Της Τασούλας Βερβενιώτη*
Το βιβλίο Πατρίδα από Βαμβάκι, της Έλενας Χουζούρη, αναφέρεται στους Έλληνες πρόσφυγες του ελληνικού εμφυλίου που βρέθηκαν στα βάθη της Ασίας: στην Τασκένδη.
Ο εμφύλιος δημιούργησε ένα μεγάλο κύμα μετακινήσεων πληθυσμών. Η πιο μαζική (750.000 άνθρωποι, το 10% του πληθυσμού της χώρας) ήταν οι λεγόμενοι «ανταρτόπληκτοι». Η οδυνηρότερη όμως ήταν προς τις Ανατολικές χώρες, από τους ηττημένους μαχητές και μαχήτριες του Δημοκρατικού Στρατού. Η μεγαλύτερη ομάδα αυτών των ανθρώπων βρέθηκε στην Τασκένδη, την «πατρίδα από βαμβάκι».
Η συγγραφέας παρακολουθεί τον ήρωά της, τον γιατρό, όχι στατικά, αλλά πολύ πετυχημένα -μυθιστορηματικά- στη διάρκεια μιας άλλης μετακίνησής του προς τα Βαλκάνια, κοντύτερα προς την πατρίδα, όχι αυτήν από βαμβάκι, αλλά την άλλη, την Ελλάδα, όπου γεννήθηκε. Εκεί όμως δεν μπορεί να πάει.
Ο Ψυχρός Πόλεμος, στο πλαίσιο του οποίου διεξήχθη ο ελληνικός εμφύλιος, είχε μοιράσει την ανθρωπότητα σε δύο κόσμους, τα όρια των οποίων ήταν σχεδόν αδιαπέραστα. Οι Έλληνες βρέθηκαν στο Ανατολικό Μπλοκ με το όπλο παρά πόδα (σύμφωνα με τον γραμματέα του ΚΚΕ) ή με τη βαλίτσα πάρα πόδα, όπως χαρακτηριστικά γράφει η Έλενα Χουζούρη.
Οι ήρωες του μυθιστορήματος πολεμούσαν για μιαν «άλλη» κοινωνία, χωρίς εκμεταλλευτές και εκμεταλλευόμενους, όπως στη μεγάλη σοβιετική πατρίδα όπου εγκαταστάθηκαν.
Η ιδεολογία όμως της «άλλης» κοινωνίας δεν ήταν πανάκεια που από μόνη της μπορούσε να απελευθερώσει τους ανθρώπους. Στις αγροτικές περιοχές, από όπου κατάγονταν, οι συλλογικότητες ήταν πιο ισχυρές από τα άτομα. Ο διαφωτισμός και η έννοια του πολίτη και του ορθού λόγου ήταν άγνωστες.
Η πιο ισχυρή συλλογικότητα ήταν η οικογένεια. Μπορεί μέσα στην οικογένεια να ήταν όλοι δυσαρεστημένοι ή τσακωμένοι, αλλά προς τα έξω αποτελούσε ένα αρραγές μέτωπο. Η «τιμή» του ατόμου συνδεόταν με την «τιμή» της οικογένειας.
Στον εμφύλιο, ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά των «έκτακτων μέτρων», τα οποία θεσμοθέτησε η κυβέρνηση της Αθήνας, ήταν η καθιέρωση της συλλογικής ευθύνης των μελών της οικογένειας. Γι' αυτό ο πατέρας και ο αδελφός (ο στρατιωτικός) του ήρωα εγκαλούνται να τον αποκηρύξουν.
Στην Τασκένδη, το κόμμα ανέλαβε λειτουργίες της οικογένειας. Προέτρεψε τον γιατρό να παντρευτεί (και αυτός παντρεύτηκε) τη Σταυρούλα, που είχε αδέλφια στην ίδια μεγάλη κομματική οικογένεια. Και όταν ερωτεύτηκε την Όλγα, πάλι το κόμμα τον «έβαλε στη θέση του». Και ο ήρωάς μας υπάκουσε. Δεν δέχτηκε να πάρει ούτε το γράμμα που του έστειλε η αγαπημένη του για να μάθει ότι απέκτησε ένα ακόμα παιδί.
Νομίζω ότι έτσι θα έκαναν όλοι οι Έλληνες στην Τασκένδη. Και ο γιατρός -σε τελευταία ανάλυση- μπόρεσε να ερωτευτεί, γιατί εκτός από το χωριό του είχε ζήσει και στη Θεσσαλονίκη και την Αθήνα και επιπλέον ήταν σπουδασμένος. Η Σταυρούλα δεν θα μπορούσε. Όχι γιατί ήταν περισσότερο «τιμία», αλλά γιατί είχε άλλες καταβολές.
Εξάλλου ο γιατρός δεν διανοήθηκε να αντισταθεί στην εντολή του κόμματος, γιατί για τους έλληνες αριστερούς, εντός και εκτός Ελλάδας, το κόμμα αποτελούσε μια υπερβατική δύναμη. Το κόμμα «ήξερε» και γι' αυτό οι αποφάσεις του δεν αμφισβητούνταν.
Το προσωπικό σε καμιά περίπτωση δεν μπορούσε να μπει πάνω από το συλλογικό. Επιπλέον, στην Τασκένδη το κόμμα δεν έκανε μόνο γάμους, κρατούσε και την αλληλογραφία με τον «άλλο» κόσμο, που τόσο την είχαν ανάγκη οι πρόσφυγες. Μπορούσε να σου δώσει δουλειά ή να σου τη στερήσει. Η υπακοή στο κόμμα ήταν και θέμα επιβίωσης.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο της επέμβασης του κόμματος στην προσωπική ζωή μπορούμε να κατανοήσουμε και τις δημόσιες δηλώσεις στη διάρκεια της ανακαταγραφής. Ήταν γενικά αποδεκτό ότι το κόμμα έπρεπε να ξέρει όχι μόνο πόσοι ήταν δικοί του, αλλά και πόσο δικοί του ήταν.
Γιατί σε συνθήκες Ψυχρού Πολέμου, οι άνθρωποι χωρίζονται σε «δικούς μας» και σε εχθρούς μας. Και ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά της εμφυλιοπολεμικής λογικής είναι η δαιμονοποίηση του αντιπάλου. Ο αντίπαλος είναι πάντα κακός και εάν τυχόν άλλαζε στρατόπεδο (γιατί για στρατόπεδα πρόκειται), ήταν προδότης.
Μια κοινωνία που δεν έχει μάθει να συζητά στήνοντας και στηρίζοντας ένα επιχείρημα, αλλά ούτε και να ακούει (βλ. τηλεοπτικές συζητήσεις) είναι μια κοινωνία που δημιουργεί εμφυλίους. Στα «γεγονότα» της Τασκένδης, ο σύντροφος έκοψε με τα δόντια του το αυτί του πρώην συντρόφου του, γιατί δεν μπορούσαν να συζητήσουν, αφού αντίθετη άποψη είχε μόνο ο εχθρός.
Σε τελική ανάλυση, ο εμφύλιος και ο Ψυχρός Πόλεμος δεν καθόρισαν απλώς τη ζωή των αριστερών ανθρώπων (να ζήσουν στην εξορία, στη φυλακή ή στην Τασκένδη), αλλά και τον τρόπο που σκέπτονταν. Και η σκέψη, όπως η ανθρωπότητα, διέθετε δύο πόλους: τους κακούς και τους καλούς. Το άσπρο και το μαύρο. Έλειπε ολόκληρη η γκάμα των χρωμάτων του ουράνιου τόξου, που προσπαθούμε, όπως η Έλενα Χουζούρη, να ανακαλύψουμε.
Στις αρχές του 21ου αιώνα, όπου η νέα τεχνολογία αλλάζει καθημερινά τη ζωή, τον τρόπο σκέψης και τα πρότυπά μας, όπου τα πάθη του 20ού αιώνα είναι τόσο μακρινά, αλλά και τόσο κοντινά, έχουμε τη δυνατότητα μιας άλλης προσέγγισης. Και θεωρώ ότι ο προβληματισμός που θέτει η Πατρίδα από Βαμβάκι είναι χρήσιμος.
Όσον αφορά το ερώτημα του ήρωα: «Ποιος φταίει; Οι άνθρωποι ή οι ιδέες;», νομίζω ότι απάντησα: τις ιδέες τις δημιουργούν και τις εφαρμόζουν οι άνθρωποι.
* Η Τασούλα Βερβενιώτη είναι ιστορικός.
Ημερομηνία δημοσίευσης: ΑΥΓΗ: 09/02/2010
ΜΟΤΟ
Σε συνθήκες Ψυχρού Πολέμου, οι άνθρωποι χωρίζονται σε «δικούς μας» και σε εχθρούς μας. Και ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά της εμφυλιοπολεμικής λογικής είναι η δαιμονοποίηση του αντιπάλου. Ο αντίπαλος είναι πάντα κακός και εάν τυχόν άλλαζε στρατόπεδο (γιατί για στρατόπεδα πρόκειται), ήταν προδότης.
Η Έλενα Χουζούρη έχει εκδώσει πέντε ποιητικές συλλογές, τρία δοκίμια για πρόσωπα και θέματα της λογοτεχνίας, ένα βιβλίο για παιδιά, μια συγκεντρωτική έκδοση κριτικών για έλληνες ποιητές και τα μυθιστορήματα "Σκοτεινός Βαρδάρης" και "Πατρίδα από βαμβάκι". Ο "Σκοτεινός βαρδάρης" ήταν υποψήφιο μυθιστόρημα για το Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας (βραχεία λίστα) το 2005 και υποψήφιο για το βραβείο BALKANIKA το 2007 εκπροσωπώντας την Ελλάδα. Έχει μεταφραστεί στα σερβικά, βουλγαρικά και τουρκικά. Διηγήματα και ποιήματα της Έλενας Χουζούρη έχουν δημοσιευθεί σε συλλογικούς εκδόσεις και λογοτεχνικά περιοδικά. Οργάνωσε και διηύθυνε τις λογοτεχνικές σειρές Γραφές της Αθωότητας (1993-1996) και Γράμμα για Σένα (2001) στις εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα. Διετέλεσε σύμβουλος έκδοσης στις εκδόσεις Πατάκη (1993-1999) και Λιβάνης (1996-1999). Εργάζεται ως δημοσιογράφος στην ΕΡΤ στον τομέα του πολιτισμού. Από το 2000 συνεργάζεται συστηματικά με τη "Βιβλιοθήκη" της εφημερίδας "Ελευθεροτυπία". Είναι μέλος της ΕΣΗΕΑ και της Εταιρείας Συγγραφέων.
Όσοι φίλοι θέλετε περισσότερες κριτικές ακολουθείστε τους παρακάτω συνδέσμους που επιλέξαμε
Μάρη Θεοδοσοπούλου, Ο γιατρός από την Τασκένδη, "Ελευθεροτυπία"/ "Βιβλιοθήκη", τχ. 603, 14.5.2010
Βαγγέλης Χατζηβασιλείου, Όταν όλα διαλύονται, "Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία"/ Ένθετο "7: Τέχνες και Ζωή", τχ. 417, 15.11.2009
Νίκος Κουνενής, Το ατσάλι και το βαμβάκι, "Η Αυγή", 28.2.2010
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου