Σάββατο 21 Νοεμβρίου 2009

«Τα παιδιά δεν θέλουν ψυχολόγο. Γονείς θέλουν» Χειμαρρώδης και γλαφυρός αλλά πάνω απ’ όλα πειστικός ο Ν. Σιδέρης εντυπωσίασε το κοινό που κατέκλυσε το βιβλιοπωλείο μας


Πλημμύρησε στην κυριολεξία το βιβλιοπωλείο μας την Κυριακή το βράδυ 15 Νοεμβρίου από συμπολίτες μας που διψούσαν να μάθουν από ένα ειδικό πώς μπορούν να γίνουν καλύτεροι γονείς. Ο ψυχίατρος, οικογενειακός θεραπευτής κ. Νίκος Σιδέρης παρουσίασε το βιβλίο του «Τα παιδιά δεν θέλουν ψυχολόγο. Γονείς θέλουν» και μετά συζήτησε μαζί τους σε μια εκδήλωση που κράτησε πάνω από δύο ώρες αποσπώντας τα κολακευτικά σχόλια όσων την παρακολούθησαν. Ήταν χειμαρρώδης και γλαφυρός ο κ. Σιδέρης αλλά πάνω απ’ όλα πειστικός  στη διατύπωση των απόψεών του. 
Σας δίνουμε μια ευρεία περίληψη όσων ακούστηκαν στην αίθουσα του βιβλιοπωλείου σε αυτή την εκδήλωση.
Το κείμενο αυτό είναι ταυτόχρονα επιστημονική μελέτη και εμπιστευτική επιστολή σε γονείς που σκέφτονται. Απευθύνεται σε συνήθεις γονείς, που μέσα σε συνήθεις οικογένειες ανατρέφουν συνήθη παιδιά. Και στην πορεία συναντούν δυσκολίες, απορίες, προβλήματα, ίσως και αδιέξοδα. Όλο και συχνότερα, αυτοί οι συνήθεις γονείς θέτουν το ερώτημα: "Μήπως το παιδί χρειάζεται ψυχολόγο;". Η εμπειρία και ο στοχασμός, ωστόσο, με οδηγούν στο συμπέρασμα ότι, κατά κανόνα, τα παιδιά δεν θέλουν ψυχολόγο. Γονείς θέλουν! Αυτή η ανοιχτή επιστολή, λοιπόν, εξηγεί με τρόπο κατανοητό τι σημαίνει η σχέση γονιού-παιδιού, τι περιμένει το παιδί απ' τους γονείς του, πως μπορεί να στέκεται ο γονιός στη θέση του και πως ν' αντιμετωπίζει τα προβλήματα που εκδηλώνονται με συμμετοχή του παιδιού. Παράλληλα, εκθέτει τη θεμελιώδη λογική και συγκεκριμένες οδηγίες, που μπορούν να υποστηρίξουν την τέχνη του γονιού. Μια τέχνη βασισμένη σε δύο πράγματα που κάθε συνήθης γονιός μπορεί να προσφέρει στο παιδί του: αγάπη και κανόνες. 
Όπως ακριβώς ανάμεσα στους ανθρώπους υπάρχουν αναπομείωτες βιολογικές ασυμμετρίες δομής, λειτουργίας και θέσης, έτσι υπάρχουν και συμβολικές ασυμμετρίες: Ο στρατηγός δεν είναι την ίδια στιγμή και στρατιώτης. Ο αρχιεπίσκοπος δεν είναι την ίδια στιγμή και νεωκόρος. Ο επιβάτης ενός αεροπλάνου ή ενός πλοίου δεν είναι την ίδια στιγμή και πιλότος ή καπετάνιος – ακόμη κι αν το επάγγελμά του είναι πιλότος ή καπετάνιος… (Χαρακτηριστικό παράδειγμα: Αν–ό μη γένοιτο– πέσει το αεροπλάνο, οι εφημερίδες δεν θα γράψουν “Σκοτώθηκαν δύο πιλότοι και 100 επιβάτες”, αλλά “Σκοτώθηκε ο πιλότος και οι 101 επιβάτες”.) Ο γιατρός, την ώρα που ασκεί την ιατρική και κάνει διάγνωση ή θεραπεία, δεν είναι την ίδια στιγμή και ασθενής, ακόμη κι αν πάσχει από την ίδια ασθένεια με τον ασθενή του: Δεν του επιτρέπεται να τον προσεγγίζει με οδηγό τη σκέψη “Βρε, τι κακό μας βρήκε και τους δυο ” ή να του πει “Τι να σου πω, βρε άνθρωπέ μου, κι εγώ τα ίδια βάσανα περνάω”… Ο καταδικασμένος δεν είναι την ίδια στιγμή και δικαστής, ακόμη κι αν το επάγγελμά του είναι “δικαστής” και το έγκλημά του συνδέεται με το επάγγελμά του (βλέπε “παραδικαστικό κύκλωμα” και “επίορκους δικαστές”): Η θέση που κατέχει κατά τη δίκη του είναι στο εδώλιο, όχι στην έδρα, ακόμη κι αν το έγκλημά του το διέπραξε όταν βρισκόταν στην έδρα…Σε κάθε κατάσταση και σε κάθε σύστημα, λοιπόν, ορισμένοι κανόνες καθορίζουν συμβολικές θέσεις και λειτουργίες. Και οι άνθρωποι που μετέχουν στην εν λόγω κατάσταση ή ανήκουν στο εν λόγω σύστημα χαρακτηρίζονται από ορισμένες συμβολικές ιδιότητες, κατέχουν καθορισμένες θέσεις και επιτελούν προσδιορισμένες λειτουργίες. Στο κατεξοχήν συμβολικά θεμελιωμένο σύστημα οικογένεια, αυστηροί κανόνες (με πρωταρχικές τις σχέσεις της συγγένειας και το ταμπού της αιμομιξίας), καθώς και λειτουργικές αναγκαιότητες και σκοπιμότητες (που εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από κοινωνικές και πολιτισμικές συνθήκες και προβλέψεις) επισημαίνουν κάθε μέλος με ορισμένες ιδιότητες, το τοποθετούν σε καθορισμένη θέση και του υπαγορεύουν προσδιορισμένες λειτουργίες. Οι συμβολικές ιδιότητες, θέσεις και λειτουργίες των μελών μιας οικογένειας είναι ασύμμετρες. Χαρακτηρίζουν μονοσήμαντα κάθε μέλος και δεν μπορούν να του αφαιρεθούν, να μεταβιβαστούν σε κάποιο άλλο ή να ακυρωθούν μονομερώς: Αν κάτι τέτοιο επιχειρηθεί, η οικογενειακή δυσλειτουργία είναι αναπόφευκτη – όπως και οι συνέπειές της, που τις είδαμε.Στις σχέσεις γονέων και τέκνων, η ασυμμετρία είναι ολοφάνερη. Ας ρίξουμε μια γρήγορα ματιά στην περίπτωση του μικρού παιδιού: Μπορεί να μοιάζουν τα μαλλιά, τα μάτια, η μύτη και το στόμα και “το τούτο του” με τα μαλλιά, τη μύτη, τα μάτια και το στόμα και “το τούτο” του ενός ή του άλλου γονιού. Όμως, για τις τοπικές αυτές ομοιότητες, πόσες βιολογικές ασυμμετρίες: Στο ανάστημα, στο φύλο (ως προς τον ένα βιολογικό γονέα), στη φωνή, στη μυϊκή ισχύ… σε τόσα.Είναι λοιπόν χειροπιαστές οι βιολογικές ασυμμετρίες. Άλλο τόσο χειροπιαστές είναι, ωστόσο, και οι συμβολικές ασυμμετρίες, καθώς και οι συνέπειες και οι επιπτώσεις τους: Οι γονείς θα δώσουν το όνομά του στο παιδί, όχι το παιδί στους γονείς του. Οι γονείς έχουν την υποχρέωση να το φροντίζουν, σε κλίμα στοργής, σεβασμού και ασφάλειας, μέχρι να ενηλικιωθεί. Οι γονείς θα μεταδώσουν τη γλώσσα (τη μητρική γλώσσα) και τα θεμελιώδη στοιχεία του πολιτισμού στο παιδί, όχι το αντίστροφο. Το παιδί έχει την υποχρέωση να πάει στο σχολείο που θα επιλέξουν οι γονείς του σύμφωνα και με τους νόμους (π.χ. εννιάχρονη υποχρεωτική εκπαίδευση στη σημερινή Ελλάδα). Το παιδί έχει την υποχρέωση να σέβεται τους γονείς του. Σε θέματα κοινής ζωής, όπως οι ώρες φαγητού και ύπνου ή το ύψος των διαθέσιμων για το παιδί χρημάτων, οι γονείς έχουν την υποχρέωση να ακούσουν τη γνώμη, τις ευχές και τις προτιμήσεις του παιδιού τους, αλλά και να λάβουν εκείνοι την τελική απόφαση, στην οποία το παιδί υποχρεούται να εναρμονισθεί.Είναι προφανές ότι μιλάμε για οικογένειες όπου οι γονείς δεν είναι τόσο διαταραγμένοι ώστε οι απόψεις και οι αποφάσεις τους να είναι εντελώς παράλογες και άσχετες με τις πραγματικές ανάγκες και επιθυμίες του παιδιού τους. Σε τέτοιες “συνηθισμένες οικογένειες ”, λοιπόν, είναι φανερό ότι υπάρχουν και ότι σχεδόν σε κάθε περίπτωση εκδηλώνονται οι συστατικές ασυμμετρίες της πραγματικότητας – της βιολογικής και της συμβολικής. Λέω “σχεδόν σε κάθε περίσταση”, γιατί σε κάποιες οριακές στιγμές (κύρια, στο παιχνίδι και στις πλάκες) μπορεί να γίνουν και οι γονείς για λίγο “ξανά παιδιά” – και να παίζουν έτσι με το παιδί τους. Όμως, αν θέλουμε να ακριβολογήσουμε, ακόμη και σ’ αυτές τις ώρες που όλοι “κάνουν σαν παιδιά”, οι γονείς δεν παύουν, έστω και μόνο “παρασκηνιακά”, να έχουν και ασύμμετρες λειτουργίες: Την έγνοια τους για την ασφάλεια του παιδιού μέσα στο παιχνίδι, για την ακεραιότητα των επίπλων και των αντικειμένων, για την ώρα που θα σταματήσει το παιχνίδι…Μπορεί αυτές οι λειτουργίες των γονιών στο πλαίσιο του παιχνιδιού να καθίστανται κάπως “αφανείς”, να κρύβονται στο παρασκήνιο. Όμως, ακόμη και στο πλαίσιο του παιχνιδιού οι γονείς παραμένουν, σε κάποιες πλευρές τους, γονείς, επιφορτισμένοι με φροντίδες που είναι αδιανόητο να περιμένεις από το παιδί να τις αναλάβει: Ας φανταστούμε τι θα γίνει αν ο μικρός Αλέξανδρος ή η μικρή Ναταλία έχουν μόνοι εκείνοι την ευθύνη για το πώς, που, πότε και πόσο θα παίξουν με τους γονείς τους ή με τους συνομηλίκους τους…Οι δομικές ασυμμετρίες που χαρακτηρίζουν τις θέσεις, τις σχέσεις και τις λειτουργίες γονιών και παιδιών είναι, συνεπώς, πάντοτε παρούσες και ενεργές – ακόμη και όταν το προσκήνιο επιτρέπει την εντύπωση ότι έχουν μπει σε παρένθεση. Επειδή μάλιστα, εδώ και πολλά χρόνια, η Δυτική Ευρώπη πλήττεται από την τάση “γονείς φιλαράκια”, με δυσάρεστα αποτελέσματα, θέλω να πω μια απλή κουβέντα: Γονείς, από σας το παιδί σας δεν θέλει να του δώσετε “φιλαράκια”. Δεν περιμένει από τους γονείς του να καλύψουν και την ανάγκη του για φίλους και φιλία – να είναι, σα να λέμε, “διπλής όψεως”, και γονείς και φίλοι, άνθρωποι για όλες τις δουλειές. Ακριβέστερα, φίλους θα ψάξει και θα βρει τόσο πιο εύκολα και ουσιαστικά, όσο λιγότερο σφιχτός είναι ο εναγκαλισμός της οικογένειας. Δηλαδή, όσο πιο πολύ χώρο για φίλους του αφήνουν οι γονείς και τα άλλα μέλη της οικογένειάς του κι όσο πιο πολύ αισθάνεται το κάλεσμα για να ανοιχτεί στον κόσμο πέρα από την οικογένεια. Κι αν ακόμη προκύψει, ανάμεσα σε κάποιους γονείς και κάποια παιδιά, κάποιες στιγμές, μια πτυχή φιλίας, και πάλι αυτή η φιλία είναι ασύμμετρη. Αρκεί να αναλογιστούμε το εξής: ακόμη και αν το παιδί θέλει και μπορεί να σας εμπιστευθεί τα πάντα, εσείς δεν μπορείτε, ούτε και επιτρέπεται να μοιραστείτε μαζί του τα πάντα! Πως θα μοιραζόσαστε μαζί του, αλήθεια, τις οικονομικές κι επαγγελματικές σκοτούρες σας, τις οικογενειακές εντάσεις και συγκρούσεις, τις συναισθηματικές σας ταραχές και εμπλοκές; Το παιδί ούτε αντέχει να επωμισθεί τέτοια συναισθηματικά φορτία, ούτε έχει τον διανοητικό εξοπλισμό και την εμπειρία ώστε να συζητήσει τέτοια θέματα και να μοιραστεί τέτοια βάρη μαζί σας…Έτσι, λοιπόν, η ασυμμετρία της πραγματικότητας είναι το πρωταρχικό και απαράκαμπτο πλαίσιο της σχέσης γονιών-παιδιών ακόμη και στην πιο χαλαρή και άτυπη ώρα, όπως η ώρα του παιχνιδιού. Οπότε, καθόλου δεν είναι παράξενο ότι αυτή η ασυμμετρία καθορίζει τον χώρο και τον τρόπο που διαμορφώνονται, εξελίσσονται και εκδηλώνονται οι ιδιαιτερότητες του κάθε μέρους. Και μάλιστα είναι τόσο αποφασιστική η σημασία της, ώστε κάθε απόπειρα άρνησης, ακύρωσης, υπεκφυγής ή αλλοίωσης της θεμελιακής ασυμμετρίας μεταξύ γονιών και παιδιού να είναι η καταδικασμένη να αποτύχει ή επιζήμια έως και καταστροφική αν επιτύχει. (σελ. 42–47)
Με άλλα λόγια: Η μαθητεία στη ζωή και η εκμάθηση του κόσμου των ανθρώπων, η κατάκτηση των μυστικών του βίου (από την επιβίωση μέχρι το παιχνίδι, από το να μην πέσεις μέχρι το να απολαύσεις ένα παγωτό “αν φας όλο το φαγητό σου”…), το να γίνεις “άνθρωπος κι εσύ” περνάει μέσα από την εμπειρία του “Μη!”: Δεκάδες φορές, κάθε μέρα, κάποιος από τους μεγάλους θα σου πει ότι αυτό πονάει, αυτό δεν κάνει, εκείνο είναι επικίνδυνο, το άλλο δεν είναι δικό σου, δεν μιλάμε έτσι, δεν… μη… όχι… μετά… Αρνήσεις, αρνήσεις, αρνήσεις… καθημερινή διανοητική και συναισθηματική τροφή για το παιδί: Κάθε τόσο, το θέλω, το μ’ αρέσει και το έτσι σκοντάφτουν στο “Μη!”, στο “Όχι” και στο “Αλλιώς…” των μεγάλων.Κάποιες φορές, μπροστά σ’ ένα παιδί που κλαίει και μουτρώνει και φωνάζει ή σ’ έναν έφηβο που διαμαρτύρεται, θυμώνει, επιχειρηματολογεί ή απειλεί, ένας γονιός, που καλείται να του αρνηθεί κάτι, ταλαντεύεται. Τη μια φορά θυμάται την κουβέντα της γιαγιάς του παιδιού, “Μην το φαρμακώνεις το παιδί! Η ζωή έχει τόσες πίκρες να του δώσει αργότερα…”. Την άλλη δεν αντέχει να το βλέπει να στενοχωριέται. Την παρ’ άλλη προτιμά να του πει το παιδί “Τι καλός / τι καλή που είσαι!”, “Σ’ αγαπάω”, παρά να ακούσει το “Δεν μ’ αγαπάς”, “Είσαι κακός / είσαι κακιά!”, “Δεν σ’ αγαπάω!”. Ή είναι κουρασμένος και για να ξεμπερδεύουμε… Ή, πιο περίπλοκο αλλά όχι σπάνιο, σκέφτεται ότι το παιδί θα τρέξει στον άλλον, θα του παραπονεθεί – κι ο άλλος θα του δώσει αυτό που θέλει το παιδί ή και θα ’ρθει να τσακωθεί μαζί του…

Οι παραλλαγές σ’ αυτό το θέμα είναι πλήθος. Όμως, ο πυρήνας της κατάστασης είναι πολύ απλός: Ο γονιός, για δικούς του λόγους, φοβάται να πει “Μη!” και “Όχι” στο παιδί του. Ξέρει ότι το σωστό είναι να αρνηθεί. Όμως, φοβάται να το κάνει. Φοβάται να υποστηρίξει την άρνησή του, με λόγια και με πράξεις. Φοβάται να εκφράσει την αντίθεσή του, με ή χωρίς πλήρη αιτιολογία. Φοβάται ότι ίσως δεν πρέπει ν’ αρνηθεί, για ν’ αποφύγει να εμπλακεί σε κουβέντες, εντάσεις, συγκρούσεις. Φοβάται ότι δεν μπορεί να υποστηρίξει, συναισθηματικά και πρακτικά, την άρνησή του… Μέχρι που φτάνει κάποιες φορές να φοβάται και να σκεφτεί ακόμη ότι εδώ πρέπει να πει “Μη!” – κι αφήνει να τον κυβερνά και να τον οδηγεί ο δικός του φόβος… και οι απαιτήσεις, οι γκρίνιες ή το χαμόγελο του παιδιού…
Όμως, το παιδί δεν είναι χαζό. Γρήγορα αντιλαμβάνεται, από την εμπειρία του την ίδια, ότι η άρνηση του άλλου είναι κομμάτι της ζωής – δυσάρεστο ή εκνευριστικό, όμως αναπόφευκτο. Αυτή τη γνώση τι μπορεί να την κάνει; Πρώτη δυνατότητα, να προσπαθήσει να την παρακάμψει, πιέζοντας τους άλλους με γοητεία και απειλή ή κοροϊδεύοντας τον εαυτό του με φαντασίες και στρουθοκαμηλισμούς: Αργά ή γρήγορα, σε συνήθεις οικογένειες και καταστάσεις, θα σπάσει τα μούτρα του, θ’ ακούσει κάποιες εξηγήσεις και θα διαπιστώσει ότι αυτή η τακτική της απόλυτης αυταπάτης δεν οδηγεί πουθενά. Δεύτερη λύση, προσπαθεί να παζαρέψει, “Εντάξει, μη μου κάνεις αυτό το χατίρι – όμως, θα μου κάνεις ένα άλλο;”: Αποδέχεται τη λογική της άρνησης αναζητώντας ή παρηγοριές ή κάποιο χρύσωμα στα χάπι – στην ουσία, περισώζοντας κάποιες αυταπάτες (συχνά ανώδυνες). Τρίτη στάση, ζορίζεται και δυσαρεστείται, αλλά αποκτά μια πιο λειτουργική και ρεαλιστική αντίληψη για τον κόσμο, τους άλλους και τον εαυτό του: Οπότε αποχαιρετά κάποια αυταπάτη (μικρή ή μεγάλη) και ψάχνει να βρει τρόπους να εντοπίσει ή να επινοήσει εναλλακτικές πηγές ικανοποίησης, πιο ταιριαστές με τη λογική των πραγμάτων.
Είναι φανερό ότι, βλέποντας το θέμα με τη λογική, η τρίτη επιλογή (αποχαιρετισμός στην αυταπάτη) έχει πολλά πλεονεκτήματα. Η πρώτη επιλογή (οχύρωση στην αυταπάτη) έχει μόνο μειονεκτήματα. Και η δεύτερη (διάσωση στοιχείων αυταπάτης) είναι ανάμικτη. Σ’ αυτό το πλαίσιο, ο γονιός μπορεί να σταθεί σταθερά και με λόγια απλά και στρογγυλά να μιλήσει στο παιδί του με τη γλώσσα που εκείνο καταλαβαίνει. Εξηγώντας του ότι το να του πει “Μη!” και “Όχι” δεν σημαίνει “Δεν σ’ αγαπάω”, αλλά εξαρτάται από δύο παράγοντες: Από τους κανόνες του παιχνιδιού και από τις περιστάσεις.
Ιδού λοιπόν ποια είναι η παλέτα με την οποία το παιδί ζωγραφίζει και η μεζούρα με την οποία το παιδί μετρά κι αξιολογεί τους γονείς του. Αποτελείται από τρεις θετικές και τρεις αρνητικές θεμελιώδεις ιδιότητες. Οι θετικές θεμελιώδεις ιδιότητες είναι: Αίσθηση άχρονης παρουσίας, απόλυτη υπαρξιακή κατάφαση, άφοβο “Μη!” και “Όχι”. Ενώ οι αρνητικές θεμελιώδεις ιδιότητες είναι: Απουσία και αποξένωση, υπαρξιακή παραγνώριση, οικογενειακή ακυβερνησία. Με αυτά τα κριτήρια το παιδί σκιαγραφεί και τους γονείς του (τις καλές και τις κακές πλευρές τους) και τον κόσμο που προκύπτει σύμφωνα με την αναλογία θετικών και αρνητικών πλευρών των γονιών του. Ένας αρκετά καλός γονιός δεν χρειάζεται ποτέ να είναι τέλειος. Ένας επαρκής γονιός είναι εκείνος, που λειτουργεί με οδηγό του τα βασικά. Κι όταν βρίσκεται σε αμηχανία, κατά κανόνα δεν είναι ανάγκη να χάνεται ακόμη πιο πολύ σε υπερ-περίπλοκες ερμηνείες, ψυχολογίες, ιδεολογίες, φιλοσοφίες… Ας ξεκινήσει κι ας πιάσει το θέμα με οδηγό του τα βασικά. Που είναι:

Παρουσία με συναισθήματα, λόγο και παράδειγμα
Σεβασμός στους άλλους και απαίτηση σεβασμού προς τον ίδιο
Αναγνώριση της ασυμμετρίας της πραγματικότητας
Ο καθένας στη θέση του Παίζουμε με κανόνες
Οι γονείς εγγυώνται και επιβάλλουν τους κανόνες
Απλότητα, αμεσότητα, στρογγυλές κουβέντες
Με μια κουβέντα: Στο μέτρο που η στάση των γονιών παρέχει αγάπη και κανόνες , το παιδί θα συγκροτηθεί και θα ζει με αγάπη και ισορροπία. Αν δεν γίνεται σεβαστή αυτή η ύψιστη αρχή –αγάπη και κανόνες– τότε αρχίζουν, στρεβλώσεις, εντάσεις, συγκρούσεις, ανισορροπίες και μια απέραντη, κενή φλυαρία, που ούτε φωτίζει την κατάσταση, ούτε την εξισορροπεί. Γιατί, σε τέτοια θέματα όλως ιδιαιτέρως, τα πολλά τα λόγια είναι φτώχεια: Σκέτη αγάπη μπορεί να οδηγήσει σ’ ένα ακυβέρνητο πνιγηρό κουβάρι. Σκέτοι κανόνες ισοδυναμούν με άψυχη πειθαρχική μηχανή. Ούτε αγάπη ούτε κανόνες σημαίνει τίποτε, πουθενά, θάνατος. Αγάπη και κανόνες σημαίνει τα ουσιώδη που τρέφουν και στηρίζουν τη ζωή. 
Περισσότερα για τη δραστηριότητα του Νίκου Σιδέρη στην ιστοσελίδα του  http://www.siderman.gr/

Δεν υπάρχουν σχόλια: