Παρασκευή 1 Αυγούστου 2014

Οι αναγνώστες μας προτείνουν: «Ό,τι αγαπώ είναι δικό σου» του Γιάννη Καλπούζου

Οι αναγνώστες μας προτείνουν.
Νέα ετικέτα στο μπλογκ με τα βιβλία που ενθουσιάζουν τους αναγνώστες του βιβλιοπωλείου μας και τα προτείνουν στους υπόλοιπους.
 
ΓΡΑΦΕΙ Η ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ ΜΑΡΙΤΑ ΑΜΟΙΡΙΔΟΥ


Στο «Ό,τι αγαπώ είναι δικό σου» ο Γιάννης Καλπούζος πραγματεύεται με ξεχωριστό τρόπο μιαν ιδιότυπη ιστορία αγάπης που γεννιέται τη δεκαετία του εβδομήντα στην ελληνική επαρχία. Είναι η ιστορία αγάπης του Άνδη και της Θάλειας, μιας αγάπης βαθιάς μα βασανισμένης από τα  αυστηρά κοινωνικά στερεότυπα-προκαταλήψεις της εποχής της και τα πολιτικά φαντάσματα του ελληνικού μετεμφυλιακού παρελθόντος, για τούτο και βασανιστικής για τους ήρωες της.

Γύρω από την ερωτική ιστορία του Άνδη και της Θάλειας συμπλέκονται και διαπλέκονται περίτεχνα, πολιτικά γεγονότα, κοινωνικές συγκρούσεις, έκπτωση ηθών και αξιών, καθώς και αποκαλύψεις του φιμωμένου ιστορικού γίγνεσθαι. Έτσι παρακολουθούμε το πέρασμα της χούντας από την ελληνική ύπαιθρο και τον απόηχο στην Ελλάδα της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο, τις καταλήψεις, πορείες και  εμπρησμούς στην Αθήνα από αναρχικούς και αντιεξουσιαστές. Ταυτοχρόνως βλέπουμε πώς παραδόθηκε ο νεοέλληνας στο νεοπλουτισμό και το ανελέητο κυνήγι του κέρδους και γνωρίζουμε ανείπωτες ιστορίες μίσους, παθών και εγκλημάτων που προκάλεσε ο εμφύλιος πόλεμος.

Για όλα αυτά ο Καλπούζος δημιουργεί ένα μόνιμο κλίμα σκεπτικισμού και προβληματισμού. Στο περιθώριο των ερωτικών περιπτύξεων του Άνδη με τη Θάλεια ή  με τις παράπλευρες ερωμένες του «καραδοκούν» εικόνες και στιγμιότυπα αλληγορικά που δεν αφήνουν τον αναγνώστη να εφησυχάσει. «Η φιγούρα του άστεγου» στη χειμωνιάτικη Αθήνα «που ξεμπρόστιαζε τις κοινωνικές δομές του κράτους…..», η κομμένη γλώσσα του Κύπριου Ερμεία, σαν τη διχοτομημένη από τους Τούρκους Κύπρο, η νεκροκεφαλή-φάντασμα σαν τα άθαφτα μυστικά του εμφύλιου, το αρχοντικό Καλλισπέρη σαν πρότυπο και πρόδρομος της μεταγενέστερης βίλας Παναγιωτόπουλου.

Όλα τα παραπάνω «χτίζονται» μέσα σε μια αφήγηση με πολλές αναδρομές στο παρελθόν, εγκιβωτισμούς και ευφυή ευρήματα. Με περιγραφές απολύτως ρεαλιστικές, και, όπου απαιτείται, νατουραλιστικές, με εικόνες, ήχους και μυρωδιές που μας μεταφέρουν στο παρελθόν. Όσοι έζησαν τις δεκαετίες 70 και 80 θυμούνται αμέσως τις ντίσκο, τον Τραβόλτα, το μπακάρντι κόλα, τα τσιφτετέλια και το σπάσιμο πιάτων στα ξενυχτάδικα, τα σουξέ της Αλεξίου και του Παπακωνσταντίνου και τόσα άλλα.

Κι αν οι περιγραφές των τόπων και της ιστορίας τους μας υπενθυμίζουν την αγάπη του Καλπούζου για την τοπιογραφία, τότε οι περιγραφές όλων των ερωτικών σκηνών του Άνδη με τη Θάλεια παραπέμπουν στο ποιητικό του ταλέντο, στην προσπάθεια του να συνενώσει στο ποιητικό στερέωμα την ουράνια φύση της Θάλειας με τη γήινη του Άνδη. Η συνένωση, ασφαλώς, συντελείται με έναν τρόπο τόσο ποιητικό που θυμίζει τον «Σάρκινο λόγο» του Γ. Ρίτσου: «…..Σε πεινάω. Σε διψάω. Σου δέομαι. Κρύψου, γίνε αόρατη για όλους, ορατή μόνο σε μένα…»

Εξάλλου η ρίμα  και οι μελωδίες διατρέχουν όλο το βιβλίο. Αναγνωρίζει κανείς στίχους από ποιητικές συλλογές και τραγούδια του συγγραφέα διάσπαρτα μέσα στην αφήγηση, κυρίως όμως την ύπαρξη μουσικότητας ακόμη και στον πεζό του λόγο. Ένα λόγο στιβαρό και πεπαιδευμένο, μείγμα καθαρεύουσας και δημοτικής με πολλά στοιχεία από νεοελληνικά ιδιώματα και λέξεις που θυμίζουν Σολωμό, Κάλβο, Παπαδιαμάντη και Καζαντζάκη. Ένα λόγο ευέλικτο, που προσαρμόζεται στις απαιτήσεις των περιγραφών και της αφήγησης, άλλοτε με λέξεις μπρουτάλ, πειρακτικές, της αργκό και του υποκόσμου και άλλοτε με φράσεις ρομαντικές, ιπποτικές, ύψιστης κομψότητας και ευαισθησίας.

Επειδή, όμως, οι κεντρικοί ήρωες ενός βιβλίου είναι αυτοί που το χρωματίζουν και το καταξιώνουν στη συνείδηση των αναγνωστών του, αξίζει να δούμε συνοπτικά την ψυχοσύνθεση της Θάλειας και του Άνδη.

Η Θάλεια είναι μια ιδιαίτερη κοπέλα των καιρών της. Επιμελής, τακτική και άριστη μαθήτρια, ευγενής και ντροπαλή, γλυκιά και λουσάτη, ξέρει να θέτει στόχους και να τους επιτυγχάνει. Κυρίως ξέρει να αγαπά και να αφιερώνεται ολοκληρωτικά στην αγάπη της. Έτσι αγαπά και σέβεται τη μητέρα της, τις επιθυμίες και τα μυστικά της. Έτσι ερωτεύεται και αγαπά τον Άνδη. Κλείνεται στον εαυτό της, ανέραστη για έξι χρόνια, όταν τον χάνει, και όταν τον ξανασυναντά, τον αποδέχεται και τον ποθεί με όλα τα πάθη και τις αδυναμίες του.

Δίπλα της ο Άνδης, η δεσπόζουσα και καταλυτική προσωπικότητα του βιβλίου. Ένας μικρός ζωηρός, έξυπνος καταφερτζής της ελληνικής υπαίθρου. Χαρισματικός και αγαπητός με τον τρόπο του. Βιώνει τη στέρηση της οικογενειακής θαλπωρής στα χρόνια του εγκλεισμού του στο οικοτροφείο αλλά και αργότερα, ως έφηβος, όταν ο πατέρας του τον αποδιώχνει από τη μητρική αγκαλιά. Έτσι αναγκάζεται να γίνει ένας πραγματικός αγωνιστής της ζωής. Να κατακτήσει την πρωτεύουσα και το χαμένο όνειρό του, τη γνώση και την κοινωνική καταξίωση. Σαν ένας έλληνας Μάρτιν Ήντεν, ρίχνεται στο διάβασμα για να μην υστερεί μπροστά στους μορφωμένους φίλους του. Με τον ίδιο ζήλο γίνεται συλλέκτης «ηδονικών μυρωδικών». Υπακούει, λοιπόν, στους κανόνες της ελληνικής πατριαρχικής κοινωνίας που εξυψώνουν τον άντρα «θηρευτή της ηδονής» και δικαιώνει τον βέλγο ιστορικό Ζαν Κλωντ Μπολόν που διατείνεται ότι: «ο πολιτισμός αρχίζει με την ερωτική κατάκτηση». Εξάλλου οι γυναίκες ένα όνειρο είναι, τα όνειρα αποζητούν και τ’ όνειρο χαρίζουν. Όπως ο Άνδης, που χαρίζει αφειδώλευτα «το δικό του όνειρο» σε όλες τις γυναίκες, άλλοτε σαν τον κόμη Βαλμόν του Λακλός, επιδερμικά, μόνο για την επιβεβαίωση της γοητείας του, και άλλοτε ειλικρινά, βασανιστικά και ολόψυχα, σαν τον Ερωτόκριτο που μάχεται για την Αρετούσα του, τη Θάλεια.  

Το «Ό, τι αγαπώ είναι δικό σου» είναι τελικά ένα αριστοτεχνικά γραμμένο σύγχρονο μυθιστόρημα που τα έχει όλα: έρωτα, ιστορία, πολιτική, φιλοσοφική σκέψη, μυστήριο, αλληγορίες, ίντριγκα, προβληματισμό και, κυρίως, μοναδικούς ήρωες-πρωταγωνιστές. Δίνονται όλα στον αναγνώστη μέσα από μια καθηλωτική και ευρηματική αφήγηση και έναν μεστό και δουλεμένο λογοτεχνικό λόγο – γνωστή και ανιχνεύσιμη τακτική του Γιάννη Καλπούζου. 

Αφήνω για το τέλος, όχι χωρίς λόγο, τη μικρή ευχάριστη έκπληξη που επιφυλάσσει ο συγγραφέας στους Κώους αναγνώστες. Τους «χαρίζει το όνειρο» μιας ρομαντικής και τρυφερής ερωτικής σκηνής, στην κωακή ακτή, υπό τους ήχους και τη μελωδία της απόλυτης, της ιδανικής αγάπης. Βάζοντας τους πρωταγωνιστές του να χορεύουν βαλς στη γη του Ιπποκράτη με το βλέμμα στραμμένο στο Πετρούμι, την άλλοτε κραταιά Αλικαρνασσό, μας καλεί σε ένα ακόμη παιχνίδι συμβολισμών. Ο Άνδης και η Θάλεια στο σταυροδρόμι των πολιτισμών αγκαλιασμένοι, όπως οι Κώοι του χθες και του σήμερα: με την αφοπλιστική ευθύτητα και τον αυθορμητισμό των Δωριέων προγόνων τους, τη φιλομάθεια, το ανήσυχο και ταξιδιάρικο πνεύμα των Ιώνων συμπατριωτών τους, τη ραθυμία, το κέφι και την αφέλεια των Κάρων – ασιατών γειτόνων τους. Έλληνες αυτόχθονες και Μικρασιάτες, που τιμούν το Ευαγγέλιο, μαζί με Μουσουλμάνους πολιτικούς πρόσφυγες και εξισλαμισμένους Τουρκοκρητικούς, που γιορτάζουν το Ραμαζάνι. Αγκαλιασμένοι κι αυτοί με τον τρόπο τους ζουν ειρηνικά στην κωακή γη: ο Παναγιώτης και ο Αλή, ο Βασίλης και ο Χασάν, η Χριστίνα και η Φατμά, η Αναστασία και η Νιαζέ. Άνθρωποι πρόθυμοι, προοδευτικοί και προκομμένοι, άνθρωποι δεκτικοί και δοτικοί. Που ξέρουν να μοιράζονται και γι αυτό και να αγαπούν. Γιατί ό, τι αγαπούν δεν θα είναι ποτέ μόνον δικό τους.-

Δεν υπάρχουν σχόλια: