Παρασκευή 18 Ιανουαρίου 2013

"Δρακοκτονίες και ο Άρχων των λέξεων: δεσίματα του λόγου στον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη". Η ομιλία της Πόλυς Χατζημανωλάκη στο βιβλιοπωλείο μας.

η ΠΟΛΥ ΧΑΤΖΗΜΑΝΩΛΑΚΗ στο βιβλιοπωλείο ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΚΦΡΑΣΗ
Λιβαδειά  14/1/2013

"Δρακοκτονίες και ο Άρχων των λέξεων: δεσίματα του λόγου στον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη"

 Η ομιλία της κ. Χατζημανωλάκη στο βιβλιοπωλείο Σύγχρονη Έκφραση, 
Λιβαδειά 14 – 01 – 2013


Θα πούμε για τις Δρακοκτονίες και τον Άρχοντα των λέξεων στον Παπαδιαμάντη ένας τίτλος μεταφορικός μια και ο Δράκος στα παραμύθια είναι που στερεί από τους ανθρώπους  τις πηγές του νερού στα παραμύθια και όταν το κάνει ενσκήπτει στις Πολιτείες ξηρασία.  Το θέμα μας είναι το νερό, ο λόγος, η ομιλία που την έχει στοιχειώσει ο Δράκοςείναι το θέμα της αποψινής μου παρουσίασης,  όπως εμφανίζεται στον Παπαδιαμάντη και με ποιο τρόπο αυτό συνδέεται με το δέσιμο του λόγου, το πιάσιμο που λέμε παραδοσιακά,  και το  πώς και εάν κάποιος αναλαμβάνει να  σκοτώσει ή να δαμάσει τον Δράκο…  Εάν ο Αη Γιώργης δηλαδή της παράδοσης και με ποιά μορφή, καταγάγει ή δεν καταγάγει περιφανή νίκη.
Η εισήγηση αυτή  βασίζεται  σε μια  κριτική ανάγνωση του έργου του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη που ξεκίνησε  πριν από μερικά χρόνια χρησιμοποιώντας τα εργαλεία της κοινωνικής ανθρωπολογίας  και  μέρη της έχουν αναρτηθεί κατά καιρούς στο ιστολόγιό μου, τις Πινακίδες από κερί  ή έχουν δημοσιευτεί σε διάφορα περιοδικά, όπως το  Εμβόλιμον, το Φηγός και στον συλλογικό τόμο του 2011 του Μορφωτικού της  ΕΣΗΕΑ που είχε  αφιέρωμα στον Παπαδιαμάντη…
Η σημασία που έχει για τον Παπαδιαμάντη η ανθρώπινη ομιλία, ο ανθρώπινος λόγος και το όργανό της, η στοματική κοιλότητα και οι τεχνικές χρήσης του

Θα αρχίσουμε λοιπόν από τη Νοσταλγό με την Λιαλιώ την ηρωίδα, ένα διήγημα αποπλάνησης, ένα διήγημα ενηλικίωσης για να χρησιμοποιήσω τα ίδια τα λόγια του αφηγητή του Μαθιού – που δεν είναι άλλος από τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη, ένας μαθητής Γυμνασίου, μεγαλύτερος από ότι συνηθίζεται για την τάξη που φοιτά που τον έχουν διώξει από το Γυμνάσιο της Χαλκίδας και περιφέρεται ερωτευμένος με τη Λιαλιώ στο νησί μέχρι να δει τι θα γίνει, θα πάει στο Άγιον Όρος, θα πάει στην Αθήνα να τελειώσει – τα λόγια του αφηγητή με τα οποία τελειώνει το διήγημα είναι

"Αλλά πώς δύναταί τις να γίνει ανήρ χωρίς ν’ αγαπήσει δεκάκις τουλάχιστον και δεκάκις ν’ απατηθεί;"…
Ενηλικίωση το όνομά σου είναι απάτη λοιπόν και πώς η Λαλιώ, μια κοπέλα παντρεμένη με τον κατά πολύ μεγαλύτερό της Κυρ Μοναχάκη, νοσταλγεί το απέναντι νησί το χωριό της και το πατρικό της και ο Μαθιός, ο έφηβος που τρέφει για αυτήν ανομολόγητο έρωτα πέφτει στις ξώβεργες του λόγου της, των λόγων της, της ομιλίας της και με την ελπίδα ότι θα φύγουν μαζί, θα δραπετεύσουν, τη βοηθά να λύσουν μια βάρκα που δεν είναι δική τους και να κωπηλατήσουν απέναντι…
Να θυμίσουμε λίγο τις τεχνικές της αποπλάνησης του λόγου:  

Είναι νύχτα, το φεγγάρι προβάλλει και η Λιαλιώ ρεμβάζει περιπαθής, ο Μαθιός είναι κάπου εκεί κοντά και ακούει:

«Να έμβαινα τώρα σε μια βαρκούλα, τώρα – δα...έτσι μου φαίνεται...να φτάναμε πέρα!» 

Αυτό που προσέχουμε κι εμείς το  υπογραμμίζει από την αρχή ο Παπαδιαμάντης:

«Ο Μαθιός δεν παρετήρησε ίσως ότι αυτή είχε τρέψει τον λόγον εις τον πληθυντικόν, εις το τέλος της ευχής της. Αλλ’ αυθορμήτως, χωρίς να το σκεφτή, απήντησεν....»

Αυτή ξέρει πώς να στρέψει το λόγο, όπως ακριβώς θέλει, όπως τη βολεύει και αυτός παρασύρεται και αρχίζει το παιχνίδι.

Το διήγημα βρίθει από τέτοιες τεχνικές:  Από τη μια η κοπέλα φαίνεται περιπαθής,  να ονειροπολεί στη βάρκα και να του εξάπτει την φαντασία, από την άλλη, τις  κρίσιμες στιγμές, η γλώσσα της τρέχει ροδάνι. Λύνεται τελείως, ξέρει από ναυσιπλοϊα, ξέρει από τις αποστάσεις, ξέρει από γεωγραφία, πού να κρυφτούν όταν έχει γίνει γνωστή  η είδηση της κλοπής της βάρκας και τους έχουν πάρει στο κατόπι με μια σκαμπαβία ο σύζυγος και  άλλοι νησιώτες, πότε να καθυστερήσουν, πότε να επιταχύνουν…
Ο χαρακτήρας, από ονειροπόλος και ρεμβώδης  μεταβάλλεται μπροστά στα μάτια μας σε αυτόν της «τεχνικιάς» του λόγου –   αυτό είναι μια έκφραση που χρησιμοποιεί ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης στην Μετανάστιδα για να χαρακτηρίσει την κυρία Μαρκόνη που θέλει με τα λόγια της να τυλίξει τον δυστυχή Ζέννο, να εγκαταλείψει την αρραβωνιαστικιά του και να παντρευτεί την κόρη της – που με ψυχραιμία και χωρίς συναίσθημα, ούτε την παραμικρή συγκίνηση –  γίνεται πλοηγός οδηγεί, βρίσκει τα περάσματα, αλλά και προωθεί την βάρκα…
Η δύναμη που προωθεί την βάρκα δεν είναι η μυική δύναμη του Μαθιού, αλλά η τεχνική δύναμη του λόγου της Λαλιώς, που συμβολικά του δίνει και το φόρεμα της, το λευκόν κολόβιον – θερμόν ακόμα από τον χρώτα της γυναικός όπως το πιάνει στα χέρια του ο Μαθιός – το οποίο δένουν σαν πανάκι στη βάρκα, συμβολικό  δείγμα τεχνικής ικανότητας και επινόησης αλλά και των γυναικείων ιδιοτήτων, το ένδυμα της γυναικός, η γυναικεία ιδιότητα, το αντ’ αυτής, το άδειο πουκάμισο της Ελένης που είπε ο Σεφέρης, αλλά για τον Παπαδιαμάντη ο λόγος της, η ομιλίας της.

Η ομιλία οδηγεί την βάρκα…

Ότι το κολόβιον είναι η ομιλία για την ακρίβεια το στόμα της γυναικός που ανοίγει στον Παπαδιαμάντη, μπορεί να μας παραξενεύει, αλλά θα σας διαβάσω ένα απόσπασμα από την Γυφτοπούλα, εκεί που περιγράφει τις καλόγριες στο Φράγκικο μοναστήρι, για να επιβεβαιώσουμε το πώς χρησιμοποιεί αυτή τη μεταφορά ο Παπαδιαμάντης:
«Η αδελφή Σιξτίνα ήτο μία εκ των γυναικών εκείνων, αίτινες ομοιάζουσι καθ' όλα με την χελώνην, αν υποθέσωμεν ότι το κολόβιον δύναται προσφυώς να παραβληθή με το καυκίον, όπερ δεν είνε απίθανον»
Η αδελφή Σιξτίνα στο μυθιστόρημα αυτό, είναι μια γυναίκα που δεν μιλά. Δεν μπορείς να της πάρεις λέξη.
«Η αδελφή Σιξτίνα ηρίστευεν εις την τέχνην του να σιγά. Το στόμα της ήτο τόσον ερμητικώς κεκλεισμένον, ώστε εφαίνετο ότι εγεννήθη κωφάλαλος. Εκ της μακράς και κατηναγκασμένης συσφίγξεως των οδόντων, είχον σχηματισθή περί τας άκρας των χειλέων της δύο ελικοειδείς ρυτίδες, ήσαν δε αύται, ούτως ειπείν, η σκιά των λέξεων, αίτινες διήρχοντο αλλά δεν εξεφωνούντο. Το στόμα διέπνεεν αντί να λαλή. Αι σκέψεις της εξητμίζοντο εις αορίστους φθόγγους και εις ανάρθρους ψιθυρισμούς, αλλ' ουδέποτε εξεφράζοντο. Ηδύνατό τις ανατέμνων τον εγκέφαλόν της να εύρη μόρια εννοιών, αλλ' ουχί ακεραίας εννοίας. Τόσον εκ της πολυχρονίου έξεως του να συστέλλη τας λέξεις είχε μεταβή κατ' αντανάκλασιν ο τοιούτος περιορισμός και μέχρι της σκέψεως, ώστε μη δυναμένη να ομιλή, δεν ηδύνατο πλέον μηδέ να σκέπτηται.»

Από τη μια η χελώνη, αυτή που δεν μιλά, αυτή που είναι κλεισμένη στο κολόβιόν της, από την άλλη αυτή που βγαίνει από το κολόβιον,  και με την τέχνη του λόγου καταφέρνει να μιλήσει και να οδεύσει προς την ελευθερία της…

Η ομιλία δηλαδή, ο λόγος, είναι το πανί της βάρκας που ελευθερώνει τη Λαλιώ. Στον αντίποδα βεβαίως της Λιαλιώς, εκτός από την Σιξτίνα που θεληματικά περιδένει το λόγο της, είναι νομίζω  η Γιάννενα στην Χτυπημένη. Πρόκειται για μια γυναίκα που ζει με τον άντρα της που δεν φαίνεται να ενδιαφέρεται για αυτήν και την πεθερά της, Η Γιάννενα, βλέπει το φάντασμα μιας Toυρκάλας αρχόντισας  στα χαλάσματα κοντά στο σπίτι τους, ταράζεται πολύ και «χτυπιέται». Χάνει την ομιλία της. Η απώλεια της ομιλίας επισφραγίζει την αδυναμία της γυναικός την παραίτηση από οποιαδήποτε ανεξαρτησία…
Το δέσιμο της ομιλίας δηλαδή, η παράλυση της γλώσσας είναι που επέρχεται με τρόπο μαγικό και εμποδίζει τη γυναίκα να ελευθερωθεί…
Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης έχει μια ιδιαίτερη αδυναμία στους τραυλούς, τους ψευδούς, τους μογιλάλους

Τα δεσίματα του λόγου, χτυπήματα ή τραυλισμοί… να θυμηθούμε  με πόση στοργή περιγράφει  εκείνος  τον γηραιό ναυπηγό τον Δημήτρη τον Κασσανδριανό,   στο Ολόγυρα στη λίμνη που διδάσκει τους νεότερους και δίνει παραγγέλματα με την παραφθαρμένη ομιλία του,
«Και έδιδε βραδύγλωσσος πολυτίμους οδηγίας εις τον πλοίαρχον, ως και εις τον πρωτομάστορην, περί πάντων των συντελούντων εις την επιτυχή ναυπήγησιν ως και την ευόδωσιν και προκοπήν του πλοίου.»
ή πώς καταπιάνεται να μεταφράζει λέξη προς λέξη τα λόγια του Μανόλη του Ταπόη στο Γουτού – Γουπατού.

Ο λόγος ως ρευστό

Να θυμίσουμε ακόμη τη γνωστή και σήμερα μεταφορά για το  λόγο ως ρευστό – που ρέει και κυλά σαν νεράκι. Τη χρησιμοποιούμε κι εμείς, τη χρησιμοποιεί και ο Παπαδιαμάντης ουκ ολίγον. Να αναφέρουμε  τα γλαφυρά παραδείγματα με το στόμα της κυρίας Μαρκόνη  «ως κρουνός ον άπαξ εξέστρεψέ τις» το στόμα βρύση, ή «χείμαρος εκ του λάρυγγος» για τις κατάρες της Εφταλουτρούς και άλλα παραδείγματα όπου μιλά για «πώμα» βούλωμα στο στόμα κάποιου ή για στόματα απύλωτα που δεν ελέγχουν δηλαδή τη ροή της ομιλίας τους.

Ο Δράκος των λέξεων ο Jabberwocky

Θα ήθελα να εκφράσω μια μεγάλη πνευματική οφειλή στον συγγραφέα της Αλίκης στη Χώρα των Θαυμάτων  τον Λιούις Κάρολ για τον χαρακτήρα του Τζάμπεργουόκυ – ένα δράκο που παρουσιάζεται σε ένα ποίημα στην αρχή του δεύτερου βιβλίου του. Στο ποίημα αυτό, που είναι ένα ποίημα – λήρος / νονσενς/χωρίς νόημα, γεμάτο λογοπαίγνια και παρεφθαρμένες λέξεις – προσφιλής συνήθεια του Κάρολ -  ο Δράκος εμφανίζεται ως ένα φοβερό ον που πρέπει να τον φοβούνται όλοι – το Φλυαρούδι  τρέμε το, τρέμε το παλικάρι – γράφει στην μετάφραση του Σωτήρη Κακίση.
Το Φλυαρούδι, της ομιλίας δηλαδή ο Δράκος είναι επίφοβος γιατί σπέρνει τη σύγχυση των γλωσσών. Κάτι σαν Δράκος της Βαβέλ…
Στην ταινία μάλιστα του Τιμ Μπάρτον η Αλίκη τον αντιμετωπίζει ως Αηγιώργης και μάλιστα όσοι θυμούνται τη σκηνή θα θυμούνται ότι του κόβει τη γλώσσα../.
Καταθέτω εδώ την πνευματική οφειλή γιατί χάρη στην ταινία και την ιδέα της δρακο(ντο) κτονίας αυτού του Δράκου – λήρου, φωτίστηκαν με άλλο νόημα και οι τρεις περιπτώσεις δρακοκτονιών που είχα συναντήσει στον Παπαδιαμάντη.  

Οι τρεις περιπτώσεις απαντώνται στα εξής διηγήματα: Στο Γουτού Γουπατού, στο Έρως – Ήρως και στο η φωνή του Δράκου

Η πρώτη περίπτωση συμβολικής δρακοκτονίας στην οποία  θα αναφερθούμε, συμβαίνει στο διήγημα "Γουτού – Γουπατού".

Πρωταγωνιστής είναι ο αγαθός μογιλάλος Μανώλης Ταπόης, ο Μανώλης το Χταπόδι, δηλαδή.
 με
«την γλώσσαν του (την) δεμένην δια γλωσσοδέτου μέχρι της ρίζης των οδόντων»
με την οποίαν επιχειρούσε να μιλήσει ο δυστυχής, με απίστευτη δυσκολία στην άρθρωση
«η φθογγολογία του ήτο περιεργοτάτη, και εν αυτή επλεόναζον τα λαρυγγόφωνα, ως και τα σκληρά και ψιλά εκ των αφώνων» που καθιστούσαν αυτήν την γλώσσα «νηπιώδη», ακατανότητον με ελάχιστους εκ των συγχωριανών του ικανούς να την καταλαβαίνουν και να την μεταφράζουν.
Η μετάφραση της γλώσσας του Μανώλη Ταπόη,  είναι χάρισμα κάποιων καλόψυχων χωρικών, ακριβώς όπως το χάρισμα του ψαρά στο «μυρολόγι της φώκιας» που μπορούσε να μεταφράσει την άφωνον γλώσσα των φωκών, των πλασμάτων που είναι τόσο κοντά στις σειρήνες και έτσι μάθαμε κι εμείς τι έλεγαν τα λόγια  στο μυρολόγι της φώκιας για την μικρή Ακριβούλα. 

Να πούμε λίγα πράγματα για τον ήρωα αυτόν, τον Μανώλη που η ιδιόμορφη εκφορά του λόγου – το δέσιμο – που δεν είναι η μόνη ιδιομορφία του, δεμένη δεν είναι μόνο η γλώσσα του αλλά και ο ίδιος, το σώμα του. Έχει και άλλες  αναπηρίες που  του στερούν – την καθ’ ολοκληρίαν ανθρώπινη ιδιότητά του.
«Το ήμισυ του ανθρώπου ήτο υγιές», γράφει ο Παπαδιαμάντης: «Ο δεξιός πους εσύρετο κατόπιν του αριστερού, δεν εκινείτο ελευθέρως. η δεξιά χειρ αν και χονδρή και δυσανάλογος, και σχεδόν παράλυτος φαινομένη, είχε τεραστίαν ρώμην. Ωμοίαζε με μάγγανον ή με οδόντας ταυροσκύλου.»

Η αναφορά στους οδόντας του χιμαιρικού όντος του ταυροσκύλου, αλλά και αργότερα η  σύγκριση της πολύ μεγάλης αγάπης, στοργής και ανησυχίας του Μανώλη για την μητέρα του – αυτή η στοργή είναι το κλειδί της δρακοκτονίας -  με αυτήν της αγάπης των τεράτων και των Αγίων για την δική τους τη μάνα, κάνει το «το ήμισυ του ανθρώπου» να ακούγεται σαν «ήμισυ ανθρώπου»:
«Δια να σωθεί τις από τους οδόντας της Σκύλλης, τον παλαιόν καιρόν, έπρεπε να επικαλεσθεί την μητέρα του τέρατος. «Αυδάν δέ Κραταιίν, μητέρα της Σκύλλης, η μιν τέκε πήμα βροτοίσιν».
Εις τους καθ’ ημάς χρόνους, όσοι επικαλούνται τον Άγιον Φανούριον, οφείλουν να λέγουν: «Θεός σχωρέσ’ την μητέρα του Αγίου Φανουρίου! Θεός σχωρέσ' την!» Η σύμπτωσις μαρτυρεί απλώς πόσον κοινή είναι η προς την μητέρα φιλοστοργία, και εις τους Αγίους και εις τα τέρατα.»

Παρά την χιμαιρική του κατάσταση, και την τερατώδη μορφή του, δεν είναι ο Μανώλης ο Δράκος, αλλά το θύμα του Δράκου.
Δράκος είναι άλλος: είναι το
ο θεριό της βρύσης ο Τσηλότατος

Η ταύτιση του Τσηλότατου με τον Δράκον αποκαλύπτεται  κατ’ αρχήν από τη δράση του, που αποτελούσε μάστιγα:

«Εις την Επάνω Ενορίαν, εκεί άνωθεν του Βράχου, εβασίλευεν ο φοβερός Τσηλότατος. Ήτο υψηλός, όσον και ο Βράχος εφ’ ου είχε τον  θρόνον του, σγουρομάλλης, ακτένιστος, ξεσκούφωτος, ξυπόλυτος, και αποτρόπαιος.[…]. Άδειαν δεν είχε παιδί ή νέος ή γέρος να περάσει απ’ εκεί σιμά εις τον Βράχον, εξουσίαν δεν είχε γριά ή νέα να πάγει εις την βρύσιν με την στάμναν της. Ήτο ως δεκαεπτά ετών και ήτο φοβερός σκιάς ήδη. Εφορολόγει τας γραίας, τας οικοκυράς, τας πτωχάςχήρας..» 

Αποτελεί μάστιγα αλλά και ταυτίζεται σαφέστατα με τον Δράκο:

«Είχεν ακούσει τους παλαιούς μύθους δια τα θεριά, τα οποία εφώλευαν σιμά εις την βρύσιν, από την οποίαν υδρεύετο το χωρίον. Εάν επέζη ώστε να γίνη είκοσιν ετών, εμελέτα να επιβάλει εις τους κατοίκους, ως ετήσιον φόρον, ένα κορίτσι τουλάχιστον. Και ο Σουλτάνος, καθώς ήκουσε να λέγουν, μίαν φοράν παντρεύεται τον χρόνον»

Ο Τσηλότατος, το θεριό της βρύσης, ο Δράκος και ο κυλός, χωλός και μογιλάλος Μανόλης, που θα καταφέρει χάρη στην συνδρομή ενός παιδιού που εγνώριζε την γλώσσα του και  και θυμήθηκε την οδηγία που του είχε δώσει: «Άα γης Τότατο μάμι μίμι, έα ντά, χέι το αό χέι.» Οδηγία ακολουθούμενη από την Παπαδιαμαντική μετάφραση:  (Τουτέστιν· άμα ιδείς τον Τσηλότατο να κοντεύει να με κάμει ψοφίμι, έλα κοντά να μου βάλεις το χέρι αυτό (το αριστερό) εις τον 
 καρπόν του άλλου χεριού (του δεξιού).)
Η επίκληση του ονόματος της μητρός  και νίκη κατά του δράκου εντός
Ετσι, ο Μανώλης ο Ταπόης, (Αη Γιώργης)  καταφέρνει να νικήσει τον Τσηλότατο (Δράκο) και θα τον είχε πνίξει από το σφίξιμο του χεριού – μέγγενης, αν κάποιος δεν τον ξεγελούσε λέγοντάς του ότι κινδυνεύει η μάνα του…

Η μάστιγα, ο τρόμος και ο εκφοβισμός, η ομοιότητα με τα μυθικά πνεύματα των πηγών, καθιστούν τον Τσηλότατο Δράκο, ενώ ο Μανώλης,  είναι ο ήρωας - θύμα, που τον αντιμετωπίζει οριστικά, εκτός από τις άλλες φορές που προστατεύει τα μικρά παιδάκια από τον εκφοβισμό της συμμορίας του. Εκτός από την στέρηση της γλώσσας και της λαλιάς του, βλάβη που συνυπάρχει ανεξήγητα με την παρουσία του "δράκου" και που επί τούτου ως  παιχνιώδες κρύψιμο του νοήματος υπάρχει και στο Jabberwocky, έχει ο ίδιος ζωώδεις – τερατώδεις ιδιότητες – το όνομα Χταπόδι, το χέρι του ταυρόσκυλου και υπεράνθρωπη δύναμη – άλλος δράκος και αυτή – στην οποία επιβάλλεται με την φιλοστοργία προς την μητέρα του, αφού αφήνει τον εαυτό του να εξαπατηθεί…
Νίκη δηλαδή κατά του δράκου του εκτός και κατά του δράκου του εντός…

O  ένδον Δράκος και ο Ήρως Γιωργής

Εδώ ο ο Αη Γιώργης και ο Δράκος ταυτίζονται. Είναι το ίδιο πρόσωπο, είναι ο νεαρός ο Γιωργής της Μπούρμπαινας και η δρακοκτονία συνίσταται στο ότι  καταφέρνει να υπερνικήσει το θηρίο εντός του, τον θυμό, την οργή του και την επιθυμία να διαπράξει φόνο, όταν μαθαίνει ότι οι νεόνυμφη  την οποία πρέπει να περάσει απέναντι με τη βάρκα του με τον άντρα της  είναι η πρώτη του αγάπη, ο παιδικός του έρωτας η Αρχοντούλα…

Το όνομα της κοπέλας Αρχοντούλα – Αρχοντοπούλα  ανακαλεί την ιστορία της μάστιγας, του φόρου προς το δράκο, το υγρό στοιχείο δεν εμφανίζεται  εδώ με μορφή πηγής, αλλά σαν  θαλάσσιο πέρασμα το οποίο φυλά με τη βάρκα του ο Γιωργής, ο Αηγιώργης της ιστορίας που είναι και Δράκος.
Παρομοιάζεται σαφέστατα με δράκον, από την αρχή του διηγήματος. 
 
«Εξαπλωμένος επάνω εις την πρύμνην, με μίαν βελέντζαν τυλιγμένος, βωβός, ακίνητος, με ανοικτά τα όμματα, σπινθηρίζοντα εις το σκότος, ωμοίαζε με τον δ ρ ά κ ο ν του παραμυθιού κατά τούτο, ότι εκοιμάτο με ανοικτόν το όμμα» 
Η εξωτερική ταύτιση με τον Δράκο, που αργότερα, όπως εξελίσσεται η αφήγηση μετατρέπεται σε ισχυρότατη εσωτερική σύγκρουση και αιματηρή πάλη αν θα βυθίσει ή όχι τη βάρκα με τους νεόνυμφους:

«Διατί κοιμάται; Πώς αγρυπνεί; Πώς μένει εξαπλωμένος; Και δεν εξέρχεται πνοή και στεναγμός από το στόμα του, και το όμμα του εκαρφώθη εκεί απλανές, και ζη, και δεν ζη, ενδόμυχον ζωήν; Τί σκέπτεται; Σκέψις χρειάζεται; Όχι, δράσις. Να σηκωθή... Να πηδήση... Να τρέξη... να πετάξη... Ν' αναβή τον βράχον, σκαλοπάτια-σκαλοπάτια, στενούς δρομίσκους, λιθόστρωτα... Να φθάση εκεί επάνω... Να χυθή, να ορμήση... Να τους ταράξη. Να τους θαλασσώση... Να επίβάλη χείρα εις την νύφην, οπού στέκει στολισμένη και καμαρώνει. “Έλα εδώ, συ!”... Να την αρπάξη... Να την σηκώση ψηλά... Να την κατεβάση, κάτω από την σκάλαν... θα εξαφανισθούν... θα μείνουν απολιθωμένοι... θα τον νομίσουν διά τρελόν...»

Και να το δέσιμο του λόγου, που προκαλεί   η παρουσία του Δράκου με τον οποίο αναμετράται. Αυτός είναι που του επιβάλει επίσης δεσμεύσεις στην έκφραση και στο λόγο:

«Και όλα του εφαίνοντο ασυνάρτητα, ακατάληπτα και βόμβος άναρθρος ήχει εις τα ώτα του. Δι αυτόν δεν υπήρχε πλέον άσμα ούτε φθόγγος ούτε ήχος, ικανός να εκφράση το τι υπέφερε

Η σύγκρουση του Γιωργή Ήρωα με τον Γιωργή Δράκο, φτάνει σε δραματική κορύφωση, όταν στην φαντασία του καταπληγωμένος, «αφρίζων, αιματωμένος, άγριος, θ' απαντά εις τα κτυπήματα των λυσσασμένων» και εν τέλει διευθετείται, όπως και εις την περίπτωση του Μανώλη Ταπόη με  μια ειρήνευση, αφού και πάλι η μορφή της μητέρας του θέτει τέρμα στην νοερή σπαρακτική αντιπαράθεση και ο φόνος αποφεύγεται:
«Έξαφνα είδε νοεράν οπτασίαν, την μορφήν της μητρός του της Μπούρμπαινας, εναέριον, παλλομένην. Ετράβα τα μαλλιά της κλαίουσα και του έλεγε: “Αχ! γυιέ μου! γυιέ μου! Τ' είν' αυτό που θα κάμης; ”Έκαμε κρυφά το σημείον του σταυρού επί της καρδίας, από μέσα από το υποκάμισον του. Ενθυμήθη και είπε τρεις φορές το “Κύριε Ιησού Χριστέ”, οπού του το είχε μάθει, όταν ήταν μικρός, η μήτηρ του, και αυτός έκτοτε το είχε ξεχάσει. Είπεν: “Ας πάγη, η φτωχή, να ζήση με τον άνδρα της! Με γεια της και με χαρά της!”»
Ο Γιωργής λοιπόν διεξάγει νίκη κατά του εσωτερικού θηρίου με μια έσωθεν επίκληση της μητρικής στοργής, των αναμνήσεων και των χειρονομιών που του είχε διδάξει η μητέρα του…
(Η έξωθεν επίκληση της μητέρας εν κινδύνω, έστω και ως ψευδολογία ήταν που απέτρεψε και συγκράτησε τον Μανώλη από το να κάνει ένα μοιραίο φονικό.)  Το ίδιο και τώρα…
Η επίκληση της μητρός αποτρέπει το κακό.
Σαν να αντιστρέφονται οι ρόλοι δηλαδή, και αντί ο ήρωας να τρέχει να σώσει την αρχοντοπούλα από το θηρίο, η μητέρα του, η θηλυκή του πλευρά σώζει τον ίδιο από την ανεξέλεγκτη εκδήλωση του θυμού του. Η Μητέρα – ίσως με την μορφή της Παναγίας «εναέριος, παλλομένη» στο όραμα είναι που νικά τον Δράκο…

Ο Δράκος και η φωνή του

Ο τρίτος ήρωας του Παπαδιαμάντη που συγκρούεται με τον Δράκο είναι ο Κώτσος, ένα παλικαράκι που η κακή του τύχη, τα κουτσομπολιά του χωριού και ο κακός υπολογισμός των ημερών κυήσεως έκαναν τον ναυτικό πατέρα του να αμφιβάλει για την εντιμότητα της μάνας του και να τους εγκαταλείψει…
Ο μικρός μεγαλώνει με την μητέρα του και την αδελφή της. Τα τεχνάσματα και οι  παραπλανήσεις του λόγου έρχονται στο προσκήνιο της ιστορίας από την αρχή, όταν ο μικρός προσπαθεί να μάθει τι σημαίνει «μούλος» που τον φωνάζουν τα παιδιά και οι απαντήσεις που παίρνει είναι

«-Να! σε βλέπουν, βρε συ, που είσαι ξανθός… κι επειδή τάχα, απ’ την τρίχα σου, τους φαίνεται να μοιάζεις σαν μουλαράκι… γι’ αυτό σε φωνάζουν έτσι δα…»
 ή
«-Όπως της Μπουλίνας το γιο, που είναι κοκκινομάλλης, τόνε λένε Κοκκίνη… Και το Γιώργη της Μελάχρως, που είναι μαύρος, τόνε φωνάζουνε Αραπάκη… Κατάλαβες τώρα
Το ότι η επικράτεια του λόγου είναι ασταθής, κάτι  που θα φανεί  πολύ καθαρά, αργότερα με τις ιδιότητες της Δρακοσπηλιάς,  εκδηλώνεται σαν επικρεμάμενος κινδυνος, με την μορφή κατάρας:
«-Το στόμα τους να πιαστεί!… να βγάλουν τη φάγουσα], ναι! ήρχισε να καταράται ταπεινή τη φωνή, ελθούσα εις επικουρίαν της αδελφής της, η Κρατήρα
Από αυτό, από την βωβότητα και το "χτύπημα" κινδυνεύει όποιος περάσει έξω από την σπηλιά του Θηρίου, την Δρακοσπηλιά, από όπου ακούγεται μια μυστηριώδης βοή. Το πιάσιμο του στόματος, το χτύπημα, το δέσιμο του λόγου είναι ένας αρχέγονος φόβος που προκαλείται από το στοιχειό, τον Φύλακα των Νερών και της Φωνής…
«Η οπή εντός του βράχου ανήρχετο εις διάστημα πολλών οργιών, ως ελέγετο, εις το κοίλον του βράχου και απέληγεν εις την κορυφήν όπου είχε διέξοδον. Ελέγετο ότι εκεί μέσα ενεφώλευε τον παλαιόν καιρόν ένας Δράκος, όστις έκρυπτεν εκεί θησαυρούς, τους οποίους εφύλαττον και  έβοσκον την νύκτα διάφοροι Αράπηδες, σκλάβοι του.
   
 Τριγύρω εις τα ερείπια έβγαιναν την νύκτα όχι ολίγα στοιχειά, εξωτικά και κρούσματα. Από την θέσιν των ερειπίων ήρχιζεν έν ρεύμα, στενόν, σύσκιον, το οποίον κατήρχετο βαθύ κάτω εις την κοιλάδα και εντός του ρεύματος, ολίγον παρακάτω από τα ερείπια, υπήρχε μία κρήνη παλαιά, εις την ρίζαν γηραιού δένδρου, μ’ ένα τάσι δεμένον δι’ αλύσεως εις κρίκον επί του γηραιού κορμού∙ εκαλείτο κοινώς το Κρύο Πηγάδι, ήτον δε κρύο όχι μόνον το νερόν, εκ του οποίου πολλοί δεν έπινον, λέγοντες ότι ήτον στοιχειωμένο, αλλ’ ο υγρός αήρ, το περιβάλλον και το σύσκιον και σκοτεινόν της μικράς κλεισωρείας. Πολλαί γραίαι, από τας πρωτινάς, όσαι είχον γεννηθεί περί τας αρχάς του αιώνος, όταν ήσαν αναγκασμέναι να διέλθωσιν από το στενόν τούτο, συνήθιζαν να χαιρετούν την παλαιάν κρήνην διά συνθηματικής ρήσεως:
   
 -Χαίρε και συ, Κρύο Πηγαδάκι με το ζώδιό σου!
   
 Μερικαί έλεγον «καημένο Κρύο Πηγάδι», και άλλαι τινές έλεγον ευφημότερον «Καλό Πηγάδι, με το ζώδιό σου!» Όλος ο τόπος τριγύρω, τα ερείπια και το ρεύμα, έβριθεν από νεράιδες την ημέραν, εμυρμηκία την νύκτα από στοιχεία και φαντάσματα.
   
 Εις το Κρύο Πηγάδι πολλοί διηγούντο ότι είχον ιδεί να κάθεται πλησίον ένας Αράπης, με την τσιμπούκα του. Διάφορα πλάσματα, χωριατόπουλα, τσομπανόπουλα και βοσκοπούλες, είχαν «χτυπηθεί» διότι ευρέθησαν εις κακήν ώραν σιμά στο Κρύο Πηγάδι. Η Καμπαναχμάκαινα, ποιμενίς προβάτων, και μήτηρ δέκα παιδιών, είχε πάθει την νύκτα από αφωνίαν και παραλυσίαν.» 
Ο Δράκος, η πηγή του νερού, και η αφωνία και παραλυσία…το πλήγμα το οποίο επιφέρει στα θύματά του…

Ο μικρός Κώτσος, αποφασίζει να αντιμετωπίσει τον Δράκο και να μπει στην σπηλιά…Και βεβαίως, δέχεται την επίθεση από τον Δράκο τον ένδον, εφόσον  η βουή, η φωνή του Δράκου τον φωνάζει με την χειρότερη προσφώνηση που θα μπορούσε να ακούσει:

«Συγχρόνως ο Κώτσος ήκουσεν, ή του εφάνη ότι ήκουσε, μίαν βοήν υποχθόνιον, υπόκωφον φωνήν, ήτις ήρχετο αγρία από τα βάθη του σπηλαίου.    Η φωνή του εφάνη ότι έλεγε:
   
 -Μού…λο! Μού…λο!
   
 Λοιπόν, ως και τα φαντάσματα ήξευραν την δυστυχίαν του! Λοιπόν και τα ξωτικά όλα εγνώριζαν το τρωτόν μέρος του! Και ο Δράκος διά της φωνής του επεκύρωνε τας φωνάς των μοθχηρών παιδίων!»
Την συντριβή του Κώτσου από την φωνή του Δράκου, τον Δράκο μέσα του, αποτρέπει και πάλι η καλόγνωμη Κρατήρα, που το όνομά της έχει το μητρικό σχήμα του Δοχείου. Η Κρατήρα είναι  σημαίνουσα μητρική μορφή για τον Κώτσο μια και αυτή εμφανίζεται κυρίως δυναμικά και όχι η μητέρα του στην ανατροφή του. 
Η θεία του  λοιπόν εκλογικεύει το πλήγμα, και θεραπεύει την ψυχή του αγαπημένου της ανεψιού:
«Η Κρατήρα ησθάνθη πόνον και συγχρόνως εγέλασε. Ήρχισε να εξηγεί εις τον ανεψιόν της:    -Άμα αποκοτήσει κανείς και πάει στη Σπηλιά του Δράκου, νύχτα, μεσάνυχτα, αυτά θ’ ακούσει… Λένε πως η βοή εκείνη της Σπηλιάς έχει ένα ιδίωμα, να ξαναλέει στον άνθρωπο ό,τι καημό έχει στη ζωή του… Κείνο που του πονεί του καθενός, το λέει, τάχα με ανθρώπινη φωνή. Τ’ άκουσα που το έλεγαν οι παλαιοί, μα τώρα σ’ αυτά τα χρόνια δεν θα πήγε κανένας να μπει μες στη Σπηλιά. Εσένα σου φάνηκε πως άκουσες «Μούλο!» Αν επήγαινα εγώ μες στη Δρακοσπηλιά, θα μου εφαίνετο πως ακούω «το χρέος! το χρέος!», κείνον τον καημό που έχω. Αν επήγαινε η μάννα σου, θα έκαναν τ’ αυτιά της πως ακούει «το παιδί! το παιδί!» κι αν επήγαινε ο προκομμένος ο πατέρας σου, θ’ άκουε μια φωνή «το μέτρημα! το μέτρημα!» Αυτό είναι η φωνή του Δράκου

Γινόμαστε μάρτυρες δηλαδή και για τρίτη φορά της επικουρίας ώστε να νικηθεί κατά κράτος ο Δράκος, από μια μητρική μορφή, πολύ σημαντική για τον ήρωα…

Και τελειώνω με μια άγνωστη στους περισσότερους αναφορά στον Αη Γιώργη και στη δύναμη των λέξεων  από τον Παπαδιαμάντη
Ο Παπαδιαμάντης, αναφέρεται στο πανηγύρι του Αγίου Γεωργίου, στον ναίσκο του Αγίου Γεωργίου και στη μορφή του ως στρατιωτικού Αγίου με τη στολή του και σε πλήρη εξάρτυση στην Παναγία την Γλυκοφιλούσα. Αποφεύγει να αναφερθεί στην δρακοκτονία. Αντιθέτως, σε  ένα άρθρο του στην εφημερίδα Ακρόπολη, κάνει κριτική στην εκκλησία για την χαλάρωση του θρησκευτικού συναισθήματος και  γιατί δεν ενημερώνει τους πιστούς για τον Μεγαλομάρτυρα Γεώργιο τον Τροπαιοφόρο. Αναφερόμενος δε στο  βίο του σύμφωνα με τους συναξαριστές, δεν είναι η δρακοκτονία αυτό που επιλέγει να πει αλλά το συμβολικό της ισοδύναμο, μια παράδοξη νίκη του κατά της αλαλίας:
 «Μια ημέρα ο άγιος εισελθών εις ναό ειδώλων παρόντος πολλού πλήθους λαού, απηυθύνθη προς εν των εκεί ξοάνων και είπε·
    «Λάβε ανθρωπίνην φωνήν και ειπέ εις τους ανθρώπους τούτους, εάν τα είδωλα εισί θεοί και αξίζωσι να λατρεύονται». Εις την διαταγήν του αγίου το λίθινον ξόανον έλαβε αμέσως λαλιάν ανθρώπου και ωμολόγησεν ότι τα είδωλα είναι ανάξια λατρείας και ότι μόνον ο Ιησούς είναι ο αληθινός Θεός. Συν τοις λέξεσι ταύταις άπαντα τα αγάλματα του ναού πεσόντα αυτομάτως συνετρίβησαν, όλος δε ο εκεί συνηθροισμένος κόσμος επίστευσεν εις Χριστόν.»


Σας ευχαριστώ

Πόλυ Χατζημανωλάκη

Δεν υπάρχουν σχόλια: