχει πολλά πλεονεκτήματα. Η πρώτη επιλογή (οχύρωση στην αυταπάτη) έχει μόνο μειονεκτήματα. Και η δεύτερη (διάσωση στοιχείων αυταπάτης) είναι ανάμικτη. Σ’ αυτό το πλαίσιο, ο γονιός μπορεί να σταθεί σταθερά και με λόγια απλά και στρογγυλά να μιλήσει στο παιδί του με τη γλώσσα που εκείνο καταλαβαίνει. Εξηγώντας του ότι το να του πει “Μη!” και “Όχι” δεν σημαίνει “Δεν σ’ αγαπάω”, αλλά εξαρτάται από δύο παράγοντες: Από τους κανόνες του παιχνιδιού και από τις περιστάσεις.
Ιδού λοιπόν ποια είναι η παλέτα με την οποία το παιδί ζωγραφίζει και η μεζούρα με την οποία το παιδί μετρά κι αξιολογεί τους γονείς του. Αποτελείται από τρεις θετικές και τρεις αρνητικές θεμελιώδεις ιδιότητες. Οι θετικές θεμελιώδεις ιδιότητες είναι: Αίσθηση άχρονης παρουσίας, απόλυτη υπαρξιακή κατάφαση, άφοβο “Μη!” και “Όχι”. Ενώ οι αρνητικές θεμελιώδεις ιδιότητες είναι: Απουσία και αποξένωση, υπαρξιακή παραγνώριση, οικογενειακή ακυβερνησία. Με αυτά τα κριτήρια το παιδί σκιαγραφεί και τους γονείς του (τις καλές και τις κακές πλευρές τους) και τον κόσμο που προκύπτει σύμφωνα με την αναλογία θετικών και αρνητικών πλευρών των γονιών του. Ένας αρκετά καλός γονιός δεν χρειάζεται ποτέ να είναι τέλειος. Ένας επαρκής γονιός είναι εκείνος, που λειτουργεί με οδηγό του τα βασικά. Κι όταν βρίσκεται σε αμηχανία, κατά κανόνα δεν είναι ανάγκη να χάνεται ακόμη πιο πολύ σε υπερ-περίπλοκες ερμηνείες, ψυχολογίες, ιδεολογίες, φιλοσοφίες… Ας ξεκινήσει κι ας πιάσει το θέμα με οδηγό του τα βασικά. Που είναι:
Παρουσία με συναισθήματα, λόγο και παράδειγμα
Σεβασμός στους άλλους και απαίτηση σεβασμού προς τον ίδιο
Αναγνώριση της ασυμμετρίας της πραγματικότητας
Ο καθένας στη θέση του Παίζουμε με κανόνες
Οι γονείς εγγυώνται και επιβάλλουν τους κανόνες
Απλότητα, αμεσότητα, στρογγυλές κουβέντες
Με μια κουβέντα: Στο μέτρο που η στάση των γονιών παρέχει αγάπη και κανόνες , το παιδί θα συγκροτηθεί και θα ζει με αγάπη και ισορροπία. Αν δεν γίνεται σεβαστή αυτή η ύψιστη αρχή –αγάπη και κανόνες– τότε αρχίζουν, στρεβλώσεις, εντάσεις, συγκρούσεις, ανισορροπίες και μια απέραντη, κενή φλυαρία, που ούτε φωτίζει την κατάσταση, ούτε την εξισορροπεί. Γιατί, σε τέτοια θέματα όλως ιδιαιτέρως, τα πολλά τα λόγια είναι φτώχεια: Σκέτη αγάπη μπορεί να οδηγήσει σ’ ένα ακυβέρνητο πνιγηρό κουβάρι. Σκέτοι κανόνες ισοδυναμούν με άψυχη πειθαρχική μηχανή. Ούτε αγάπη ούτε κανόνες σημαίνει τίποτε, πουθενά, θάνατος. Αγάπη και κανόνες σημαίνει τα ουσιώδη που τρέφουν και στηρίζουν τη ζωή.
Όμως, το παιδί δεν είναι χαζό. Γρήγορα αντιλαμβάνεται, από την εμπειρία του την ίδια, ότι η άρνηση του άλλου είναι κομμάτι της ζωής – δυσάρεστο ή εκνευριστικό, όμως αναπόφευκτο. Αυτή τη γνώση τι μπορεί να την κάνει; Πρώτη δυνατότητα, να προσπαθήσει να την παρακάμψει, πιέζοντας τους άλλους με γοητεία και απειλή ή κοροϊδεύοντας τον εαυτό του με φαντασίες και στρουθοκαμηλισμούς: Αργά ή γρήγορα, σε συνήθεις οικογένειες και καταστάσεις, θα σπάσει τα μούτρα του, θ’ ακούσει κάποιες εξηγήσεις και θα διαπιστώσει ότι αυτή η τακτική της απόλυτης αυταπάτης δεν οδηγεί πουθενά. Δεύτερη λύση, προσπαθεί να παζαρέψει, “Εντάξει, μη μου κάνεις αυτό το χατίρι – όμως, θα μου κάνεις ένα άλλο;”: Αποδέχεται τη λογική της άρνησης αναζητώντας ή παρηγοριές ή κάποιο χρύσωμα στα χάπι – στην ουσία, περισώζοντας κάποιες αυταπάτες (συχνά ανώδυνες). Τρίτη στάση, ζορίζεται και δυσαρεστείται, αλλά αποκτά μια πιο λειτουργική και ρεαλιστική αντίληψη για τον κόσμο, τους άλλους και τον εαυτό του: Οπότε αποχαιρετά κάποια αυταπάτη (μικρή ή μεγάλη) και ψάχνει να βρει τρόπους να εντοπίσει ή να επινοήσει εναλλακτικές πηγές ικανοποίησης, πιο ταιριαστές με τη λογική των πραγμάτων.
Είναι φανερό ότι, βλέποντας το θέμα με τη λογική, η τρίτη επιλογή (αποχαιρετισμός στην αυταπάτη) έχει πολλά πλεονεκτήματα. Η πρώτη επιλογή (οχύρωση στην αυταπάτη) έχει μόνο μειονεκτήματα. Και η δεύτερη (διάσωση στοιχείων αυταπάτης) είναι ανάμικτη. Σ’ αυτό το πλαίσιο, ο γονιός μπορεί να σταθεί σταθερά και με λόγια απλά και στρογγυλά να μιλήσει στο παιδί του με τη γλώσσα που εκείνο καταλαβαίνει. Εξηγώντας του ότι το να του πει “Μη!” και “Όχι” δεν σημαίνει “Δεν σ’ αγαπάω”, αλλά εξαρτάται από δύο παράγοντες: Από τους κανόνες του παιχνιδιού και από τις περιστάσεις.
Ιδού λοιπόν ποια είναι η παλέτα με την οποία το παιδί ζωγραφίζει και η μεζούρα με την οποία το παιδί μετρά κι αξιολογεί τους γονείς του. Αποτελείται από τρεις θετικές και τρεις αρνητικές θεμελιώδεις ιδιότητες. Οι θετικές θεμελιώδεις ιδιότητες είναι: Αίσθηση άχρονης παρουσίας, απόλυτη υπαρξιακή κατάφαση, άφοβο “Μη!” και “Όχι”. Ενώ οι αρνητικές θεμελιώδεις ιδιότητες είναι: Απουσία και αποξένωση, υπαρξιακή παραγνώριση, οικογενειακή ακυβερνησία. Με αυτά τα κριτήρια το παιδί σκιαγραφεί και τους γονείς του (τις καλές και τις κακές πλευρές τους) και τον κόσμο που προκύπτει σύμφωνα με την αναλογία θετικών και αρνητικών πλευρών των γονιών του. Ένας αρκετά καλός γονιός δεν χρειάζεται ποτέ να είναι τέλειος. Ένας επαρκής γονιός είναι εκείνος, που λειτουργεί με οδηγό του τα βασικά. Κι όταν βρίσκεται σε αμηχανία, κατά κανόνα δεν είναι ανάγκη να χάνεται ακόμη πιο πολύ σε υπερ-περίπλοκες ερμηνείες, ψυχολογίες, ιδεολογίες, φιλοσοφίες… Ας ξεκινήσει κι ας πιάσει το θέμα με οδηγό του τα βασικά. Που είναι:
Παρουσία με συναισθήματα, λόγο και παράδειγμα
Σεβασμός στους άλλους και απαίτηση σεβασμού προς τον ίδιο
Αναγνώριση της ασυμμετρίας της πραγματικότητας
Ο καθένας στη θέση του Παίζουμε με κανόνες
Οι γονείς εγγυώνται και επιβάλλουν τους κανόνες
Απλότητα, αμεσότητα, στρογγυλές κουβέντες
Με μια κουβέντα: Στο μέτρο που η στάση των γονιών παρέχει αγάπη και κανόνες , το παιδί θα συγκροτηθεί και θα ζει με αγάπη και ισορροπία. Αν δεν γίνεται σεβαστή αυτή η ύψιστη αρχή –αγάπη και κανόνες– τότε αρχίζουν, στρεβλώσεις, εντάσεις, συγκρούσεις, ανισορροπίες και μια απέραντη, κενή φλυαρία, που ούτε φωτίζει την κατάσταση, ούτε την εξισορροπεί. Γιατί, σε τέτοια θέματα όλως ιδιαιτέρως, τα πολλά τα λόγια είναι φτώχεια: Σκέτη αγάπη μπορεί να οδηγήσει σ’ ένα ακυβέρνητο πνιγηρό κουβάρι. Σκέτοι κανόνες ισοδυναμούν με άψυχη πειθαρχική μηχανή. Ούτε αγάπη ούτε κανόνες σημαίνει τίποτε, πουθενά, θάνατος. Αγάπη και κανόνες σημαίνει τα ουσιώδη που τρέφουν και στηρίζουν τη ζωή.
Περισσότερα για τη δραστηριότητα του Νίκου Σιδέρη στην ιστοσελίδα του http://www.siderman.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου