Τρίτη 13 Δεκεμβρίου 2022

Η εισήγηση της κ. Άννας Νικολάου στην παρουσίαση του βιβλίου "Τα σαράντα παλικάρια από την Λιβαδειά" του Αντώνη Κόντου

 


Τα ΣΑΡΑΝΤΑ ΠΑΛΙΚΑΡΙΑ ΑΠΟ ΤΗ ΛΙΒΑΔΕΙΑ ζωντάνεψαν στο ασφυκτικά γεμάτο βιβλιοπωλείο "σύγχρονη έκφραση" απόψε το βράδυ, καθώς παρουσιάστηκε μια νέα εκδοχή πάνω στο τραγούδι που έχει περάσει από τα χείλη όλων των Ελλήνων αλλά κανένας δεν γνωρίζει αν και πόσο απηχεί κάποια ιστορική πραγματικότητα.




Συγγραφέας ο συντοπίτης και φίλος αγαπητός Αντώνης Κόντος. Ραδιοφωνικός παραγωγός, ερευνητής και μελετητής κυρίως της ιστορίας του Ρεμπέτικου αλλά και του Δημοτικού μας τραγουδιού, ένας άνθρωπος του οποίου η ευγένεια, η σεμνότητα, η διακριτική του παρουσία είναι αντιστρόφως ανάλογη της εξαιρετικής δουλειάς που επιτελεί.




Το έργο του Αντώνη παρουσίασαν η φιλόλογος Άννα Νικολάου και ο συγγραφέας Δημήτρης Τζουβάλης.


Ο Νίκος Κολόβαρης, μουσικός, μέλος του Λαογραφικού Ομίλου Αράχωβας άνοιξε την εκδήλωση παίζοντας έξοχα με αυλό το πασίγνωστο τραγούδι.





Παραθέτουμε την εισήγηση της κ. Άννας Νικολάου

Κυρίες και κύριοι, αγαπημένε φίλε Αντώνη, χαίρομαι που βρίσκομαι εδώ, σε αυτόν τον όμορφο και φιλόξενο χώρο, τον γεμάτο από τις φωνές τόσων και τόσων συγγραφέων. Αυτών που τον τίμησαν με τη φυσική τους παρουσία και όλων αυτών που τούτη τη στιγμή στέκονται γύρω μας, στα ράφια του και μας παρακολουθούν με προσοχή.

Και  δεν μπορώ να παραβλέψω το γεγονός ότι χάρη στην εκδήλωση αυτή είχα την ευκαιρία να γνωρίσω διά ζώσης τον λογοτέχνη κ. Τζούβαλη, με τον οποίο μέχρι τώρα διατηρούσαμε μία μοντέρνα σχέση θα λέγαμε, όπως συμβαίνει και με πολλούς άλλους, όπως έχει συμβεί και σε εσάς, μια σχέση διαδικτυακή.

Κατ’ αρχάς θέλω ειλικρινά να συγχαρώ τον κ. Κόντο για αυτό το βιβλίο, για την προσήλωση και την επιμονή που δείχνει  στην πραγμάτωση και την επιτυχία του στόχου του και φυσικά για όλα αυτά τα πολύτιμα που έχει προσφέρει και εξακολουθεί να προσφέρει στην πόλη της Λιβαδειάς με τα έργα του.


Και περισσότερο θέλω να του εκφράσω τον θαυμασμό μου γιατί στο βιβλίο που παρουσιάζουμε σήμερα, «τα 40 παλληκάρια από τη Λιβαδειά», καταπιάνεται με ένα θέμα ταμπού για τους πολλούς. Το θέμα της παράδοσης. Η παράδοση, όπως έλεγε ο Θερβάντες, είναι ο μάρτυρας του παρελθόντος, παράδειγμα και δάσκαλος για το παρόν και εξαίρετος σύμβουλος για το μέλλον. Και η ρήση αυτή έχει ιδιαίτερο βάρος και σημασία. Είναι μια απάντηση απέναντι σε αυτούς που θεοποιούν την παράδοση και την αχρηστεύουν. Γιατί, όπως όλοι μας γνωρίζουμε, ότι θεοποιείται καταλήγει να γίνει ένα ανούσιο μουσειακό έκθεμα, αφού δεν μπορούμε να το αγγίξουμε, να το αμφισβητήσουμε, να του εμφυσήσουμε μια νέα και σύγχρονη δημιουργική πνοή. Για αυτό και ο Ίψεν παρατηρούσε: Κάλλιο να ζεις τη ζωή, παρά να κοιμάσαι κάτω από τους ίσκιους που ρίχνουνε τα κυπαρίσσια των προγόνων, συνδέοντας εύστοχα τον θάνατο της παράδοσης με τον θάνατο της ζωής.

Και αυτή η θεοποίηση δίνει μια απίστευτη ευκαιρία σε κάποιους άλλους, λαϊκιστές και λαοκάπηλους, που σε συνδυασμό με την άγνοια των πολλών πάνω σε αυτά τα θέματα, βρίσκουν στέρεο έδαφος για να επιβάλλουν τις προσωπικές τους απόψεις, τις δικές τους κοσμοθεωρίες και ιδανικά, τα οποία καμιά σχέση δεν έχουν με το λαϊκό αίσθημα, αυτό που γεννά την παράδοση.

Και τελευταίοι, λιγότεροι αριθμητικά αλλά με μεγαλύτερο βάρος προσφοράς, έρχονται αυτοί οι ξεχωριστοί που βλέπουν την παράδοση ως το θεμέλιο πάνω στο οποίο θα χτιστεί το μέλλον. Οι άνθρωποι αυτοί δεν είναι οι φύλακες της κληρονομιάς των νεκρών ούτε αυτοί που προσέχουν τα βήματά τους, ώστε να βαδίζουν πάντα με σιγουριά και να μην κάνουν ούτε ένα βήμα πάνω σε έδαφος ασταθές. Δεν είναι οι φορτωμένοι με μεν σοφία αλλά χωρίς οράματα, ούτε αυτοί που στόχο της ζωής τους έχουν τα αξιώματα, τους επαίνους και την κοινωνική υπόληψη. Δεν είναι δηλαδή αυτοί που θέτουν σε κίνδυνο την παράδοση. Είναι οι ανικανοποίητοι που με περίσσια δύναμη οδηγούν το πνεύμα τους πέρα από τα καθιερωμένα. Ψάχνουν την terra ingognita, την άγνωστη γη, τον νέο κόσμο του μέλλοντος , έχοντας επανδρώσει το πλοίο για το ταξίδι τους με τη γνώση και τα εφόδια του παρελθόντος.

Με αυτά τα προβλήματα της ανάγνωσης και αντιμετώπισης της παράδοσης, όπως και με τις συνέπειές τους, καταπιάνεται ο συγγραφέας στο βιβλίο αυτό, με αφόρμηση αλλά και κέντρο το τόσο γνωστό όσο και ταλαιπωρημένο τραγούδι «Σαράντα παλληκάρια».

Από την εισαγωγή του κιόλας διαπιστώνουμε το πνεύμα της αμφισβήτησης απέναντι στο θεοποιημένο παρελθόν, την κριτική ματιά πάνω σε όσα έχουν παραδοθεί χαλκευμένα, με τρόπο μηχανιστικό, ανούσιο, μονολιθικό και φυσικά αποκρύπτοντας κάθε αρνητική πτυχή, ώστε να παρουσιάζουν το παρελθόν ως έναν κόσμο όμορφο, αγγελικά πλασμένο, γεγονός που τους στερεί τη διδακτική τους δύναμη. Εύστοχα στο σημείο αυτό ο συγγραφέας παρατηρεί την αποσιώπηση ή την εν τάχει αναφορά των άβολων, θα λέγαμε, γεγονότων από τα σχολικά βιβλία ιστορίας, γεγονός που δημιουργεί λάθος αντιλήψεις στους μαθητές και παραποιεί το ιστορικό παρελθόν στη σκέψη τους. Μήπως ακόμα δεν μας προκαλεί εντύπωση το γεγονός ότι ο εμφύλιος του 1824 περιγράφεται το πολύ  σε ελάχιστες παραγράφους στα σχολικά βιβλία και πάντα χωρίς να αναφέρονται λεπτομέρειες; 

Ουδέν κρυπτόν όμως, γιατί η αλήθεια βρίσκεται μέσα στα τραγούδια του λαού! Κάποτε, βέβαια, όταν τα τραγούδια αυτά κυκλοφορούσαν από στόμα σε στόμα και ζούσαν μαζί με τον λαό και την καθημερινότητά του, το περιεχόμενό τους ήταν σαφές σε όλους.

Με το κύλισμα όμως της ζωής και το πέρασμα των χρόνων, η πρωτοκαθεδρία τους στην καθημερινή ζωή υποχώρησε. Άλλαξαν μορφή,  μετά από κάποιες γενιές έγιναν γραπτά ποιήματα και κλείστηκαν σε συλλογές. Και στο σημείο αυτό, έρχεται ο συγγραφέας, ο οποίος ως γνωστό έχει ασχοληθεί επισταμένως με το δημοτικό και το λαϊκό τραγούδι, έρχεται και θέτει το ερώτημα. Κατά πόσο τα τραγούδια αυτά των συλλογών είναι γνήσια; Κατά πόσο έχουν παραποιηθεί και για ποιον λόγο; Τα δάνεια των στίχων, σύνηθες φαινόμενο σε τραγούδια όπως τα κλέφτικα που έχουν κοινή θεματολογία ή τα παλαιότερα ακριτικά, έπαιξαν σαφώς τον ρόλο τους αλλά μόνο αυτά ευθύνονται για τις παραποιήσεις;

Με βάση αυτά τα ερωτήματα προχωρά σε μια λεπτομερή και σε βάθος χρόνου έρευνα για να εντοπίσει και να οριοθετήσει τον ρόλο των λογίων και των λαογράφων που έχουν ασχοληθεί με το δημοτικό τραγούδι. Αυτό βέβαια δε σημαίνει ότι αμφισβητεί την εργασία τους και την προσφορά τους. Χωρίς αυτούς άλλωστε ίσως πράγματι ένα μεγάλο κομμάτι του παρελθόντος μας να είχε εξαφανιστεί χωρίς να αφήσει κανένα ίχνος. Και τότε θα αναλάμβαναν δράση κάποιοι άλλοι, οι λαοπλάνοι, που θα έβρισκαν γόνιμο έδαφος για να σπείρουν τα αγκάθια και τα ζιζάνιά τους.

Δεν μπορεί όμως και να μην παρατηρήσει τις αστοχίες τους, τις αθέλητες ή ηθελημένες, και την υπεροπτική τους στάση απέναντι στους λαϊκούς τραγουδιστές και μουσικούς. Και το αποδεικνύει αυτό με στοιχεία, ανατρέχοντας σε κείμενα παλαιά, από το 1880, ή σε δημοσιεύματα εφημερίδων που στρέφονται κατά της λαϊκής μουσικής, όπως αυτό της εφημερίδας Εμπρός του 1917, γραμμένο από τον γνωστό Ζαχαρία Παπαντωνίου, ο οποίος ζητά την αμείλικτη φορολόγηση του σαντουριού και την απαγόρευση εισαγωγής κάθε μουσικής μελωδίας από τη Σμύρνη. Στο ίδιο πνεύμα παραθέτει συνεντεύξεις εθνομουσικολόγων, μουσικών αλλά και γνωστών λαογράφων ακόμα και μελών της Ακαδημίας Αθηνών, για τη στάση την υπεροπτική απέναντι  στις δημιουργίες του λαού και σε αυτούς που έδιναν υπόσταση σε αυτές, τους λαϊκούς καλλιτέχνες. Και η αντιμετώπιση αυτή σχετίζεται άμεσα και με το ζήτημα της γλώσσας. Μην ξεχνάμε ότι δεν είναι μακρινά τα χρόνια της διγλωσσίας στην Ελλάδα, της επίσημης καθαρεύουσας και της ανεπίσημης δημοτικής, και ας μην ξεχνάμε ότι ακόμη και σήμερα, από άγνοια και αστήρικτη αλαζονεία, αντιμετωπίζουμε εχθρικά όλες τις τοπικές διαλέκτους και έχουμε εξορίσει από την καθημερινότητά μας τον λόγο των παππούδων και των γιαγιάδων μας, παρόλο που αποδεικνύεται ότι είναι αυτός που μας συνδέει άμεσα με το παρελθόν μας και την αρχαία ελληνική γλώσσα.

Άννα Νικολάου, Αντώνης Κόντος, Δημήτρης Τζουβάλης (12/12/2022 Σύγχρονη Έκφραση)

Και μαζί με αυτούς επισημαίνει και τον ρόλο της επίσημης λογοκρισίας, μιας ιστορίας παλιάς, που ο συγγραφέας ερευνά στα χρόνια του Μεσοπολέμου, την εποχή της επικράτησης του Μεταξά και φτάνει μέχρι τη δεκαετία του ’70.

Και όλοι αυτοί οι παράγοντες οδήγησαν στη λήθη τραγούδια ή προσπάθησαν να βάλουν σε καλούπια άλλα, των οποίων το περιεχόμενο δεν ήταν και τόσο τιμητικό. Δεν ήταν τιμητικό για όλους αυτούς που έβλεπαν και βλέπουν στο παρελθόν μόνο τις ένδοξες πράξεις και όχι τα ασυγχώρητα λάθη, τα ντροπιαστικά βέβαια για τη χώρα αλλά παράλληλα και διδακτικά για τους μεταγενέστερους.

Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του τραγουδιού των Σαράντα Παλληκαριών, το οποίο ο συγγραφέας συνδέει με τον Εμφύλιο του 1824. Και αυτό δεν το κάνει στηριζόμενος σε αυθαίρετες προσωπικές απόψεις. Ξεκινά την έρευνά του από τις ρίζες. Αναζητά τη φύση των δημοτικών τραγουδιών και τις ιστορικές συγκυρίες που ενέπνευσαν τους ανώνυμους δημιουργούς τους.

Το τραγούδι λοιπόν, το δημοτικό τραγούδι γενικά , ήταν ο μοναδικός τρόπος έκφρασης του λαού κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας. Έπαιξε ρόλο σημαντικό γιατί κατέγραψε τα γεγονότα και τα χάρισε στη συλλογική μνήμη του λαού.

Η μνήμη όμως μπορεί να αποδειχθεί απατηλός σύμβουλος όταν χειραγωγείται από επιτήδειους. Γιατί με το πέρασμα των χρόνων οι άνθρωποι απομακρύνονται από τη γνώση της αλήθειας του παρελθόντος και τότε οι αλήθειες αυτές εύκολα μπορούν να παραποιηθούν.

Έτσι έγινε και με τα Σαράντα Παλληκάρια. Όσοι βρήκαν δύσκολο να εξηγήσουν πώς ξεκίνησαν από τη Λιβαδειά και κατέληξαν στην Τριπολιτσά, αποφάσισαν να λύσουν το πρόβλημα με δικές τους παρεμβάσεις, αστήρικτες ιστορικά. Έτσι η Τριπολιτσά γίνεται Τοπόλια ή Καλό Χωριό. Η Λιβαδειά παρουσιάζεται ως χωριό κοντά στην Τρίπολη. Και άλλοι για να το οικειοποιηθούν και να ικανοποιήσουν τις τοπικιστικές τάσεις τους, διαγράφουν εντελώς τη Λιβαδειά και τη μετατρέπουν σε Αρκαδιά. Ακόμα και ότι δεν είναι τραγούδι αυθυπόστατο αλλά συνονθύλευμα στίχων παλαιότερων υποστήριξαν κάποιοι, ανυπόστατη άποψη που ξεκάθαρα καταρρίπτεται.

Και εδώ ο συγγραφέας, στηριγμένος σε αδιάσειστα στοιχεία, προχωρά σε μια εκπληκτική αποκάλυψη για τη Λιβαδειά, όπως την φανερώνει ένας παλιός χάρτης. Η αποκάλυψη αυτή κάνει κατανοητή την εμπλοκή της Λιβαδειάς με μια τόσο μακρινή για αυτή περιοχή, την Τρίπολη. Επιπλέον τα ιστορικά στοιχεία τα οποία μας προσκομίζει καταδεικνύουν την εμπλοκή της Ρούμελης στον εμφύλιο πόλεμο του 1824 και την εισβολή των Ρουμελιωτών στον Μοριά, μια επιθετική κίνηση η οποία πιθανώς να έγινε αφορμή για τη δημιουργία του συγκεκριμένου τραγουδιού. Η εκδοχή αυτή ανατρέπει τα ως τώρα δεδομένα, τα οποία αμφισβητούσαν τόσο τις περιοχές, οι οποίες κατονομάζονται στους πρώτους στίχους του τραγουδιού, όσο και το ίδιο το θέμα του, αφού το παρουσίαζαν ως μία ιστορία κλεφτών και μάλιστα κάποιες παραλλαγές του προχώρησαν περισσότερο και γελοιοποίησαν και αυτή την ιστορία. Η πραγματικότητα όμως, η πικρή πραγματικότητα των μαύρων σελίδων που γράφτηκαν σε αυτόν τον εμφύλιο, ήταν προτιμότερο για τους μελετητές να μείνει κρυφή, ίσως και να ξεχαστεί, καθώς δεν εξυπηρετεί την αντίληψη του τέλειου και ένδοξου παρελθόντος. Και έκτοτε η σύγχυση καλά κρατεί.

Σε πείσμα όμως όλων το τραγούδι επέζησε και χάρη στους λαϊκούς μουσικούς και τραγουδιστές, χάρη σε αυτούς δηλαδή που ήταν στο στόχαστρο των λογίων, ταξίδεψε σε όλο τον κόσμο, όπου υπήρχαν Έλληνες. Και εξακολουθεί να είναι παρόν, καλώντας μας να το ακούσουμε προσεκτικά. Να μην το αντιμετωπίσουμε επιπόλαια, να μην το ισοπεδώσουμε, όπως συνηθίζουμε να κάνουμε στην εποχή μας, η οποία δυστυχώς χαρακτηρίζεται από επιπολαιότητα, ημιμάθεια, έλλειψη κριτικής σκέψης και βιασύνη. Να μελετούμε τα τραγούδια μας, να διαβάζουμε την ιστορία, να μην κάνουμε το λάθος να απομονώνουμε μόνο κάποιους στίχους, καταστρέφοντας έτσι το συνολικό νόημα.

Και πάνω απ’  όλα, το τραγούδι αυτό που κατέχει κεντρική θέση στο βιβλίου του κ. Κόντου έρχεται να μας θυμίσει το χρέος που έχουμε απέναντι στην πολιτιστική μας κληρονομιά. Το χρέος που έχουμε απέναντι στα παιδιά μας και στο μέλλον τους, γιατί το αύριο κυοφορείται στο χθες και στο σήμερα. Αν εμείς δεν προσέξουμε αυτό το έμβρυο, θα το παραδώσουμε γεμάτο προβλήματα στα παιδιά μας. Θα τους στερήσουμε όχι μόνο την ταυτότητά τους αλλά και τη δυνατότητα να εξελιχθούν ομαλά, να επιδιώξουν την αλλαγή, το νέο, την πρωτοπορία και την πρόοδο.

Ας θυμηθούμε προς επίρρωση αυτού  τον Σεφέρη: Σβήνοντας ένα κομμάτι από το παρελθόν, σβήνει κανείς κι ένα αντίστοιχο κομμάτι από το μέλλον. Και είναι θλιβερή η ζωή που μοιάζει σαν ακατοίκητο σπίτι.

Το βιβλίο αυτό πέρα από τις ιστορικές αναφορές του, τη συγκριτική ανάλυση του τραγουδιού, την παρουσίαση όλων των εκδοχών του, τραβά το ενδιαφέρον μας χάρη και στο φωτογραφικό υλικό που παρουσιάζει, σπάνιο και άγνωστο, αλλά και χάρη στα εξαιρετικά σκίτσα του κ. Γιάννη Γερούλια. Και φυσικά δεν γίνεται να μην μας εντυπωσιάσει η πλήρης καταγραφή του τραγουδιού στη δισκογραφία και στον κινηματογράφο, ένας οδηγός πολύτιμος για τους μελετητές των δημοτικών τραγουδιών εν γένει αλλά και για όλους όσους θέλουν να κατανοήσουν την πορεία του δημοτικού τραγουδιού στη νεότερη εποχή.

Ο φίλος Αντώνης, έκανε το χρέος του, μας προβλημάτισε και άνοιξε τον δρόμο του γόνιμου διαλόγου με το παρελθόν μέσα από αυτό το βιβλίο του. Τώρα πρέπει ο καθένας μας να ανοίξει τον δικό του διάλογο διαβάζοντας τα Σαράντα Παλληκάρια και να αναζητήσει την αλήθεια που κρύβεται πίσω από τόσες παρανοήσεις αλλά και επιτηδευμένες παραποιήσεις. 

Νικολάου Άννα, φιλόλογος


Δεν υπάρχουν σχόλια: