Για το βιβλίο του Σωτήρη Ρούσσου «Επανάσταση και εξέγερση στη Μέση Ανατολή» (εκδ. Gutenberg). Στην κεντρική εικόνα, φωτογραφία της Rana Javadi (1979).
Γράφει ο Γιώργος Σιακαντάρης
πηγή: https://bookpress.gr/images/2020/bp-logo-site.png
Αυτό το βιβλίο αναδεικνύει δυο μεγάλες στιγμές του αραβικού και μουσουλμανικού κόσμου. Μια πολύ καλά μελετημένη ιστορική Επανάσταση, όπως ήταν η Ιρανική του 1979, και μια λιγότερο μελετημένη, όπως η Μεγάλη Αραβική Εξέγερση του 1936. Γιατί να διαβάσουμε αυτό το βιβλίο; Πρώτον, γιατί είναι η πρώτη μονογραφία γραμμένη στα ελληνικά που ασχολείται με δυο γεγονότα που συγκλόνισαν τον κόσμο της Μέσης Ανατολής. Δεύτερον, γιατί αυτό το βιβλίο συμβάλλει στην κατανόηση αυτού του κόσμου πέρα από τις κοινοτοπίες και τις ισλαμοφοβικές προσεγγίσεις που πλημμυρίζουν τα ΜΜΕ. Τρίτον, γιατί η γραφή του είναι επιστημονικά άρτια και, τέταρτο και σπουδαιότερο, γιατί ο αναγνώστης του θα συναντήσει όλο το πολιτικό, πολιτισμικό και ταξικό κλίμα που οδήγησε στην Αραβική Εξέγερση και στην Ιρανική Επανάσταση. Ειλικρινά, έμεινα εντυπωσιασμένος όχι μόνο από τον πλούτο των γεγονότων με τα οποία δένει την ιστορική του αφήγηση ο συγγραφέας, αλλά και με το βάθος και την έκταση των κοινωνικών στοιχείων με τα οποία αναστοχάζεται τα αίτιά τους.
Ειλικρινά έμεινα εντυπωσιασμένος όχι μόνο από τον πλούτο των γεγονότων με τα οποία δένει την ιστορική του αφήγηση ο συγγραφέας, αλλά και με το βάθος και την έκταση των κοινωνικών στοιχείων με τα οποία αναστοχάζεται τα αίτιά τους.
Υπάρχει όμως και ένα πέμπτο στοιχείο που μας προτρέπει στην ανάγνωση αυτού του βιβλίου. Ο συγγραφέας Σωτήρης Ρούσσος ως διεθνολόγος, καθηγητής Διεθνών Σχέσεων και Θρησκείας στη Μέση Ανατολή, με πολλά βιβλία στο ενεργητικό του γι’ αυτά τα θέματα, συνδέει τα δυο μείζονος σημασίας γεγονότα με τις περιφερειακές εξελίξεις και με τις αλλαγές στο διεθνές σύστημα σχέσεων του αραβικού κόσμου με τη Δύση αλλά και τον Ανατολικό Κόσμο. Το πώς δηλαδή οι εμφύλιες διαμάχες στη Μέση Ανατολή μετατράπηκαν σε περιφερειακές συγκρούσεις και από εκεί το πώς αυτές επηρέασαν τον ανταγωνισμό μεταξύ των Μεγάλων Δυνάμεων, δυο διαφορετικών εποχών μεταξύ τους, όπως οι παραμονές του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και αυτή του Ψυχρού Πολέμου. Δυο γεγονότα που διαμόρφωσαν την απαρχή της αραβο-ισραηλινής διαμάχης. Η μελέτη αυτή, αν και υιοθετεί μια μακροσκοπική προσέγγιση, δεν αγνοεί τη σημασία της καθημερινότητας στο να γεννά Επαναστάσεις και Εξεγέρσεις.
Η παλαιστινιακή Εξέγερση (1936-1939)
Η Εξέγερση στην Παλαιστίνη έχει τα χαρακτηριστικά μιας κοινωνικής και ταξικής αντιπαράθεσης και όχι μιας θρησκευτικής. Είναι μια αγροτική εξέγερση που επιχείρησε να αναδιανέμει τη γη και να αποτρέψει την εγκατάσταση εβραίων στην περιοχή, όπως προέβλεπαν τα κατά σειρά βρετανικά σχέδια, τα οποία απορρίπτονταν και από τις δυο πλευρές. Επομένως, κατά τον συγγραφέα, εδώ έχουμε να κάνουμε με μια κοινωνική αλλά και με μια εθνικοαπελευθερωτική εξέγερση. Αυτή θα έχει σημαντικές επιπτώσεις σε όλη τη Μέση Ανατολή και θα επιδράσει σε όλη την επικράτεια της Βρετανικής Αυτοκρατορίας. Ο συγγραφέας παρακολουθεί το πώς η προσπάθεια για οικονομική και εμπορική ενσωμάτωση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στον δυτικό κόσμο άνοιξε τον ασκό του Αιόλου στις εθνικές και εθνοτικές διαφορές μεταξύ των λαών της Αυτοκρατορίας. Η πτώση της Αυτοκρατορίας και οι μετέπειτα απαιτήσεις για διοικητικό εξορθολογισμό στα υποτελή σε Μεγάλη Βρετανία (Ιράκ) και Γαλλία (Συρία) κράτη που προέκυψαν από τους ανερχόμενους εθνικισμούς οδηγούσαν στην ανάγκη μεταρρυθμίσεων. Αντί όμως αυτές να γίνουν προς το συμφέρον των φτωχότερων και των ακτημόνων αγροτών έγιναν προς το συμφέρον των μεγάλων γαιοκτημόνων, οι οποίοι αποτελούσαν όχι μόνο την οικονομική αλλά και την πολιτική ελίτ. Με τον Κώδικα περί Γαιών (1858) έμποροι των πόλεων από τη Βηρυτό, τη Χάιφα και τη Γάζα αγόρασαν εκτάσεις γης που παλαιότερα καλλιεργούσαν ακτήμονες Παλαιστίνιοι.
Η Βρετανική Εντολή για την Παλαιστίνη δεν άφηνε χαραμάδες για πλήρη ανεξαρτησία της Παλαιστίνης, όπως άφηνε για τη Συρία, το Ιράκ και την Υπεριορδανία.
Από την άλλη, ο εβραϊκός αποικισμός δημιούργησε κατάσταση ασφυξίας για τους Άραβες Παλαιστίνιους. Από τη μια διαμορφώνεται μια παλαιστινιακή εθνική ταυτότητα και τα πρώτα κύματα του αραβισμού και από την άλλη υπάρχει η αλιγιά, η πρώιμη μετανάστευση δηλαδή των εβραίων στην Παλαιστίνη. Αυτή η μετανάστευση και το ειδικό ενδιαφέρον των Μεγάλων Δυνάμεων για έλεγχο των Αγίων Τόπων οδήγησαν στην εθνική κινητοποίηση των Αράβων. Ο συγγραφέας με επιστημονική προσήλωση αναλύει τις επιπλοκές που προέκυψαν κατά τη φάση της λεγόμενης Βρετανικής Εντολής, το συνδεόμενο και αντιπαρατιθέμενο σ’ αυτήν σιωνιστικό πρόγραμμα και τις παλαιστινιακές αντιδράσεις μέχρι το 1936 και την πρώτη Μεγάλη Εξέγερση. Η Βρετανική Εντολή και το σιωνιστικό πρόγραμμα ταυτίζονταν στα μάτια των Αράβων. Η Βρετανική Εντολή για την Παλαιστίνη δεν άφηνε χαραμάδες για πλήρη ανεξαρτησία της Παλαιστίνης, όπως άφηνε για τη Συρία, το Ιράκ και την Υπεριορδανία. Η αναδιανομή της γης, η αλιγιά και οι παρεμβάσεις των Μεγάλων Δυνάμεων είχαν στρώσει τον δρόμο στην Παλαιστινιακή Εξέγερση, προοίμιο της οποίας ήταν η δράση του σεΐχη Ιζ αλ-Ντιν αλ-Κασάμ. Το περιβάλλον του αλ-Κασάμ ήταν -με αντιφάσεις- αυτό του εκσυγχρονιστικού ισλάμ. Επιστροφή στις ρίζες του ισλάμ από τη μία, αλλά και προσπάθεια αναβίωσης του ανοικτόμυαλου πνεύματος που το διαπερνούσε κατά τους αιώνες του χαλιφάτου των Ομεϋαδών (Δαμασκός 661-750) και των Αββασιδών (Βαγδάτη 750-1258).
Οι δυο φάσεις της Εξέγερσης
Η Μεγάλη Αραβική Εξέγερση διακρίνεται σε δυο φάσεις. Η πρώτη και συντομότερη κράτησε από τον Απρίλιο του 1936 έως τον Οκτώβριο του ίδιου έτους. Αυτή κυριαρχείται από μια γενική απεργία, τον πρωταγωνιστικό ρόλο νέων ακτιβιστών και τις σποραδικές ένοπλες συγκρούσεις, μια εκ των οποίων οδήγησε στον θάνατο του αλ-Κασάμ. Η δεύτερη ξεκίνησε το φθινόπωρο του 1937 και κράτησε δυο χρόνια ως το φθινόπωρο του 1939. Σημαδεύτηκε από ένοπλες συγκρούσεις στην ύπαιθρο, όπου πρωταγωνιστικός ήταν ο ρόλος των ένοπλων ομάδων και οπλαρχηγών και η μείωση της δύναμης των μέχρι τότε πανίσχυρων προκρίτων. Ενώ ξεκίνησε ως μια εξέγερση για τα δίκαια του αραβικού έθνους και των φελάχων, η συμπερίληψη σ’ αυτή μόνο του μουσουλμανικού πληθυσμού, την αναδιατύπωσε ως τζιχάντ σύμφωνα με το υπόδειγμα του αλ-Κασάμ. Μάλιστα σε πολλές περιπτώσεις οι εξεγερμένοι επέβαλλαν και σκληρούς ισλαμικούς κανόνες στην κοινωνική συμπεριφορά, ιδίως των γυναικών. Από την άλλη, οι Εβραίοι την είδαν ως μάχη του πολιτισμού κατά της βαρβαρότητας. Η αντίδραση των Βρετανών στην πρώτη φάση ήταν σχετικά ήπια, αλλά την δεύτερη την ακολούθησε μια βίαιη καταστολή.
Η Εξέγερση δεν κατάφερε να μετατραπεί σε Επανάσταση. Είχε όμως τεράστια επιρροή και διεθνή αντίκτυπο.
Η Αραβική Εξέγερση είχε ουσιαστικά αγροτικό χαρακτήρα, αλλά την ακολούθησαν και τα νεότερα, μορφωμένα μέλη των μεσαίων στρωμάτων και πολλοί δάσκαλοι και ποιητές. Επηρεάστηκε από τις ιδεολογίες του αραβισμού εντός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας του 19ου αιώνα, τον αραβικό εθνικισμό των προκρίτων, τον ριζοσπαστικό λόγο των διανοούμενων και των ακτιβιστών των αστικών κέντρων και τον θρησκευτικό εθνικισμό του αλ-Κασάμ. «Ήταν μια συμμαχία των φτωχών εσωτερικών μεταναστών των πόλεων, υπερχρεωμένων και ακτημόνων αγροτών και νέων ακτιβιστών των αστικών κέντρων» (σ. 117). Και απέτυχε γιατί δεν υπήρχε οργανωμένο κέντρο συντονισμού ούτε ενιαίο αντάρτικο, επειδή οι πρόκριτοι ήταν χωρισμένοι σε δυο μεγάλες αντίπαλες οικογένειες, αλλά κυρίως γιατί οι Βρετανοί ήταν πανίσχυροι. Η Εξέγερση δεν κατάφερε να μετατραπεί σε Επανάσταση. Είχε όμως τεράστια επιρροή και διεθνή αντίκτυπο. Απελευθέρωσε το τζίνι του αιτήματος για αντιαποικιακό αγώνα στην Αίγυπτο, το Ιράκ και τη Συρία, ενώ ενίσχυσε και τους Αδελφούς Μουσουλμάνους της Αιγύπτου. Με δυο λόγια, ριζοσπαστικοποίησε τον θρησκευτικό εθνικισμό των απανταχού Αράβων και έθεσε την απαρχή του Παλαιστινιακού.
Η ισλαμική Επανάσταση στο Ιράν
Πολύ διαφορετικό χαρακτήρα είχε η Επανάσταση στον Ιράν τον Δεκέμβριο του 1979. Ο συγγραφέας μας ξεναγεί αρχικά στην ιστορία του Ιράν στον 20ο αιώνα. Ξενάγηση απαραίτητη για να κατανοήσουμε πως η χώρα έφτασε στην Ισλαμική Επανάσταση. Οι διαδοχικές ήττες από τους Ρώσους και τους Βρετανούς τον 19ο αιώνα είχαν οδηγήσει το Ιράν σε μια σειρά ταπεινωτικών συμφωνιών για εμπορικές διευκολύνσεις των νικητών. Η εισχώρηση ξένων εταιρειών και προϊόντων διέλυσε την εγχώρια παραδοσιακή οικονομία. Ο 19ος αιώνας αποτέλεσε μια περίοδο επανάστασης στο χώρο των ιδεών και της εμφάνισης μιας πλειάδας διανοούμενων. Έτσι μέσα στον 19ο αιώνα ξέσπασαν δυο επαναστάσεις στη χώρα, το χιλιαστικό θρησκευτικό κίνημα Μπάμπι (1844-1852) και η Εξέγερση του Καπνού (1890-1891). Το Ιράν μετατρεπόταν σε μια χώρα που η ισχυρή παρουσία των σιιτών ουλεμάδων αμφισβητούσε από την αρχή του 20ου αιώνα τη νομιμοποίηση της εξουσίας των βασιλέων. Η μόνη παραχώρηση των ουλεμάδων προς τη βασιλική εξουσία ήταν πως αυτή μπορούσε να νομιμοποιηθεί μόνο στο όνομα της προσωρινής άσκησης της εξουσίας μέχρι την επιστροφή του κεκρυμμένου δωδέκατου ιμάμη στα εγκόσμια. Και αυτά αφορούν μια χώρα που στις αρχές του αιώνα το 50% του πληθυσμού ήταν κολίγοι στους μεγάλους γαιοκτήμονες-προκρίτους. Αυτές οι δυο εξελίξεις προανήγγειλαν τη Συνταγματική Επανάσταση του 1906 και έφεραν στην εξουσία ένα νέο σάχη, τον Μοχαμάντ Αλί Κατζάρ. Ένα Σύνταγμα που επηρεάστηκε πολύ από τους ουλεμάδες, αφού το σιιτικό ισλάμ ανακηρύχθηκε επίσημη θρησκεία.
Η προσπάθεια του Κατζάρ λίγο αργότερα να καταργήσει αυτές τις αλλαγές, οδήγησε στην ένοπλη εξέγερση στην Ταμπρίζ, στην παραίτησή του υπέρ του ανήλικου γιου του. Τελικά «η Συνταγματική Επανάσταση ήταν μια διαδικασία εκδυτικισμού της χώρας, παρά τις σημαντικές πρόνοιες για την πρωτοκαθεδρία του σιιτικού ισλάμ (σ. 159). Το 1921 ο στρατηγός Ρεζά Σαχ εκδίωξε τους Κατζάρ και ανήλθε στον θρόνο ως Ρεζά Σαχ Παχλαβί. Ο Ρεζά Σαχ έστρεψε το ενδιαφέρον του στην εκμετάλλευση των πετρελαίων και προσπάθησε να διαμορφώσει μια ενιαία ιρανική εθνική συνείδηση. Κυρίαρχοι όμως στην πολιτική ζωή της χώρας για τα επόμενα σαράντα χρόνια παρέμειναν οι μεγάλοι γαιοκτήμονες. Η πολιτική του αυταρχικού εκσυγχρονισμού που άσκησε οδήγησε στη δημιουργία δυο ισχυρών αντιπολιτευτικών πόλων. Αφενός μια ομάδα φιλελεύθερων πολιτικών και από την άλλη οι ουλεμάδες. Ο Ρεζά Σαχ κράτησε την εξουσία μέχρι το 1941 και εκδιώχθηκε από τη βρετανο-σοβιετική εισβολή. Τον διαδέχθηκε ο γιός του, Μοχαμάντ Ρεζά Παχλαβί.
Οι αυταρχικές πολιτικές του σάχη και οι διώξεις, ιδιαίτερα της περιβόητης μυστικής υπηρεσίας SAVAK, κατά της αντιπολίτευσης απογοήτευσαν την ιρανική κοινωνία των πολιτών.
Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο σχηματίστηκε μια αντιπολίτευση των ουλεμάδων της οργάνωσης Μουτζαχεντίν ε- Ισλάμ υπό τον Αγιατολλάχ Αμπούλ Κάσεμ Κασάνι και μια κομμουνιστική με το Κόμμα Τουντέχ. Αν και η πιο ισχυρή αντιπολιτευτική πολιτική ομάδα ήταν αυτή του Εθνικού Μετώπου υπό την ηγεσία του Μοχάμεντ Μοσαντέκ. Η άνοδος του οποίου το 1951 στην πρωθυπουργία χαρακτηρίστηκε από πολιτικές εθνικοποίησης των πετρελαίων και από τη φιλελευθεροποίηση του πολιτικού συστήματος. Ήταν όμως βραχύβια, αφού αυτός ανατράπηκε το 1953 και ο σάχης ξανάγινε απόλυτος κυρίαρχος. Τότε η αμερικανική επιρροή επεκτάθηκε σ’ όλους τους τομείς του κράτους και της οικονομίας. Οι αυταρχικές πολιτικές του σάχη και οι διώξεις, ιδιαίτερα της περιβόητης μυστικής υπηρεσίας SAVAK, κατά της αντιπολίτευσης, απογοήτευσαν την ιρανική κοινωνία των πολιτών. Η αγροτική μεταρρύθμιση του σάχη ευνόησε τη δημιουργία μεγάλων καπιταλιστικών επιχειρήσεων, συμπιέζοντας τους μικρούς ιδιοκτήτες. Για να νομιμοποιήσει τις πολιτικές του οργάνωσε δημοψήφισμα το 1963, το αποτέλεσμα του οποίου αμφισβητήθηκε έντονα. Έκτοτε το καθεστώς διολίσθαινε σε όλο και πιο αυταρχικές πολιτικές, μέχρι και την τυπική κατάργηση όλων των κομμάτων, εκτός του κόμματος του σάχη.
Στην ισλαμική αντιπολίτευση τότε σχηματίστηκαν δυο ρεύματα: Αυτό του ισλαμισμού, με επικεφαλής τον Αγιατολλάχ Χομεϊνί, και αυτό της ισλαμικής θεολογίας της απελευθέρωσης υπό τον Αλί Σαριατί, ο οποίος υποστήριζε την εφαρμογή του ισλαμικού νόμου στο πλαίσιο μια δημοκρατικής διακυβέρνησης. Γύρω απ’ αυτόν δημιουργήθηκε η οργάνωση Μουτζαχεντίν-ι Χαλκ (Μαχητές του Ιερού Αγώνα του Λαού). Ο θάνατος του Αλί Σαριατί το 1977 διευκόλυνε τον Χομεϊνί να επικρατήσει στην ισλαμική αντιπολίτευση. Τελικά, λίγο πριν την Ιρανική Επανάσταση ο χάρτης των πολιτικών δυνάμεων είχε διαμορφωθεί ως εξής: οι διάδοχοι του Μοσαντέκ, η πτέρυγα των θρησκευόμενων φιλελεύθερων υπό τον Μεχντί Μπαζαργκάν, η Αριστερά του κομμουνιστικού Τουντέχ και οι ακροαριστεροί Φενταγίν, ο χομεϊνικός ισλαμισμός και οι Μουτζαχεντίν του αποθανόντος Σαριατί. Όλοι αυτοί συμμάχησαν, όχι καιροσκοπικά κατά τον συγγραφέα, για να ανατρέψουν τον σάχη. Ανατροπή που ήρθε μετά τις μεγαλειώδεις συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας του Δεκεμβρίου 1978 - Ιανουαρίου 1979. Το μανιχαϊστικό σχήμα του Χομεϊνί μεταξύ των καταπιεσμένων (μοσταζαφίν) και των καταπιεστών (μοστακμπερίν) βρήκε πρόσφορο έδαφος να καλλιεργηθεί στο Ιράν του σάχη, ο οποίος είχε αποξενωθεί ακόμα και από τα στηρίγματά του. Η επικράτηση της Επανάστασης στηρίχθηκε στη «δυνατότητα του χομεϊνικού ισλαμισμού να συνδυάζει τις παραδοσιακές αξίες του σιιτικού ισλάμ με ένα αντι-ηγεμονικό, αντι-δυτικό λόγο κοινωνικής δικαιοσύνης και ανεξαρτησίας που παρείχε άμεση πρόσβαση στα παραδοσιακά κοινωνικά στρώματα των παζαριτών εμπόρων και στους απόκληρους εσωτερικούς μετανάστες» (σ. 246) και στη σύμπραξή του με τους φιλελεύθερους και τους κομμουνιστές και τους αριστεριστές Φενταγίν.
Μετά το δημοψήφισμα για το νέο Σύνταγμα στις 2 Δεκεμβρίου 1979 η κυριαρχία του Χομεϊνί έγινε αναμφισβήτητη.
Μετά την Επανάσταση, η σταθεροποίηση της Ισλαμικής Δημοκρατίας ακολούθησε τον δρόμο που ήθελε ο Χομεϊνί και το Ισλαμικό Επαναστατικό Συμβούλιό του. Το ερώτημα της Επανάστασης για το αν αυτή θα στηρίζεται αποκλειστικά στους κληρικούς, οι οποίοι και θα κατέχουν μονοπωλιακά την εξουσία ή θα μοιραστεί σ’ όλους όσοι συνέβαλαν στην ανατροπή του σάχη, με την παραίτηση του μετριοπαθή θρησκευόμενου φιλελεύθερου εθνικιστή Μεχντί Μπαζαργκάν μετά την κατάληψη της αμερικανικής πρεσβείας, λύθηκε υπέρ του Χομεϊνί. Μετά το δημοψήφισμα για το νέο Σύνταγμα στις 2 Δεκεμβρίου 1979 η κυριαρχία του Χομεϊνί έγινε αναμφισβήτητη. Αλλά και όσον αφορά την εξωτερική πολιτική, το ερώτημα το κατά πόσον αυτή θα στηρίζεται στη δαιμονοποίηση της Δύσης και κυρίως των ΗΠΑ, όπως ήθελε ο Χομεϊνί, ή αν το Ιράν θα μπορούσε να διαδραματίσει ρόλο-κλειδί στη διεθνή σκηνή, στο διεθνές εμπόριο και στις ομαλές σχέσεις με τον υπόλοιπο κόσμο, όπως υποστήριζε ο Χασεμί Ραφσαντζανί, απαντήθηκε πάλι όπως ήθελε ο Χομεϊνί. Ιδρύθηκε ο Παγκόσμιος Οργανισμός Κινημάτων Ισλαμικής Απελευθέρωσης με τον οποίο συνδέθηκαν σιιτικές οργανώσεις σ’ όλον τον αραβικό κόσμο, με πιο ισχυρή τη Χεζμπολάχ του Λιβάνου. Μέσω αυτών των οργανώσεων το ιρανικό καθεστώς επιχείρησε είτε να ανατρέψει τις αραβικές ηγεμονίες είτε να τις κάνει φιλικές προς αυτό.
Η υποστήριξη που είχε το ιρανικό καθεστώς και απ’ έξω αλλά και από τα στρώματα της κοινωνίας που συνέβαλαν στην νίκη της Επανάστασης το βοήθησαν να μη ηττηθεί στον πόλεμο Ιράν-Ιράκ. Ο συγγραφέας συνοψίζει σε πέντε τα σημεία της επαναστατικής πολιτικής της Ισλαμικής Δημοκρατίας στο διεθνές περιβάλλον, τα οποία σε γενικές γραμμές ισχύουν μέχρι σήμερα: η οικονομική αυτάρκεια, η μετατροπή της αραβο-ισραηλινής διαμάχης σε αγώνα των απανταχού μουσουλμάνων, ο συνεχής ανταγωνισμός με τις ΗΠΑ και το Ισραήλ για την ηγεμονία στη Δυτική Ασία, η επιδίωξη να αποτελεί το Ιράν κεντρικό στοιχείο του πολυπολικού διεθνούς συστήματος και η αποδοχή του ως πυλώνα της ενότητας του μουσουλμανικού κόσμου. Η υποστήριξη του Παλαιστινιακού ζητήματος είναι αυτό το στοιχείο στο οποίο ποντάρει περισσότερο η Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν για την αποδοχή της από το σύνολο του μουσουλμανικού στοιχείου, αν και βεβαίως το πρόβλημα του σιιτικού χαρακτήρα της παραμένει εμπόδιο σ’ αυτή την πάνδημη αποδοχή.
Ο Σωτήρης Ρούσσος μας παρέδωσε ένα βιβλίο που θα ανοίξει την όρεξη στους αναγνώστες του να διαβάσουν και άλλα ανάλογα για να γνωρίσουν καλύτερα τον μουσουλμανικό κόσμο πέραν από τις φοβικές εν γένει κοινοτοπίες των «νέων» Γάλλων φιλοσόφων και των καθ’ ημάς εκφραστών τους. Φοβικές, όχι γιατί δεν υπάρχει ισλαμιστική απειλή κατά του δυτικού κόσμου, αλλά γιατί αυτός έχει άλλα εργαλεία από τα κηρύγματα μίσους τους για να την αντιμετωπίσει. Μια ακόμη καλή δουλειά από τις εκδόσεις Gutenberg, αλλά θα διευκόλυνε αφάνταστα τον αναγνώστη ένα ευρετήριο γεγονότων και ονομάτων.
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΙΑΚΑΝΤΑΡΗΣ είναι συγγραφέας και δρ. Κοινωνιολογίας. Τελευταίο βιβλίο του, η μελέτη «Το πρωτείο της δημοκρατίας - Σοσιαλδημοκρατία μετά τη σοσιαλδημοκρατία» (εκδ. Αλεξάνδρεια).
πηγή: https://bookpress.gr/images/2020/bp-logo-site.png