Δευτέρα 21 Ιουλίου 2014

Μια κριτική του ΚΩΣΤΑ ΒΟΥΛΓΑΡΗ για τη συγκεντρωτική έκδοση των ποιημάτων του Γ.Χ. Θεοχάρη "Πιστοποιητικά θνητότητας"

Από πάντα... του ΚΩΣΤΑ ΒΟΥΛΓΑΡΗ ,

στις Αναγνώσεις της Κυριακάτικης ΑΥΓΗΣ 19-7-2014 μια κριτική για τη συγκεντρωτική έκδοση των ποιημάτων του Γ.Χ. Θεοχάρη



ΓΙΩΡΓΟΣ Χ. ΘΕΟΧΑΡΗΣ
Πιστοποιητικά θνητότητας,
βιβλιοπωλείο Σύγχρονη έκφραση, Λιβαδειά, σελ. 272

Ο χρόνος κάνει καλό στα ποιήματα... Όταν τα ξαναδιαβάζουμε, ανακαλύπτουμε πράγματα που δεν λειτούργησαν στην πρώτη ανάγνωση, και άλλα, που κάποτε απορρόφησαν όλο το ενδιαφέρον, ενώ τώρα υποχωρούν. Αέναη, θα πει κανείς, αυτή η διαδικασία, όμως κάποιες φορές είναι πολύ συγκεκριμένη, οδηγώντας σε δεύτερες σκέψεις και ουσιαστικότερες αποτιμήσεις.
Το βιβλίο του Γιώργου Θεοχάρη περιλαμβάνει τέσσερις ποιητικές συλλογές που έχει δημοσιεύσει στην εικοσαετία 1990-2010, καθώς και κάποια νεανικά ποιήματα της περιόδου 1967-1974. Ο χρόνος έκανε πολύ καλό στη συλλογή Πτωχό μετάλλευμα (1990), γιατί από τότε, ακριβώς από τότε, μέχρι σήμερα, έχει εμπεδωθεί, στο μεγαλύτερο μέρος της σύγχρονης ποιητικής δημιουργίας, το κύριο χαρακτηριστικό αυτής της συλλογής: η «ελεύθερη» χρήση ρυθμών και στιχοποιητικών μορφών, δηλαδή η χειραφέτηση από τη δυναστική μονοκαλλιέργεια του ελεύθερου στίχου, η οποία έφθασε στα καθ’ ημάς να θεωρείται συνώνυμη, και αυτόχρημα αποδεικτική, του μοντερνισμού.

Κάθε τέτοιου είδους ανάδραση, ανεξαρτήτως της συνείδησης του πράγματος που έχει εκείνη τη στιγμή ο δημιουργός της, αρδεύεται και δεσμεύεται από μια ουσιαστική, και δεόντως χειραφετημένη σχέση με την όλη διαδρομή του ποιητικού λόγου. Τα ποιητικά ερείσματα/αφετηρίες του Θεοχάρη είναι εμφανή: Νίκος Καββαδίας, αλλά χωρίς εξωτισμό, και μέσω αυτού ο μεσοπολεμικός συμβολισμός, καθώς βέβαια και οι επιβιώσεις/μεταλλάξεις του στην ποίηση των μεταπολεμικών· Καρυωτάκης, ως ποιητικό βίωμα, διηθημένος μέσω του εξπρεσιονισμού του Σαχτούρη· ρυθμοί και εικονοποιία του λαϊκού λόγου ή και του λόγου της υπαίθρου, αποενοχοποιημένα μέσω της ποίησης του Μιχάλη Γκανά. Και όλα αυτά χωρίς ίχνος νοσταλγικής μίμησης, αλλά, αντίθετα, να ενοφθαλμίζονται στο ποιητικό ιδίωμα που κυριαρχεί στις δεκαετίες του ’70 και του ’80, δίνοντάς του έτσι μια άλλη υφή. Για παράδειγμα, όλη αυτή η διαδικασία επιτρέπει στον Θεοχάρη να προσεγγίσει χειραφετημένα, δηλαδή χωρίς την αχλύ του παρελθόντος, άρα με ποιητικό αναστοχασμό, ακόμα και το πιο φθαρμένο είδος λαϊκής ποιητικότητας, όπως εκείνο που αποτυπώνεται στα στιχάκια των ημερολογίων.

Το γιασεμάκι π’ άνθισε
στου κόρφου σου την άκρη,
είναι το μύρο της καρδιάς
ο πόνος και το δάκρυ.

Τόσο στην πρώτη όσο και στη δεύτερη συλλογή (Αμειψισπορά, 1996) υπάρχει μια σαφής πλευρά πολιτικής αγωνίας, με προεξάρχουσα την κριτική διάθεση, η οποία όμως δεν οδηγείται στην σάτιρα αλλά, μέσα από έναν συνεχή, αμφίθυμο διάλογο με τον Σεφέρη, εκβάλλει στην ιστορία, εξάγοντας την τραγική της διάσταση.

Αλλάζουνε δραματικά οι καιροί.
Εκείνο που ήταν φλόγα πριν
έμεινε τώρα ένα ξερό φυτίλι.
’Κείνοι που βγήκαν στο προσκήνιο
με την ορμή της Αντιγόνης,
έγιναν απολογητές του Κρέοντα.

Με τη συλλογή Ενθύμιον (2004), ήδη από τις πρώτες σελίδες, ο Θεοχάρης μας δείχνει πως πια κατέχει το «όργανον» της ποιητικής του σε βαθμό επάρκειας και σιγουριάς, και έτσι δοκιμάζει να οδηγήσει τον λόγο του σε πεζόμορφες εκδοχές, κάποτε και μέσα στο έδαφος της πεζογραφίας, σε εναλλαγή με επιγράμματα και ρηματικές αποκρυσταλλώσεις. Όπως φαίνεται εδώ, στον συγκεντρωτικό τόμο, είναι μια κίνηση απολύτως θεμιτή, έχει λογική και αποτέλεσμα.
Κι εκείνος ο γέροντας, που τον αφήνουν κάθε απόγευμα στο δυτικό μπαλκόνι προσμένοντας τον άγγελό του, κάθεται ακόμα και κάθεται, μα δεν τον παίρνουν πια τα πόδια του ν’ ακολουθεί στις κηδείες των απογόνων.

Στη συλλογή Από μνήμης (2010), εκκινώντας από τα καρυωτακικά «όρια της σιγής», από τη φόρμα του σονέτου, τον Κωνσταντίνο Χατζόπουλο, τη μπαλάντα, τον Απόστολο Μελαχροινό, ο Θεοχάρης επαναλαμβάνει την όλη διαδρομή, για να καταλήξει στη δική του, προσωπική στιγμή εκκίνησης, δηλαδή στην ενότητα «Ποιήματα των ημερών εκείνων (1967-1974)», όπου όλη η πορεία του φωτίζεται και αποδεικνύεται απολύτως εύλογη. Από εδώ προκύπτει η ειλικρίνεια, ως βασικό χαρακτηριστικό της ποιητικής του στάσης, αφού αυτά που τον συνείχαν ως προσωπικότητα, ως ακούσματα, ως προσωπικό ρυθμό, ως γλώσσα, ήδη από την νεότητά του, δεν τα απεμπόλησε, προσχωρώντας στις ευκολίες και τους συρμούς που συνάντησε στο διάβα του, αλλά τα κράτησε, τα εξέλιξε, τα δικαίωσε, όπως χαρακτηριστικά σημειώνει η Μαρία Ψάχου, στο φιλολογικό της επίμετρο το οποίο αφορά αυτή ακριβώς την ενότητα ποιημάτων.
Για το θεό! μη συνουσιαστείς πάλι με το χρόνο. Μη σου λέω! Άσε να μείνουν στα μάρμαρά σου τα σημάδια της παρακμής μας.

Δεν υπάρχουν σχόλια: