21 προς 22 Δεκεμβρίου 1945.
Ένα πλοίο σαλπάρει από τον Πειραιά μεταφέροντας 130 περίπου ανθρώπους, εκ των οποίων 32 παράνομα μέλη του ΚΚΕ και νέους διανοούμενους.
Το όνομα του πλοίου έγινε θρύλος: ΜΑΤΑΡΟΑ.
Το πλοίο αυτό μετέφερε από
την Ελλάδα ως τον Τάραντα στη νότια Ιταλία στα τέλη Δεκεμβρίου του 1945 αριθμό
Ελλήνων καλλιτεχνών και επιστημόνων που είχαν ως στόχο να φτάσουν στο Παρίσι, προκειμένου να γλιτώσουν από τις πολιτικές διώξεις κατά
τη διάρκεια του ελληνικού εμφυλίου. Η μεγάλη πλειοψηφία τους ήταν υπότροφοι του γαλλικού
κράτους. Το ταξίδι οργανώθηκε από τον τότε διευθυντή του Γαλλικού Ινστιτούτου Αθηνών, τον φιλέλληνα Οκτάβιο Μερλιέ, και τον Ροζέ Μιλλιέξ.
Ορισμένοι των επιβατών του έγιναν παγκοσμίως
γνωστοί. Υπήρχε, επίσης, μεταξύ τους αριθμός εκπροσώπων και άλλων τομέων
επαγγελμάτων, οι οποίοι δεν στερούνταν ταλέντου. Ορισμένοι εξ αυτών
πραγματοποίησαν το ταξίδι με δικά τους έξοδα.
Στο «Ματαρόα» δεν
επιβιβάστηκαν μόνο αριστεροί, μεταξύ τους 32 παράνομα μέλη του ΚΚΕ, γόνοι
φτωχών οικογενειών, προοδευτικών και φιλοαριστερών πεποιθήσεων αλλά και γόνοι
αστικών οικογενειών.
Καλλιτέχνες και επιστήμονες που είχαν επιβιβαστεί
- Νέλλη Ανδρικοπούλου, ζωγράφος (η οποία νυμφεύθηκε αργότερα τον Νίκο Εγγονόπουλο)
- Κώστας Αξελός, φιλόσοφος
- Δημήτρης Χωραφάς
- Ντίκος Βυζάντιος
- Κορνήλιος Καστοριάδης, φιλόσοφος
- Κόστα Κουλεντιανός, γλύπτης
- Μιμίκα Κρανάκη, συγγραφέας
- Φιλόλαος Τλούπας, γλύπτης
- Γιάννης Ιωάννου, μουσικός
- Γεώργιος Κανδύλης, γνωστός στη Γαλλία ως Ζορζ Καντιλίς, αρχιτέκτονας
- Αντρέ Κεντρός, γνωστός στη Γαλλία με το φιλολογικό του ψευδώνυμο Αντρέ Μασσεπαίν, από το ελληνικό του όνομα: Βιργίλιος Σολομωνίδης
- Μέμος Μακρής, γλύπτης
- Κωστής Παπαϊωάννου, μαρξιστής φιλόσοφος
- Ωρελί Σολωμονίδη Ιωάννου
- Νίκος Σβορώνος, ιστορικός, καθηγητής Ιστορίας των Θεσμών της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας στην Ecole Pratique des Hautes Etudes
- Ελένη Θωμοπούλου
- Δημήτρης Βεάκης
- Νίκος Βυζάντιος
- Εμμανουήλ Γ. Κριαράς, φιλόλογος
- Μιλτιάδης Παπαμιλτιάδης
- Άδωνις Κύρου, σουρεαλιστής κινηματογραφιστής που διετέλεσε για ορισμένο διάστημα αρχισυντάκτης της επιθεώρησης Positif.
- Μάνος Ζαχαρίας, σκηνοθέτης
- Ανδρέας Γληνός, γιατρός και βιολόγος στο Walter Reed Army Intitute of Research της Ουάσινγκτον, γιος του παιδαγωγού Δημήτρη Γληνού.
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Η Νέλλη Ανδρικοπούλου και η Μιμίκα Κρανάκη κατέθεσαν μετά από πολλά χρόνια τις μνήμες τους σε δύο βιβλία από τις εκδόσεις "ΕΣΤΙΑ" και "Μουσείο Μπενάκη" αντίστοιχα.
Η δημοσιογράφος και κριτικός βιβλίου Όλγα Σελλά έγραψε για τα βιβλία αυτά στην εφημερίδα "Η Καθημερινη".
Τα Χριστούγεννα του
1945 περίπου 200 Ελληνες, νέοι επιστήμονες και καλλιτέχνες, αυτοί που λίγα
χρόνια αργότερα θα συμμετείχαν στο διεθνές στερέωμα των επιφανών της τέχνης,
της επιστήμης και των γραμμάτων, έπειτα από πολλές περιπέτειες, διπλωματικές
ισορροπίες και πολιτικές συμμαχίες, άφηναν πίσω τους την Ελλάδα -που σιγά σιγά
έμπαινε στην περιπέτεια του Εμφυλίου- κι έφευγαν για το Παρίσι, υπότροφοι του
Γαλλικού Ινστιτούτου. Ηταν όλοι επιβάτες ενός πλοίου που έγινε θρύλος. Το
νεοζηλανδέζικο «Ματαρόα» (που σημαίνει «η γυναίκα με τα μεγάλα μάτια» στα
πολυνησιακά) είχε ήδη μεταφέρει χιλιάδες Αμερικανούς πεζοναύτες στη Βόρειο
Ιρλανδία ετοιμάζοντας την απόβαση στη Νορμανδία, αλλά και εκατοντάδες
επιζήσαντες Εβραίους προς την Παλαιστίνη. Αυτή τη φορά το ταξίδι ήταν από τον
Πειραιά προς τον Τάραντα της Ιταλίας και από 'κει με τρένο, μέσω Ελβετίας, προς
το Παρίσι. Ηταν ένα ταξίδι που έγινε θρύλος, μια «ονειρική έξοδος» που
συνδέθηκε με την πιο δύσκολη περίοδο της νεότερης ελληνικής ιστορίας, «ένα
ιστορικό γεγονός στην πορεία της νεότερης Ελλάδας που κάποτε θα πρέπει να
γραφτεί», όπως είχε πει πολλά χρόνια αργότερα ένας από τους επιβάτες του
«Ματαρόα», ο φιλόσοφος Κορνήλιος Καστοριάδης.
Δύο από τους επιβάτες
του «Ματαρόα», δύο μέλη της «Υποτροφιάδας», η εικαστικός Νέλλη Ανδρικοπούλου
και η φιλόσοφος-συγγραφέας Μιμίκα Κρανάκη, φωτίζουν με δύο βιβλία-μαρτυρίες το
ταξίδι, τα πρόσωπα, την εποχή, μεταφέροντας μνήμες και συναισθήματα,
αποτιμήσεις και κρίσεις για το ταξίδι του 1945. Η πρώτη, η Νέλλη Ανδρικοπούλου,
στο βιβλίο της «Το ταξίδι του Ματαρόα - 1945, Στον καθρέφτη της μνήμης»
επιχειρεί, επιστρατεύοντας τις μαρτυρίες όσων ακόμα ζουν από εκείνο τον
διάπλου, να ξαναθυμηθεί τη διαδρομή, τους πρωταγωνιστές, τις πρώτες εικόνες του
νέου κόσμου. Η δεύτερη, η Μιμίκα Κρανάκη, είχε μοιραστεί ήδη από το 1950, το
δύσκολο μεταίχμιο ενός νέου ανθρώπου, που βρίσκεται ολομόναχος σε μια ξένη
χώρα. Το κείμενο ««Ματαρόα» σε δύο φωνές - Σελίδες ξενητιάς» είχε δημοσιευτεί
στο περιοδικό Les Temps Modernes του Ζαν Πωλ Σαρτρ και αποτυπώνει, με τη φόρτιση του
τότε, τις πρώτες μέρες της ζωής στο Παρίσι, «τις μέρες της σιωπής, της
μοναξιάς, της αναζήτησης».
Παράτολμη πρωτοβουλία
Ψυχή και κινητήριος
μοχλός αυτής της παράτολμης πρωτοβουλίας ήταν ο διευθυντής του Γαλλικού
Ινστιτούτου στην Αθήνα και ένθερμος φιλέλληνας, Οκτάβ Μερλιέ. Ηταν ο άνθρωπος
που «το επινόησε και το διεκπεραίωσε με σθένος και ευρηματικότητα τη σκοτεινή
εκείνη εποχή» έχοντας στο πλευρό του τον γενικό γραμματέα του Ινστιτούτου, Ροζέ
Μιλλιέξ. Ηταν παντρεμένοι και οι δύο με Ελληνίδες (τη Μέλπω Λογοθέτη-Μερλιέ και
την Τατιάνα Γκρίτση-Μιλλιέξ αντίστοιχα), αντιστασιακοί, προοδευτικών και
φιλοαριστερών πεποιθήσεων. Ο Μερλιέ, διαβλέποντας τις πολιτικές εξελίξεις στην
Ελλάδα (είχαν ήδη μεσολαβήσει τα Δεκεμβριανά), αποφάσισε να δώσει την ευκαιρία
σε αριστερούς, αντιστασιακούς και προοδευτικούς Ελληνες να σπουδάσουν στο
εξωτερικό και να σωθούν. Ο ίδιος στη μόνη μεγάλη συνέντευξη που έδωσε πολλά
χρόνια μετά για το «Ματαρόα» έλεγε ότι βασικό κριτήριο επιλογής ήταν η
οικονομική κατάσταση των υποψηφίων. «Είταν φτωχά παιδιά... Δεν θα τους ξεχάσω ποτέ.
Οτιδήποτε κι αν επιτύχει κανείς για τέτοιους ανθρώπους θα είναι λίγο».
Στο «Ματαρόα», όμως,
δεν ανέβηκαν μόνο αριστεροί αλλά και γόνοι αστικών οικογενειών. «Κυρίως ήθελα
νέους επιστήμονες που θα πήγαιναν στο Παρίσι, τη Λυών, το Μονπελιέ, το Νανσύ,
το Στρασβούργο, θα παρακολουθούσαν τη γιγαντιαία δουλειά της ανοικοδόμησης και
γυρνώντας κατόπιν στην Ελλάδα θα προσφέρανε τη δημιουργική τους εμπειρία»,
συμπλήρωνε ο Μερλιέ. «Κατάφεραν να βγάλουν τους υπότροφους από μια εξαιρετικά
δεινή θέση. Βλέποντας τον κίνδυνο που κρεμόταν πάνω από το κεφάλι μιας
ολόκληρης γενιάς επιστημόνων και καλλιτεχνών, έσπευσαν να φυγαδεύσουν όσους
μπόρεσαν στο εξωτερικό για σπουδές», λέει χρόνια αργότερα ο ιστορικός Νίκος
Σβορώνος.
Στη διαλυμένη Ευρώπη
«Οι πιο πολλοί
ταξιδεύουν με σακίδια, καλάθια, μπόγους, ό,τι μπόρεσε να σοφιστεί η φτώχεια και
η αγάπη κείνων που μείναν στην αποβάθρα του Πειραιά κουνώντας τα μαντήλια
τους», λέει η Μιμίκα Κρανάκη. Ο βομβαρδισμένος σταθμός του τρένου στον Τάραντα,
τα διαλυμένα τρένα που τους διατέθηκαν, οι πέντε ώρες πολυτέλειας στην Ελβετία
και η άφιξη στο Παρίσι ζωντανεύει στα δύο βιβλία όχι μόνο από τις συγγραφείς
αλλά και από αναμνήσεις άλλων υποτρόφων του 1945, δίνοντας ανάγλυφα την εικόνα
της Ευρώπης που μόλις έχει βγει από έναν ολέθριο πόλεμο και προσπαθεί να στηθεί
ξανά στα πόδια της. «Σε πολλούς από μας υπήρχε διπλή απογοήτευση, ως προς την
αστική τους καταγωγή, απόρριψη της αστικής τάξης, και απογοήτευση από το
κομμουνιστικό κίνημα. Αφήναμε πίσω μας την αστική και την εθνική και την
κομμουνισταρέικη Ελλάδα και φεύγαμε προς τα έξω, σε χώρους που έδιναν
ευκαιρίες, δυνατότητες που έγιναν συχνά και πραγματικότητες», λέει ο φιλόσοφος
Κώστας Αξελός. «Ηταν ο πόλεμος, η Κατοχή, γλυτώσαμε, επιζήσαμε και βρεθήκαμε
ελεύθεροι στην Ευρώπη. Αυτό ήταν», λέει ο σκηνοθέτης Μάνος Ζαχαρίας, που ήταν
στην 30μελή ομάδα των ΕΑΜιτών του «Ματαρόα».
Η αίσθηση του μέτοικου
«Το Παρίσι μας φάνηκε
ζοφερό, κακοφωτισμένο, όλες οι προσόψεις του ήταν σκοτεινές...», γράφει ο
ζωγράφος Ντίκος Βυζάντιος. Και η Μιμίκα Κρανάκη, μόλις πέντε χρόνια μετά το
ταξίδι του «Ματαρόα», περιγράφει την πραγματικότητα αυτού του νέου κόσμου: «Ως
τότε, όμως, κοιτάζω να επιβιώσω όπως όπως, έμαθα να κάνω κάτι αυτόματες
κινήσεις, μηχανικές, ό,τι χρειάζεται για την καθημερινή ζωή, μα τούτο δε
σημαίνει αναγκαία ότι ζω. Πώς μπορεί να υπάρξει φιλία σε μια τόσο τεράστια
πολιτεία;» Και συνεχίζει με το σαράκι της νοσταλγίας: «Μου 'ρχονται στο νου όσα
άφησα μισοτελειωμένα 'κει κάτω, τα νησιά που δεν είδα, οι άνθρωποι που δεν
γνώρισα. Αλλά κι αυτά που ήξερα τ' αγαπούσα τόσο άσκημα και τόσο λίγο. Με
πνίγει το πρόχειρο, το ημιτελές, τ' ανεπανόρθωτο».
Η αίσθηση του ξένου,
του μέτοικου, του ανθρώπου που δεν ξέρει πού να βαδίσει και με ποιους να
μιλήσει και ζει «στην κόψη του σπασμένου γυαλιού», περιγράφεται συγκλονιστικά
στο κείμενο της Μιμίκας Κρανάκη. Γιατί πίσω από τις πολιτικές ισορροπίες και
τις διπλωματικές προσπάθειες, οι διακόσιοι νέοι άνθρωποι που έφτασαν μια νύχτα
του Δεκεμβρίου του 1945 στο Παρίσι ήταν ξένοι στη μέση της Ευρώπης. Κι έπρεπε
να επιβιώσουν. Η απέλαση ήταν πάντα μπροστά τους. Το ΚΚΕ προς το τέλος του
Εμφυλίου ζητούσε από τα μέλη του να επιστρέψουν και να ενισχύσουν τις γραμμές
του. Ελάχιστοι το αποφάσισαν. Οι περισσότεροι είχαν πάρει ήδη το δρόμο τους και
τις αποφάσεις τους: «Δεν είχα πλέον καμιά διάθεση να πάω ούτε στο βουνό ούτε
στις πολιτικές οργανώσεις, γιατί ήμουν βέβαιος ότι δεν θα πρόσφερα τίποτα το
ουσιαστικό. Εκανα ένα είδος επιλογής. Ημουν σίγουρος ότι η επιστημονική δουλειά
που θα έκανα στη Γαλλία θα ωφελούσε το όλο κίνημα περισσότερο από την παρουσία
μου στην Ελλάδα», εκμυστηρεύεται πολλά χρονιά μετά ο Νίκος Σβορώνος στον Τάσο
Γουδέλη.
Οι επιβάτες του
«Ματαρόα» ξεκίνησαν ένα δύσκολο ταξίδι και οι περισσότεροι το ολοκλήρωσαν με
τον πιο δημιουργικό τρόπο.
Το πολύτιμο «φορτίο»
Αρχηγός της ομάδας
ήταν ο αρχιτέκτονας Πάνος Τζελέπης και ανάμεσα στα μέλη της «Υποτροφιάδας»
ήταν: οι φιλόσοφοι Κορνήλιος Καστοριάδης, Κώστας Παπαϊωάννου, Μιμίκα Κρανάκη,
Κώστας Αξελός, ο ιστορικός Νίκος Σβορώνος, οι φοιτητές αρχιτεκτονικής Εμμανουήλ
Κινδύνης, Αριστομένης Προβελέγγιος, Αθανάσιος Γάττος, Κωνσταντίνος Μανουηλίδης,
Νικόλας Χατζημιχάλης, Γιώργος Κανδύλης, Πάνος Τσολάκης, Τάκης Ζενέτος, ο
κινηματογραφιστής Μάνος Ζαχαρίας, ο γλύπτης Μέμος Μακρής, ο ζωγράφος Ντίκος
Βυζάντιος, ο μουσικός Δημήτρης Χωραφάς, ο τεχνοκριτικός Αγγελος Προκοπίου, οι
γιατροί Ανδρέας Γληνός και Ευάγγελος Μπρίκας, η συγγραφέας Ελλη Αλεξίου, η
ποιήτρια Μάτση Χατζηλαζάρου, ο ποιητής Ανδρέας Καμπάς, οι φιλόλογοι Εμμανουήλ
Κριαράς και Σταμάτιος Καρατζάς, και πολλοί άλλοι. Ο συνθέτης Ιάνης Ξενάκης, ο
οποίος είχε τραυματιστεί στο μάτι στα Δεκεμβριανά, έφτασε αργότερα μόνος του
στο Παρίσι.
πηγή εφημερίδα Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
Περιμένοντας την επιβίβαση στο«Ματαρόα» |
Και σε μια συνέντευξή της στη δημοσιογράφο ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΛΥΜΠΕΡΟΠΟΥΛΟΥ για την εφημερίδα "ΤΟ ΒΗΜΑ" στις 17/12/2010 η Νέλλη
Ανδρικοπούλου θυμάται πώς κατάφεραν το 1945 να γλιτώσουν από τον Εμφύλιο
130 Ελληνες του πνεύματος, επιβιβαζόμενοι στο πλοίο«Ματαρόα»
Χαράματα 22ας Δεκεμβρίου του 1945. Το μεταγωγικό
«Ματαρόα» σηκώνει άγκυρα από το λιμάνι του Πειραιά. Επιβάτες του περισσότεροι
από 130 νέοι επιστήμονες, διανοούμενοι και καλλιτέχνες, οι οποίοι άφηναν πίσω τους
μια Ελλάδα που τραυματισμένη από την Κατοχή έμπαινε στη νέα περιπέτεια του
Εμφυλίου. Οι καρδιές χτυπούσαν ταχύτερα καθώς οι μηχανές άρχισαν να ακούγονται
και το άπιαστο όνειρο της εξόδου να μοιάζει αληθινό. Η γενιά που μπάρκαρε σε
αυτό το πλοίο της μεγάλης φυγής δεν θα πήγαινε χαμένη. Ανάμεσά τους βρίσκονταν
ο Κορνήλιος Καστοριάδης, ο Κώστας Αξελός, ο Εμμανουήλ Κριαράς, ο Νίκος
Σβορώνος...
Η πρωτοβουλία τού τότε διευθυντή του Γαλλικού Ινστιτούτου και φιλέλληνα Οκτάβιου Μερλιέ να φυγαδεύσει τη νεότερη πνευματική ελίτ της Ελλάδας στο Παρίσι με υποτροφίες της γαλλικής κυβέρνησης έγινε με ένα ταξίδι-θρύλο. Εξήντα πέντε χρόνια αργότερα η πρεσβεία της Γαλλίας και το Γαλλικό Ινστιτούτο τιμούν την επέτειο με τα αποκαλυπτήρια τιμητικής πλάκας, την ανακοίνωση της υποτροφίας Οctave Μerlier και την ομιλία της εικαστικού και συγγραφέως Νέλλης Ανδρικοπούλου, από τους λιγοστούς επιζήσαντες του «Ματαρόα».
«Πηγαίναμε στο άγνωστο» μας λέει η 89χρονη σήμερα Νέλλη Ανδρικοπούλου, στη βιβλιοθήκη του σπιτιού της στο Κολωνάκι, περιτριγυρισμένη από παλιά βιβλία και λογιών-λογιών αναμνηστικά. «Ηταν μια κατάσταση αδιέξοδη. Ημασταν νέοι άνθρωποι και δεν θέλαμε η ζωή μας να πάει πεταμένη. Ξέρετε, το πιο σπουδαίο πράγμα σε έναν λαό είναι να μη χαθούν τα νιάτα... Ηταν θαύμα πώς μπορέσαμε να φύγουμε. Από το πρωί έφτασε βαθιά νύχτα για να κουβαληθούν όλα τα πράγματα, να μπαρκάρουμε κι εμείς και να ξεκινήσουμε τα χαράματα της επομένης. Φανταστείτε την αγωνία των 32 παράνομων μελών του ΚΚΕ που είχαν τρελαθεί άγρυπνοι περιμένοντας να ακούσουν τη μηχανή».
Για την ίδια η έξοδος υπήρξε εφιαλτική. «Ημασταν μια κουρελού από ανθρώπους που έπρεπε να τα βγάλουμε πέρα και ήταν θαύμα που δεν φαγωθήκαμε μεταξύ μας - δεδομένου του ότι ήμασταν διαφορετικών πολιτικών πεποιθήσεων. Μας ένωνε η ίδια ανάγκηνα φτάσουμε κάπου» θυμάται. «Εχοντας λοιπόν ανάγκη να φύγουμε και να μην ξαναγυρίσουμε, καθένας πήρε μαζί του ό,τι μπορείτε να φανταστείτε. Οι γλύπτες πήραν σφυριά, οι μουσικοί νότες, οι συγγραφείς βιβλία και εγώ κουβαλούσα ένα σίδερο σιδερώματος που μου έδωσε η μάναμου. Στο πλοίο έκανα παρέα με τον Κορνήλιο Καστοριάδη, τον γλύπτη Κώστα Κουλεντιανό, την Ελένη Σταθοπούλου και άλλους. Ο Καστοριάδης ήταν ένας πολύ ευχάριστος και ανοιχτόκαρδος άνθρωπος. Σκληρός μπορούσε να γίνει μόνον αν είχε πνευματικές διαφορές. Ηταν ιδανικός στην παρέα. Πάντα με χιούμορ, κέφι και χωρίς κανένα κόμπλεξ».
Η οδύσσεια διήρκεσε μια ολόκληρη εβδομάδα. Οι επιβάτες έφτασαν στην πόλη Τάραντα της Ιταλίας και από εκεί ταξίδεψαν για τη Ρώμη με ένα τρένο που ήταν για ζώα, πεσμένοι ο ένας πάνω στον άλλον. «Σκεφτείτε μέσα σε αυτό το τρένο να έχουν τιγκάρει τα βαγόνια και να έχουν φράξει τα παράθυρα από πράγματα». Στη συνέχεια πήραν άλλο τρένο για τα ελβετικά σύνορα. «Μολονότι δεν είχαμε μπει στον Τάραντα, επειδή υπήρχε φήμη για πανούκλα, οιΕλβετοί μας εμβολίασαν και μας τρέλαναν στο...απολυμαντικό. Μετά επιβιβαστήκαμε σε άλλο τρένο για τη Γαλλία.Φτάσαμε στο Παρίσι στις 28 Δεκεμβρίου, μαύρα μεσάνυχτα. Το Παρίσι μάς φάνηκε θλιβερό και κακοφωτισμένο, καμία σχέση με την Πόλη του Φωτός».
Ολοι είχαν αφήσει πίσω τους κάτι. Η Νέλλη Ανδρικοπούλου την οικογένειά της. «Εφυγα 24 χρόνων. Στο Παρίσι έκανα γλυπτική με τον δάσκαλο Οσσίπ Ζατκίν, έναν διάσημο γλύπτη. Εμεινα μόλις δύο χρόνια διότι αρρώστησε η μητέρα μου, έπρεπε να επιστρέψω στην Ελλάδα. Αυτό ήταν το μέγα δράμα της ζωής μου. Αλλά μετά παντρεύτηκα τον Νίκο Εγγονόπουλο, χώρισα, άνοιξε η σχολή των ξεναγών, σπούδασα και εξάσκησα το συγκεκριμένο επάγγελμα 35 χρόνια. Επί είκοσι χρόνια δεν είχα ΙΚΑ».
Προσφάτως, και με την παρότρυνση φίλων της, αποφάσισε να γράψει το βιβλίο «Το ταξίδι του Ματαρόα, 1945» (Εκδόσεις Εστίας).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου