Χάλκινο γένος
Το νέο βιβλίο της Μαρίας Σκιαδαρέση
παρουσιάζεται στο βιβλιοπωλείο μας
την Παρασκευή 25 Απριλίου
ώρα 8.30 μμ
Η κριτική της Έλενας Χουζούρη για το βιβλίο.
Η Μαρία Σκιαδαρέση εμφανίστηκε για πρώτη
φορά στην ελληνική πεζογραφία το 1996 με το μυθιστόρημά της «Άτροπος ή η
ζωή και ο θάνατος της Βενετίας Δαπόντε» [εκδ. Πατάκης]. Ακολούθησαν η νουβέλα
«Και νεκρούς ανασταίνει» [εκδ. Πατάκης] το 1998 και ένα χρόνο αργότερα μια
συλλογή με τρεις νουβέλες –ανάμεσα στις οποίες συμπεριλαμβάνεται και η πρώτη- με
τον γενικό τίτλο «Κίτρινος χρόνος» [εκδ. Πατάκης]. Το 2003 κυκλοφορεί το
δεύτερο μυθιστόρημά της «Με το φεγγάρι στην πλάτη» [εκδ. Καστανιώτης]. Αν
εξαιρέσουμε και τις μυθιστορηματικές βιογραφίες της «Κων. Κανάρης»,
«Ρήγας Βελεστινλής» και «Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος» για εφήβους, η
Σκιαδαρέση επανέρχεται με μυθιστόρημά της έπειτα από δέκα χρόνια γεγονός που
δεν την κατατάσσει στους πολυγραφότατους εκείνους συγγραφείς μας που
συχνά πυκνά –ενίοτε και ανά έτος- εκδίδουν μυθιστορήματα, νουβέλες, διηγήματα…Προφανώς
προσπαθεί να ακολουθήσει το γνωστό αρχαίο ρητό «ουκ εν τω πολλώ το εύ».
Άλλωστε ούτε το αναγνωστικό κοινό ούτε οι κριτικοί την έχουν τιμωρήσει –το
αντίθετο μάλιστα- γι’ αυτήν την όχι πυκνή συγγραφική της παρουσία.
Αν η Άνδρος ήταν ο χώρος όπου διαδραματιζόταν
το πρώτο μυθιστόρημα της Μαρίας Σκιαδαρέση, «Άτροπος ή η ζωή και ο θάνατος της
Βενετίας Δαπόντε» [Πατάκης, 1996], η Κεφαλονιά πρωταγωνιστεί στο
τρίτο μυθιστόρημά της που τιτλοφορείται «Χάλκινο γένος». Τα δύο
μυθιστορήματα έχουν κοινά σημεία. Είναι και τα δύο μυθιστορήματα εποχής
–αποφεύγω εκ πεποιθήσεως τον χαρακτηρισμό «ιστορικά» χωρίς να σημαίνει ότι η
Ιστορία δεν παίζει το ρόλο της, ιδιαίτερα στο «Χάλκινο γένος»-
πολυφωνικά, με σφιχτή και καλοδουλεμένη πλοκή και ξετυλίγουν μια πολυπλόκαμη
οικογενειακή σάγκα. Αν στο μυθιστόρημα «Άτροπος ή η ζωή και ο θάνατος της
Βενετίας Δαπόντε», με το οποίο η συγγραφέας εμφανίστηκε στην πεζογραφία, έναν
βασικό ρόλο έπαιζε η αμφισημία και η διαφορετικότητα των μυθοπλαστικών ηρώων
καθώς και η ίντριγκα, στο «Χάλκινο γένος» το στοίχημα παίζεται στη
γλώσσα, στην χρονική αφηγηματική ανακολουθία και στην πολυπλοκότητα των σχέσεων
ανάμεσα στους πρωταγωνιστές και δευτεραγωνιστές του μυθιστορηματικού κόσμου που
οικοδομεί η Σκιαδαρέση. Ως χρονική αφετηρία του μυθιστορήματος δηλώνεται
το έτος 2009. Δεν είναι όμως παρά ένας χρόνος αφορμή για να ξεδιπλωθεί ο
πραγματικός μυθιστορηματικός χρόνος ο οποίος απλώνεται ανάμεσα στο 1956, χρονιά
του θανάτου της θείας του υποτιθέμενου αφηγητή, κάνει μια σειρά γενναία χρονικά
άλματα που φτάνουν έως το 1217 για να καταλήξει και πάλι στο 1956,
όταν ο αφηγητής, έφηβος τότε, βρίσκεται μετά τη κηδεία στο έρημο πια σπίτι της
εκλιπούσης. Πρόκειται δηλαδή για μια κυκλικότητα του χρόνου που μέσα του
κλείνει μια σειρά χρονικών ανακολουθιών. Το αφηγηματικό εύρημα για να
ξεδιπλωθεί η πλοκή του μυθιστορήματος μέσα στον κατασκευασμένο χρόνο μπορεί να
χαρακτηριστεί πλέον κλασικό για παρόμοιες αναδρομές στον χρόνο, πλην λίαν
αποτελεσματικό, όπως έχει πολλές φορές αποδειχθεί. Πρόκειται για το οικογενειακό
υλικό, το οποίο έχει κληρονομήσει ο αφηγητής, και τελευταίος εναπομείνας ενός
μεγάλου γενεαλογικού δένδρου της Κεφαλονιάς, από την ιδιόρρυθμη θεία του, η
οποία αφήνει μεν τον κόσμο τούτο το 1956, οι φάκελοι όμως ανοίγονται τελικά από
τον κληρονόμο της μόλις το 2009. Επιπροσθέτως ο συνταξιούχος πλέον κληρονόμος,
εβδομηντάρη τον υπολογίζω το 2009, είχε πάντα μεράκι και ίσως κρυφό
χάρισμα, να γράψει ένα μυθιστόρημα ή κάτι περί την λογοτεχνία. Του δίνεται
λοιπόν η ευκαιρία να διαβάσει και ίσως και να ανασυνθέσει- δεν διασαφηνίζεται
επαρκώς- με βάση το υλικό των φακέλων που φύλαγε χρόνια ολόκληρα
η περίεργη θεία του, την μακραίωνη οικογενειακή σάγκα των Κλάρηδων. Η
υποτιθέμενη αποσπασματικότητα και αταξία του οικογενειακού
υλικού ωθούν-εικάζω- τη συγγραφέα να μην επιλέξει την γραμμική χρονική
ακολουθία για να δομήσει το μυθιστόρημά της. Έτσι τα επεισόδια που υφαίνουν την
ιστορία των Κλάρηδων αναδύονται μέσα από συνεχείς χρονικές εναλλαγές και
χρονικά άλματα έτσι ώστε ο αναγνώστης να εντείνει την εγρήγορσή του καθώς
προκαλείται από τη συγγραφέα να μην χαλαρώνει για να μπορεί να παρακολουθεί την
πυκνή πλοκή του μυθιστορήματος καθώς και τις διαφορετικές φωνές αλλά και τα
γλωσσικά ιδιώματα με τα οποία αυτές «μιλούν». Διότι το μυθιστόρημα δεν αρκείται
στην πολυφωνία που έτσι κι αλλιώς αυτού του είδους τα μυθιστορήματα έχουν αλλά
προχωρεί και στην πολυγλωσσία με κύριο βάρος στο εντόπιο επτανήσιο ιδίωμα. Το
ιδίωμα αυτό –το οποίο η συγγραφέας χειρίζεται με εξαιρετική δεξιοτεχνία και
επάρκεια- προσδίδει στο μυθιστόρημα έναν εσωτερικό ρυθμό ο οποίος διαχέεται
και στα κεφάλαια όπου η γλώσσα- πάντα καλοδουλεμένη- απομακρύνεται
από την επτανησιακή διάλεκτο.

πηγή: ο αναγνώστης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου