Τρίτη 17 Μαΐου 2011

Άρωμα Ανατολής με το ΓΙΑΡΝΤΙΜ του Χρήστου Ναούμ.


Έντονο άρωμα και ατμόσφαιρα της καθ' ημάς Ανατολής αναδύθηκε στο βιβλιοπωλείο μας, κατά την διάρκεια παρουσίασης του μυθιστορήματος με τον τίτλο "ΓΙΑΡΝΤΙΜ" του γιατρού και συγγραφέα ΧΡΗΣΤΟΥ ΝΑΟΥΜ.
Ο συγγραφέας του βιβλίου συζήτησε για το βιβλίο του με το κοινό αλλά και με το συγγραφέα Κωνσταντίνο Μπούρα.

Το βιβλίο προλόγισε η συγγραφέας Άννα Ρούσσου με το κείμενο που ακολουθεί.

Γιαρντίμ (Oι φλόγες της Ανατολής), Χρήστος Ναούμ

«… Κόντευε μήνα στο νοσοκομείο. Η γιαγιά Έλλη, χτυπημένη από τα γηρατειά, παρέμενε κατάκοιτη στο κρεβάτι. Η ίδια έδειχνε να μην αντιλαμβάνεται την σοβαρότητα τής κατάστασής της. Οι γιατροί μάς είχαν αποκλείσει κάθε ελπίδα σωτηρίας της. Παιδί την παρακολουθούσα να ανοίγει φύλλο και να αφηγείται την Καταστροφή. Και ενώ εγώ ρούφαγα κάθε λέξη, εκείνη συνέχιζε να μιλάει συγκινημένη. Πότε πότε την έπιανε το παράπονο, δάκρυζε. Άλλοτε τράβαγε ένα μακρόσυρτο αμανέ να ξορκίσει την πίκρα της. Την θυμάμαι να τραγουδάει τους καημούς και τα μεράκια του αποχωρισμού. Συχνά έκλαιγε για τα καλά που έχασε. Και όμως, ποτέ δεν ξέχασε την πατρίδα της, τα Βουρλά, ούτε τη Σμύρνη και συνέχιζε τις αφηγήσεις της για τα πρόσωπα του σογιού μας».
Το μικρό αυτό απόσπασμα από τον επίλογο του μυθιστορήματος με τίτλο Γιαρντίμ καθώς και η αφιέρωση  του συγγραφέα του, κ. Χρήστου Ναούμ, προς την γιαγιά του καθώς και στις γιαγιάδες όλου του κόσμου, μάς εισάγει στο βαθύτερο κίνητρο που τον ώθησε να γράψει το έργο αυτό και να το «παραδώσει» με περισσή ευγένεια και αξιοζήλευτη αφηγηματική μαεστρία στο αναγνωστικό κοινό.
Γραμμένο σε τριτοπρόσωπη, πανεποπτική αφήγηση το Γιαρντίμ καταφέρνει επάξια να συνεπάρει και να ταξιδέψει από τις πρώτες κιόλας αράδες τον αναγνώστη, λέξη προς λέξη, σελίδα τη σελίδα, στο αβέβαιο κλίμα των αρχών του 20ου αιώνα, τοποθετώντας τον ενεργά ανάμεσα στο πολύχρωμο εκείνο μωσαϊκό των λαών και ανθρώπων που ζει στην Μικρασία. Κυρίαρχο ρόλο ανάμεσά τους διαδραματίζει και μια ελληνική οικογένεια-μαζί με όσους την περιστοιχίζουν-, η οποία βιώνει την δική της συγκλονιστική ιστορία ακολουθώντας το κισμέτ: Η Σόφαινα, ο παπα-Θεόφιλος, οι κόρες της Σόφαινας: Λέλα και Κακουλή, οι σύζυγοί τους Βασιλάκης Ιντζέογλου και Γεωργανάκης Βάζος αντιστοίχως, ο Κερίμ, ο μεγάλος, αλλόθρησκος έρωτας τής Λέλας, η Αγγελικώ, ο Παρασκευάς Βάζος, η Ριρίκα, ο Μετίν, η ραδιούργα χήρα Γιλντίζ, η μέγαιρα γριά Χουσνού. Όλοι τους πασχίζουν να εκπληρώσουν τα όνειρά τους και όλοι φλογίζονται διαρκώς από τα πάθη τους, τα οποία ορισμένοι από αυτούς ( όπως η Λέλα και ο παπα-Θεόφιλος) βιώνουν με τραγικότητα.
      «Έτσι, όμως, είναι η ζωή των ανθρώπων, αστραπή», τονίζει ο συγγραφέας δια στόματος της ηρωίδας του, της γριάς Χουσνού (σελ.16)- «μια μπουκιά μπακλαβάς», σπεύδει αργότερα να υπερθεματίσει δια στόματος  της Ριρίκας, την ώρα που μαζί με την Λέλα βρίσκονται στο χαμάμ (σελ.54), απαλύνοντας, στην ουσία, τον πόνο τους. Ο Χρήστος Ναούμ, τόσο με την ιατρική του ιδιότητα όσο και με την συγγραφική «μαστοριά» του, γνωρίζει καλά πώς να απαλύνει, την σωστή στιγμή, την ψυχή των αναγνωστών καθώς και των  ηρώων του από καθετί  σκληρό του κόσμου ετούτου ή του μυθιστορηματικού δικού του.
      «…Και μου λένε να αγαπάω. Κι όταν σου προσφέρουν αγάπη, να την παίρνεις σαν την σοκολάτα. Να τη γεύεσαι και να τη φχαριστιέσαι… Και ύστερα, να την μοιράζεις με την σειρά σου», μας προτρέπει στον επίλογο του πρώτου του μυθιστορήματος με τίτλο Αχ, αυτές οι Βασίλισσες! (Καστανιώτης, 2008).
      Επιπλέον είναι, κατά την γνώμη μου, ένας από τους λίγους Έλληνες συγγραφείς που καταφέρνει αφηγηματικά να ελέγχει απόλυτα το πλήθος των ηρώων του- πρωταγωνιστών και μη- προς όφελος της ιστορίας την οποία κάθε φορά πραγματεύεται, χωρίς να μπερδεύει τον αναγνώστη.
      Το Γιαρντίμ  (που σημαίνει βοήθεια) ενέχει μια δυναμικότητα στην εξέλιξη, η ιστορία  κινείται ταχύτατα προς τα εμπρός, με παραδειγματική δομή και αξιέπαινη χρήση τής γλώσσας. Οι διάλογοι μεταξύ των ηρώων είναι γραμμένοι στη διάλεκτο της εποχής και ουδόλως δυσκολεύουν τον αναγνώστη, αφού το γλωσσάρι που παρατίθεται είναι επαρκέστατο. Ο συγγραφέας καταγράφει το ιστορικό και κοινωνικό γίγνεσθαι δίχως να παρεισφρέει σε φλυαρίες και πλατιασμούς. Το γεγονός αυτό ενισχύεται και από την εκτενή βιβλιογραφία την οποία παραθέτει στο τέλος του μυθιστορήματος, χρησιμοποιώντας μάλιστα φράσεις όπως: «Βυθίστηκα στα βιβλία» ή «άντλησα χρήσιμες πληροφορίες» ή «συγκινήθηκα με».
Οι περιγραφές, εξάλλου, των ηθών και εθίμων στο Γιαρντίμ είναι εξαιρετικές. Η ατμόσφαιρα της εποχής διαχέεται μέσα από κάθε λέξη, μέσα από κάθε σκηνή, σε όλο το έργο καθιστώντας κατ’ αυτό τον τρόπο τον εκάστοτε αναγνώστη κοινωνό της. Οι χαρακτήρες των ηρώων φωτίζονται επαρκέστατα, στροβιλίζονται, κάποιες φορές, καταλυτικά στα πάθη τους. Ακολουθεί η κόλαση της καταστροφής, οι ικεσίες των ηρώων – αλλά και μέσα από αυτούς η φωνή των Ελλήνων της Μικρασίας-ο ξενιτεμός, η προσφυγιά, τα δάκρυα, ο πόνος.
    «Δεν έχουμε τίποτα πλιο. Μόνο θύμησες για όσους αφήκαμε πίσω. Ενωμένοι να’ μαστε, πάντα μαζί, αγαπημένοι». Το βαπόρι περνώντας έξω από τα Βουρλά, βάρεσε τη σειρήνα του. Καπνοί υψώνονταν από τη Σκάλα. Άλλο μακελειό γινόταν εκεί, άλλη πυρπόληση. «Αντίο, πατρίδα», γράφει χαρακτηριστικά ο συγγραφέας. (σελίδα 489). Ακολουθούν τα χαμένα όνειρα, τα χαμένα μεγαλεία, ενώ οι θύμησες και η νοσταλγία βρίσκουν στις ξύλινες πια παράγκες της Ελλάδας όσους κατάφεραν να σωθούν. «Βουρλά, αριθμός 22», γράφουν απέξω.
    «Τα μάτια της Κακουλής δεν σταμάτησαν να δακρύζουν. Από το αρχοντικό της έφτασε να ζει χειρότερα και από σκυλί», αναφέρει σαν ένα μικρό παράδειγμα (σελίδα 506 )ο Χρήστος Ναούμ.
Κι όμως, η αγωνία για το σμίξιμο με τους δικούς τους ανθρώπους έστεκε αγέρωχη! Και όλο περίμεναν τις νέες καραβιές αιχμαλώτων που κατέφθαναν από την Τουρκία.
    «Καλέ, μπας και απάντησες τον Γιώργη τον Μπαλτζή από τα Γυαλάδικα; Τον μαστρο-Κώστα, τον πεταλωτή; Πώς ήταν η Σμύρνη; Πέστρεψαν πολλοί από τα «Αμελέ Ταμπουρού»;
    «Θα’ ρτουνε. Υπομονή».
    «Μετά την ήττα, ανώφελα θρηνείς. Να διδάσκεσαι από αυτήν και να επιστρέψεις στην ιστορία σου. Χώνεψε τη γνώση που σου έδωκε και φύλαξ’ την βαθιά στην καρδιά σου, γιέ μου», γράφει στις τελευταίες αράδες του επιλόγου ο συγγραφέας, μεταφέροντάς μας, στην ουσία, τα τελευταία λόγια της γιαγιάς Έλλης- της γιαγιάς του- αλλά και καθιστώντας μας συγχρόνως κοινωνούς μιας μεγάλης αλήθειας,  ίσως περισσότερο επίκαιρης από ποτέ. 
                                                                                                 Άννα Ι. Ρούσσου

Δεν υπάρχουν σχόλια: