Της Διώνης Δημητριάδου
Δεν
ξέρω πόσο εύκολα μπορεί κάποιος να ορίσει την Ποίηση -κι αλήθεια έχουν επιχειρήσει
πολλοί- αλλά ο Γιώργος Θεοχάρης τη θέλει ‘χειροβομβίδα σιωπής’. Και μόνον χάρη στο
οξύμωρο θα άξιζε να ερευνηθεί η ποιητική του άποψη.
Στα
«Πιστοποιητικά θνητότητας» θα παραθέσει όλο το ποιητικό του έργο (εννοώ το δημοσιευμένο),
έτσι σαν μια σύνοψη ζωής (κατά τον ίδιο είναι «σαν να μαζεύτηκε όλη η οικογένεια
στο σπίτι, Κυριακή μεσημέρι»). Μας καθοδηγεί, από το μακρινό 1970 και μέχρι το σήμερα
σχεδόν, να διαβάσουμε τους στίχους του, να δούμε την ποιητική του οπτική αλλά όχι
μόνον αυτά. Μέσα από το πλέξιμο των λέξεων, την προσεγμένη στιχουργική του, αφήνει
ανάμεσα στις σελίδες του, πίσω από τις λέξεις να φανεί μια πορεία ζωής. Ναι, ο ποιητής,
ο δημιουργός εν γένει, αγαπά να ‘κρύβεται’ στη σκιά του έργου του, να οδηγεί
το φως μέσα από χαραμάδες. Αλλιώς δεν γίνεται. Η ποίηση ειδικότερα δεν είναι καταγραφή
ζωής, ο ποιητής δεν είναι αυτοβιογραφούμενος. Εκτός αν, όπως στην περίπτωση του
Γιώργου Θεοχάρη, φωτοσκιάζει μόνος του τα λόγια του με μια αφοπλιστική ειλικρίνεια.
Ανοιχτή, έτσι, την αφήνει στα διαβάσματά μας για να ανακαλύψουμε όχι μόνο τον ποιητή
αλλά κυρίως τον άνθρωπο.
Μια
ποιητική πορεία σαράντα χρόνων ισοδυναμεί οπωσδήποτε με μια ισόχρονη ζωή. Ωστόσο
δεν μετράει το ίδιο με αυτήν. Άλλοτε η ζωή σαρώνει με την ορμή της, και τότε η ποίηση
καταγράφει και υπομνηματίζει, άλλοτε όμως η δύναμη του ποιητικού έργου φτάνει να
νοηματοδοτήσει μια ζωή που αποκαλύπτει τα σημάδια της υποχώρησής της ανάμεσα στους
στίχους.
Αγγίζοντας
τα σημάδια και ακολουθώντας τα ίχνη που αφήνει ο ποιητής ανακαλύπτουμε τη ‘συμπάθειά’
του για τον άνθρωπο. Και μια διευκρίνιση που αφορά το περιεχόμενο της λέξης που
χρησιμοποίησα εδώ: συμπάθεια εκ του συμπάσχω, δηλαδή νιώθει, κατανοεί, παθαίνει
μαζί με τον άνθρωπο δίπλα του αλλά και υποκύπτει στην υλική, γήινη, ανθρώπινη υπόσταση
του εαυτού του, αυτήν που τον γεμίζει με ερωτικό πάθος. Ιδιαίτερα στις δύο πρώτες
συλλογές του, «Πτωχόν μετάλλευμα» και «Αμειψισπορά», δίνει το ξεκάθαρο περίγραμμα
του ανθρώπου του βυθισμένου στον έρωτα, που μένει εκστατικός στη θέα του ερώμενου
προσώπου, τόσο που δοκιμάζοντας να μιλήσει για την ομορφιά θα πει:
«…Μάλλον
σαν κορνιζοποιός
μπροστά
σ’ εξαίσιο πίνακα
ομοιάζω»
(Με περισσή σεμνότητα)
αλλά
και που θα νιώσει αναπόφευκτα τα συντροφευμένα με τον έρωτα άλλα πάθη, της μοναξιάς,
του ανεκπλήρωτου, της τυραννίας των πόθων, φέροντας σε κάποια ποιήματα (Διέξοδος,
Ταυτότητα) τον απόηχο μιας σονάτας που κάποιος άλλος ποιητής ύμνησε παλαιότερα.
Όσο
ο έρωτας γεννά βασανιστική ανάγκη έκφρασης στο ποίημα, άλλο τόσο η μνήμη, βασικός
τροφοδότης του ποιητή ανοίγει χώρο και ζητά το αποτύπωμά της μέσα σε στίχους σαν
μια ελπίδα αιωνιότητας. Στις συλλογές «Ενθύμιον» και «Από μνήμης», τις πιο ώριμες
δημιουργίες του ποιητή, είναι που επιλέγεται συχνά και ο πεζός λόγος δίπλα στη στιχουργική,
ίσως γιατί η αποτύπωση προσώπων που τον σημάδεψαν από την παιδική του ηλικία ως
την ώριμη αλλά και η απόδοση καταστάσεων, συνθηκών και γεγονότων απαιτούν αφηγηματικό
λόγο (άλλοτε καθαρό κι άλλοτε με ποιητική πνοή κρυμμένη μέσα του) για να συναρμολογηθεί
καλύτερα η εικόνα. Νομίζω πως σ’ αυτά τα κείμενα φαίνεται πιο καθαρά η σύνδεση του
ποιητή με τη γενέτειρά του, την ιστορία της, ιστορία ακόμη και των απλών ανθρώπων
που ξεχωρίζουν με τη βασανισμένη τους ζωή, συχνά με μια απλή τους κίνηση αφημένη
στη μνήμη του με ιδιαίτερη αγάπη:
«…Αδημονούν
να τελειώσει το ωράριο, να φύγουνε, να ξεκουράσουν το κορμάκι τους σ’ ένα δωμάτιο
χωρίς καθρέφτες˙ χωρίς τους καταδότες της αμηχανίας και της θλίψης τους» (Ελεγεία
για τα κορίτσια των κομμωτηρίων).
Εδώ,
βέβαια, θα πρέπει να ξεχωρίσω και τη μνήμη του πατέρα
«…Ήθελα
να σε βάλω πιο νέο, πατέρα, στο ποίημα, μα τούτο το βάσανο της γραφής με βρήκε κι
εμένα μεγάλο…
…Έτσι
κι αλλιώς θα γίνουμε μια μέρα συνομήλικοι» (Μαζεύαμε πικρό καρπό)
αλλά
και της μάνας
«… Έλεγε
για τη βασανισμένη της ζωή, για τη μάνα της που κι εκείνη νωρίς ο Χάρος εθέρισε,
για τον πατέρα που θα μείνει μοναχός και για την αδελφή μου που τώρα θα πρέπει να
προσέχω.» (της μάνας).
Ο ποιητής
«ανάβει κεράκια μνήμης» σε όλους τους χαμένους της ζωής του. Και είναι αλήθεια πως
μέσα στα ποιήματα του Γιώργου Θεοχάρη διαχρονικά σχηματίζεται μια ‘περί θανάτου
μελέτη’, με τον θάνατο σε μια φυσική συνέχεια της ζωής, ένας «σιωπηλός βυθός του
χρόνου», να βρίσκεται στις φωτογραφίες «…Σιωπές στις κορνίζες τους. Το φως ραγίζει
τη μνήμη τεκτονικά. Και η μνήμη μια θάλασσα μαύρη, όπου λάμνει και λάμνει και λάμνει
το αναπότρεπτο.» (Οι κωπηλάτες μιας άλλης γλώσσας). Ο θάνατος στον αντίποδα, ωστόσο,
της ζωής, αέναο ακίνητο συμπλήρωμα της κίνησης:
«…Όχι
για των ανθών δεν πρόκειται την ευωδιά
ούτε
και για των ψύλλων τη στιλπνότητα.
Πρόκειται
για της ρίζας τη συμβίωση
με τα
σκουλήκια μεσ’ στα χώματα,
στης
γλάστρας τον ανήλιαγο
τον
κάτω κάτω κόσμο….» (από το έξοχο Περί τίνος πρόκειται).
Ο Γιώργος
Θεοχάρης ταυτόχρονα ‘υπηρετεί’ την ποίηση -και αποφεύγω εδώ τον συνήθη όρο ‘στράτευση’-
με τη συνειδητή στάση ενός ανθρώπου που βρέθηκε πάντοτε δίπλα στους αγώνες αυτού
του τόπου. Αυτή η αίσθηση διατρέχει την ποίησή του, χωρίς να γίνεται κυρίαρχη, σε
μερικά όμως ποιήματα δίνει την απαραίτητη πολιτική ταυτότητα:
«…Θυμάμαι
το θύμα και το θύτη.
Το θύτη
ως θύμα,
και
το θύμα ως θύτη,
θυμάμαι.
Τη μαύρη
μοίρα
των
Λαβδακιδών του χωριού μου
θυμάμαι.»
(Πατρίδος καταβοή και συγκατάβασις).
Στη
σύνοψη αυτή του ποιητικού του έργου ο ποιητής ένιωσε την ανάγκη να συμπεριλάβει
και τα πρωτόλεια ποιήματά του (Ποιήματα των ημερών εκείνων), γραμμένα στην επταετία,
που δείχνουν τη διάθεσή του να εκφραστεί πάνω στα τρέχοντα προβλήματα με σαφή πολιτική
θέση.
Πώς
συνοψίζεται, λοιπόν, η ‘ποιητική’ του Γιώργου Θεοχάρη. Γιατί γράφει ο ποιητής;
«Γράφουμε
ποιήματα,
βότσαλα
μνήμης ρίχνουμε
στο
σιωπηλό βυθό του χρόνου».
Δεν
είναι σαφής; Δεν θυμίζει τον στρατιώτη-ποιητή του Μίλτου Σαχτούρη, που «δεν έχει
γράψει ποιήματα, μόνο σταυρούς σε μνήματα καρφώνει»; Άλλωστε τιτλοφορεί τη σύνοψη
αυτή του έργου του «Πιστοποιητικά θνητότητας» δίνοντας έτσι την εσωτερική αναπόφευκτη
γνώση περί των χρονικών ορίων. Η μόνη που διασώζεται είναι η μνήμη.
Αλλά
και αντιπαραθέτει στην «ορθή γωνία» της λογικής και της ηρεμίας ένα «ακραίο τάνυσμα
αισθημάτων» για προφανείς λόγους ισορροπίας. «Αν σπάσουμε θα γκρεμοτσακιστείτε»
(Βέβαιος λόγος).
Έχει,
λοιπόν, ρόλο συγκεκριμένο ο ποιητής, έχει έργο να επιτελέσει, πότε με τον σάρκινο,
ρεαλιστικό του λόγο, πότε με έναν βαθύ και υποδόριο λυρισμό. Πότε για να ξυπνήσει
μνήμες συλλογικές, να δώσει το πολιτικό του στίγμα, πότε μιλώντας ορμώμενος από
προσωπικά του πάθη να μας φέρει στο μυαλό δικά μας συναφή.
Όποια
προσέγγιση κι αν επιφυλάξει ο αναγνώστης στον ποιητικό κόσμο του Γιώργου Θεοχάρη,
ας έχει στον νου του ότι για να βαδίσει στα μονοπάτια του και να δει τα συντελούμενα
εκεί θαύματα, θα πρέπει να έχει ανοιχτά τα μάτια της ψυχής του. Πώς αλλιώς να ‘ακούσει’
τις «χειροβομβίδες σιωπής»;
Πηγή: BOOK TOUR
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου