Αγκαλιαστήκαμε με τον
Παππού (Κανάκης) που ήταν γραμματέας της οργάνωσης στη Λειβαδιά, παληός
αγωνιστής, αγαπητός γελούμενος άνθρωπος. Του λέω φωνάζοντας κι εγώ.
― Θυμάμαι την κουβέντα σου
στο Λιβάδι του Παρνασσού την άνοιξη – «άμα στύψει κανείς το μυαλό του, για όλα
τα προβλήματα που βάζει η ζωή υπάρχουν λύσεις!».
Γλύκανε κι έλαμψε το
πρόσωπό του μόλις του τόπα – έτσι έφεγγε κι αυτός άμα γελούσε.
Φιληθήκαμε και με το Γιάννη
το Γαζή. Είμασταν μαζί στον πόλεμο, στο Ντοβά Τεπέ στη Δοϊράνη – λοχίας του
ιππικού, αλησμόνητο παλληκάρι. Πάει κι αυτός στον εμφύλιο πόλεμο. Φιληθήκαμε
και με τον Παναγή τον Κουρεμένο, είμαστε συμμαθητές στο γυμνάσιο του Δαδιού –
τον είχαν αποβάλει από τη Λειβαδιά («στοιχείον αναρχικόν»). Πάει κι αυτός στον εμφύλιο
πόλεμο. Ήταν εκεί κι ο Γαλανός, σεμνό, ικανό νέο παιδί. Πάει κι αυτός, τον
ντουφέκισαν.
Ανεβήκαμε απάνω, σ’ ένα
δωμάτιο στο ξενοδοχείο «Ελικών». Είχε και τηλέφωνο, να ρωτήσουμε μπροστά τι
γίνεται με τους γερμανούς.
Ρωτήσαμε πού να ξεκουραστεί
λίγο το τμήμα κι αν έχουν ετοιμάσει κάτι για συσσίτιο. Γέλασαν πειραχτικά «ε,
κάτι προβλέψαμε κι εμείς!». Όλα τα είχαν κανονίσει!
Απ’ έξω η πλατεία κουνιόταν
στα τραγούδια. Στήθηκαν χοροί. Γέμισαν και οι δρόμοι γύρω. Άρχισαν ν’ ακούονται
ρυθμικά συνθήματα.
― Θέλουν και λόγο τώρα! –
είπε ο Γαζής.
Βγήκαμε όλοι στο μπαλκόνι,
η διοίκηση του Συντάγματος και οι συναγωνιστές της οργάνωσης. Τινάχτηκε τότε
από το πλήθος μια μυριόστομη ζητωκραυγή.
Είχε πιάσει δυνατά ο
Παππούς με τα δυο του χέρια το σίδερο του μπαλκονιού και περίμενε να πάψει η
βουή, κάτι να πει. Άπλωσε τα χέρια του μια στιγμή μπροστά ζητώντας ησυχία, σα
ν’ ανασκουμπωνόταν. Ξανάπιασε το σίδερο και τεντώθηκε – σε κουνούσαν οι ιαχές.
Τέλος ηχηρή η φωνή του άρχισε να λέει: ― Συναγωνιστές και Συναγωνίστριες!
Βρίσκονται πια ανάμεσά μας ελευθερωτές οι τιμημένοι μας αντάρτες του ΕΛΑΣ!
Δε μπόρεσε άλλο. Ο κόσμος
από κάτω παραληρούσε. Ήταν ένα ξέφρενο βουϊτό. Καταλάγιασε καμμιά φορά εκείνο
το κακό κι ο Παππούς, βραχνιασμένη και σπασμένη πλέον η φωνή του, ξαναλέει:
― Ο καταραμένος ο
κατακτητής σέρνει τα τελευταία ράκη των ορδών του από την Πατρίδα μας, στον
αγύριστο! Και απ’ όλες τις χώρες της Ευρώπης, συντριβόμενος παντού, κατά τα
έργα του και κατά τον αδυσώπητο νόμο της Ιστορίας. Συναγωνιστές! Είμαστε
ελεύθεροι! Ελεύθεροι!
Ήρθε ύστερα και η σειρά
μας, οι αντάρτες. Έγινε σεισμός πραγματικός. Είπαμε ό,τι λόγια φέρνουν τέτοιες
ώρες – ζήσαμε σαν απάνω σε κρατήρα ηφαιστείου.
Τελειώσαμε καμμιά φορά με
τις ομιλίες, κατεβήκαμε να φάμε. Φέρνανε απ’ όλα ο κόσμος. Είχε ετοιμασία η
οργάνωση, φέρνανε κι απ’ τα σπίτια, ψωμί, φαγητά, ταμιζάνες κρασί.
Ακούσαμε μια στιγμή ένα από
τα ανώτερα στελέχη του Συντάγματος, ανέβηκε κάπου κι έβαλε μια φωνή:
― Συναγωνιστές! Μιλάω και
στους αντάρτες και στους συναγωνιστές της Λειβαδιάς! Για το κρασί. Κανονίστε,
με μέτρο! Πριν να φέξει, έχουμε δρόμο και δουλειά ακόμα!
Χαράματα ξεκινήσαμε.
Διώξαμε μπροστά ένα αυτοκίνητο με μια-δυο μοτοσυκλέττες και ακολουθήσαμε
κατόπιν κι εμείς.
Περάσαμε τη Μπράμαγα, τη
Χαιρώνεια, το σταθμό της Δαύλειας και βγήκαμε στο άλλο άνοιγμα του κάμπου –
ίσια μπροστά στο Κηφισσοχώρι.
Προχωρούσαμε ομαλά. Έτρεχε
από παντού ο κόσμος στο πέρασμά μας, ζητωκραύγαζαν, κούναγαν μαντήλια, χέρια.
Στα χωριά, εμείς περνούσαμε κι ο κόσμος αιφνιδιασμένος σάστιζε. Ώσπου να
συνέλθει, άλλο αυτοκίνητο από πίσω και γινόταν πανηγύρι.
Στην Αγία Παρασκευή μάς
λένε, ότι από το Κηφισσοχώρι οι γερμανοί είχανε φύγει. Για το Δαδί όμως δεν
ξέρανε.
― Α-χά! – είπαμε – τους
προλαβαίνουμε!
― Θα σας πουν πιο θετικά στο Κηφισσοχώρι! – τρέχανε
κοντά φωνάζοντας άντρες και γυναίκες.
Στο Κηφισσοχώρι όλη η
οργάνωση στο πόδι και όλο το χωριό στον κεντρικό δρόμο. Η εμπροσθοφυλακή μας
είχε προσπεράσει και της είχαν συστήσει να προσέχει. Μας τόπαν κι εμάς.
― Μάλλον φύγανε από το
Δαδί, αλλά είναι ακόμα στον κάμπο προς τα πάνω. Νάχετε το νου σας! Κάπου
χτυπήθηκε μαζί τους κι ο Λοκρός.
Ούτε εδώ ξέρανε
περισσότερα.
Βλέπαμε τον κόσμο, είχαν
όλοι τους ένα ξάφνιασμα περίεργο. Σα να τους φαινόταν ψέμα ακόμα, ότι φεύγαν
στον αγύριστο οι δήμιοι. Προσπεράσαμε κι εμείς. Σα να μπήκαμε απότομα σ’ άλλο
αέρα πέρα από το χωριό. Νόμιζες ότι, να, θα τους δούμε κάπου παραμπρός, σκιές
ύπουλες και δολοφονικές. Ο αέρας κρατούσε ακόμα το μισητό σχήμα τους, τη
σιχαμερή μυρουδιά τους, τη μάταιη κτηνωδία τους.
Φτάσαμε πριν απ’ το Δαδί,
στην ισόπεδη διάβαση της γραμμής. Στάθηκαν αραιωμένα τ’ αυτοκίνητα και βγήκαμε
παραπάνω η διοίκηση να παρατηρήσουμε μπροστά. Ήταν πια η ώρα 10 το πρωί. Δε
φαινόταν τίποτα ως την άλλη άκρη του κάμπου προς το Παληοχώρι.
Γύριζε απ’ το Δαδί και μία
από τις μοτοσυκλέττες μας.
― Είναι φόβος να μας
καπνίσουν καμμιά κανονιά! – είπε ο συναγωνιστής. ― Φαίνονται ακόμα στο
Παληοχώρι!
Μας είπε κι αυτός, ότι ο
Λοκρός κι ο Καραλίβανος, τους έδωσαν ένα βρόντο στα Απάνω Καλύβια. Ότι στο
Παληοχώρι έχουν στημένα κανόνια και ρίχνουν όπου δουν κίνηση.
Μας είπε και για το Δαδί,
τι πανζουρλισμός γινόταν. Κι ότι μάθανε που φτάνουμε.
Αποφασίσαμε να
προχωρήσουμε. Σα μάταια όμως παιδευόμασταν έτσι. Και να τους φτάναμε από πίσω,
μπορούσαν να μας κρατούν σε απόσταση. Έπρεπε κάποιος να τους κόψει κάπου το
δρόμο και να τους πέσουμε κι εμείς από κοντά. Κρίμα... κρίμα που μας πρόλαβαν
έτσι ανέτοιμους τα γεγονότα.
Είπαμε να περνάμε απάνω
ένα-ένα τα αυτοκίνητα. Δε συνέβη τίποτα. Πριν από το Δαδί ξανασυγκεντρωθήκαμε
και μπήκαμε όλη η φάλαγγα μαζί στη μικρή πόλη. Μερικά αυτοκίνητα ξεφόρτωσαν
στην κάτω πλατεία. Τ’ άλλα ανέβηκαν στην απάνω, μουγγρίζοντας οι μηχανές τους,
οι αντάρτες τραγουδώντας κι ο κόσμος παραληρώντας από τον ενθουσιασμό.
Από το Δαδί δεν ήταν να
συνεχίσουμε αμέσως, έπρεπε ν’ αρχίσει να βραδυάζει, νάχουμε κάλυψη. Είναι το
μέρος τέτοιο.
Έβαλαν να ετοιμάζουν για
συσσίτιο. Έφτανε και το τάγμα του Λοκρού. Χρειαζόμασταν και βενζίνα. «Όλα θα
γίνουν!» έλεγαν οι συναγωνιστές.
Ζούσε όμως και μια δυστυχία
το Δαδί αυτές τις ώρες, σα να ήταν μια πληγή που πονούσε όλο το χωριό. Το
προηγούμενο βράδυ, είχανε επισημάνει γερμανοί και μαύροι όσα σπίτια είχαν
όμορφες κοπέλλες και με το σκοτάδι έμπαιναν, αναίσχυντοι. Λευτεριά
τραυματισμένη ζούσε το Δαδί, το ηρωικό Δαδί.