Παρασκευή 18 Ιανουαρίου 2013

"Δρακοκτονίες και ο Άρχων των λέξεων: δεσίματα του λόγου στον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη". Η ομιλία της Πόλυς Χατζημανωλάκη στο βιβλιοπωλείο μας.

η ΠΟΛΥ ΧΑΤΖΗΜΑΝΩΛΑΚΗ στο βιβλιοπωλείο ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΚΦΡΑΣΗ
Λιβαδειά  14/1/2013

"Δρακοκτονίες και ο Άρχων των λέξεων: δεσίματα του λόγου στον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη"

 Η ομιλία της κ. Χατζημανωλάκη στο βιβλιοπωλείο Σύγχρονη Έκφραση, 
Λιβαδειά 14 – 01 – 2013


Θα πούμε για τις Δρακοκτονίες και τον Άρχοντα των λέξεων στον Παπαδιαμάντη ένας τίτλος μεταφορικός μια και ο Δράκος στα παραμύθια είναι που στερεί από τους ανθρώπους  τις πηγές του νερού στα παραμύθια και όταν το κάνει ενσκήπτει στις Πολιτείες ξηρασία.  Το θέμα μας είναι το νερό, ο λόγος, η ομιλία που την έχει στοιχειώσει ο Δράκοςείναι το θέμα της αποψινής μου παρουσίασης,  όπως εμφανίζεται στον Παπαδιαμάντη και με ποιο τρόπο αυτό συνδέεται με το δέσιμο του λόγου, το πιάσιμο που λέμε παραδοσιακά,  και το  πώς και εάν κάποιος αναλαμβάνει να  σκοτώσει ή να δαμάσει τον Δράκο…  Εάν ο Αη Γιώργης δηλαδή της παράδοσης και με ποιά μορφή, καταγάγει ή δεν καταγάγει περιφανή νίκη.
Η εισήγηση αυτή  βασίζεται  σε μια  κριτική ανάγνωση του έργου του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη που ξεκίνησε  πριν από μερικά χρόνια χρησιμοποιώντας τα εργαλεία της κοινωνικής ανθρωπολογίας  και  μέρη της έχουν αναρτηθεί κατά καιρούς στο ιστολόγιό μου, τις Πινακίδες από κερί  ή έχουν δημοσιευτεί σε διάφορα περιοδικά, όπως το  Εμβόλιμον, το Φηγός και στον συλλογικό τόμο του 2011 του Μορφωτικού της  ΕΣΗΕΑ που είχε  αφιέρωμα στον Παπαδιαμάντη…
Η σημασία που έχει για τον Παπαδιαμάντη η ανθρώπινη ομιλία, ο ανθρώπινος λόγος και το όργανό της, η στοματική κοιλότητα και οι τεχνικές χρήσης του

Θα αρχίσουμε λοιπόν από τη Νοσταλγό με την Λιαλιώ την ηρωίδα, ένα διήγημα αποπλάνησης, ένα διήγημα ενηλικίωσης για να χρησιμοποιήσω τα ίδια τα λόγια του αφηγητή του Μαθιού – που δεν είναι άλλος από τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη, ένας μαθητής Γυμνασίου, μεγαλύτερος από ότι συνηθίζεται για την τάξη που φοιτά που τον έχουν διώξει από το Γυμνάσιο της Χαλκίδας και περιφέρεται ερωτευμένος με τη Λιαλιώ στο νησί μέχρι να δει τι θα γίνει, θα πάει στο Άγιον Όρος, θα πάει στην Αθήνα να τελειώσει – τα λόγια του αφηγητή με τα οποία τελειώνει το διήγημα είναι

"Αλλά πώς δύναταί τις να γίνει ανήρ χωρίς ν’ αγαπήσει δεκάκις τουλάχιστον και δεκάκις ν’ απατηθεί;"…
Ενηλικίωση το όνομά σου είναι απάτη λοιπόν και πώς η Λαλιώ, μια κοπέλα παντρεμένη με τον κατά πολύ μεγαλύτερό της Κυρ Μοναχάκη, νοσταλγεί το απέναντι νησί το χωριό της και το πατρικό της και ο Μαθιός, ο έφηβος που τρέφει για αυτήν ανομολόγητο έρωτα πέφτει στις ξώβεργες του λόγου της, των λόγων της, της ομιλίας της και με την ελπίδα ότι θα φύγουν μαζί, θα δραπετεύσουν, τη βοηθά να λύσουν μια βάρκα που δεν είναι δική τους και να κωπηλατήσουν απέναντι…
Να θυμίσουμε λίγο τις τεχνικές της αποπλάνησης του λόγου:  

Είναι νύχτα, το φεγγάρι προβάλλει και η Λιαλιώ ρεμβάζει περιπαθής, ο Μαθιός είναι κάπου εκεί κοντά και ακούει:

«Να έμβαινα τώρα σε μια βαρκούλα, τώρα – δα...έτσι μου φαίνεται...να φτάναμε πέρα!» 

Αυτό που προσέχουμε κι εμείς το  υπογραμμίζει από την αρχή ο Παπαδιαμάντης:

«Ο Μαθιός δεν παρετήρησε ίσως ότι αυτή είχε τρέψει τον λόγον εις τον πληθυντικόν, εις το τέλος της ευχής της. Αλλ’ αυθορμήτως, χωρίς να το σκεφτή, απήντησεν....»

Αυτή ξέρει πώς να στρέψει το λόγο, όπως ακριβώς θέλει, όπως τη βολεύει και αυτός παρασύρεται και αρχίζει το παιχνίδι.

Το διήγημα βρίθει από τέτοιες τεχνικές:  Από τη μια η κοπέλα φαίνεται περιπαθής,  να ονειροπολεί στη βάρκα και να του εξάπτει την φαντασία, από την άλλη, τις  κρίσιμες στιγμές, η γλώσσα της τρέχει ροδάνι. Λύνεται τελείως, ξέρει από ναυσιπλοϊα, ξέρει από τις αποστάσεις, ξέρει από γεωγραφία, πού να κρυφτούν όταν έχει γίνει γνωστή  η είδηση της κλοπής της βάρκας και τους έχουν πάρει στο κατόπι με μια σκαμπαβία ο σύζυγος και  άλλοι νησιώτες, πότε να καθυστερήσουν, πότε να επιταχύνουν…
Ο χαρακτήρας, από ονειροπόλος και ρεμβώδης  μεταβάλλεται μπροστά στα μάτια μας σε αυτόν της «τεχνικιάς» του λόγου –   αυτό είναι μια έκφραση που χρησιμοποιεί ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης στην Μετανάστιδα για να χαρακτηρίσει την κυρία Μαρκόνη που θέλει με τα λόγια της να τυλίξει τον δυστυχή Ζέννο, να εγκαταλείψει την αρραβωνιαστικιά του και να παντρευτεί την κόρη της – που με ψυχραιμία και χωρίς συναίσθημα, ούτε την παραμικρή συγκίνηση –  γίνεται πλοηγός οδηγεί, βρίσκει τα περάσματα, αλλά και προωθεί την βάρκα…
Η δύναμη που προωθεί την βάρκα δεν είναι η μυική δύναμη του Μαθιού, αλλά η τεχνική δύναμη του λόγου της Λαλιώς, που συμβολικά του δίνει και το φόρεμα της, το λευκόν κολόβιον – θερμόν ακόμα από τον χρώτα της γυναικός όπως το πιάνει στα χέρια του ο Μαθιός – το οποίο δένουν σαν πανάκι στη βάρκα, συμβολικό  δείγμα τεχνικής ικανότητας και επινόησης αλλά και των γυναικείων ιδιοτήτων, το ένδυμα της γυναικός, η γυναικεία ιδιότητα, το αντ’ αυτής, το άδειο πουκάμισο της Ελένης που είπε ο Σεφέρης, αλλά για τον Παπαδιαμάντη ο λόγος της, η ομιλίας της.

Η ομιλία οδηγεί την βάρκα…

Ότι το κολόβιον είναι η ομιλία για την ακρίβεια το στόμα της γυναικός που ανοίγει στον Παπαδιαμάντη, μπορεί να μας παραξενεύει, αλλά θα σας διαβάσω ένα απόσπασμα από την Γυφτοπούλα, εκεί που περιγράφει τις καλόγριες στο Φράγκικο μοναστήρι, για να επιβεβαιώσουμε το πώς χρησιμοποιεί αυτή τη μεταφορά ο Παπαδιαμάντης:
«Η αδελφή Σιξτίνα ήτο μία εκ των γυναικών εκείνων, αίτινες ομοιάζουσι καθ' όλα με την χελώνην, αν υποθέσωμεν ότι το κολόβιον δύναται προσφυώς να παραβληθή με το καυκίον, όπερ δεν είνε απίθανον»
Η αδελφή Σιξτίνα στο μυθιστόρημα αυτό, είναι μια γυναίκα που δεν μιλά. Δεν μπορείς να της πάρεις λέξη.
«Η αδελφή Σιξτίνα ηρίστευεν εις την τέχνην του να σιγά. Το στόμα της ήτο τόσον ερμητικώς κεκλεισμένον, ώστε εφαίνετο ότι εγεννήθη κωφάλαλος. Εκ της μακράς και κατηναγκασμένης συσφίγξεως των οδόντων, είχον σχηματισθή περί τας άκρας των χειλέων της δύο ελικοειδείς ρυτίδες, ήσαν δε αύται, ούτως ειπείν, η σκιά των λέξεων, αίτινες διήρχοντο αλλά δεν εξεφωνούντο. Το στόμα διέπνεεν αντί να λαλή. Αι σκέψεις της εξητμίζοντο εις αορίστους φθόγγους και εις ανάρθρους ψιθυρισμούς, αλλ' ουδέποτε εξεφράζοντο. Ηδύνατό τις ανατέμνων τον εγκέφαλόν της να εύρη μόρια εννοιών, αλλ' ουχί ακεραίας εννοίας. Τόσον εκ της πολυχρονίου έξεως του να συστέλλη τας λέξεις είχε μεταβή κατ' αντανάκλασιν ο τοιούτος περιορισμός και μέχρι της σκέψεως, ώστε μη δυναμένη να ομιλή, δεν ηδύνατο πλέον μηδέ να σκέπτηται.»

Από τη μια η χελώνη, αυτή που δεν μιλά, αυτή που είναι κλεισμένη στο κολόβιόν της, από την άλλη αυτή που βγαίνει από το κολόβιον,  και με την τέχνη του λόγου καταφέρνει να μιλήσει και να οδεύσει προς την ελευθερία της…

Η ομιλία δηλαδή, ο λόγος, είναι το πανί της βάρκας που ελευθερώνει τη Λαλιώ. Στον αντίποδα βεβαίως της Λιαλιώς, εκτός από την Σιξτίνα που θεληματικά περιδένει το λόγο της, είναι νομίζω  η Γιάννενα στην Χτυπημένη. Πρόκειται για μια γυναίκα που ζει με τον άντρα της που δεν φαίνεται να ενδιαφέρεται για αυτήν και την πεθερά της, Η Γιάννενα, βλέπει το φάντασμα μιας Toυρκάλας αρχόντισας  στα χαλάσματα κοντά στο σπίτι τους, ταράζεται πολύ και «χτυπιέται». Χάνει την ομιλία της. Η απώλεια της ομιλίας επισφραγίζει την αδυναμία της γυναικός την παραίτηση από οποιαδήποτε ανεξαρτησία…
Το δέσιμο της ομιλίας δηλαδή, η παράλυση της γλώσσας είναι που επέρχεται με τρόπο μαγικό και εμποδίζει τη γυναίκα να ελευθερωθεί…
Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης έχει μια ιδιαίτερη αδυναμία στους τραυλούς, τους ψευδούς, τους μογιλάλους

Τα δεσίματα του λόγου, χτυπήματα ή τραυλισμοί… να θυμηθούμε  με πόση στοργή περιγράφει  εκείνος  τον γηραιό ναυπηγό τον Δημήτρη τον Κασσανδριανό,   στο Ολόγυρα στη λίμνη που διδάσκει τους νεότερους και δίνει παραγγέλματα με την παραφθαρμένη ομιλία του,
«Και έδιδε βραδύγλωσσος πολυτίμους οδηγίας εις τον πλοίαρχον, ως και εις τον πρωτομάστορην, περί πάντων των συντελούντων εις την επιτυχή ναυπήγησιν ως και την ευόδωσιν και προκοπήν του πλοίου.»
ή πώς καταπιάνεται να μεταφράζει λέξη προς λέξη τα λόγια του Μανόλη του Ταπόη στο Γουτού – Γουπατού.

Ο λόγος ως ρευστό

Να θυμίσουμε ακόμη τη γνωστή και σήμερα μεταφορά για το  λόγο ως ρευστό – που ρέει και κυλά σαν νεράκι. Τη χρησιμοποιούμε κι εμείς, τη χρησιμοποιεί και ο Παπαδιαμάντης ουκ ολίγον. Να αναφέρουμε  τα γλαφυρά παραδείγματα με το στόμα της κυρίας Μαρκόνη  «ως κρουνός ον άπαξ εξέστρεψέ τις» το στόμα βρύση, ή «χείμαρος εκ του λάρυγγος» για τις κατάρες της Εφταλουτρούς και άλλα παραδείγματα όπου μιλά για «πώμα» βούλωμα στο στόμα κάποιου ή για στόματα απύλωτα που δεν ελέγχουν δηλαδή τη ροή της ομιλίας τους.

Ο Δράκος των λέξεων ο Jabberwocky

Θα ήθελα να εκφράσω μια μεγάλη πνευματική οφειλή στον συγγραφέα της Αλίκης στη Χώρα των Θαυμάτων  τον Λιούις Κάρολ για τον χαρακτήρα του Τζάμπεργουόκυ – ένα δράκο που παρουσιάζεται σε ένα ποίημα στην αρχή του δεύτερου βιβλίου του. Στο ποίημα αυτό, που είναι ένα ποίημα – λήρος / νονσενς/χωρίς νόημα, γεμάτο λογοπαίγνια και παρεφθαρμένες λέξεις – προσφιλής συνήθεια του Κάρολ -  ο Δράκος εμφανίζεται ως ένα φοβερό ον που πρέπει να τον φοβούνται όλοι – το Φλυαρούδι  τρέμε το, τρέμε το παλικάρι – γράφει στην μετάφραση του Σωτήρη Κακίση.
Το Φλυαρούδι, της ομιλίας δηλαδή ο Δράκος είναι επίφοβος γιατί σπέρνει τη σύγχυση των γλωσσών. Κάτι σαν Δράκος της Βαβέλ…
Στην ταινία μάλιστα του Τιμ Μπάρτον η Αλίκη τον αντιμετωπίζει ως Αηγιώργης και μάλιστα όσοι θυμούνται τη σκηνή θα θυμούνται ότι του κόβει τη γλώσσα../.
Καταθέτω εδώ την πνευματική οφειλή γιατί χάρη στην ταινία και την ιδέα της δρακο(ντο) κτονίας αυτού του Δράκου – λήρου, φωτίστηκαν με άλλο νόημα και οι τρεις περιπτώσεις δρακοκτονιών που είχα συναντήσει στον Παπαδιαμάντη.  

Οι τρεις περιπτώσεις απαντώνται στα εξής διηγήματα: Στο Γουτού Γουπατού, στο Έρως – Ήρως και στο η φωνή του Δράκου

Η πρώτη περίπτωση συμβολικής δρακοκτονίας στην οποία  θα αναφερθούμε, συμβαίνει στο διήγημα "Γουτού – Γουπατού".

Πρωταγωνιστής είναι ο αγαθός μογιλάλος Μανώλης Ταπόης, ο Μανώλης το Χταπόδι, δηλαδή.
 με
«την γλώσσαν του (την) δεμένην δια γλωσσοδέτου μέχρι της ρίζης των οδόντων»
με την οποίαν επιχειρούσε να μιλήσει ο δυστυχής, με απίστευτη δυσκολία στην άρθρωση
«η φθογγολογία του ήτο περιεργοτάτη, και εν αυτή επλεόναζον τα λαρυγγόφωνα, ως και τα σκληρά και ψιλά εκ των αφώνων» που καθιστούσαν αυτήν την γλώσσα «νηπιώδη», ακατανότητον με ελάχιστους εκ των συγχωριανών του ικανούς να την καταλαβαίνουν και να την μεταφράζουν.
Η μετάφραση της γλώσσας του Μανώλη Ταπόη,  είναι χάρισμα κάποιων καλόψυχων χωρικών, ακριβώς όπως το χάρισμα του ψαρά στο «μυρολόγι της φώκιας» που μπορούσε να μεταφράσει την άφωνον γλώσσα των φωκών, των πλασμάτων που είναι τόσο κοντά στις σειρήνες και έτσι μάθαμε κι εμείς τι έλεγαν τα λόγια  στο μυρολόγι της φώκιας για την μικρή Ακριβούλα. 

Να πούμε λίγα πράγματα για τον ήρωα αυτόν, τον Μανώλη που η ιδιόμορφη εκφορά του λόγου – το δέσιμο – που δεν είναι η μόνη ιδιομορφία του, δεμένη δεν είναι μόνο η γλώσσα του αλλά και ο ίδιος, το σώμα του. Έχει και άλλες  αναπηρίες που  του στερούν – την καθ’ ολοκληρίαν ανθρώπινη ιδιότητά του.
«Το ήμισυ του ανθρώπου ήτο υγιές», γράφει ο Παπαδιαμάντης: «Ο δεξιός πους εσύρετο κατόπιν του αριστερού, δεν εκινείτο ελευθέρως. η δεξιά χειρ αν και χονδρή και δυσανάλογος, και σχεδόν παράλυτος φαινομένη, είχε τεραστίαν ρώμην. Ωμοίαζε με μάγγανον ή με οδόντας ταυροσκύλου.»

Η αναφορά στους οδόντας του χιμαιρικού όντος του ταυροσκύλου, αλλά και αργότερα η  σύγκριση της πολύ μεγάλης αγάπης, στοργής και ανησυχίας του Μανώλη για την μητέρα του – αυτή η στοργή είναι το κλειδί της δρακοκτονίας -  με αυτήν της αγάπης των τεράτων και των Αγίων για την δική τους τη μάνα, κάνει το «το ήμισυ του ανθρώπου» να ακούγεται σαν «ήμισυ ανθρώπου»:
«Δια να σωθεί τις από τους οδόντας της Σκύλλης, τον παλαιόν καιρόν, έπρεπε να επικαλεσθεί την μητέρα του τέρατος. «Αυδάν δέ Κραταιίν, μητέρα της Σκύλλης, η μιν τέκε πήμα βροτοίσιν».
Εις τους καθ’ ημάς χρόνους, όσοι επικαλούνται τον Άγιον Φανούριον, οφείλουν να λέγουν: «Θεός σχωρέσ’ την μητέρα του Αγίου Φανουρίου! Θεός σχωρέσ' την!» Η σύμπτωσις μαρτυρεί απλώς πόσον κοινή είναι η προς την μητέρα φιλοστοργία, και εις τους Αγίους και εις τα τέρατα.»

Παρά την χιμαιρική του κατάσταση, και την τερατώδη μορφή του, δεν είναι ο Μανώλης ο Δράκος, αλλά το θύμα του Δράκου.
Δράκος είναι άλλος: είναι το
ο θεριό της βρύσης ο Τσηλότατος

Η ταύτιση του Τσηλότατου με τον Δράκον αποκαλύπτεται  κατ’ αρχήν από τη δράση του, που αποτελούσε μάστιγα:

«Εις την Επάνω Ενορίαν, εκεί άνωθεν του Βράχου, εβασίλευεν ο φοβερός Τσηλότατος. Ήτο υψηλός, όσον και ο Βράχος εφ’ ου είχε τον  θρόνον του, σγουρομάλλης, ακτένιστος, ξεσκούφωτος, ξυπόλυτος, και αποτρόπαιος.[…]. Άδειαν δεν είχε παιδί ή νέος ή γέρος να περάσει απ’ εκεί σιμά εις τον Βράχον, εξουσίαν δεν είχε γριά ή νέα να πάγει εις την βρύσιν με την στάμναν της. Ήτο ως δεκαεπτά ετών και ήτο φοβερός σκιάς ήδη. Εφορολόγει τας γραίας, τας οικοκυράς, τας πτωχάςχήρας..» 

Αποτελεί μάστιγα αλλά και ταυτίζεται σαφέστατα με τον Δράκο:

«Είχεν ακούσει τους παλαιούς μύθους δια τα θεριά, τα οποία εφώλευαν σιμά εις την βρύσιν, από την οποίαν υδρεύετο το χωρίον. Εάν επέζη ώστε να γίνη είκοσιν ετών, εμελέτα να επιβάλει εις τους κατοίκους, ως ετήσιον φόρον, ένα κορίτσι τουλάχιστον. Και ο Σουλτάνος, καθώς ήκουσε να λέγουν, μίαν φοράν παντρεύεται τον χρόνον»

Ο Τσηλότατος, το θεριό της βρύσης, ο Δράκος και ο κυλός, χωλός και μογιλάλος Μανόλης, που θα καταφέρει χάρη στην συνδρομή ενός παιδιού που εγνώριζε την γλώσσα του και  και θυμήθηκε την οδηγία που του είχε δώσει: «Άα γης Τότατο μάμι μίμι, έα ντά, χέι το αό χέι.» Οδηγία ακολουθούμενη από την Παπαδιαμαντική μετάφραση:  (Τουτέστιν· άμα ιδείς τον Τσηλότατο να κοντεύει να με κάμει ψοφίμι, έλα κοντά να μου βάλεις το χέρι αυτό (το αριστερό) εις τον 
 καρπόν του άλλου χεριού (του δεξιού).)
Η επίκληση του ονόματος της μητρός  και νίκη κατά του δράκου εντός
Ετσι, ο Μανώλης ο Ταπόης, (Αη Γιώργης)  καταφέρνει να νικήσει τον Τσηλότατο (Δράκο) και θα τον είχε πνίξει από το σφίξιμο του χεριού – μέγγενης, αν κάποιος δεν τον ξεγελούσε λέγοντάς του ότι κινδυνεύει η μάνα του…

Η μάστιγα, ο τρόμος και ο εκφοβισμός, η ομοιότητα με τα μυθικά πνεύματα των πηγών, καθιστούν τον Τσηλότατο Δράκο, ενώ ο Μανώλης,  είναι ο ήρωας - θύμα, που τον αντιμετωπίζει οριστικά, εκτός από τις άλλες φορές που προστατεύει τα μικρά παιδάκια από τον εκφοβισμό της συμμορίας του. Εκτός από την στέρηση της γλώσσας και της λαλιάς του, βλάβη που συνυπάρχει ανεξήγητα με την παρουσία του "δράκου" και που επί τούτου ως  παιχνιώδες κρύψιμο του νοήματος υπάρχει και στο Jabberwocky, έχει ο ίδιος ζωώδεις – τερατώδεις ιδιότητες – το όνομα Χταπόδι, το χέρι του ταυρόσκυλου και υπεράνθρωπη δύναμη – άλλος δράκος και αυτή – στην οποία επιβάλλεται με την φιλοστοργία προς την μητέρα του, αφού αφήνει τον εαυτό του να εξαπατηθεί…
Νίκη δηλαδή κατά του δράκου του εκτός και κατά του δράκου του εντός…

O  ένδον Δράκος και ο Ήρως Γιωργής

Εδώ ο ο Αη Γιώργης και ο Δράκος ταυτίζονται. Είναι το ίδιο πρόσωπο, είναι ο νεαρός ο Γιωργής της Μπούρμπαινας και η δρακοκτονία συνίσταται στο ότι  καταφέρνει να υπερνικήσει το θηρίο εντός του, τον θυμό, την οργή του και την επιθυμία να διαπράξει φόνο, όταν μαθαίνει ότι οι νεόνυμφη  την οποία πρέπει να περάσει απέναντι με τη βάρκα του με τον άντρα της  είναι η πρώτη του αγάπη, ο παιδικός του έρωτας η Αρχοντούλα…

Το όνομα της κοπέλας Αρχοντούλα – Αρχοντοπούλα  ανακαλεί την ιστορία της μάστιγας, του φόρου προς το δράκο, το υγρό στοιχείο δεν εμφανίζεται  εδώ με μορφή πηγής, αλλά σαν  θαλάσσιο πέρασμα το οποίο φυλά με τη βάρκα του ο Γιωργής, ο Αηγιώργης της ιστορίας που είναι και Δράκος.
Παρομοιάζεται σαφέστατα με δράκον, από την αρχή του διηγήματος. 
 
«Εξαπλωμένος επάνω εις την πρύμνην, με μίαν βελέντζαν τυλιγμένος, βωβός, ακίνητος, με ανοικτά τα όμματα, σπινθηρίζοντα εις το σκότος, ωμοίαζε με τον δ ρ ά κ ο ν του παραμυθιού κατά τούτο, ότι εκοιμάτο με ανοικτόν το όμμα» 
Η εξωτερική ταύτιση με τον Δράκο, που αργότερα, όπως εξελίσσεται η αφήγηση μετατρέπεται σε ισχυρότατη εσωτερική σύγκρουση και αιματηρή πάλη αν θα βυθίσει ή όχι τη βάρκα με τους νεόνυμφους:

«Διατί κοιμάται; Πώς αγρυπνεί; Πώς μένει εξαπλωμένος; Και δεν εξέρχεται πνοή και στεναγμός από το στόμα του, και το όμμα του εκαρφώθη εκεί απλανές, και ζη, και δεν ζη, ενδόμυχον ζωήν; Τί σκέπτεται; Σκέψις χρειάζεται; Όχι, δράσις. Να σηκωθή... Να πηδήση... Να τρέξη... να πετάξη... Ν' αναβή τον βράχον, σκαλοπάτια-σκαλοπάτια, στενούς δρομίσκους, λιθόστρωτα... Να φθάση εκεί επάνω... Να χυθή, να ορμήση... Να τους ταράξη. Να τους θαλασσώση... Να επίβάλη χείρα εις την νύφην, οπού στέκει στολισμένη και καμαρώνει. “Έλα εδώ, συ!”... Να την αρπάξη... Να την σηκώση ψηλά... Να την κατεβάση, κάτω από την σκάλαν... θα εξαφανισθούν... θα μείνουν απολιθωμένοι... θα τον νομίσουν διά τρελόν...»

Και να το δέσιμο του λόγου, που προκαλεί   η παρουσία του Δράκου με τον οποίο αναμετράται. Αυτός είναι που του επιβάλει επίσης δεσμεύσεις στην έκφραση και στο λόγο:

«Και όλα του εφαίνοντο ασυνάρτητα, ακατάληπτα και βόμβος άναρθρος ήχει εις τα ώτα του. Δι αυτόν δεν υπήρχε πλέον άσμα ούτε φθόγγος ούτε ήχος, ικανός να εκφράση το τι υπέφερε

Η σύγκρουση του Γιωργή Ήρωα με τον Γιωργή Δράκο, φτάνει σε δραματική κορύφωση, όταν στην φαντασία του καταπληγωμένος, «αφρίζων, αιματωμένος, άγριος, θ' απαντά εις τα κτυπήματα των λυσσασμένων» και εν τέλει διευθετείται, όπως και εις την περίπτωση του Μανώλη Ταπόη με  μια ειρήνευση, αφού και πάλι η μορφή της μητέρας του θέτει τέρμα στην νοερή σπαρακτική αντιπαράθεση και ο φόνος αποφεύγεται:
«Έξαφνα είδε νοεράν οπτασίαν, την μορφήν της μητρός του της Μπούρμπαινας, εναέριον, παλλομένην. Ετράβα τα μαλλιά της κλαίουσα και του έλεγε: “Αχ! γυιέ μου! γυιέ μου! Τ' είν' αυτό που θα κάμης; ”Έκαμε κρυφά το σημείον του σταυρού επί της καρδίας, από μέσα από το υποκάμισον του. Ενθυμήθη και είπε τρεις φορές το “Κύριε Ιησού Χριστέ”, οπού του το είχε μάθει, όταν ήταν μικρός, η μήτηρ του, και αυτός έκτοτε το είχε ξεχάσει. Είπεν: “Ας πάγη, η φτωχή, να ζήση με τον άνδρα της! Με γεια της και με χαρά της!”»
Ο Γιωργής λοιπόν διεξάγει νίκη κατά του εσωτερικού θηρίου με μια έσωθεν επίκληση της μητρικής στοργής, των αναμνήσεων και των χειρονομιών που του είχε διδάξει η μητέρα του…
(Η έξωθεν επίκληση της μητέρας εν κινδύνω, έστω και ως ψευδολογία ήταν που απέτρεψε και συγκράτησε τον Μανώλη από το να κάνει ένα μοιραίο φονικό.)  Το ίδιο και τώρα…
Η επίκληση της μητρός αποτρέπει το κακό.
Σαν να αντιστρέφονται οι ρόλοι δηλαδή, και αντί ο ήρωας να τρέχει να σώσει την αρχοντοπούλα από το θηρίο, η μητέρα του, η θηλυκή του πλευρά σώζει τον ίδιο από την ανεξέλεγκτη εκδήλωση του θυμού του. Η Μητέρα – ίσως με την μορφή της Παναγίας «εναέριος, παλλομένη» στο όραμα είναι που νικά τον Δράκο…

Ο Δράκος και η φωνή του

Ο τρίτος ήρωας του Παπαδιαμάντη που συγκρούεται με τον Δράκο είναι ο Κώτσος, ένα παλικαράκι που η κακή του τύχη, τα κουτσομπολιά του χωριού και ο κακός υπολογισμός των ημερών κυήσεως έκαναν τον ναυτικό πατέρα του να αμφιβάλει για την εντιμότητα της μάνας του και να τους εγκαταλείψει…
Ο μικρός μεγαλώνει με την μητέρα του και την αδελφή της. Τα τεχνάσματα και οι  παραπλανήσεις του λόγου έρχονται στο προσκήνιο της ιστορίας από την αρχή, όταν ο μικρός προσπαθεί να μάθει τι σημαίνει «μούλος» που τον φωνάζουν τα παιδιά και οι απαντήσεις που παίρνει είναι

«-Να! σε βλέπουν, βρε συ, που είσαι ξανθός… κι επειδή τάχα, απ’ την τρίχα σου, τους φαίνεται να μοιάζεις σαν μουλαράκι… γι’ αυτό σε φωνάζουν έτσι δα…»
 ή
«-Όπως της Μπουλίνας το γιο, που είναι κοκκινομάλλης, τόνε λένε Κοκκίνη… Και το Γιώργη της Μελάχρως, που είναι μαύρος, τόνε φωνάζουνε Αραπάκη… Κατάλαβες τώρα
Το ότι η επικράτεια του λόγου είναι ασταθής, κάτι  που θα φανεί  πολύ καθαρά, αργότερα με τις ιδιότητες της Δρακοσπηλιάς,  εκδηλώνεται σαν επικρεμάμενος κινδυνος, με την μορφή κατάρας:
«-Το στόμα τους να πιαστεί!… να βγάλουν τη φάγουσα], ναι! ήρχισε να καταράται ταπεινή τη φωνή, ελθούσα εις επικουρίαν της αδελφής της, η Κρατήρα
Από αυτό, από την βωβότητα και το "χτύπημα" κινδυνεύει όποιος περάσει έξω από την σπηλιά του Θηρίου, την Δρακοσπηλιά, από όπου ακούγεται μια μυστηριώδης βοή. Το πιάσιμο του στόματος, το χτύπημα, το δέσιμο του λόγου είναι ένας αρχέγονος φόβος που προκαλείται από το στοιχειό, τον Φύλακα των Νερών και της Φωνής…
«Η οπή εντός του βράχου ανήρχετο εις διάστημα πολλών οργιών, ως ελέγετο, εις το κοίλον του βράχου και απέληγεν εις την κορυφήν όπου είχε διέξοδον. Ελέγετο ότι εκεί μέσα ενεφώλευε τον παλαιόν καιρόν ένας Δράκος, όστις έκρυπτεν εκεί θησαυρούς, τους οποίους εφύλαττον και  έβοσκον την νύκτα διάφοροι Αράπηδες, σκλάβοι του.
   
 Τριγύρω εις τα ερείπια έβγαιναν την νύκτα όχι ολίγα στοιχειά, εξωτικά και κρούσματα. Από την θέσιν των ερειπίων ήρχιζεν έν ρεύμα, στενόν, σύσκιον, το οποίον κατήρχετο βαθύ κάτω εις την κοιλάδα και εντός του ρεύματος, ολίγον παρακάτω από τα ερείπια, υπήρχε μία κρήνη παλαιά, εις την ρίζαν γηραιού δένδρου, μ’ ένα τάσι δεμένον δι’ αλύσεως εις κρίκον επί του γηραιού κορμού∙ εκαλείτο κοινώς το Κρύο Πηγάδι, ήτον δε κρύο όχι μόνον το νερόν, εκ του οποίου πολλοί δεν έπινον, λέγοντες ότι ήτον στοιχειωμένο, αλλ’ ο υγρός αήρ, το περιβάλλον και το σύσκιον και σκοτεινόν της μικράς κλεισωρείας. Πολλαί γραίαι, από τας πρωτινάς, όσαι είχον γεννηθεί περί τας αρχάς του αιώνος, όταν ήσαν αναγκασμέναι να διέλθωσιν από το στενόν τούτο, συνήθιζαν να χαιρετούν την παλαιάν κρήνην διά συνθηματικής ρήσεως:
   
 -Χαίρε και συ, Κρύο Πηγαδάκι με το ζώδιό σου!
   
 Μερικαί έλεγον «καημένο Κρύο Πηγάδι», και άλλαι τινές έλεγον ευφημότερον «Καλό Πηγάδι, με το ζώδιό σου!» Όλος ο τόπος τριγύρω, τα ερείπια και το ρεύμα, έβριθεν από νεράιδες την ημέραν, εμυρμηκία την νύκτα από στοιχεία και φαντάσματα.
   
 Εις το Κρύο Πηγάδι πολλοί διηγούντο ότι είχον ιδεί να κάθεται πλησίον ένας Αράπης, με την τσιμπούκα του. Διάφορα πλάσματα, χωριατόπουλα, τσομπανόπουλα και βοσκοπούλες, είχαν «χτυπηθεί» διότι ευρέθησαν εις κακήν ώραν σιμά στο Κρύο Πηγάδι. Η Καμπαναχμάκαινα, ποιμενίς προβάτων, και μήτηρ δέκα παιδιών, είχε πάθει την νύκτα από αφωνίαν και παραλυσίαν.» 
Ο Δράκος, η πηγή του νερού, και η αφωνία και παραλυσία…το πλήγμα το οποίο επιφέρει στα θύματά του…

Ο μικρός Κώτσος, αποφασίζει να αντιμετωπίσει τον Δράκο και να μπει στην σπηλιά…Και βεβαίως, δέχεται την επίθεση από τον Δράκο τον ένδον, εφόσον  η βουή, η φωνή του Δράκου τον φωνάζει με την χειρότερη προσφώνηση που θα μπορούσε να ακούσει:

«Συγχρόνως ο Κώτσος ήκουσεν, ή του εφάνη ότι ήκουσε, μίαν βοήν υποχθόνιον, υπόκωφον φωνήν, ήτις ήρχετο αγρία από τα βάθη του σπηλαίου.    Η φωνή του εφάνη ότι έλεγε:
   
 -Μού…λο! Μού…λο!
   
 Λοιπόν, ως και τα φαντάσματα ήξευραν την δυστυχίαν του! Λοιπόν και τα ξωτικά όλα εγνώριζαν το τρωτόν μέρος του! Και ο Δράκος διά της φωνής του επεκύρωνε τας φωνάς των μοθχηρών παιδίων!»
Την συντριβή του Κώτσου από την φωνή του Δράκου, τον Δράκο μέσα του, αποτρέπει και πάλι η καλόγνωμη Κρατήρα, που το όνομά της έχει το μητρικό σχήμα του Δοχείου. Η Κρατήρα είναι  σημαίνουσα μητρική μορφή για τον Κώτσο μια και αυτή εμφανίζεται κυρίως δυναμικά και όχι η μητέρα του στην ανατροφή του. 
Η θεία του  λοιπόν εκλογικεύει το πλήγμα, και θεραπεύει την ψυχή του αγαπημένου της ανεψιού:
«Η Κρατήρα ησθάνθη πόνον και συγχρόνως εγέλασε. Ήρχισε να εξηγεί εις τον ανεψιόν της:    -Άμα αποκοτήσει κανείς και πάει στη Σπηλιά του Δράκου, νύχτα, μεσάνυχτα, αυτά θ’ ακούσει… Λένε πως η βοή εκείνη της Σπηλιάς έχει ένα ιδίωμα, να ξαναλέει στον άνθρωπο ό,τι καημό έχει στη ζωή του… Κείνο που του πονεί του καθενός, το λέει, τάχα με ανθρώπινη φωνή. Τ’ άκουσα που το έλεγαν οι παλαιοί, μα τώρα σ’ αυτά τα χρόνια δεν θα πήγε κανένας να μπει μες στη Σπηλιά. Εσένα σου φάνηκε πως άκουσες «Μούλο!» Αν επήγαινα εγώ μες στη Δρακοσπηλιά, θα μου εφαίνετο πως ακούω «το χρέος! το χρέος!», κείνον τον καημό που έχω. Αν επήγαινε η μάννα σου, θα έκαναν τ’ αυτιά της πως ακούει «το παιδί! το παιδί!» κι αν επήγαινε ο προκομμένος ο πατέρας σου, θ’ άκουε μια φωνή «το μέτρημα! το μέτρημα!» Αυτό είναι η φωνή του Δράκου

Γινόμαστε μάρτυρες δηλαδή και για τρίτη φορά της επικουρίας ώστε να νικηθεί κατά κράτος ο Δράκος, από μια μητρική μορφή, πολύ σημαντική για τον ήρωα…

Και τελειώνω με μια άγνωστη στους περισσότερους αναφορά στον Αη Γιώργη και στη δύναμη των λέξεων  από τον Παπαδιαμάντη
Ο Παπαδιαμάντης, αναφέρεται στο πανηγύρι του Αγίου Γεωργίου, στον ναίσκο του Αγίου Γεωργίου και στη μορφή του ως στρατιωτικού Αγίου με τη στολή του και σε πλήρη εξάρτυση στην Παναγία την Γλυκοφιλούσα. Αποφεύγει να αναφερθεί στην δρακοκτονία. Αντιθέτως, σε  ένα άρθρο του στην εφημερίδα Ακρόπολη, κάνει κριτική στην εκκλησία για την χαλάρωση του θρησκευτικού συναισθήματος και  γιατί δεν ενημερώνει τους πιστούς για τον Μεγαλομάρτυρα Γεώργιο τον Τροπαιοφόρο. Αναφερόμενος δε στο  βίο του σύμφωνα με τους συναξαριστές, δεν είναι η δρακοκτονία αυτό που επιλέγει να πει αλλά το συμβολικό της ισοδύναμο, μια παράδοξη νίκη του κατά της αλαλίας:
 «Μια ημέρα ο άγιος εισελθών εις ναό ειδώλων παρόντος πολλού πλήθους λαού, απηυθύνθη προς εν των εκεί ξοάνων και είπε·
    «Λάβε ανθρωπίνην φωνήν και ειπέ εις τους ανθρώπους τούτους, εάν τα είδωλα εισί θεοί και αξίζωσι να λατρεύονται». Εις την διαταγήν του αγίου το λίθινον ξόανον έλαβε αμέσως λαλιάν ανθρώπου και ωμολόγησεν ότι τα είδωλα είναι ανάξια λατρείας και ότι μόνον ο Ιησούς είναι ο αληθινός Θεός. Συν τοις λέξεσι ταύταις άπαντα τα αγάλματα του ναού πεσόντα αυτομάτως συνετρίβησαν, όλος δε ο εκεί συνηθροισμένος κόσμος επίστευσεν εις Χριστόν.»


Σας ευχαριστώ

Πόλυ Χατζημανωλάκη

Τετάρτη 16 Ιανουαρίου 2013

” Ηλίθιοι δήμιοι! Ήμουν, Είμαι, Θα είμαι!»




Το 1919 (15 Ιανουαρίου) δολοφονήθηκε στο Βερολίνο η επαναστάτρια Ρόζα Λούξεμπουργκ.

Οι δολοφόνοι τη χτύπησαν θανάσιμα με τις κάννες των όπλων τους, και την πέταξαν στα νερά του καναλιού.

Στον δρόμο, χάθηκε το ένα της παπούτσι.

Κάποιο χέρι μάζεψε από τη λάσπη εκείνο το παπούτσι.

Η Ρόζα ήθελε έναν κόσμο όπου η δικαιοσύνη να μη θυσιάζεται στο όνομα της ελευθερίας, ούτε η ελευθερία στο όνομα της δικαιοσύνης.

Κάθε μέρα, κάποιο χέρι μαζεύει αυτό το λάβαρο.

Από τη λάσπη, όπως το παπούτσι.

ΟΙ ΜΕΡΕΣ ΑΦΗΓΟΥΝΤΑΙ
EDUARDO GALEANO

Η Κόκκινη Ρόζα χάθηκε κι αυτή

Κανείς δεν ξέρει πού το κορμί της παραχώσαν

Έλεγε την αλήθεια στους φτωχούς

Γι' αυτό κι οι πλούσιοι τη σκοτώσαν ...
ΜΠ.ΜΠΡΕΧΤ




Κυριακή 13 Ιανουαρίου 2013

Αποτελείωσαν και το ΕΚΕΒΙ λοιπόν.



Αποτελείωσαν και το ΕΚΕΒΙ λοιπόν.

Αλλά προς τι οι κλαυθμοί και οδυρμοί της βιβλιοσυντεχνιακής μας μειοψηφίας;
Ποιος μας είπε ότι αδυνατεί η εγχώρια τρόϊκα δίχως τις υποδείξεις της ξένης να ασκήσει εξ ίσου αποτελεσματική καταστροφική πολιτική;

Ποιος μας είπε ότι η παράταξη της δεξιάς στην Ελλάδα δεν μένει πιστή στις παραδόσεις της; Ότι τα στελέχη της έπαψαν να θεωρούν «λαπάδες», κατά τον πλέον ήπιο χαρακτηρισμό, τους ανθρώπους του βιβλίου και του πολιτισμού γενικότερα;

Ποιος μας είπε ότι ΠΑΣΟΚ και ΔΗΜΑΡ θα υπερασπίζονταν μία κατάκτηση στο χώρο του βιβλίου, διακυβεύοντας τη ρήξη με την ψευδαίσθηση της εξουσίας;

Ποιος μας είπε πως αντιλαμβάνεται ο νεοφιλελευθερισμός το βιβλίο ως πολιτιστικό προϊόν; Εμπόρευμα είναι γι αυτόν και μάλιστα εύφλεκτο. Γι αυτό χρήζει της ιδιαίτερης προσοχής τους. Να είναι προσβάσιμο σε λίγους και ει δυνατόν σε συσκευασία και περιεχόμενο των πενήντα αποχρώσεων της γαλάζιας παράταξης. Δηλαδή του γκρι.

Και ποιος αμφιβάλλει ότι το επόμενο βήμα θα είναι η κατάργηση της ενιαίας τιμής, διατυμπανίζοντας με την κουτοπονηριά και τον κυνισμό που τους χαρακτηρίζει πως δημιουργούν συνθήκες ανταγωνισμού, ενώ στην ουσία θα καταστήσουν την αγορά του βιβλίου απρόσιτη στο ευρύ κοινό;
Λαμπρόπουλος Νίκος

Πέμπτη 10 Ιανουαρίου 2013

Τη Δευτέρα 14 Ιανουαρίου στο βιβλιοπωλείο μας η Πόλυ Χατζημανωλάκη ιχνηλατεί την αφηγηματική τέχνη του Αλέξ. Παπαδιαμάντη.


 Υπάρχουν στον Παπαδιαμάντη περιπτώσεις όπου οι ήρωές του "χτυπιούνται", χάνουν δηλαδή την ομιλία τους, τη φωνή τους, ή τραυλίζουν και δυσκολεύονται στο λόγο
Η προσέγγιση που επιχειρείται εδώ, παραλληλίζει τα πάθη του λόγου και της ομιλίας με την εμφάνιση μιας συμβολικής μορφής, ενός χαρακτήρα που έχει τις ιδιότητες του Δράκου του παραμυθιού. Όπως στα παραμύθια ο Δράκος στερεί από τους ανθρώπους τις πηγές του νερού και όταν το κάνει ενσκήπτει στις Πολιτείες ξηρασία, έτσι και στα διηγήματα το νερό - ομιλία στερεύει και επέρχονται τα δεσίματα του λόγου και η αφωνία. Είναι ενδιαφέρον, το με ποιο τρόπο εμφανίζεται κάθε φορά ο ήρωας - χαρακτήρας που θα παίξει το ρόλο του Άη Γιώργη για να αναμετρηθεί μαζί του...

Σάββατο 5 Ιανουαρίου 2013

Περπατώντας στο αρχαίο Κυνόσαργες. Ένας διάλογος με σκοπό να αναδείξει συνοπτικά τη φιλοσοφία της μεθόδου ανάπτυξης προσώπων και ανθρώπινου δυναμικού των επιχειρήσεων.¤ Evpedia.



ΠΛΑΤΩΝ & ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ Raffaello Sanzio (1509 
Του Δρ. Γιώργου  Κ. Γάκη
BSc, M.B.A.
PhD in ManagementAzteca University

Πρώτη αποκλειστική δημοσίευση στο παρόν blog

Ο διάλογος αυτός έχει δημιουργηθεί από τον γράφοντα, με σκοπό να αναδείξει συνοπτικά τη φιλοσοφία της μεθόδου ανάπτυξης προσώπων και ανθρώπινου δυναμικού των επιχειρήσεων, με τον διακριτικό τίτλο,       ¤ Evpedia. Έγινε προσπάθεια να προβληθούν μέσω του διαλόγου, βασικές αρχές, παραδοχές αιχμής, η διαδικασία, το ηθικό και αξιακό υπόβαθρο, η μεθοδολογία (ή τουλάχιστον όσο αυτό ήταν δυνατόν), η αξία της χρήσης της διαλεκτικής και μαιευτικής και κυρίως η ανάπτυξη της σχέσης του Evnoos και του Synnoos.
Ο διάλογος λαμβάνει χώρα στο άλσος του αρχαίου Κυνόσαργες, στα μέσα περίπου του 4ου π.Χ. αιώνα. Το Κυνόσαργες, η περιοχή που σήμερα είναι γνωστή ως Κυνοσάργους, (τόπος γέννησης και καταγωγής του γράφοντα), βρίσκεται στις παρυφές του κέντρου των Αθηνών, και εκεί στεγαζόταν το Γυμνάσιο του Αντισθένη του Κυνικού, του φιλοσόφου ο οποίος υπήρξε, μαθητής του Σωκράτη και ο δάσκαλος του Διογένη. Το Γυμνάσιο αυτό ήταν και το μόνο στην αρχαία Αθήνα της εποχής, που δεχόταν ως μαθητές, μη Αθηναίους (εκ του ενός γονέα) πολίτες, όπως άλλωστε «νόθος» ήταν και ο Ηρακλής, του οποίου Ιερό υπήρχε αφιερωμένο στην περιοχή. Κατά τη διάρκεια μίας θυσίας προς τον Ήρωα, σε άλλη περιοχή, ένας σκύλος (κύνας), άρπαξε το «θυσίον» και αντί να το φάει όπως θεώρησαν όλοι ότι θα έκανε, πήγε και το άφησε σε κάποιο σημείο (άργος), των Αθηνών. Οι Αθηναίοι θορυβημένοι από το γεγονός κατέφυγαν στο Μαντείο των Δελφών, όπου τους υπέδειξε να στήσουν ακριβώς στο σημείο αυτό, στο «κυνός άργος», Ιερό προς τιμήν του Ηρακλή, πράγμα το οποίο και έκαναν. Έτσι η ευρύτερη περιοχή πήρε το όνομα Κυνόσαργες – Κυνοσάργους.
Εκεί μαθήτευσε μεταξύ άλλων και ο Θεμιστοκλής, του οποίου η μητέρα δεν ήταν Αθηναία.

Επιστρέφοντας στο διάλογο να αναφέρουμε πως,  εμπεριέχει ένα μεγάλο μέρος από τα Δελφικά Παραγγέλματα, καθώς και απόψεις του Σωκράτη, του Αριστοτέλη, του Πλάτωνα, του Ηράκλειτου, του Πυθαγόρα κ.α.  (ως κωδικοποιημένη νοηματική απόδοση και όχι αυτολεξεί).
Συνομιλητές είναι ο Εύνοος και ο Σύννοος, ο παρωθών και ο παρωθούμενος, οι Συνώντες και Συνοόντες, οι Φίλοι. Από την οικειότητα που έχουν μεταξύ τους φαίνεται πως δεν είναι η πρώτη τους συνάντηση, έχουν αναπτύξει ήδη τη Συμβουλευτική Παρώθηση.
Αρχίζει ο περίπατος …


Εύνοος : Δεν θεωρείς Σύννοε, ότι θα πρέπει να ξεκινήσουμε αυτή την περιπλάνηση στο κόσμο των ορατών και μη ορατών, από Αυτόν που,
που αποδεχόμαστε δηλαδή πως υπάρχει ως «Όλον Εν», άφθαρτο και ανεξίτηλο καλό, στο πέρασμα του χρόνου;

Σύννοος : Βέβαια, έτσι θα είναι το πρέπων και το ορθό.

Εύνοος : Και δεν νομίζεις, αν και αφού το αντιλαμβανόμαστε ως τέτοιο, πως θα πρέπει να το σεβόμαστε και να το ακολουθούμε;

Σύννοος : Κι αυτό σωστό το βλέπω.

Εύνοος : Αλλά πώς κάνουμε πράξη, αυτό που εσύ είπες σωστό, όταν εύκολα χρησιμοποιούμε σε όρκους το όνομά του, λες και ζητάμε να φορτώσουμε στο Θεό τα πρέποντα και μη πρέποντα που πράξαμε ή θα πράξουμε στο μέλλον;

Σύννοος : Ασφαλώς και δεν είναι πρέπων αυτό.

Εύνοος :  Αντί γι’ αυτό όμως,  η καρδιά και η ψυχή μας δεν θα έπρεπε να τον τιμά και να θέλει να του μοιάσει;

Σύννοος : Ο δρόμος της Αρετής από εκεί ξεκινάει.

Εύνοος : Και πως αλλιώς θα κάνει την αρχή ο άνθρωπος, αν κι αυτός δεν προσπαθήσει να «ΕΙ», σαν του θεού ομοίωση και σαν του «όντως όντος»;

Σύννοος : Κι Εκείνος αυτό θα επιθυμεί.

Εύνοος : Δεν θα πρέπει όμως και δυνατά να τον επικαλείται για να εύχεται για το καλό όχι μόνο το δικό του, αλλά και όλων των άλλων, αυτό δεν είναι τιμή γι’ Αυτόν;

Σύννοος : Αυτό είναι το σωστό για ανθρώπους ευσεβείς.

Εύνοος : Πως όμως θα τιμήσουμε τον θεό, αν δεν τιμούμε αγαθά που εκείνος μας έδωσε, όπως η εστία και ο γάμος και εκείνα που προέρχονται απ’ αυτά;
Σύννοος : Δεν τον τιμούμε αν δεν τιμούμε αυτά.

Εύνοος : Ναι αλλά, για να τιμούμε αυτά, δεν θα πρέπει να επιλέγουμε τη σύντροφό μας, μετά από σκέψη και ώριμα και την κατάλληλη στιγμή και να επιλέγουμε να συγγενεύουμε με καλούς ανθρώπους, έτσι ώστε να είμαστε κι εμείς κι εκείνοι ευτυχείς;

Σύννοος : Αλλιώς πως θα γίνει;

Εύνοος : Για πες μου όμως Σύννοε, και ποιο το νόημα όλων αυτών των πραγμάτων, αν δεν νοιαζόμαστε όλους αυτούς τους οικείους μας και αν δεν φροντίζουμε αυτούς που νοιαζόμαστε. Δεν θα είμαστε αναίσχυντοι απέναντι σε θεό και ανθρώπους;

Σύννοος : Αναίσχυντοι και απρεπείς θα είμαστε.

Εύνοος : Γιατί αν το γήρας μας βρει ξαφνικά, δεν θα το κοιτάξουμε ίσια στα μάτια και με χαμόγελο, αν περάσει απ’ το μυαλό μας πως εμείς στα νιάτα μας, ήμασταν ευσεβείς και σεβόμασταν όχι μόνο το θεό, αλλά και τους γονείς μας, και τους γηραιότερους, τη γυναίκα και τα παιδιά μας, αλλά ακόμα κι όλους αυτούς που συναναστρεφόμαστε και αυτούς τους ίδιους τους ικέτες μας. Ναι αλλά όμως κατ’ αυτόν τον τρόπο δεν σεβόμαστε και τον ίδιο μας τον εαυτό;

Σύννοος : Σοφά και όμορφα τα λόγια σου Εύνοε.

Εύνοος : Και δεν θα πρέπει, να τιμούμε και τις καλές πράξεις των άλλων προς εμάς και να τους δίδουμε αν το επιθυμούμε και μπορούμε αντίδωρον, όχι σαν αποπληρωμή κάποιου χρέους, αλλά σαν αναγνώριση του καλού που μας έκαναν;
Αλλά και να τιμούμε και τις καλές πράξεις που έκαναν κάποιοι άλλοι σε άλλους, που μπορεί να τους γνωρίζουμε, μπορεί όμως και να μην τους έχουν δει τα μάτια μας ποτέ;

Σύννοος : Έτσι είναι το σωστό για σώφρονες ανθρώπους.

Εύνοος : Τι νομίζεις δεν είναι ορθό να σεβόμαστε και τους Νόμους, που προήλθαν από Σοφό νομοθέτη, που το καλό θέλει της Πολιτείας και των Πολιτών, και να σεβόμαστε και τους άρχοντες που επιθυμούν να είναι, ορθώς κι αυτοί αρχόμενοι από τον Πολίτη, και που μόνο εξυπηρετούν την Πόλη και τις υποθέσεις της;
Σύννοος : Αν και εφόσον έτσι πράττουν αυτοί, τότε ορθό το βρίσκω.

Εύνοος : Και αν είναι έτσι, δεν αξίζει για μια τέτοια Πατρίδα να πεθάνει κανείς, υπερασπιζόμενος αυτά τα της Πόλεως και άλλα καλά, που έχουνε κάνει άλλοι, συνετοί, αλλά και για όσα καλά που με κόπο έχει προσφέρει,          ο τεχνίτης ή ο φιλόσοφος ή ο οργών τη γαία ή ο διδάσκαλος ή η σύζυγος αλλά  και για να δουν ημέρες καλύτερες κι απ’ αυτές, τα παιδιά του, δεν αξίζει λοιπόν όπως είπαμε ένδοξα να πεθάνει αυτός;

Σύννοος : Μεγάλη Τιμή ο θάνατος για όλα τούτα.

Εύνοος : Αλλά πριν απ’ αυτόν που ένδοξο θάνατο μπορεί να έχει, άλλοι, παλαιοί. με ανδρεία δεν έπεσαν, και δεν θα πρέπει να τους θυμόμαστε και στεφάνια δάφνης να τους πλέκουμε, και όχι όπως κάνουν μερικοί να τους χλευάζουμε και να τους περιγελούμε;

Σύννοος : Ανήθικος και ποταπός όποιος ένδοξους και μη, νεκρούς περιγελάει.

Εύνοος : Περιγελούν όμως, γιατί δεν γνωρίζουν την χρησιμότητα της ντροπής, αφού αυτή είναι υπεύθυνη για να μετριάζει την αλαζονεία και έτσι δεν είναι παράξενο, αφού σκοτώνουν πάλι τους νεκρούς, και ζωντανούς να μπορούν να σκοτώσουν αν θέλουν, πράγμα που ο έλλογος ο άνθρωπος να αποφεύγει πρέπει;

Σύννοος : Ο φόνος πρώτα σκοτώνει το φονιά.

Εύνοος : Μπράβο !! έτσι είναι Σύννοε, κι αυτοί οι άνθρωποι φίλους ποτέ δεν κάμουν.

Σύννοος : Ποτέ !!!

Εύνοος : Γιατί τι νομίζεις, υπάρχει μεγαλύτερη χαρά από το να έχεις καλούς φίλους, να τους βοηθάς όταν οι καταστάσεις το απαιτούν και να φυλάς σαν τα μάτια σου ετούτη τη φιλία;

Σύννοος : Όχι δεν υπάρχει.

Εύνοος : Έτσι είναι Σύννοε. Και αν αυτό κάνεις με τους φίλους σου, δεν θα πρέπει ακόμη περισσότερο να βοηθάς και τα παιδιά τους, αλλά και τα παιδιά άλλων που έχουνε ανάγκη, που μπορεί μάλιστα να μην γνωρίζεις, αλλά αν έχεις τη δυνατότητα θα πρέπει να τα βοηθάς;

Σύννοος : Έτσι το θέλει κι ο θεός στο ναό με τα ωφελήματα.

Εύνοος : Αλλά όμως, μπορεί κανείς να κάνει φίλους αν δεν ξέρει τον τρόπο που θα τους μιλήσει και θα τους συμβουλέψει ή τον τρόπο που θα δεχτεί εκείνος τις συμβουλές, την κρίση και τις παραινέσεις τις δικές τους;

Σύννοος : Αυτό δεν είναι δυνατόν.

Εύνοος : Αλήθεια Σύννοε, σου έχει τύχει ποτέ να παρευρεθείς σε έναν καυγά όπου η γλώσσα πριν τη λογική τρέχει;

Σύννοος : Μου έχει τύχει μα την αλήθεια.

Εύνοος : Και τι κατάλαβες απ’ αυτό;

Σύννοος : Κατάλαβα ετούτο. Μια τύρβη αλαλάζουσα, από κοκόρια άμυαλα, το στήθος τους που δείχναν.

Εύνοος : Πολύ ωραία παρομοίωση χρησιμοποίησες. Έτσι ακριβώς είναι. Γιατί αν δεν κυριαρχείς πάνω στη γλώσσα σου, πρώτα δεν μπορείς να ακούσεις και να κατανοήσεις ο άλλος τι σου λέει, κι έπειτα αν ο θυμός σε παρασύρει, κι άλλες κουβέντες θα σου φύγουνε, κι άλλα προβλήματα θα προκαλέσεις. Είναι σαν τη φωτιά που όσο περισσότερα ξύλα της ρήξεις, τόσο περισσότερο αυτή θεριεύει. Ενώ όταν αποκρίνησε με πραότητα ακόμα και σε προκλήσεις, σαν νερό είναι να ρίχνεις στη φλόγα.

Σύννοος : Έτσι είναι, παγώνοντας το θυμό, ζεσταίνουμε την ψυχή.

Εύνοος : Για αυτό αν κανείς θέλει συζήτηση να κάνει, που απ’ αυτή κερδισμένος θα του βγει ο νους, πρέπει αρχικά να επιλέγει σε ποιους θα μιλάει, γιατί πολλές φουρτούνες έτσι θα γλυτώσει. Έπειτα, να ακούει τον συνομιλητή του, και ακούγοντας τον να καταλαβαίνει τι θέλει να του πει, πριν αποκριθεί με τη δική του γνώμη. Γιατί ένα από τα μεγαλύτερα ελαττώματα δύο συνομιλητών είναι, να μην ακούνε πραγματικά ο ένας τον άλλον κι αυτό είναι τραγέλαφος κι ανόητο συγχρόνως. Αν διαφωνεί με τις απόψεις του άλλου, με πραότητα να αντιμετωπίζει το διαφορετικό, κι αν ακόμη ο άλλος δεν είναι ευγενής και είναι οξύθυμος, να προσπαθεί με ήπιο αλλά και συνετό τρόπο να του μεταφέρει τις απόψεις του. Αν όμως ο άλλος πάλι συνεχίζει, να φύγει απ’ την κουβέντα πρέπει, αφού έτσι κι αλλιώς ετούτη, δεν έχει πια κανένα απολύτως νόημα.

Σύννοος : Αυτό κάνει ο άνθρωπος που τη σοφία γυρεύει.

Εύνοος : Όμως αντίθετα, αν η συζήτηση γίνεται με ηρεμία και σύνεση, αν συνδιαλεγόμαστε με όλους όχι για να επιβάλλουμε τις απόψεις μας, αλλά για τα κοινά οφέλη της κουβέντας και για να ψάξουμε από κοινού την αρετή, τότε τη σκέψη καλλιεργούμε, το νου και το μυαλό, μαθαίνουμε να αποκρινόμαστε την κατάλληλη στιγμή, και να κρίνουμε με σύνεση και ηρεμία τους άλλους, πράγμα που επιθυμούμε, να κάνουν κι εκείνοι για εμάς. Και πρόσεξε Σύννοε, ποτέ δεν πρέπει να μιλάμε σε άλλους, για πράγματα που ο συνομιλητής μας, δεν μας έχει δώσει την άδεια να το κάνουμε.

Σύννοος : Άρρητα μη λέγε.

Εύνοος : Έχεις δει ποτέ σου Σύννοε, μικρά περιστέρια που δεν έχουν βγάλει ακόμη φτερά, πως στέκονται γυμνά και αδύναμα στη φωλιά και πως αναζητούν τη στοργή και τη φροντίδα των γονιών, φοβισμένα και πεινασμένα;

Σύννοος : Εδώ είδα! στο Κυνόσαργες, στον κήπο τ’ Αντισθένη, μικκά αυτά τα όμορφα, και άσχημα συνάμα.

Εύνοος : Κι έχεις δει όταν αυτά τα αδύναμα, βγάλουν λίγα φτερά, πως γυρνάνε από δω κι από κει ανέμελα, κι αρχίζουνε και ψάχνουνε τροφή μόνα τους πια, βλέποντας τα μεγάλα τα περιστέρια πως το κάνουν;

Σύννοος : Κι ετούτο, στον κήπο του Κυνικού το είδα.

Εύνοος : Μα όταν μεγαλώσουνε και τα φτερά τους βγούνε, θαυμάζουνε τα μεγάλα για τη χάρη που ‘χουνε στο πέταγμα, και τι νομίζεις ότι τα λυμπήζει πιότερο ;

Σύννοος : Θαρρώ, τα κάνει η καρδιά, πώς να πετάξουν θέλουν.

Εύνοος : Ακριβώς, γι’ αυτό διψάει η καρδιά τους.

Σύννοος : Σαν του στρατιώτη το στόμα, μόλις σκληρή μάχη τελείωσε.
Εύνοος : Μπράβο σου Σύννοε! και όμορφος ο λόγος σου.
Και τα περισσότερα κοντοστέκονται στην άκρη, στο πρεβάζι, και αφού κοιτάξουν κάμποσο κάτω στο κενό, μία τους δίνει ο θεός, και πέφτουνε ίσα κάτω. Και λες, σα θαύμα το μικρό, το άφτερο πριν λίγο, να καμαρώνει πιότερο κι απ’ τον υπερήφανο τον αετό.

Σύννοος : Καμάρι είναι, και χαρά συνάμα.

Εύνοος : Αλλά ένα απ’ τα μικρά, που πιο πολύ φοβάται, αρνιέται να κάνει το βήμα που χωρίζει τον παιδευμένο απ’ τον απαίδευτο. Το βήμα, που ξεχωρίζει το περιστέρι από την όρνιθα.

Σύννοος : Μα όλα πετούν τα περιστέρια Εύνοε, αν ανάγκη δεν έχουνε του Ιπποκράτη την τέχνη

Εύνοος : Όλα πετούν και δίκιο έχεις. Κι αυτό γιατί το έργο του θεού αν χρειαστεί, το συνεχίζουν οι γονείς. Και σαν δουν το απαίδευτο, να διστάζει από μόνο του να γίνει παιδευμένο, πάνε κοντά, και μια του δίνουνε ευθύς και τούτο πέφτει κάτω. Όχι γιατί θέλουνε το κακό του, αλλά ξέρουνε πολύ καλά, πως αυτό έχει μέσα του τη γνώση και πως εκείνο ακόμη δεν το ξέρει. Κι αυτός που κάθεται αμέριμνος, όπως εσύ στων κυνικών τον κήπο, βλέπει στην αρχή μια μπάλα με φτερά να πέφτει, αλλά γρήγορα, βλέπει και τούτο. Η μπάλα αμέσως γίνεται πετούμενο, που όχι μόνο πετάει, αλλά κάνει και περίτεχνους ελιγμούς.

Σύννοος : Θαυμαστό το έργο της φύσης!

Εύνοος : Κι εκείνο, που παλιά ήταν μικρό μα τώρα είναι περιστέρι, έμαθε από το πέταγμα πως η παίδευση, δεν είναι εύκολη υπόθεση, αλλά μόνο μαζί της θα γνωρίσει τι μπορεί και τι πρέπει να κάνει. Κι όταν έκανε κι αυτό παιδιά και το ένα ήταν φοβισμένο, πήγε και το έσπρωξε με ένα στοργικό χαμόγελο, βέβαιο για την πράξη του και το αποτέλεσμα της.

Σύννοος : Υιούς παίδευε, είναι γραμμένο στου Φωτοδότη Φοίβου τον οίκο.

Εύνοος : Ένας όμως Σύννοε, που βλέπει το γονιό να σπρώχνει το φοβισμένο παιδί του στον γκρεμό άμα δεν γνωρίζει, δεν θα κρίνει πως αυτός ο γονιός ήταν άκαρδος και ποταπός και να τιμωρηθεί πρέπει; Και δεν θα πάει και στους άλλους που δεν ξέρουν, να πει όχι μόνο τι είδε, αλλά και το είδος της τιμωρίας που θα πρέπει να του επιβάλλουν όλοι μαζί;
Σύννοος : Έτσι θα κάνει ο απαίδευτος κριτής και όσοι χωρίς γνώση τον ακολουθούνε.

Εύνοος : Αφού δεν γνωρίζει όμως από περιστέρια, ούτε αυτός ούτε οι ακόλουθοί του, πως κρίνει τούτα τα πετούμενα; Και πολύ περισσότερο πως θέλει αυτά να τιμωρηθούν;

Σύννοος : Αδικία θα πράξουν, πράξη μισητή απ’ το θεό.

Εύνοος : Γιατί αν δεν γνωρίζεις πως, όταν ο γονιός είναι περιστέρι και όχι άνθρωπος, και πως τα περιστέρια έτσι πρέπει να κάνουν για να ζήσουν τα παιδιά τους, έως εκεί που η ειμαρμένη το επιθυμεί, και πως αν δεν το κάνουν, αυτά σε λίγο θα πεθάνουν γιατί δεν θα μπορούνε να βρούνε τροφή, πως σαν θεός αναλαμβάνεις να τα κρίνεις;

Σύννοος : Τα λόγια σου δίκαια και σωστά τα βρίσκω.

Εύνοος : Ποια η διαφορά όμως Σύννοοε, αυτού που δωροδοκείται για να δικάζει με μεροληψία, κι αυτού που δεν γνωρίζει το μέτρο, και άμετρα λειτουργεί και δικάζει;

Σύννοος : Καμιά. Γιατί κι οι δύο έχουν αδικήσει.

Εύνοος : Σωστά. Και έχουν διαπράξει το ίδιο ακριβώς παράπτωμα.                   Ο πρώτος δωροδοκείται από άνθρωπο πονηρό, κι ο δεύτερος δωροδοκείται από την ίδια του την αλαζονεία.
Και για τους δυο την Νέμεση, η οργή του θεού προστάζει.

Σύννοος : Κι αυτός που δωροδοκεί, κι αυτός που δωροδοκείται με ανίερες απολαβές, κι αυτός όμως που άλογα και χωρίς τη γνώση μέτρου δικάζει και κατηγορεί, όλοι απ’ το νερό της Λήθης θα πιούνε, όταν στον Άδη ξεπροβούν νερό για να διαλέξουν.

Εύνοος : Και όσο κι αν παρακαλέσουν, όταν η Νέμεση την πόρτα τους χτυπήσει, και πριν η Τίσιδα με τιμωρία βαριά τους βρεί, θα τους πει με λόγια σίγουρα, πως όταν αδικείς, αδικείς, και θα τους θυμίσει τα λόγια του Σκοτεινού, που έτσι τον είπαν αυτοί που δεν κατάλαβαν το φως των λόγων του, Ηράκλειτου, πως δεν μπορούμε να μπούμε δύο φορές στο ίδιο ποτάμι . Γιατί μέχρι να βγούμε και να ξαναμπούμε, τόσο εμείς οι ίδιοι, όσο και τα νερά του ποταμού , θα έχουνε αλλάξει.

Σύννοος : Φωτεινά αλήθεια, τα λόγια του Σκοτεινού.

Εύνοος : Κι αν ούτε από δωροδοκία, ούτε από άγνοια, αλλά από ζήλια κρίνει κάποιος και κατηγορεί τον άλλον, είτε παρών είναι, είτε απών αυτός απ’ την κουβέντα, να θυμάται θαρρώ πρέπει, πως, δεν θα λάβει αντίδωρο απ’ αυτή του την πράξη, αλλά χολή θα λάβει, απ’ την ίδια τη δικιά του τη χολή βγαλμένη.

Σύννοος : Αιτία μύριων κακών η ζήλια είναι, όπου τ’ ανθρώπου το μυαλό θολώνει.

Εύνοος : Αντίθετα, δεν είναι όμορφο πράγμα Σύννοε, να μιλάμε γι’ αυτούς που το αξίζουν, με λόγια καλά, όχι από κολακεία, πράγμα άθλιο, αλλά να επαινούμε τις αρετές που με παίδευση απέκτησαν;

Σύννοος : Όμορφο και καλό πράγμα είναι θαρρώ.

Εύνοος : Αλλά και τους άλλους που μπορεί να πήραν το δρόμο το στραβό, πρέπει να τους υβρίζουμε με οίηση και θράσος, ποια η γνώμη σου;

Σύννοος : Νομίζω, πως αυτούς πιο πολύ απ’ όλους, δεν πρέπει να χλευάζουμε, παρά, αν δούμε πως πραγματικά το θέλουν, ευπροσήγοροι να είμαστε απέναντί τους, και να τους δείξουμε πρέπει πως, όταν ξυπόλητη περπατά η ψυχή αναζητώντας τη γαλήνη, πιο εύκολα θα την βρει σε δρόμο καθαρό, παρά σε εκείνον που με κοφτερές πέτρες είναι στρωμένος.  

Εύνοος : Με κάνουν υπερήφανο για σένα, τα λόγια αυτά Σύννοε!!!
Υπάρχει όμως κάποιες φορές μια ψυχή, που διαφέρει από τις άλλες, τις πολλές, και ενώ ακολουθεί τον δρόμο που θωρεί σαν καθαρό, και που δεν βλέπει πάνω του κοτρόνες, είναι μονάχη στο διάβα της και όλες οι άλλες, αυτές που είπαμε πολλές, στους κακοτράχαλους παράδρομους γυρνάνε, σαν να ‘ναι αυτός ο δρόμος που στη Σοφία σε φέρνει. Και τότες αναρωτιέται, μήπως ο δρόμος ο καθαρός είναι ο άλλος, κι αυτός που διαβαίνει αυτή είναι ο λαθεμένος; Γιατί πως γίνεται, όλες οι άλλες οι ψυχές να είναι μαζί αλλού, κι αυτή να είναι μόνη της εκεί. Πως γίνεται να κάνουν λάθος οι πολλές κι η μία να μην κάνει;

Σύννοος : Δύσκολο το ερώτημα που μου θέτεις.

Εύνοος : Την ξέρεις την απάντηση και μέσα σου την έχεις Σύννοε.
Σύννοος : Μα πως την έχω μέσα μου, αφού αυτό που με ρωτάς, εγώ, δύσκολο το ορίζω;

Εύνοος : Θα δεις ότι την έχεις.
Και μάλιστα, θα στη θυμίσει άλλος, κι όχι εγώ.

Σύννοος : Μα αφού, μόνοι μας περπατάμε Εύνοε στο όμορφο Κυνόσαργες, δεν έχουμε μαζί μας άλλον.

Εύνοος : Έχουμε! Και θα καταλάβεις τι εννοώ.
Τον Σωκράτη τον γνωρίζεις;

Σύννοος : Μα τι μου λες μα την αλήθεια, είναι δυνατόν να μην τον γνωρίζω;

Εύνοος : Κι εγώ τον γνωρίζεις πιστεύω.
Αλλά όμως, τον γνωρίζεις μόνο από τη φήμη του ή γνωρίζεις και πράγματα που έχει πει και μελετήσει;

Σύννοος : Και απ’ αυτά τον γνωρίζω.

Εύνοος : Και απ’ αυτά που ξέρεις γι’ αυτά που εκείνος έχει πει, και έχει μελετήσει, θεωρείς ότι κάποια απ’ αυτά ή κι όλα, έχουν αξία και ο άνθρωπος θα πρέπει να τα συγκρατεί για να τον κάνουν καλύτερο απ΄ ότι ήταν πριν τα γνωρίσει;

Σύννοος : Σίγουρα έτσι είναι.

Εύνοος : Αφού τα έχεις συγκρατήσει, είναι μέσα σου Σύννοοε;

Σύννοος : Μέσα μου είναι βέβαια, και πως θα ήταν δυνατόν να μην είναι.

Εύνοος : Μα αφού είναι μέσα σου τα σοφά λόγια και οι διδαχές του Σωκράτη, δεν είναι σαν να έχεις μέσα σου και τον ίδιο; Ή θυμάσαι μόνο τα λόγια του και δεν θυμάσαι ποιος τα είπε.

Σύννοος : Και τα λόγια του έχω μέσα μου και αυτόν που τα είπε έχω.

Εύνοος : Άρα έχεις μέσα σου και  το Σωκράτη και τα λόγια του.

Σύννοος : Έτσι ακριβώς είναι.

Εύνοος : Από τι στιγμή όμως που τον έχεις μέσα σου, δεν τον έχεις και μαζί σου;

Σύννοος : Ε ! πως θα γινόταν αλλιώς.

Εύνοος : Άρα, πως μου λες Σύννοοε πως είμαστε μόνο οι δύο μας σ’ αυτό τον όμορφο περίπατο; Ήμαστε πολλοί, ο Αριστοτέλης, ο Πλάτωνας,            ο Σωκράτης, ο Ηράκλειτος, ο Αντισθένης, ο Διογένης, ο Επίκουρος είναι μαζί μας, και όλοι όσοι θυμόμαστε για τα σοφά τους λόγια ή τα καλά που μας έκαναν, αλλά είναι ακόμη κι εκείνοι, που δεν συμφωνούμε με τις απόψεις τους, και αυτοί ακόμα που μας πλήγωσαν με τα λόγια ή τις πράξεις τους, και όλοι αυτοί, στο μυαλό και στην ψυχή μας έχουν μια θέση, είτε επειδή καλό μας έκαναν είτε κακό.

Σύννοος : Πράγματι έχεις δίκιο !! μεγάλη η συντροφιά μας.

Εύνοος : Όπως τα λες, μεγάλη.
Για να ξαναγυρίσουμε λοιπόν στην ψυχή που μόνη της προχωράει, και όλες οι άλλες πάνε στα δύσβατα τα μονοπάτια που τους φαίνονται λαμπρά, και αφού τα λόγια του Σωκράτη λες πως έχεις μέσα σου, για πές μου, γνωρίζεις το μύθο που ο Σωκράτης λέει του Σπηλαίου και που ο Πλάτωνας μας έσωσε;

Σύννοος : Τον θυμάμαι Εύνοε και… ευθύς κατάλαβα, που τα λόγια σου με τέχνη, πάνε να μ’ οδηγήσουν.

Εύνοος : Για πες μου λοιπόν, με περισσή προσοχή θα σ’ ακούσω.

Σύννοος : Θέλεις να πεις πως, οι δεσμώτες του σπηλαίου είναι οι πολλές ψυχές του λαθεμένου δρόμου, που όμως νομίζουνε για σωστό. Και που άσκοπα και άνοα σπαταλούνται να κοιτάνε ψεύτικα είδωλα και που τα θεωρούν τα μόνα αληθινά και παραβγαίνουν σε ανόητα και άχρηστα για τον νου και την ψυχή αγωνίσματα. Και πως η ψυχή η μόνη της, αυτή που αναρωτιέται, είναι ο δεσμώτης που απελευθερώθηκε και δεν συμμετείχε στα κακόγουστα και στα ανιαρά των άλλων και βρήκε το φως, τη γνώση και κατάλαβε πως εκείνος τελικά περπατούσε στον καθαρό τον δρόμο, τον σίγουρο και τον γρήγορο προς την ευδαιμονία. Και θέλεις να πεις πως, άσχετα από το τι κάνουν οι άλλοι, άσχετα από το αν είναι πολλοί κι εμείς μόνοι μας, πρέπει να ακολουθούμε αυτό που προστάζει η καρδιά σε σύμπνοια με τη λογική μας, αν βέβαια, αγαπάμε τη σοφία και την αλήθεια.

Εύνοος : Δεν θέλω να πω εγώ Σύννοε.

Σύννοος : Αλλά ποιος θέλει;

Εύνοος : Εσύ θέλεις να πεις, γι’ αυτό εσύ το είπες.
Και είδες τελικά πως και συντροφιά είχαμε και πως εσύ είχες την απάντηση στο ερώτημά μου;

Σύννοος : Δίκιο έχεις και τώρα, δίκιο είχες και πρότερα.

Εύνοος : Αυτός ο πλούτος της γνώσης όλων αυτών των φιλοσόφων που προαναφέραμε, και άλλων που δεν τους ονομάσαμε, δεν είναι θαυμαστό πως υπήρξε συγκεντρωμένος τόσος πολύς και τόσο βαθύς, σε τόσο λίγο χρόνο;

Σύννοος : Απορίας άξιο είναι.

Εύνοος : Αλήθεια Σύννοε, πόσο διαφέρει ο πλούτος αυτός, απ’ τον άλλον, εκείνον που χλεύασε ο Αριστοφάνης, γι’ αυτόν που φίλοι κι εχθροί πολλές φορές ερίζουν και που γι’ αυτόν οι άνθρωποι γίνονται χειρότεροι κι απ’ τα θηρία;
Γιατί να ξέρεις Σύννοε, πως ακόμη και τα θηρία σκοτώνουν μόνο όταν πεινάνε, ενώ ο άπληστος ο άνθρωπος δεν κάνει ετούτο, παρά η έξη του αυτή, η άρρωστη, τον κάνει άδικο και δεν θέλει τίμια να κοπιάσει για να πλουτήσει, αλλά εκμεταλλεύεται τους άλλους όσο μπορεί πιότερο, και ειδικά αυτούς που τους προσφέρει λίγα στην αρχή, για να του επιστρέψουν πίσω πολλά, αυτούς δηλαδή, που χωρίς εγκράτεια σπαταλάνε πιο πολλά απ΄ όσα ο ορισμός τους, και μετά παρακαλώντας ζητούν απ’ όποιον να ‘ναι, αφού ποτέ δεν προνόησαν για το μέλλον. Αλλά εκμεταλλεύεται συχνά και τους άλλους, που αγωνίζονται τίμια κάθε μέρα και είναι συνετοί και άξιοι και ευσεβείς και δεν είναι ανήθικοι, μα που απλά η τύχη πολλά καλά δεν τους έφερε ποτές.

Σύννοος : Σημαντικό, ήθος και μέτρο να έχεις. Στον τρόπο που μαζεύεις, στον τρόπο που ξοδεύεις και στον τρόπο που τους άλλους βοηθάς.

Εύνοος : Γι’ αυτό γραμμένο είναι και το «άρχε εαυτού» και το «ευφημίαν άσκει», στο μέρος που σ’ αρέσει συχνά να επισκέπτεσαι.
Σύννοος : Και σοφά είναι γραμμένα.

Εύνοος : Γιατί πρέπει πάντα να επιθυμούμε την καλή φήμη, γιατί η φήμη είναι το μοναδικό πράγμα που μας ακολουθεί ακόμη και μετά το θάνατό μας. Μήτε γονιός, μήτε γυναίκα και παιδί, εχθρός και φίλος, μήτε δάσκαλος και σοφός δεν έρχεται μαζί μας, και κυρίως ούτε κι αυτός ο πλούτος, είτε τίμια, είτε όχι, τον έχουμε αποκτήσει, μαζί μας τότες έρχεται. Μόνο η φήμη ακόμη και στον Άδη μας ακολουθεί.

Γι’ αυτό το λόγο Σύννοε καλέ μου φίλε, και αφού σε ευχαριστήσω για όλα αυτά που έμαθα απ’ την κουβέντα ετούτη, να θυμάσαι πάντα πως…


ΠΑΙΣ ΩΝ ΚΟΣΜΙΟΣ ΙΣΘΙ      Σαν Παιδί να είσαι κόσμιος

ΗΒΩΝ ΕΓΚΡΑΤΗΣ       Έφηβος εγκρατής

ΜΕΣΟΣ ΔΙΚΑΙΟΣ        Άνδρας δίκαιος

ΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΣ ΣΟΦΟΣ    Γέροντας σοφός

  
«ΚΥΝΟΣ  ΑΡΓΟΣ»