Κόντρα στο ζοφερό κλίμα των ημερών η εκδήλωση του βιβλιοπωλείου μας με καλεσμένη την εξαίρετη συγγραφέα ΛΙΑ ΜΕΓΑΛΟΥ - ΣΕΦΕΡΙΑΔΗ η οποία παρουσίασε το τελευταίο της βιβλίο "Κι όμως ανθίζει ..." αφήνοντας εξαιρετικές εντυπώσεις στο κοινό μας.
Ο φίλος μας ποιητής ΓΙΩΡΓΟΣ ΘΕΟΧΑΡΗΣ γι άλλη μια φορά ανταποκρίθηκε στο κάλεσμά μας να προλογίσει το βιβλίο και όπως κάθε φορά δημοσιεύουμε το κείμενό του.
Λία Μεγάλου – Σεφεριάδη: κι όμως ανθίζει…, Μεταίχμιο, 2011
Μια
ογδονταοχτάχρονη γιαγιά, η Ηλέκτρα, είναι η κεντρική ηρωίδα του μυθιστορήματος.
Αφηγείται, σε πρώτο πρόσωπο, σ’ έναν ακροατή, στον αναγνώστη, το συναξάρι του
βίου της. Ο χρόνος που πραγματοποιείται η αφήγηση είναι ταυτόσημος με τον χρόνο
γραφής του μυθιστορήματος, έτσι όπως αυτός αποτυπώνεται στο τέλος του κειμένου:
Αδάμες 2009 – 2011 –όπου Αδάμες είναι μια περιοχή της Κηφισιάς.
Η
Ηλέκτρα είναι κόρη του Χρήστου, από τις Σαράντα Εκκλησιές, της βορειο-
Ανατολικής Θράκης, ανατολικά της Ανδριανούπολης, το σημερινό Κιρκλαρελί, και
της Χρύσας, από το Μοναστήρι, την Μπίτολα των Σλάβων σήμερα.
Η
αφηγήτρια φέρει το όνομα της γιαγιάς της, η οποία προσαγόρευε την εγγονή της «γαζία»,
επειδή ήταν «ντελικάτη στην όψη, αλλά συνάμα δυνατή και ανθεκτική», όπως η
γαζία της αυλής της.
Η
άκρη του κουβαριού της αφήγησης ξεκινάει από τις μνήμες της παιδικής ηλικίας. Περιγράφεται
η δημιουργία και η διαχρονική πορεία της οικογένειας καθώς και η
δραστηριοποίησή της σε εμπορικές επιχειρήσεις, που ανθούσαν όταν η Ηλέκτρα ήταν
παιδί. Περιγράφεται, εν συνεχεία, η εθελούσια, οργανωμένη φυγή από τις
πατρογονικές εστίες, πολύ πριν τη Μικρασιατική εκστρατεία και καταστροφή, όταν
η οικογένεια διείδε προς τα πού οδηγούνταν τα πράγματα και έφυγε για να
εγκατασταθεί στην Καβάλα.
Για
το μεγάλο ζήτημα του ξεριζωμού, επισημαίνεται και προκύπτει από το κείμενο,
πως, ίσως, πιο οδυνηρή ψυχικά να ήταν η περίοδος από την επανάσταση του 1909 ώς
το 1922, όταν, με την επικράτηση των Νεοτούρκων, οι δύο κοινότητες, οθωμανική
και ελληνική, με την διαβρωτική παρέμβαση συμφερόντων πολιτικής και
γεωστρατηγικής, διοχετευμένα μέσω του θρησκευτικού φρονήματος, έχασαν την, από
αιώνων, θεμελιωμένη ειρηνική συμβίωσή τους, οι σχέσεις ταράχτηκαν, μπήκαν σε
ένταση και «πάει πια η ξέγνοιαστη ζωή».
Στην
Καβάλα η οικογένεια εξακολουθεί να ασχολείται με το εμπόριο και να προοδεύει,
όμως, στη δεκαετία του 1940, με την βουλγαρική Κατοχή στην Ανατολική Μακεδονία,
αφήνει τις εστίες για δεύτερη φορά και μετακινείται στη Θεσσαλονίκη, κάνοντας
νέα αρχή, στη ζωή και, φυσικά, στο εμπόριο.
Η
Ηλέκτρα διηγείται τα χρόνια της Κατοχής στη Θεσσαλονίκη, πείνα, εκτελέσεις,
διωγμός των Εβραίων της πόλης. Ο Τάκης, σχεδόν απών, κυνηγάει τα επιχειρηματικά του σχέδια στην Αφρική. Κάποτε επιστρέφει και φουντάρει την εμπορική επιχείρηση με τα αλόγιστα ανοίγματα και την απρονοησία του.
Η Ηλέκτρα κάποια στιγμή οδηγείται στη φυλακή για χρέη και αποφυλακίζεται με τη συνδρομή της καλοσύνης των ξένων, όσων την γνώριζαν, προσωπικά ή εξ ακοής, και την θαύμαζαν, οι οποίοι συγκέντρωσαν το ποσόν της αποφυλάκισής της.
Πλέον η Ηλέκτρα φροντίζει υπερήλικες. Ο Τάκης κάποτε πεθαίνει. Η γιαγιά Ηλέκτρα αποσύρεται από την ενεργό επαγγελματική και βιοποριστική δράση κι αποφασίζει να διηγηθεί τη ζωή της.
Η Λία Μεγάλου – Σεφεριάδη σε τούτο το βιβλίο μάς συστήνει, ουσιαστικά, τρεις, βασικούς, ήρωες: τον Ζήνωνα, τον Τάκη και την Ηλέκτρα.
Ο Ζήνων είναι ο εθνικόφρων, φιλόπατρις αλτρουιστής νέος, ο οποίος, όταν η ζωή τον χτυπά με την ανάστροφη τραγικά, επιλέγει να γίνει ο ίδιος αλεξικέραυνο προκειμένου να μην καεί η αγαπημένη του. Εκείνο που δεν προσμετρά είναι η αποτύπωση της λάμψης του κεραυνού στην ψυχή της Ηλέκτρας εσαεί.
Ο Τάκης είναι ένας ονειροπόλος των μεγάλων επιχειρηματικών σχεδίων, ένας τυχοδιώκτης της αποτυχίας. Έχει πρωτοποριακές ιδέες αλλά του λείπουν η υπομονή και η μεθοδικότητα. Είναι διαρκώς θύμα εκμετάλλευσης από τους αδελφούς του. Εντυπωσιάζεται από τις εμπορικές επιτυχίες της συζύγου του αλλά δεν χαίρεται ειλικρινά και ουσιαστικά ζηλεύει.
Η Ηλέκτρα δικαιολογεί απολύτως την ετυμολογία της λέξης ηλέκτωρ από την οποία προέρχεται το όνομά της. Ηλέκτωρ είναι ο ακτινοβολών ήλιος και η Ηλέκτρα ακτινοβολεί και ευεργετεί, με τη θερμότητα που εκπέμπει, τους γύρω της. Κάποτε, όμως, αν εκτεθούν υπερβολικά στην ακτινοβολία της, δημιουργεί και εγκαύματα.
Η Ηλέκτρα είναι μια μεσοαστή, ώσπου να συμβεί το επιχειρηματικό ναυάγιο, μια κωλοπετσωμένη, διαβόλου κάλτσα, η οποία γνωρίζει τα πάντα, ως και τις πιο μικρές λεπτομέρειες, για τους γύρω της και ξέρει να τα διηγείται με χάρη. Βλέπει καλό κινηματογράφο και γνωρίζει για την εξωκινηματογραφική ζωή ακόμη και ξένων ηθοποιών. Ξέρει π.χ. ότι η ηθοποιός Έστερ Γουίλιαμς ήταν πρωταθλήτρια της κολύμβησης. Διαβάζει λογοτεχνία. Αναφέρεται στον Καρυωτάκη, τον Σεφέρη, τη Διδώ Σωτηρίου, ως και στην λαογράφο Ειρήνη Σπανδωνίδη (η οποία, ειρήσθω εν παρόδω μιας και βρισκόμαστε απόψε εδώ στη Λιβαδειά, εξέδωσε και τον τόμο «Τα τραγούδια της Αγόριανης», στις εκδόσεις του Πυρσού).
Η Ηλέκτρα ευεργετεί όπου, όπως και όποιον μπορεί, μα οι περισσότεροι αποδεικνύονται ανάξιοι της ευεργεσίας και της εμπιστοσύνης. Την διακρίνει αποφασιστικότητα και προτιμά τις γρήγορες και καθαρές λύσεις, έτσι αναλαμβάνει μόνη την υπεράσπισή της στις δίκες για τα χρέη της, καταργώντας τον ανεπαρκή δικηγόρο της. Στη φυλακή κερδίζει την εμπιστοσύνη των συγκρατουμένων της αλλά και της διεύθυνσης, σε βαθμό που να της ζητά να χειριστεί ανθρώπους. Γοητεύει τους υπερήλικες που φροντίζει, ιδιαιτέρως τους άντρες. Κάποιοι της ρίχνονται κιόλας! Οι κίνδυνοι του επαγγέλματος, τι να κάνουμε;!
Η Ηλέκτρα διαπνέεται από μια λαϊκή, ηθική, προσέγγιση της δικαιοσύνης: «έβλαψες, θα σε πληρώσει η ζωή», είναι η πεποίθησή της. Πιστεύει στη θεία δίκη και το χαίρεται.
Χαρακτηρίζεται όμως και από μεγαλομανή αφέλεια. Αυτή είναι κι άλλος δεν είναι. Αγαπά τα ζώα, τα δέντρα, τα φυτά, τα άνθη, είναι τρυφερή με τα γατάκια της αλλά είναι πολύ σκληρή με την νεαρή πόρνη που συγκατοικεί στην πολυκατοικία. Στηλιτεύει τη διαφθορά στη δημόσια συμπεριφορά πολιτών και Διοίκησης, όμως, όταν χρειάζεται, κάνει κι αυτή τα ρουσφετάκια της, τα μικροδωράκια της, αλλά τηρεί απαρεγκλίτως την ιεραρχία: στους υγειονομικούς π.χ. θα προσφέρει ένα ταψί γλυκό στον αρχίατρο, μισό στον γιατρό, μερικά κομμάτια στους βοηθούς.
Η Ηλέκτρα μιλάει ασταμάτητα. Δεν είμαι βέβαιος αν καλύπτει την περίπτωσή της η έκφραση «έχει λογοδιάρροια»… λέει, λέει, λέει χωρίς ανάσα, αν και καμιά φορά επιχειρεί ένα στάσιμο του τύπου: «Αχ, Θεέ μου, να πάρω μια ανάσα και θα συνεχίσω». Συνήθως όμως λέει: «Ε ναι, αν δεν τό ‘λεγα θα έσκαγα».
Αγανακτεί με όλα τα στραβά ή όσα εκείνη θεωρεί στραβά. Υποστηρίζει μάλιστα πως «όταν αγανακτούμε στυλωνόμαστε». Έτσι η αφήγηση της ζωής της διακόπτεται από συνεχείς παρεκβάσεις για να κρίνει τα πάντα. Το μυθιστόρημα, συνεπώς, βρίθει επικαιρικών στοιχείων της πραγματικότητας, του σήμερα και του πρόσφατου ή απώτερου παρελθόντος, σε βαθμό που είμαι βέβαιος ότι θ’ αποτελέσει για τον μελλοντικό αναγνώστη μια τοιχογραφία της καθημερινότητας στην Ελλάδα των χρόνων της Ηλέκτρας.
Η
γηραιά ηρωίδα του μυθιστορήματος σχολιάζει: το σύστημα εκπαίδευσης, τη
λειτουργία της θρησκείας, το πώς φθάσαμε στην παρούσα οικονομική κρίση, την πρόεδρο
της Γερμανίας Άγγελα Μέρκελ και το Μνημόνιο, τη λαθρομετανάστευση, την
τρομοκρατία, το πανεπιστημιακό άσυλο, τις πολεμικές επανορθώσεις και τη στάση
της Ελλάδας σχετικά με το «Κατοχικό δάνειο», την κυριαρχία του γυμνού στα ΜΜΕ,
τους βομβαρδισμούς στο Ιράκ, το Παλαιστινιακό, τη μασονία, τις απεργίες, το
ρωσικό αγωγό φυσικού αερίου, την αργομισθία και τις μετατάξεις στο Δημόσιο, την
πτώση του υπαρκτού σοσιαλισμού, το Σκοπιανό, τη συνταξιοδότηση των
αντιστασιακών, τον θεσμό της βασιλείας, την Eurovision, αναφέρεται στην οργάνωση
Μπάαντερ – Μάϊνχοφ, στον τραυματισμό της Κούνεβα και στους τρεις που κάηκαν
στην Marfin,
είναι υπέρμαχος της επαναφοράς της θανατικής ποινής, αλλά και της αύξησης των
ορίων συνταξιοδότησης, ξέρει τη Lady
Gaga και
την Madona,
τοποθετείται εναντίον του ΠΑΜΕ, του Αλαβάνου και του Τσίπρα, υιοθετεί την άποψη
ότι ο ΣΥΡΙΖΑ χαϊδεύει τους κουκουλοφόρους, γενικά η κριτική της στην Αριστερά
δομείται στις τρέχουσες καθεστωτικές κατηγορίες, περνάει γενεές δεκατέσσερες
τον Κώστα Καραμανλή, τον Γιώργο Παπανδρέου και το ΠΑΣΟΚ.
Πρόκειται,
εντέλει, για μια γιαγιά που εκεί που την αγαπάς σε εκνευρίζει η πολυλογία και η
μονομέρειά της και άντε πάλι από την αρχή. Κι αυτό το δίπολο κυριαρχεί στα
συναισθήματα του αναγνώστη. Αν ο αναγνώστης, βεβαίως, μου μοιάζει, πρέπει να
πω, γιατί οφείλω να ομολογήσω πως εκνευρίστηκα πολλές φορές και μέσα μου είπα
«φτάνει πια, σταμάτα επιτέλους αυτή τη λογόρροια, πάψε να εφευρίσκεις ασήμαντες
αφορμές προκειμένου να πεις τα δικά σου για την επικαιρότητα, συνέχισε τη
συναρπαστική διήγηση του βίου σου ή πάψε πια!». Όμως δεν της αφαίρεσα το λόγο,
δεν έκλεισα, θέλω να πω, το βιβλίο, δεν το παράτησα μισοδιαβασμένο, η γιαγιά
Ηλέκτρα με γράπωνε απ’ το χέρι και με καθήλωνε στη θέση μου, σαν να μού ‘λεγε
«θα μ’ ακούσεις θέλεις δεν θέλεις», γιατί η συγγραφέας ασκήθηκε αποτελεσματικά
στο δυσκολότατο εγχείρημα να μου προσφέρει ένα μυθιστορηματικό πρόσωπο
«ζωντανό» που κατορθώνει να ενεργοποιεί διαφορετικά συναισθήματα σε βραχύ
χρονικό διάστημα, εκεί που θέλω να τη χαϊδέψω να είμαι έτοιμος να της κακιώσω. Πιστέψτε με δεν είναι καθόλου αυτονόητο ότι ο καλός συγγραφέας μπορεί αυτό να το πετύχει εύκολα. Χρειάζεται σκληρή μαθητεία στη γραφή και, φυσικά, δωρεά.
Η
συγγραφέας του μυθιστορήματος «κι όμως ανθίζει…» ασκείται στη γραφή από την
εποχή που ήταν Λία Μεγάλου, πριν γίνει δηλαδή και Σεφεριάδη. Στα είκοσι ένα της
χρόνια, ευτύχησε να δει δημοσιευμένο το διήγημά της «Έντεκα γράμματα κι ένα
υστερόγραφο» στο περιοδικό «Εποχές», τεύχος 37, τον Μάιο του 1966. Ο Άγγελος
Τερζάκης, διευθυντής του περιοδικού, υπέγραψε, με τα αρχικά του, ένα κείμενο
που τυπώθηκε αμέσως μετά τον τίτλο και πριν το περιεχόμενο του διηγήματος. Το
παραθέτω:
Το ταχυδρομείο ενός περιοδικού έχει
πάντα τη μυστική σοφία του. Το κακό είναι ότι, μερικές φορές, δεν πετυχαίνουμε
να ξεδιαλύνουμε το νόημά της, όπως λόγου χάρη όταν το ταχυδρομείο φέρνει
κείμενα αδέξια. Έχουν κι αυτά βέβαια τη σημασία τους, μόνο που πρέπει να
προσέχει κανένας, στην περίπτωση τούτη, πράγματα συμβολικά: τις αναλογίες, τις
συχνότητες, τα σε κατιούσα κλίμακα επίπεδα, μιαν ολόκληρη παρασημαντική όπως
των ουρανίων σχηματισμών στην αστρολογία. Αυτά όλα οδηγούν σε σκέψεις γενικές
και σε συμπεράσματα, δηλαδή σε αφαιρέσεις, όχι σ’ εσωτερικό μας πλουτισμό.
Το ζωντανό κείμενο, απεναντίας, χτυπάει
αμέσως στο μάτι, σταματάει μετέωρο το χέρι που πηγαίνει να το φυλλομετρήσει με
κεκτημένη ταχύτητα. Έτσι σταμάτησε το χέρι μας πάνω στο κείμενο που ακολουθεί,
όταν διαβάσαμε μερικές αράδες του. Η πρώτη μας σκέψη, μετά την ανάγνωση, είτανε
να του προτάξουμε ένα μικρό προλογικό κείμενο, μια «παρουσίαση» όπως λένε. Η
δεύτερη σκέψη είναι πως τα ζωντανά κείμενα δεν χρειάζονται παρουσίαση γιατί
έχουν παρουσία.
Τα «Έντεκα γράμματα» της Λίας Μεγάλου
αυτοπαρουσιάζονται.
Αυτά
ο Τερζάκης, τότε. Τα ζωντανά κείμενα έχουν παρουσία, δεν χρειάζονται
παρουσίαση.
Ίσως
δεν χρειαζόταν να πω κι εγώ όσα είπα για το ζωντανό κείμενο της Λίας Μεγάλου -
Σεφεριάδη «κι όμως ανθίζει…»
Γιώργος
Χ. Θεοχάρης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου