Τρίτη 16 Σεπτεμβρίου 2014

Η ομιλία του ψυχίατρου - συγγραφέα Νίκου Σιδέρη στην παρουσίαση της συγκεντρωτικής έκδοσης των ποιημάτων του Γιώργου Χ. Θεοχάρη ΠΙΣΤΟΠΟΙΗΤΙΚΑ ΘΝΗΤΟΤΗΤΑΣ





Η ομιλία του ψυχίατρου - συγγραφέα 
Νίκου Σιδέρη

την ΚΥΡΙΑΚΗ 14 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ  στα Άσπρα Σπίτια 
στην παρουσίαση της συγκεντρωτικής έκδοσης των ποιημάτων 

του Γιώργου Χ. Θεοχάρη 
ΠΙΣΤΟΠΟΙΗΤΙΚΑ ΘΝΗΤΟΤΗΤΑΣ






ΜΙΑ ΡΑΨΩΔΙΑ ΤΟΥ ΠΕΠΕΡΑΣΜΕΝΟΥ

Ι. Με αφετηρία έναν γρίφο

 Ξεκίνησα να διαβάζω τα «Π.Θ.» από τα εξώφυλλα. Στο μπροστινό συγκράτησα το πατρωνυμικό Χ. στο όνομα του ποιητή. Στο οπισθόφυλλο την παραδρομή της γραφίδος «πο» στην πρόταση «η Ποίηση είναι η μορφο-ποίηση της ανθρώπινης θλίψης για την προϊούσα φθορά πο επιφέρει ο χρόνος» : Μια περισπωμένη στη θέση της οξείας, που μετατρέπει την αναφορική αντωνυμία, η οποία συσχετίζει, πιστοποιεί αποδίδοντας ιδιότητες, σε ερωτηματικό τοπικό (πο είσαι;) και τροπικό (πο  το σκέφτηκες αυτό;) επίρρημα.

Ο εντοπισμός και η αποκάλυψη του μηχανισμού, ο οποίος απέληξε στον σχηματισμό αυτής της παραδρομής είναι ένας γρίφος που οδήγησε την περιδιάβασή μου στην ποίηση του Γ.Χ.Θ. Αναζητώντας την ψυχική αλήθεια που αποκαλύπτει, στους τρόπους της ποίησης του συγκεκριμένου υποκειμένου, αυτή η εύστοχη αστοχία του λόγου.


ΙΙ. - μάρτυράς μου νά 'ναι ο στίχος,
ο απλός κι αληθινός ετούτος στίχος –

 Στο πεδίο της φόρμας, η ποίηση του ΓΧΘ εκτείνεται σε ευρύ φάσμα: Από τον εύκολο ή δύσκολο ελεύθερο στίχο μέχρι τις δημοτικότροπες στιχουργίες, από τις κοινές ομοιοκαταληξίες μέχρι το σονέτο. Από το τραγούδι μέχρι το πεζοτράγουδο και –με ιδιαίτερη ευαισθησία− στην ποιητική πρόζα. Κινείται, άρα, σε ένα ευρύ πεδίο μορφικών πράξεων, που αντιστοιχεί στα ποιητικά ρεύματα της εποχής του (τυπικά, ο ΓΧΘ ανήκει στη λεγόμενη «γενιά του 1970»).
Ένα χαρακτηριστικό γνώρισμα  της γραφής του, ωστόσο, θα μπορούσε να εντοπισθεί στην αγάπη του και στην έντεχνη χρήση της δημοτικής λαλιάς, έως και ντοπιολαλιάς, καθώς και στην αποφυγή συνθετικών-τεχνητών επιτηδευμένων γλωσσημάτων και ιδιωμάτων, που από μια στιγμή και πέρα κυρίευσαν το προσκήνιο του ποιητικού λόγου στη χώρα μας, διαλαλώντας ακκιζόμενα «Μα καμαρώστε με , μιλώ ποιητικά!».
Γενικότερα, παρά τους πειρασμούς των επηρεασμών και πειραματισμών, ο ΓΧΘ στρατηγικά επιλέγει και θεωρεί ποιητικά επαρκή την απλή ομιλία (στη γραμμή ενός άλλου Γιώργου, του Σεφέρη). Του ταιριάζει ο απλός κι αληθινός ετούτος στίχος. 

ΙΙΙ. Ποίηση και υποκειμενικότητα στον ΓΧΘ

Ποίηση είναι ο ήχος του άφατου

 Η ποίηση είναι ένας ιδιότυπος λόγος. Ένας λόγος ιδιοφυής (και με την ετυμολογική συνδήλωση του όρου) που έχει βαθύτατες ρίζες στην υποκειμενικότητα και, όλως ιδιαιτέρως, στην προσωπική ιστορία και στην ασυνείδητη ψυχική ευαισθησία του υποκειμένου· στις θαυματουργικές ιδιότητες της γλώσσας· και στην Ιστορία στις ποικίλες κλίμακές της, όπου συγκροτείται και λειτουργεί η υποκειμενικότητα γενικά, η ποιητική υποκειμενικότητα ειδικότερα. Η ποίηση είναι η πράξη που λέει με λέξεις εκείνο που, όταν ειπωθεί, δεν είναι πια εκείνο – κατορθώνοντας ωστόσο, παραδόξως, ν’ αποδώσει την αίσθηση του εν λόγω άφατου και ασύλληπτου, με ρίσκο κι απόλαυση.




Η ερώτηση της ποίησης του ΓΧΘ

Όπως κάθε λόγος, και η ποίηση είναι ένας τρόπος απάντησης  σε κάποια (ρητή, υπόρρητη ή εξυπονοούμενη) ερώτηση.

Ποιο είναι άραγε το ερώτημα που υπόκειται της ποιητικής του ΓΧΘ; Ποιο είναι το διαβόητο «κόκκινο νήμα» που αποτελεί το στημόνι της γραφής του και εμφανώς ή λανθανόντως οργανώνει τον ποιητικό του λόγο, ορίζοντας την κοίτη όπου συγκλίνουν τόσο οι κεντρικές όσο και οι παράπλευρες αναζητήσεις και ευρέσεις του; Ποιο είναι το χαρακτηριστικό μοτίβο, που διέπει τις πλούσιες παραλλαγές τού λόγου και των θεμάτων στα «Πιστοποιητικά Θνητότητας»;

Το μοτίβο αυτό είναι απτό. Από τον τίτλο μέχρι την παραδρομή του οπισθόφυλλου, και διαποτίζοντας όλο το σώμα του έργου, ένα ερώτημα κινεί τον ΓΧΘ. Διατυπώνεται σε πλήθος παραλλαγές: Άλλοτε ως ευθύ και άλλοτε ως εξυπονοούμενο ερώτημα, που η λανθάνουσα έστω παρουσία του είναι αναγκαία και προσδίδει νόημα σε συγκεκριμένες διατυπώσεις και τροπές του λόγου. Άλλοτε με τρόπο θετικό («Μα, τι…;») και άλλοτε με τρόπο αποφατικό («Μα, δεν μπορεί να είναι έτσι!»).
Το εν λόγω θεμελιώδες μοτίβο έχει μορφή και όνομα. Είναι κάτι περισσότερο, ωστόσο, από  μία σκέψη διατυπωμένη σε λέξεις. Είναι μία αίσθηση του κόσμου, που εκδηλώνεται παντού ως υποκειμενικότητα, ως υποκειμενική μοναδικότητα − στην περίπτωση δε του ΓΧΘ, και ως ποιητικό εγχείρημα. Μια αίσθηση της ύπαρξης, που αντιστοιχεί σε εκείνο το βάθρο της υποκειμενικότητας που η ψυχανάλυση τόσο εύστοχα αποκαλεί θεμελιακή φαντασίωση. Και αντιπροσωπεύει την εν φαντασία και λόγω περιγραφή του κόσμου και της θέσης του υποκειμένου μέσα σ’ αυτόν. Η πρωτογενής του διατύπωση δεν είναι λεκτική (συναρμολογείται κυρίως με αισθήσεις και εικόνες). Ωστόσο, μπορεί να αποδοθεί και λεκτικά. Στον κόσμο του ΓΧΘ, ειδικότερα, ως εξής: «Η αυτοκρατορία του πεπερασμένου».

Το ερώτημα περί του πεπερασμένου – ως προς τη θέση του στα ανθρώπινα γενικά, στην προσωπική ύπαρξη ειδικότερα, αυτό είναι το μύχιο θεμέλιο, η πρώτη ύλη, το πλαίσιο αλλά και η κύριο πρίσμα θεώρησης του κόσμου για τον ΓΧΘ. Το ειδοποιό μοτίβο το οποίο, σε ανεξάντλητες παραλλαγές, διαμορφώνει τον λόγο (και την ποίησή του). Μια φούγκα με θέμα την ιδιαιτερότητα της ύπαρξης με όρους πεπερασμένου, σε επάλληλες παραλλαγές. Ειδικότερα, τα «Πιστοποιητικά Θνητότητας», λόγω της ιδιαιτερότητας που χαρακτηρίζει τόσο τους κώδικες απόδοσης του θέματος (ένα ιδιαίτερο ποιητικό ιδίωμα) όσο και την ουσιώδη αφηγηματικότητά τους, μπορεί να χαρακτηρισθεί μια ραψωδία του πεπερασμένου. Κατά τρόπο ο οποίος, προφανώς, δεν είναι απαλλαγμένος από το παράδοξο: Με μια πεπερασμένη γλώσσα (που τη χαρακτηρίσαμε πιο πάνω), με ένα πεπερασμένο θεματικό και αφηγηματικό ρεπερτόριο, ο ποιητής προσπαθεί να πλησιάσει, να γνωρίσει, να δουλέψει και, τελικά, ίσως να συμφιλιωθεί με το πεπερασμένο στην ανθρώπινη κατάσταση – με τη συστατική έλλειψη που τη συγκροτεί και την κινεί μέσα από αλλεπάλληλες προσωπικές και συλλογικές Οδύσσειες, που αναπτύσσονται στις πιο ποικίλες κλίμακες: Πεπερασμένο της εμπειρίας, πεπερασμένο των καταστάσεων, πεπερασμένο των σχέσεων, πεπερασμένο των ανθρώπων, πεπερασμένο του λόγου, πεπερασμένο της ύπαρξης.


IV. Αναβαθμοί του πεπερασμένου

 Στον ποιητικό λόγο του ΓΧΘ, το θέμα του πεπερασμένου αναπτύσσεται σε πέντε επάλληλα πεδία, που αδρότατα αντιστοιχούν και σε πέντε περιόδους εξέλιξης της ποιητικής του:

1. Άρνηση του πεπερασμένου

Άσε με να περιπλανιέμαι
Ευτυχισμένος ναυαγός
Στην απεραντοσύνη των ματιών σου
Να κολυμπώ και να μη βρίσκω ορίζοντα
Άλλον
Πέρα απ’ τ’ απαλά σου βλέφαρα.

Η απεραντοσύνη ως αίσθηση του κόσμου –ενός κόσμου που αγνοεί το πεπερασμένο− και η κίνηση σ’ αυτόν χωρίς κανένα όριο, με κινητήρια δύναμη τον έρωτα, ιδού πώς αποτυπώνεται η διάσταση του πεπερασμένου στο εναρκτήριο ποίημα της συλλογής («Ταξίδεψέ με», του 1996 –κατόπιν επιλογής! σελ. 13). Διατύπωση που γίνεται ακόμη πιο σημαίνουσα αν αντιπαραβληθεί με τα δύο πρώτα «πρωτόλεια» ποιήματα του ΓΧΘ, που δεν είχαν βρει μια θέση στην πρώτη του συλλογη. Στο χρονολογικά πρώτο απ’ όλα («Αποδημία» του 1967, σελ. 237), το πεπερασμένο κάνει οδυνηρά αισθητή την παρουσία του ως μη-αντιστρεπτή απώλεια: «Φύγαν τα καράβια/ κι ας μας είχαν δει/ δε γυρίζουν πια». Στο αμέσως επόμενο («Τείχη» του 1970, συγκαιρινό του «Ταξίδεψέ με», σελ. 238), το πεπερασμένο εικονίζεται ως εγκλωβισμός καβαφικής απόχρωσης – συνοδευόμενος ωστόσο από μια διαβεβαίωση άρσης του περιορισμού με εμφανές πολιτκό υπόστρωμα: «Τούτα τα τείχη που μας κλειούνε/ θα τα γκρεμίσουμ’ αδελφέ».


2. Η εμπειρία του πεπερασμένου ως διαπίστωση

Στο δεύτερο ποίημα της συλλογής («Δυσκολία διάγνωσης», σελ. 14), το πεπερασμένο επιβάλλεται ως διαπιστούμενη συνθήκη: «Είναι τώρα λίγος καιρός/ που δεν μπορώ να διαβάσω τα μάτια σου/ γιατί το ήμερο βλέμμα σου/ κάτι το μη αναγνωρίσιμο έχει». Συνθήκη υποκειμενική («δεν μπορώ») και συνθήκη αντικειμενική («το βλέμμα σου … έχει»). Συνθήκη μικρή, που αποκτά κοσμικές, για μια ζωή, διαστάσεις, διαπιστούμενες με όρους χωρικών κλιμάκων: «Το χωριό μου έχει έκταση 10.000.000 τ.μ. / Το νεκροταφείο του 10.000 τ.μ./ Το οστεοφυλάκειό του 100 τ.μ.» (παραλείπεται κάθε αναφορά στα περίπου 2 τ.μ. του προσωπικού τάφου…) («Ο περιορισμός του ζωτικού μας χώρου» του 1996, σελ. 123). Και παράδοξη ανακύκλωση αυτοφαγίας – μέσω της μεταφορικής εξομοίωσης σημαινομένων και πραγμάτων, που επιτρέπουν τα παίγνια του σημαίνοντος : «Πάλι με χρόνια με καιρούς/ θα τρώει ο χρόνος χρόνια» («Δύστυχα για τον χρόνο» του 2004, σελ.159).


3. Το πεπερασμένο ως ερώτημα – ΤΟ ερώτημα

Καθώς το έργο ξετυλίγεται, το πεπερασμένο αναδύεται αλλεπάλληλα, όχι πλέον ως διαπίστωση, αλλά ως (ενίοτε αγωνιώδης) διερώτηση περί της κατάστασης των πραγμάτων – έμψυχων και άψυχων. Άκρως χαρακτηριστικά : «Μέσα στο χώμα το φθαρτό μου κορμί/ θ’ αναζητά απεγνωσμένα τη χαμένη του έλξη./ Απεγνωσμένα θα γυρεύει τη μνήμη/ μήπως μπορέσει να ταριχεύσει την ύπαρξη» («Ο ενεστώς εις τον μέλλοντα» του 1996, σελ. 82) – αν και  «Των αιώνων οι άνεμοι θα έχουν σαρώσει/ ως και τον έσχατο κόκκο του φτωχού μου σαρκίου» (στο ίδιο, σελ. 83). «Γιατί ο γκρεμός είναι βαθύς, πουλάκι μου/ κι όταν τελειώσει μου η κλωστή/ έτσι κι αλλιώς/ το κέντημα θα γίνει κατακόκκινο» («Το κέντημα» του 1996, σελ. 87) – αν και γύρω μας γυρνούν οι «καθημερινοί θάνατοι» της τυπικής, πληκτικής, κενής κοινωνικότητας και ζωής (στο ομότιτλο, σελ. 88). Ερώτημα που αποκτά διαστάσεις λογχίσματος καθώς «έτσι όπως, πολύ συχνά, η ζωή/ είναι ο θάνατος των συμβατικών ανθρώπων» (Περί της υπάρξεως ζωής πριν το θάνατο» του 1996, σελ. 106 – ο ίδιος ο τίτλος ένα ερώτημα, ΤΟ ερώτημα). «Κι ως πού θα πάει αυτή η αφάνεια,/ τέτοιας φθοράς η συντριβή, ως πού θα πάει; Κι ως πότε πια το ποίημα θα δίνει αφορμές/ να ψαύουμε αβυσσαλέο το κενό της προοπτικής μας;» («Ανεπίδοτη επιστολή στον κύριο Γ.Σ.» του 1994, σελ. 108). «Προς τι, λοιπόν, τούτο το τέχνημα;/ Δεν θα με σώσει και πάλι ο Λόγος!» («Ποιητικόν αίτιον» του 1996, σελ. 122). Μέχρι την τραγικότατη ερώτηση σ’ εκείνον, που μόνο μέσω του ιδίου του ερωτώντος θα μπορούσε πλέον να δώσει μιαν απάντηση: «Πλευρό αλλάζεις/ τις νύχτες μες στο μνήμα/ πικρέ πατέρα;» («Τρίστιχο για την κρύπτη» του 2010, σελ. 201).


4. Απαντήσεις στο ερώτημα του πεπερασμένου

Το ερώτημα του πεπερασμένου είναι η αόρατη «μαύρη ύλη» που συνέχει το σύμπαν του ΓΧΘ. Ευλόγως, τα σωμάτια και κύματα που διακινεί στο εν λόγω σύμπαν προκαλούν κι αποκρίσεις. Ο ποιητής δεν αποφεύγει το ρίσκο να προσπαθήσει να δώσει μορφή και υπόσταση, λοιπόν, σε ορισμένες τέτοιες απαντήσεις. Έστω και αν ήδη έχει κάποια οδυνηρή επίγνωση  ως προς τα όρια του εγχειρήματός του «Απαντώ στο ερώτημα του πεπερασμένου». Έστω και όπως ο Οιδίπους στο ερώτημα της Σφίγγας; Ίσως δεν είναι και τόσο άτοπη αυτή η προσέγγιση: Κλείνοντας τη διαδρομή του, στο προτελευταίο του ποίημα, γράφει : «Θυμάμαι το θύμα και το θύτη.// Το θύτη ως θύμα,/και το θύμα ως θύτη,/θυμάμαι.// Τη μαύρη μοίρα/ των λαβδακιδών του χωριού μου,/ θυμάμαι.» («Πατρίδος καταβοή και συγκατάβασις» του 2010, σελ. 230).
Ας δούμε, λοιπόν, κάποια σκαριφήματα απάντησής του:

-Η δύναμη της αγάπης μεταμορφώνει και ακυρώνει τον χρόνο: «Αν κάποια μέρα φύγεις/ προς τη μεριά της θάλασσας/ θα γίνω έν’ άσπρο βότσαλο/ … /Θα καρτερώ με την υπομονή της πέτρας/ όσο κι αν αργείς.// Οι πέτρες, ξέρεις, περιμένουν χρόνια.» («Με την υπομονή της πέτρας» του 1990,σελ. 16).

-Η δύναμη της επανάστασης που υπερβαίνει τόσα: «Μόλις τελειώσει η διαδήλωση/ … / Να γίνουμε ένα με τις παπαρούνες/μ’ αυτήνα την ξεδιπλωμένη/ απέραντη/ κόκκινη/ σημαία της επανάστασης.» («Πρωτομαγιά» του 1990, σελ. 17).

-Και πάλι η αγάπη, ως κατηγορική επιταγή κοσμικών διαστάσεων: «Μόνο η αγάπη καθήκον σου/ κι αποστολή σου στο σύμπαν.» («Ελπίδα» του 1990, σελ. 18).

-Η επανάσταση ως αδάμαστος λόγος: «Αυτός ο εργάτης! // Μιλάει μ’ ένα λόγο ακαλίγωτο. // Κάθε του λέξη άγνεστη/ πέφτοντας απ’ το στόμα του/ γίνεται ακονόπετρα/ για το τροχείο/ της ταξικής μας πάλης.» («Η διαλεκτική των ηχηρών λέξεων» του 1990, σελ. 62).

-Ο χρόνος της διαδοχής των γενεών ως λυτρωτής: «Να σώσουμε την πόλη από το θάνατο/ που κουβαλούν στην πλάτη οι μεγαλύτεροι.» («Περί λύχνων αφάς» του 1996, σελ.89). 

-Η συμμαχία των ποιητών: «μαζί θα τον παλέψουμε το θάνατο στις ρούγες» («Ασθμαίνον άσμα – Στον Νάνο Βαλαωρίτη» του 1996, σελ. 96).

-Η ποίηση ως απάντηση στην έλλειψη: «Αγεροκρέμαστος ήδη στο τίποτα/ …/ μπήγω την πέννα μου στο στήθος της φθοράς.» («Απολογία»  του 1996, σελ. 116). Απάντηση στο πεπερασμένο της ανθρώπινης κατάστασης, που αξίζει την ύψιστη ανταμοιβή: «Να αγαπάτε τους ποιητές./ Προς όφελός σας διαθέτουν την ψυχή τους/ …/ ώστε να σας προσφέρουν τις πολύτιμές τους λέξεις.» («Υπέρ των ποιητών» του 1996, σελ. 119).

-Η επιστροφή στην παιδικότητα: «Ανέβηκα κι εγώ/ το παιδάκι που ήμουν./ Χαίρομαι τον κυματιστό στροβιλισμό/ μαζί με τ’ άλλα παιδάκια που είναι.// Στο λευκό αλογάκι, ξαναμμένος, τώρα καλπάζω,/ και γυρίζω, γυρίζω, γυρίζω…// Ω, των σαράντα οχτώ μου χρόνων πολύχρωμο καλειδοσκόπιο…» («Γύρω γύρω όλοι», του 2004, με αναφορά στον Ρεμπώ).

-Επαφιέμενος στη μνήμη δια της ποιήσεως: «Γράφω ποιήματα.// Ανάβω/ κεράκια μνήμης.» ([«Γράφω ποιήματα»] του 2004, σελ. 150).

-Αλλά και στη λήθη – μολονότι… : «Άνοιξε/ τη φυλακή της μνήμης/ με το ανίκανο/ κλειδί της λήθης.» (μότο στην ενότητα «μνήμην άοιδε» του 2004, σελ. 151).


5. Πέραν των ερωτήσεων και των απαντήσεων περί του       πεπερασμένου

Η αντιφατικότητα κάθε εγχειρήματος αντιμετώπισης της φθοράς, της έλλειψης, του χρόνου –των παιγνίων του πεπερασμένου− δεν παρνάει απαρατήρητη από τον ποιητή. Την αισθάνεται, τη στοχάζεται, ψάχνει να την αναμορφώσει ή να την εξαλείψει, την αναγνωρίζει και τη λέει – όπως στο μόλις παραπάνω παράθεμα περί της αλλόκοτης, της πεπερασμένης διαλεκτικής μεταξύ μνήμης και λήθης. Και επιχειρεί το πιο επικίνδυνο βήμα: Αντί της διαπάλης, συμφιλίωση με την αρνητικότητα της ύπαρξης. Που την επιδιώκει πορευόμενος πλείστους όσους δρόμους:

-Επάρκεια του μερικού: Είναι η βασιλική οδός της συμφιλίωσης με τη μερικότητα, την ελλειμματικότητα, το πεπερασμένο της ανθρώπινης κατάστασης. Η αίσθηση ότι το όλον ή το ατέρμον δεν είναι αναγκαίο για την βίωση της εφικτής ευτυχίας – εκείνη την αίσθηση που γέννησε την αναφώνηση «Κάτθανε, Διαγόρα! Ο κα ς λυμπον ναβήσ!».
Ο ΓΧΘ μας αποδίδει εκτενώς αυτή την αίσθηση μέσα από «Λίγα στοιχεία από τη συνηθισμένη ζωή και το τέλος της κυρίας Ειρήνης Καρβώνη» (του 2004, σελ. 143-4): «Κι αν μοιάζει αυτή η μικρή ιστορία λιγάκι μελόδραμα κι αν ίσως τεθεί το ερώτημα: “Προς τι μια συνηθισμένη ζωή διεκδικεί χώρο στην Τέχνη”, αναρωτιέμαι: Γιατί να μην το δικαιούται η συνηθισμένη ζωή της ευγενικής κυρίας Ειρήνης Καρβώνη που, εκτός των άλλων, κατόρθωσε, χιλιάδες φορές, να απαντήσει αποτελεσματικά στο αμείλικτο ερώτημα: “Τι να μαγειρέψουμε σήμερα;”». Όπως και μέσα από έναν διάλογο που πλαισιώνει «Η πλήξη στον Αγιόκαμπο» (του 2004, σελ. 172): « “Δεν ήθελα να ζήσω τόσα χρόνια”, είπε, “κάθε μέρα πεθαίνουν νέοι άνθρωποι κι εγώ ακόμα”./ “Πάψε! Μην το λες, είν’ αμαρτία”, την αποπήρε η κυρά-Χαρίκλεια που τη συντρόφευε.// Κονταναστέναξαν κοιτάζοντας απροσδιόριστα προς τη μεριά της θάλασσας.» Ή, ακόμη, μέσα από ένα όνειρο σημαδιακό: «Ονειρεύτηκα απόψε τον Παναγιώτη ανεβασμένο στην πορτοκαλιά της αυλής./…/ Έκοβε πορτοκάλια … / “Θα πέσεις ευλογημένε!” του φώναξα./ “Κι αν πέσω; Δεν πονάνε οι πεθαμένοι!” αποκρίθηκε. // Άφησε τα πορτοκάλια κατά τη μεριά του δρόμου άκοπα.// “Αυτά είναι για σένα” μου είπε./ “Σειρά σου./ Ανέβα”.» («Το δέντρο ξέρει πάντα περισσότερα» του 2010, σελ. 199).
Έτσι ταξιδεύει ο ποιητής, αναζητώντας στην απλή κι αληθινή ζωή τον τρόπο συμφιλίωσης της ύπαρξης με το πεπερασμένο που τη χαρακτηρίζει. Δέρνει βουνά και καταράχια – πράγματα, καταστάσεις, ιστορίες, εμπειρίες, λόγια, και πολλή οδύνη. Ώσπου, στο τέλος, κάπου φτάνει. Για να φοβάσαι τον χρόνο, τη φθορά, το πεπερασμένο, πρέπει να βρίσκεις τον χρόνο απέναντί σου: Να τον βλέπεις σαν απειλή, να τον τρέμεις, να τον εξορκίζεις, να τον σαγηνεύεις, να τον αντιμάχεσαι… Να πολεμάς να τον αποκρούσεις, να τον καταβάλεις, να τον καθυποτάξεις…
Αυτός ο δρόμος όλοι το γνωρίζουμε πού θα οδηγήσει: Είναι αδύνατο να είσαι ο εαυτός σου και να σωθείς απ’ τον Χρόνο ακρωτηριάζοντας τον εαυτό σου από μια τόσο συστατική του διάσταση – την εν χρόνω ύπαρξη. Άρα, αλλού είναι η λύση και ο δρόμος: «Είμαι ο χρόνος.» λέει στο ακροτελεύτιο ποίημά του «Κβαντομνημονική» (του 2010, σελ. 231). Αν ο εαυτός σου είναι ο χρόνος, δεν υπάρχει αντίπαλος, ούτε απειλή: Αυτή την τοποθέτηση (πλήρως ζεν) κατακτά ο ποιητής – στην προτελευταία σελίδα του έργου του. Μια αίσθηση υποκειμενικότητας, που μέσω της συνταύτισης και της εναρμόνισης, καθιστά πλέον ανυπόστατο το ερώτημα του πεπερασμένου και των απειλητικών μορφών του, με τις οποίες επί τόσες σελίδες πολεμούσε. Και το υποκείμενο, στην πεπερασμένη του ύπαρξη, μετουσιώνεται. Καθίσταται «διανταίος και διαπερώμενος» − αυτός που εκτείνεται απ' άκρη σ' άκρη και, ταυτόχρονα, ο πεπερασμένος. Η μία ιδιότητα όχι μόνο δεν υπονομεύει, αλλά εναρμονίζεται απόλυτα με την άλλη.


V. «Το ξέρω μεν, αλλ’ όμως…»

 Το ερώτημα του πεπερασμένου υπό το πρίσμα της αγάπης (ερωτικής ή μη, για έμψυχα ή άψυχα του κόσμου) είναι αυτό που προσδίδει μια ιδιαίτερη υποκειμενική χροιά στον λόγο του ΓΧΘ. Και απολήγει στην ανάγκη της ποίησης, ως έσχατη απόπειρα εξορκισμού της τραγικότητας που συναρτάται με το πεπερασμένο. Με την ποίηση να λειτουργεί ως πλωτήρας για το σκάφος της ύπαρξης στη θάλασσα των πραγμάτων και της φθοράς τους, του πεπερασμένου τους. Για το σκάφος εκείνο που «τα ξύλα του[ς] σκεβρώσανε απ’ την επιθυμία» – «Για τα ναυάγια που ποτέ,/ ποτέ δεν θ’ αξιωθούνε/ μα θα πεθάνουν στη στεριά χωρίς βυθό να ιδούνε.» («Τιμή και ναύλο» του 1990, σελ. 57). Με την ποίηση να επιφορτίζεται να μετατρέψει, εν φαντασία και λόγω, τον μικρό συνηθισμένο βίο σε γεννήτορα του ταιριαστού, του αληθινού θανάτου – που λυτρώνει.

Από το «δεν μπορείς» (νεανικά) στο «δεν ξέρεις» και το «αναρωτιέσαι». Κι από εκεί στο «Ξέρεις: Δεν γίνεται» − με την ποίηση, ωστόσο, να συντηρεί, ως υποκειμενική τοποθέτηση, το «Το ξέρω μεν, αλλ’ όμως…» : Μία παράδοξη ολοκλήρωση, ως εξωτερική περιγραφή και ταυτόχρονα εσωτερίκευση του κενού/της έλλειψης ως τόπου απειρίας πέραν του ερωτήματος και κάθε απάντησής του. Αυτή η διαδρομή, υποκειμενική και ποιητική, αποτυπώνεται λοιπόν στο βιβλίο της μέχρι τώρα ποίησης του ΓΧΘ. Ο ίδιος ο τίτλος «Πιστοποιητικά θνητότητας», άλλωστε, δεν επιχειρεί μόνο έναν παράξενο εξορκισμό, μια παράδοξη υπέρβαση, εφόσον εξυπονοεί ότι η θνητότητα ίσως να μην υφίσταται – καθώς και ότι η με νόημα θνητότητα απαιτεί επικύρωση (από την ίδια την πορεία του βίου, ως επιτέλεση αυθεντικής υποκειμενικότητας). Αλλά και πιστοποιεί ότι ο ποιητής, αναδρομικά/ πανοραμικά ως προς την προσωπική του ιστορία, κατακτά τη βεβαιότητα της θνητότητας. Μιας θνητότητας η οποία  αντιπροσωπεύει συμπύκνωση της αίσθησης του πεπερασμένου με όρους έλλογης συμφιλίωσης, που κατορθώνει και γίνεται ποιητικός λόγος. Τουτέστιν, ξανά παιχνίδι. Όχι των υλικών υποστάσεων και του φευγαλέου που φέρει τον χρόνο και την Ιστορία − αλλά του λόγου, καθώς και του άφατου και ανείκαστου που μετέχει της υποκειμενικότητας, πέραν του λόγου και των υλικών υποστάσεων. Ένα παίγνιο και προσωπικό και κοσμικό, και πεπερασμένο και ανοιχτό σε όλα. Συναντώντας έναν λόγο ήδη σχεδόν υπερκόσμιο: αἰὼν πας στι παίζων πεσσεύων· παιδς βασιληίη, κατά τον Ηράκλειτο. 

Σ’ αυτό το σημείο ξανασυναντάμε τον γρίφο του πο στο οπισθόφυλλο – εκείνης της έκτοπης λέξης, που αναδύθηκε ποιος ξέρει από πο, μέσα από ποια παίγνια της ψυχής και του σημαίνοντος. Ας αναζητήσουμε, λοιπόν, τη λύση αυτού του γρίφου.

Δεν θα την αναζητήσουμε στα πράγματα. Θα την εύρουμε στον λόγο – και στη σχέση του με το ακόμη άφατο και ανείκαστο, που όμως αφορά το υποκείμενο.

Το σημαίνον «πο» θα το συναντήσουμε, λοιπόν, στα εξής σημαδιακά σημεία του βιβλίου:

-«Πού σκάει το κύμα των καημών/ και πού την πίκρ’ αγγίζει;» («Άθυρμα» του 1996, σελ. 84).

-«Πού είναι ο πατέρας μου [που τα περιποιήθηκε]; Πού ο παππούλης μου [που έφτιαξε τους αναβαθμούς και τις ξερολιθιές των συνόρων τους]; Πού θα βρίσκεται η μάνα μου αύριο; Πού εγώ;» («Σημειώσεις για ένα κείμενο» του 2010, σελ. 187).

-«Τώρα μονάχα ανασαίνεις κι εγώ σου μιλάω απελπισμένος. Πού πήγε η ομορφιά σου; Πού το κάλλος της νεότητος το πολυφάνταστο; Πού παν τα νιάτα; Πού η δροσιά του ανθρώπου; Πού πάνε οι προσδοκίες μας;» («Γενικό νοσοκομείο Λεβαδειάς» του 2010, σελ. 192).

-«Πού η αφετηρία;/ Πού ο τερματισμός;// Πασχίζω να μη γίνω αιώνιο τώρα.// Νυχτώνει, ξημερώνει,/ νυχτώνει, ξημερώνει,/ νυχτώνει…» («Κβαντομνημονική» του 2010, σελ.232 – ο κολοφώνας των «Πιστοποιητικών θνητότητας»).

Είναι φανερό, λοιπόν: Η παραδρομή «πο» είναι ο φορέας σημαινόντων που ακόμη δεν έχουν βρει τη γαλήνη, την οποία μόλις δυο αράδες πριν συνέλαβε η αίσθηση του ΓΧΘ – το «είμαι ο χρόνος». Είναι το ασυνείδητο όχημα της πικρής όψης της ζωής, του θανάτου και του αποχωρισμού που απεργάζεται ο χρόνος (ένας χρόνος έξω από το Εγώ). Είναι −ακόμη− για τον ΓΧΘ ο τρόπος έμμεσης ανάδυσης του ερωτήματος του πεπερασμένου της ύπαρξης με τρόπο που ίσως δεν τον χωράει ο νους: Για τίνος θάνατο μιλά ο θάνατός μου; Τίνος θάνατος μιλά για τον δικό μου θάνατο; Πού κείται και πώς υπάρχει ο θάνατος, ως μέτοχος της ύπαρξης; Της ύπαρξης τίνος;

Το ότι το οικείο στον ΓΧΘ ερώτημα αναδύθηκε στο πο με τη μορφή παραδρομής δηλώνει ότι, όση επίγνωση κι αν χώρεσε στη μέχρι τώρα ποίησή του, ίσως θα χρειαστεί λιγάκι ακόμη τους πλωτήρες της για να διέλθει αβλαβής το πέλαγος που υποδηλώνει, με τον τρόπο του, το πο που αναδύθηκε από Αυτό –το μέσα πέλαγός του. Συνάγεται λοιπόν, ως επιμέρους πόρισμα, ότι ο ΓΧΘ έχει ακόμη πράγματα που περιμένει από την ποίηση. Όπως βάσιμα μπορούμε να εικάσουμε ότι και η ποίηση έχει ακόμη πράγματα να περιμένει από τον ΓΧΘ. 


Φίλτατε Γιώργο, σε περιμένει ακόμη ταξίδι. Κάνε λοιπόν αυτό που λαχταράς. Και γίνε αυτό που είσαι!

Δεν υπάρχουν σχόλια: