Δευτέρα 5 Δεκεμβρίου 2011

Με την Κατερίνα Σχινά βουτήξαμε στον κόσμο του ΕΝΤΓΚΑΡ ΑΛΑΝ ΠΟΕ

Την Κυριακή, 4 Δεκεμβρίου 2011, στο βιβλιοπωλείο ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΚΦΡΑΣΗ πραγματοποιήθηκε όπως είχαμε προαναγγείλει η εκδήλωση για το έργο του Πόε με αφορμή την έκδοση του βιβλίου "21 ιστορίες και το κοράκι" από τις εκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ.

Για το έργο και την επιρροή του Έντγκαρ Άλλαν Πόε στην παγκόσμια λογοτεχνία μίλησε η μεταφράστρια του βιβλίου Κατερίνα Σχινά.



Ο ηθοποιός του Δημοτικού Θεάτρου Λιβαδειάς Γιώργος Αγραφιώτης διάβασε το ποίημα του Πόε "Το κοράκι" καθώς και το αφήγημα "Ο μαύρος γάτος"


Για τους φίλους που δεν μπόρεσαν να παρακολουθήσουν αλλά και γι αυτούς που θέλουν να την εμπεδώσουν δημοσιεύουμε ολόκληρη την ομιλία της κ. Σχινά.
ΕΝΤΓΚΑΡ ΑΛΑΝ ΠΟΕ 
ο μεγάλος παρεξηγημένος των αμερικανικών γραμμάτων

Θέλω να αρχίσω, πρώτα απ' όλα με μερικά βιογραφικά στοιχεία του Έντγκαρ Άλαν Πόε, κυρίως γιατί πολλοί μελετητές είδαν στο έργο του την αντανάκλαση του βίου του και προσπάθησαν να ερμηνεύσουν τα αφηγήματά του σαν εκδηλώσεις ενός διαταραγμένου ψυχισμού. Δεν ενστερνίζομαι, ασφαλώς, αυτού του είδους τις αναγνώσεις, ωστόσο, στην περίπτωση του Πόε, είναι δύσκολο να μην ενδώσει κανείς στον πειρασμό να συνδέσει ζωή και έργο. Εκτός από διάφορους γιατρούς και ψυχιάτρους που στα τέλη του 19ου αιώνα είχαν θεωρήσει τον Πόε από έκφυλο έως επιληπτικό, η Μαρία Βοναπάρτη, η γνωστή ψυχαναλύτρια, μαθήτρια και συνεργάτης του Φρόυντ και πριγκίπισσα της Ελλάδας, αφού είχε παντρευτεί τον Γεώργιο, δευτερότοκο γιο του Βασιλέα Γεωργίου Α, διέγνωσε μια λανθάνουσα νεκροφιλία στα αφηγήματά του, όπου υμνείται η ετοιμοθάνατη ή η νεκροζώντανη φίλη, αδελφή, ερωμένη ή σύζυγος.

Ο Πόε, λοιπόν, γεννήθηκε το 1809, από δυο θεατρίνους, τον Ντέιβιντ Πόε, γιο ενός επιφανούς στρατηγού της Βαλτιμόρης, και τη νεαρή Αγγλίδα Ελίζαμπεθ Άρνολντ. Ήταν το δεύτερο από τα τρία παιδιά που απέκτησε το ζευγάρι, με μεγαλύτερο τον Χένρι και μικρότερη τη Ρόζαλι. Ο Ντέιβιντ, αναμφισβήτητα αλκοολικός και φυματικός, εξαφανίζεται από τη ζωή της γυναίκας του, πριν προφτάσει να γεννηθεί το κοριτσάκι* όσο για την Ελίζαμπεθ, φυματική και αυτή και μέσα σε αξιοθρήνητη αθλιότητα, θα πεθάνει σ' ένα φτωχικό σπίτι, κατά τη διάρκεια μιας θεατρικής περιοδείας στο Ρίτσμοντ της Βιρτζίνια, σε ηλικία 24 ετών και μπροστά στα μάτια των δυο μικρότερων παιδιών της, γιατί ο μεγαλύτερος, ο Χένρι ήδη ζούσε με τους παππούδες του στη Βαλτιμόρη.

Τα δυο παιδιά τα υιοθέτησαν ευσπλαχνικοί άνθρωποι του Ρίτσμοντ. Την Ρόζαλι, δεκατεσσάρων μηνών, την πήρε η οικογένεια Μακένζι. Τον Έντγκαρ, δυο ετών και έντεκα μηνών, τον πήρε η οικογένεια ΄Αλαν.  Δεν ξέρει κανείς φυσικά, αν στο φτωχικό σπιτάκι της κυρίας Φίλιπς, της μοδίστρας που είχε νοικιάσει μια κάμαρα στην Ελίζαμπεθ Πόε, τα δυο παιδιά αντίκρισαν τη μητέρα τους νεκρή, ξαπλωμένη ανάμεσα σε δυο κεριά. Ωστόσο, καθώς σημειώνει η Μαρία Βοναπάρτη, ακόμα κι αν το παιδί δεν είδε το λείψανο της μητέρας του έζησε τη φθορά της μέρα τη μέρα – και γι' αυτό, σύμφωνα με την ψυχαναλύτρια καταδικάστηκε να αγαπάει παθητικά γυναίκες με τα σημάδια της αρρώστειας ή του θανάτου.

Όπως και να΄ χουν  τα πράγματα, ο Έντγκαρ βρήκε καταφύγιο στο σπίτι του Τζον Άλαν, πλούσιου σκοτσέζου εμπόρου, εγκατεστημένου στη Βιρτζίνια. Εκεί βρίσκει μια καινούργια και τρυφερή μητέρα, τη Φράνσις, τη γυναίκα του Τζον Άλαν, καθώς και μια υλική άνεση που δεν είχε γνωρίσει ως τότε. Από πολύ τρυφερή ηλικία τον σαγήνευσε η ποίηση* λέγεται ότι ήδη από τα πέντε του χρόνια έγραφε στίχους μεγάλης πρωτοτυπίας, σύμφωνα με τον δάσκαλό του. Ωστόσο, δεν ήταν εύκολο παιδί. Ο Τζων Άλαν δεν θα καταφερει ποτέ να ξεπεράσει την προκατάληψη απέναντι στο ορφανό, μια προκατάληψη που οφειλόταν κυρίως στην καταγωγή του και το επάγγελμα των γονιών του* η απείθαρχη φύση του Έντγκαρ θα αντιμετωπιστεί συχνά με το μαστίγιο του θετού του πατέρα. Μεταξύ 1815  και 1820, και καθώς η οικογένεια Άλαν είχε μεταβεί στην Αγγλία για δουλειές, ο Έντγκαρ θα φοιτήσει στο σχολείο του Stoke Νιούινγκτον, την ατμόσφαιρα του οποίου θα αποτυπώσει ιδιαίτερα στο αφήγημά του Γουίλιαμ Γουίλσον. Με την επιστροφή του στην Αμερική και με την είσοδό του στην εφηβεία, ο Έντγκαρ, όπως γράφει η Μαρία Βοναπάρτη, θα αρχίσει να επαναστατεί απέναντι  στο μαστίγιο του Τζον Άλαν, απέναντι στην εξουσία του Πατέρα, δηλαδή, και να αναζωπυρώνεται η ερωτική του  ζέση για την πεθαμένη μητέρα. Έτσι, σε ηλικία 14 ετών, ερωτεύεται την κυρία Στάναρντ, μια άρρωστη τριαντάχρονη φίλη της οικογένειας, που σύντομα θα πεθάνει τρελή και που ο έφηβος θα δυσκολευτεί να ξεχάσει, λένε  μάλιστα να ότι συνήθιζε να επισκέπτεται τον τάφο της τις νύχτες.

Αργότερα, ο Έντγκαρ θα ερωτευτεί ένα νέο κορίτσι, την Ελμίρα Ρόιστερ, αλλά οι γονείς της δεν εγκρίνουν αυτόν τον δεσμό και τους χωρίζουν. Το 1826 εγγράφεται, με φροντίδα του κηδεμόνα του, στο πανεπιστήμιο της Βιρτζίνια, αλλά τον ίδιο χρόνο – και αυτό μας ενδιαφέρει ιδιαίτερα – ενθουσιασμένος από τον αγώνα της ελληνικής ανεξαρτησίας, ενεγράφη στο εθελοντικό εκστρατευτικό σώμα που επρόκειτο να έρθει στην Ελλάδα και να πολεμήσει στον πλευρό των αγωνιστών. Καθώς όμως η αποστολή εκείνη δεν πραγματοποιήθηκε, ο Έντγκαρ  θα αρχίσει να παίζει μανιωδώς τυχερά παιχνίδια και να πίνει και ένα χρόνο αργότερα θα το σκάσει από το  σπίτι του κ Αλαν και θα καταταχθεί ως απλός στρατιώτης στο πυροβολικό του εθελοντικού αμερικανικού στρατού. Με παρέμβαση του Άλάν θα εγγραφεί στη  Στρατιωτική Ακαδημία, αλλά και από εκεί θα εκδιωχθεί, λόγω εκλύτου βίου. Έτσι, πάλι σύμφωνα με τη Μαρία Βοναπάρτη, δύο φορές συνταυτίστηκε ο Πόε με τον πατέρα του Ντέιβιντ που κι αυτός είχε δραπετεύσει απο το σπίτι των γονιών του.

Την εποχή εκείνη πεθαίνει η θετή μητέρα και προστάτιδά του Φράνσις Άλαν ύστερα από παρατεταμένη, εξαντλητική ασθένεια, και ο ΄΅Εντγκαρ βρίσκει μια καινούργια μητέρα στο πρόσωπο της θείας του Μαρία Κλιμ και τη μελλοντική του σύζυγο, στο πρόσωπο της κόρης του και εξαδέλφης του Βιρτζίνια, που ηταν ένα φιλάσθενο κοριτσάκι το οποίο και θα παντρευτεί όταν εκείνος είναι 26 ετών και αυτή μόλις 13. Οι βιογράφοι του θεωρούν ότι ο γάμος τους υπήρξε λευκός, πράγμα πιθανότατο, αφού η Βιρτζίνια θα προσβληθεί πολύ σύντομα απο φυματίωση και θα πεθάνει λίγο μετά τα 20 της χρόνια. Στο μεταξύ, ο Έντγκαρ έχει παραδοθεί ολοκληρωτικά σ' αυτό που ο ίδιος ονομάζει “δαίμονας του ποτού”, αλλά και στο όπιο.
Μετά το θάνατο της Βιρτζίνια, ο Πόε θα συνδεθεί ερωτικά με αρκετές γυναίκες, οι περισσότερες απο τις οποίες είναι άρρωστες, νευρωτικές, φιλάσθενες. Την Φράνσις Όσγκουντ, την Έλεν Ουίτμαν, την Μαρία Σιου. Και παρά τις εξαρτήσεις του, δεν θα σταματήσει να γράφει ούτε στιγμή. Το πρώτο του στιχούργημα, το δημοσίευσε ανώνυμα σε ηλικία 18 ετών και με πολλές διορθώσεις και προσθήκες και με τον τίτλο Αλ Ααράφ, Ταμερλάνος και άλλα ελάσσονα ποιήματα, θα το ξανατυπώσει τη βαλτιμόρη το 1926 και το 1931 στο Ρίτσμοντ, χωρίς να μπορέσει να βγάλει ούτε τα έξοδά του. Ήταν η χρονιά που αποβλήθηκε απο τη Στρατιωτική Ακαδημία και αποκληρώθηκε απο τον θετό του πατέρα. Τότε η ένδειά του είχε φτάσει στο αποκορύφωμά της και τότε χρονολογούνται οι πολλές ικετευτικές επιστολές που έστελνε στον Άλαν ζητώντας του χρήματα, πάντα χωρίς απάντηση. Την εποχή αυτή έγραψε το περίφημο Χειρόγραφο σ' ένα μπουκάλι και το έστειλε στον διαγωνισμό που είχε προκηρύξει το περιοδικό  Saturday visitor, όπου και απέσπασε το πρώτο βραβείο. Ο πρόεδρος της επιτροπής κάλεσε σε γεύμα τον άγνωστο συγγραφέα, όμως εκείνος απάντησε ότι δεν μπορούσε να ανταποκριθεί γιατί δεν είχε ούτε καν φτωχικά ρούχα ώστε να μπορέσει να καθίσει αξιοπρεπώς στο τραπέζι. Τότε ο πρόεδρος πήγε και τον βρήκε και τον πήρε υπό την προστασία του. Έτσι γράφτηκε η Βερενίκη του, το 1935.  Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Southern Literary Messenger και η επιτυχία της του χάρισε τη θέση του αρχισυντάκτη, μεταξύ 1936 και 1937. Από τότε και ως το 1945 εργάστηκε ως μόνιμος συντάκτης σε διάφορα περιοδικά, ώσπου κυκλοφόρησε τη βραχύβια δική του εφημερίδα στη Νέα Υόρκη, με τίτλο Broadway Journal. Τον ίδιο χρόνο δημοσίευσε το Κοράκι του, που τον έκανε διάσημο σε ηλικία 36 ετών. Τα τρία τελευταία χρόνια της ζωής του ήταν και τα πιο γόνιμα. Τότε έγραψε τις Παράξενες Ιστορίες του, την Αφήγηση του Άρθουρ Γκόρντον Πιμ, το Μαύρο Γάτο, τον Χρυσό Σκαραβαίο, τα Φανταστικά διηγήματα, το κοσμολογικό του μυθιστόρημα Εύρηκα, το περίφημο ποίημά του Ουλαλούμ.
Εξαντλημένος απο την πολλή δουλειά και απο την απογοήτευση της ζωής, από τη φτώχεια και από τους θανάτους όλων των αγαπημένων του προσώπων, τη μια εξουθενωμένος και πίνοντας λάβδανο για να αυτοκτονήσει, το 1948, την άλλη βρίσκοντας παροδικά ανακούφιση στο ποτό και το όπιο, ξεκίνησε μια τελευταία προσπάθεια να δώσει διαλέξεις σε διάφορες πολιτείες, για να μαζέψει χρήματα ώστε νε εκδώσει ένα περιοδικό δικό του, που το είχε βαφτίσει Stylous και το ήθελε για να αναπτύξει ελεύθερα την αισθητική και την κριτική του στάση. Πάνω σ' αυτήν την προσπάθεια τον βρήκε ο θάνατος, απο αλκοολικό παραλήρημα, το 1849, σε ηλικία μόλις 40 ετών.

Αυτός ο βίος και αυτό το έργο, πάντως, δεν ήταν ιδιαίτερα ευπρόσδεκτα στην πουριτανική Αμερική. Σε όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα, η Αμερική αντιμετώπιζε με αδιαφορία όσους συγγραφείς της δεν ενέδιδαν στις απαιτήσεις του κοινού για ηθικοπλαστικές ιστορίες και αισθηματικά λυρικά ποιήματα. Είναι χαρακτηριστικό ότι είχε αγνοήσει επιδεικτικά τον Μέλβιλ γιατί ήταν «μεταφυσικός», είχε καταδικάσει ως ανήθικες και χυδαίες τις ερωτικές ποιητικές εξάρσεις του Γουίτμαν, και βέβαια είχε απορρίψει τα διηγήματα του Πόε ως «αλλόκοτα» και «μακάβρια» και τις ποιητικές του συνθέσεις ως «εφηβικά γυμνάσματα». Όπως χαρακτηριστικά έλεγε ο Χένρυ Τζαίημς, απηχώντας ασφαλώς τη γνώμη των συμπατριωτών του, «ο ενθουσιασμός για τον Πόε φανερώνει πρωτόγονο στάδιο σκέψης. Όποιος τον πάρει στα σοβαρά, δείχνει ότι δεν είναι ο ίδιος σοβαρός». Στην καθιέρωση αυτής της αρνητικής εικόνας για τον Πόε είχε συμβάλει ασφαλώς και ο εκτελεστής της φιλολογικής του διαθήκης και «άσπονδος» φίλος του, Ρούφους Γκρίσγουολντ. Την επομένη της ταφής του Πόε, στις 9 Οκτωβρίου 1849, ο Γκρίσγουολντ δημοσίευσε στη Νew York Tribune μια νεκρολογία-λίβελο (η οποία αναδημοσιεύτηκε στις περισσότερες εφημερίδες της χώρας) χαρακτηρίζοντας τον Πόε μέθυσο, διεστραμμένο και ναρκομανή. Στα Απομνημονεύματά του, που δημοσιεύτηκαν τον επόμενο χρόνο, και τα οποία στηρίζονται σε ψευδή στοιχεία και χαλκευμένες πληροφορίες, δεν παρέλειψε να προσθέσει ότι ο Πόε ήταν παρανοϊκός, ανήθικος και επικίνδυνος. Αργότερα βέβαια, το πορτρέτο του «καταραμένου ποιητή» που με τόσο φθόνο και μνησικακία φιλοτέχνησε ο Γκρίσγουολντ, θα ωφελούσε το κακό παιδί των αμερικανικών γραμμάτων. Ωστόσο δεν είναι ν’ απορεί κανείς, που στην τελετή για την μετακομιδή των οστών του στη Βαλτιμόρη το 1876,  ο μόνος  συγγραφέας που τόλμησε να παραστεί ήταν ο Γουίτμαν.

Αν όμως η Αμερική τον αντιμετώπισε εν ζωή με εξωφρενική αμφιθυμία, η Ευρώπη και ο επόμενος αιώνας θα τον αναδεχτούν με μεγάλη θέρμη. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο Πόε ήταν ο πρώτος Αμερικανός συγγραφέας που κατέκτησε διεθνή αναγνώριση – και μάλιστα απολύτως δικαιολογημένα. Ως ποιητής ανέπτυξε ένα είδος δραματοποιημένου εσωτερικού μονολόγου και λυρικού υμνητικού ύφους που αποσκοπούσε να αποτυπώσει μια οραματική κατάσταση «υπέρτατης ομορφιάς», «πέρα από τον χώρο και έξω από τον χρόνο», επενδύοντας στην ηχητικότητα των λέξεων και στην μουσικότητα της υπνωτιστικής επανάληψης. Ως κριτικός αντιτάχθηκε στον τοπικισμό και τον αμερικάνικο λογοτεχνικό εθνικισμό και έδωσε ιδιαίτερη σημασία στην ορθότητα της γλώσσας, του μέτρου και της δομής. Ως διηγηματογράφος ήταν ιδιοφυής. Πειραματίστηκε στην προ-επιστημονική φαντασία, έγραψε πολυεπίπεδες σάτιρες, υπήρξε πρόδρομος του αστυνομικού μυθιστορήματος και τελειοποίησε το γοτθικό αφήγημα φρίκης, τρόμου και μυστηρίου, όχι μονάχα επινοώντας ιστορίες με έντονη την παρουσία του τερατώδους και του απόκοσμου, αλλά κυρίως αποδίδοντας τον εσωτερικό μονόλογο διαταραγμένων ηρώων και δραματοποιώντας σε πολλαπλά επίπεδα τον πνευματικό και ψυχικό αναβρασμό. Το παρασυνειδησιακό αποτέλεσμα που πέτυχε δεν είχε προηγούμενο: σκηνικό, λεπτομέρειες και πλοκή, υφαίνονταν σε ένα αδιαχώριστο σύνολο με πραγματικά αριστοτεχνικό τρόπο.
Γι’ αυτό και τον ερωτεύτηκαν συμβολιστές και σουρεαλιστές: ο Βερλαίν, ο Ρεμπώ, ο Μαλαρμέ, ο Βαλερύ τον θαύμαζαν. Ο Μπωντλέρ, πρώτος εισηγητής του και μεταφραστής του στη Γαλλία, δήλωνε πως στα διηγήματα και τα ποιήματά του είχε ανακαλύψει «όχι απλώς κάποια θέματα που είχα ονειρευτεί, αλλά τις προτάσεις που είχα σκεφτεί γραμμένες από το χέρι του πριν από είκοσι χρόνια». Ως «άμεμπτο ποιητή», τον περιέγραφε στον Ζιντ ο Βαλερύ∙ ο Μαλλαρμέ τον αποκαλούσε «δάσκαλο του είδους» και τον μετέφρασε επίσης, εκδίδοντας τα μεταφράσματά του με σχέδια του Μανέ* ο Ιούλιος Βερν όχι μονάχα ασχολήθηκε με τον Πόε από θεωρητική άποψη, δημοσιεύοντας ένα σχετικό δοκίμιο το 1862, αλλά και εμπνεύστηκε την Σφίγγα των πάγων του από την Αφήγηση του Άρθουρ Γκόρντον Πυμ.
Κι αν θέλετε να φύγουμε από τη Γαλλία, προχωρώντας σταδιακά στο χρόνο, ας θυμίσουμε ότι  στην Αγγλία εκθειάστηκε από τους προραφαηλίτες ποιητές, ο Τένυσον αναγνώρισε την «πρωτότυπη μεγαλοφυΐα του», ο Τόμας Χάρντυ το γλωσσικό του εύρος, ο Κόναν Ντόυλ δανειζόταν από τις ιστορίες με πρωταγωνιστή τον Ωγκύστ Ντυπέν που έγραψε ο Πόε την ιδέα μοναχικού ντετέκτιβ και της επαγωγικής μεθόδου του,  ο Ρόμπερτ Λούις Στήβενσον άντλησε από το έργο του.  Ο Μπόρχες τον ανακαλούσε αδιάκοπα στις ιστορίες του, ο Νίτσε και ο Κάφκα τον σέβονταν, ο Ντοστογιέφσκι, ο Κόνραντ και ο Τζόυς διέκριναν στο πρόσωπό του έναν σύγχρονό τους.  Στο τέλος, η επίδρασή του έφτασε μέχρι την Ιαπωνία : ο Τανιζάκι και ο Κόμπο Αμπέ αναγνώρισαν μεγάλες οφειλές στο πνεύμα της φθοράς και του αδιεξόδου, του τρόμου και του θανάτου, που τόσο πρώιμα εξέφρασε ο Έντγκαρ Άλαν Πόε.
Γιατί αλήθεια, ο Πόε, αυτή η αλλόκοτη ιδιοφυία η κρυμμένη πίσω από το προσωπείο του μεροκαματιάρη γραφιά, έζησε και δημιούργησε μέσα σ’ ένα ναρκισιστικό κουκούλι προσωπικού βασανισμού.  Η ζωή του ήταν μια ανυποχώρητη καταστροφή. Ορφάνεψε σε ηλικία δύο ετών, και έγινε το προβληματικό υιοθετημένο παιδί ενός άτεγκτου θετού πατέρα. Χαρτοπαίκτης και πότης, εκπαραθυρώθηκε από το Πανεπιστήμιο της Βιρτζίνια. Έκανε ό, τι μπορούσε για να τον  πετάξουν έξω από τη Στρατιωτική Ακαδημία και το κατάφερε. Παντρεύτηκε μία φορά, κι αυτήν με την εξαδέλφη του, ένα φυματικό παιδί δεκατριών ετών. Είδε τις γυναίκες με τις οποίες συνδέθηκε μετά το θάνατό της να πεθαίνουν μια-μια. Διάλεξε τη ζωή του ανεξάρτητου, ελεύθερου επαγγελματία, με αποτέλεσμα να ζει πάντοτε στο όριο της φτώχειας. Όντας Νότιος, έμεινε για πάντα εκτός του κυρίαρχου λογοτεχνικού καταστημένου της Νέας Αγγλίας.
Η εχθρική αν και επιφυλακτική έκφραση στο πρόσωπο του Πόε στην πιο διάσημη φωτογραφία του, δείχνει έναν άνθρωπο που πίστευε ότι είχε γεννηθεί για να υποφέρει. Αν οι συνθήκες της ζωής του δεν ευνοούσαν την οδύνη, φρόντιζε να τις αλλάξει ώστε να την ευνοούν. Σχεδόν ασυνείδητα σεβόταν τη δυστυχία του ως κινητήρια δύναμη της δημιουργίας του. Η μυθοπλασία του καταδυναστεύεται τόσο θεαματικά από τον τρόμο, ώστε ο συγγραφέας φαίνεται να υπαινίσσεται πως η καταγωγή της βρίσκεται στα όνειρά του. Πρόωροι ενταφιασμοί, εκδικητικές δολοφονίες και πολλαπλές διαταραχές προσωπικότητας αφθονούν. Ο Πόε σκοτώνει, αναλογικά, περισσότερες γυναίκες απ’ ότι ο Σαίξπηρ. Τις σκοτώνει κι εκείνες επανέρχονται. Τον στοιχειώνουν, τον εκδικούνται, τον συγχωρούν. Γεννιούνται η μία από την άλλη και συγχωνεύονται ξανά στον θάνατο. Ζωντανές, θάβονται∙ νεκρές κυριολεκτικά ξεδοντιάζονται (σας θυμίζω το αποτρόπαιο τέλος της Βερενίκης). Λατρεμένες ή μισητές, ζωντανές ή φαντάσματα, είναι αντικείμενα τεταμένης, βαθιάς αφοσίωσης. Στη «Φιλοσοφία της σύνθεσης»,  θεωρητικό του κείμενο αυτό, υποστηρίζει ότι το υπέρτατο θέμα για ένα ποίημα είναι ο θάνατος μιας όμορφης γυναίκας.
Κι όμως: συνειδητοποιώντας και ο ίδιος ότι καμιά φορά τα αφηγήματά του ισορροπούσαν στο όριο του κακού γούστου, ισχυριζόταν ότι είχε γράψει ορισμένα απ’ αυτά τα αφηγήματα ψυχρά, με υπόγεια σατιρική διάθεση, μόνο και μόνο για να διασκεδάσει. Σπουδαίος κριτικός των άλλων αλλά και του εαυτού του, θα συνοψίσει το λογοτεχνικό του επίτευγμα σε λίγες αράδες, γράφοντας σ’ έναν από τους πολλούς του εκδότες ότι οι ιστορίες του χαρακτηρίζονται από «το παράλογο που τονίζεται μες στο γκροτέσκο, από το τρομερό που χρωματίζεται μες στο τρομακτικό, από το πνευματώδες που μεγαλοποιείται μες στο κωμικό, από το αλλόκοτο που επεξεργάζεται το παράξενο και το μυστικιστικό».  Ας προσπεράσουμε, λοιπόν,  τις συγγραφικές αμαρτίες με τις οποίες είναι βεβαρημένες κάποιες από τις ιστορίες του. Το υπερεπεξεργασμένο του ύφος, που είναι τόσο φορτωμένο από ρητορικές περιπλοκάδες, που πρέπει να τις παραμερίσεις και να τις πετσοκόψεις για να ανοίξεις δρόμο και να διασχίσεις την αφήγηση. Το  βερμπαλισμό, την απειθάρχητη ρητορεία, το συχνό γλίστρημα προς τη δημηγορία και το καταγγελτικό δοκίμιο, τις εξεζητημένες ανακεφαλαιωτικές παραγράφους, τη μεγαλοστομία του, που δίνουν ορισμένες φορές την εντύπωση ότι σκοπό έχουν να διαβεβαιώσουν τον ίδιο τον Πόε για την υπαρξιακή του υπόσταση –  το διαβόητο εκείνο γράφω άρα υπάρχω.
Και καθώς προσπερνάμε τις επιφυλάξεις μας, ας αφουγκραστούμε με συμπάθεια, ή και με δέος, τη μη μετατονισμένη του φωνή – το ότι και αρχίζει και τελειώνει σε υψηλούς τόνους – και την εκλεπτυσμένη περίκομψη συνθήκη, που αποτελεί την πλοκή των ιστοριών του. Ας προσέξουμε πόσο συναρπαστικά μετακενώνει το οικουμενικό δέος της ύπαρξης σε μορφές γοτθικής μυθοπλασίας. Αυτή είναι και η βαθύτερη ουσία της λογοτεχνικής του ταυτότητας: το ότι είναι υπαρξιακός πριν τον υπαρξισμό, εξπρεσιονιστής πριν από τον εξπρεσιονισμό, δεινός και συστηματικός εξερευνητής των ορίων.  Και γι’ αυτό, όταν σκεφτόμαστε τον Πόε, ανακαλούμε μάλλον την Λιγεία, την Πτώση του Οίκου των Άσερ, ή τον Γουίλιαμ Γουίλσον παρά την μεταφυσική του πραγματεία Εύρηκα ή τις περιπέτειες του Άρθουρ Γκόρντον Πιμ. Όσο κι αν ο Ώντεν θεωρούσε ότι οι ιστορίες καταστροφικού πάθους , όπως η Πτώση του Οίκου των Άσερ και οι ιστορίες λογικής επαγωγής, όπως το Κλεμένο γράμμα εντάσσονται σε ένα ενιαίο σύνολο,  το φανταστικό και ο τρόμος είναι το προνομιακό πεδίο του Έντγκαρ Άλαν Πόε. Στα γοτθικά, τα φανταστικά του κομμάτια υπάρχει μια σχεδόν υπνωτιστική ονειρική εικονοποιΐα που ούτε η πιο πομπώδης ρητορική δεν μπορεί να σκιάσει. Μπορούμε να απολαμβάνουμε ή να θαυμάζουμε τις ιστορίες «λογικής επαγωγής» του, αλλά μας συγκλονίζουν οι υπερφυσικές ιστορίες τού αποτρόπαιου πάθους του. Ο Πόε θα υπήρχε ακόμη κι αν δεν έγραφε καμιά αστυνομική ιστορία. Αλλά δεν θα υπήρχε χωρίς τις νεκρές του γυναίκες, τις ετοιμόρροπες επαύλεις και τους εκδικητικούς μανιακούς. Αυτός είναι ο κοινός τους τόπος, αυτή και η γοητεία τους.  Ακόμα και αν διαφέρουν ως προς την ταυτότητα των αφηγητών τους, ή τον χρόνο εκτύλιξής τους, υπάρχει  πάντοτε ένας κρίσιμης σημασίας διάκοσμος, και πάντοτε η μοναξιά της αφηγηματικής φωνής, που απευθύνει τις λέξεις της μέσα από τη σφραγισμένη κρύπτη της διάνοιάς της.
Ας μη φανταστούμε ωστόσο ότι ο Πόε ήταν πνευματικά αποστασιοποιημένος από την εποχή και το περιβάλλον του,  καθώς έγραψε ένας – τι άλλο; - αμερικανός κριτικός το 1927, καταλογίζοντάς του ότι «εκτός από την τέχνη του δεν είχε ούτε φιλοσοφία ούτε πρόγραμμα ούτε ιδεολογία». Ναι, ο Πόε είναι ο par excellence συγγραφέας του φανταστικού, όμως ποτέ δεν διέρρηξε τους δεσμούς του με το κοινωνικό ή το πολιτικό. Για δεκαπέντε χρόνια ασχολήθηκε συστηματικά με τη δημοσιογραφία∙ έγραψε εκατοντάδες κριτικές για βιβλία που ασχολούνταν με θέματα τόσο ετερόκλιτα όσο η ιστορία του αμερικανικού ναυτικού, η ζωή και τα ήθη της Δύσης, η εκπαίδευση, η εκκλησιαστική ιστορία των ΗΠΑ, οι εξερευνήσεις των Νότιων Θαλασσών∙ περιπλανήθηκε στο Μανχάταν, μπαινοβγαίνοντας στις άθλιες παράγκες των Ιρλανδών μεταναστών, για να σχολιάσει τη φτώχεια, την τραχιά γεύση του νερού της δημόσιας κρήνης, τις κακές συνθήκες υγιεινής. Και, όσο κι αν φαίνεται παράδοξο, αποπειράθηκε να εμπλακεί στην πολιτική. Την άνοιξη του 1841, όταν αναγορεύτηκε νέος αμερικανός πρόεδρος ο John Tyler, ο Πόε προσπάθησε να διεκδικήσει μια θέση δημοσίου υπαλλήλου στην Ουάσινγκτον, για να απογοητευτεί όμως πολύ σύντομα από τη διαφθορά, τη μικροψυχία, τον δόλο που επικρατούσε στους διαδρόμους των πολιτικών γραφείων. «Δεν έχεις ιδέα πόσοι μικροαπατεώνες και χοντροκέφαλοι πήραν θέσεις υπερφαλαγγίζοντάς με…» έγραψε στον φίλο του Φ.Γ. Τόμας που τον είχε παροτρύνει να επιδιώξει τον διορισμό του, ώστε να εξασφαλίσει κάποιο σταθερό εισόδημα. Και τέσσερα χρόνια αργότερα, στο σατιρικό του αφήγημα «Μερικές κουβέντες με μια μούμια», θα περιγράψει τον τυπικό πολιτικό με λίγες αράδες που θυμίζουν καρικατούρα: «Δεν μπορούσε να κάνει τον Αιγύπτιο να καταλάβει τον όρο ‘πολιτική’ παρά μόνο σχεδιάζοντας με κάρβουνο πάνω στον τοίχο ένα μικρόσωμο άντρα μ’ ένα εξάνθημα στη μύτη, με τους αγκώνες προς τα έξω, να στέκεται πάνω σ’ ένα κούτσουρο, με το αριστερό του πόδι τεντωμένο προς τα πίσω, με το δεξί του χέρι υψωμένο μπροστά, με τη γροθιά κλειστή, τα μάτια στραμμένα προς τον Ουρανό και το στόμα ανοιχτό σε γωνία ενενήντα μοιρών».
Ο Έμερσον παρατηρούσε πως «είναι αδύνατον να εξαιρέσει κανείς τον εαυτό του από τα ζητήματα που απασχολούν την εποχή του». Αδύνατον, λοιπόν, να εξαιρέσει και ο Πόε τον εαυτό του από τα μεγάλα ερωτήματα περί  δημοκρατίας, κοινωνικών μεταρρυθμίσεων, προόδου. Βέβαια ήταν ατομιστής – όμως ο ατομισμός του δεν συνδεόταν τόσο με το laissez faire του κόμματος των Whig το οποίο ανέδειξε τον Τάιλερ στην αμερικανική προεδρεία, όσο με τη βαθιά ριζωμένη πίστη του στη μοναδικότητα, την αξία και την αξιοπρέπεια του ατόμου. Αντιμαχόταν οτιδήποτε έδειχνε να απειλεί την ακεραιότητα του «κοινού ενός», εξού και απεχθάνεται τη λατρεία του ηρωισμού που διαγίγνωσκε στον Καρλάιλ, την εξύμνηση της αφηρημένης έννοιας της Ανθρωπότητας ερήμην των ατόμων που την συναποτελούν, την επιδίωξη «του μεγαλύτερου καλού για τον μεγαλύτερο δυνατό αριθμό ανθρώπων».
 Ο Πόε, λοιπόν, κατά τη γνώμη μου, μολονότι έχτισε τις περισσότερες νουβέλες του πάνω από μια εικόνα αβύσσου,  ενσάρκωσε τη νέα αμερικανική συνείδηση όσο και ο ρομαντικά υψιπετής Φένιμορ Κούπερ, που ύμνησε τα μεγαλόπρεπα δάση της νέας ηπείρου, τις απέραντες εκτάσεις, το άπλετο φως, τους ανοιχτούς ορίζοντες και τους τελευταίους των Μοϊκανών. Παρά τα επιφαινόμενα, και ο Πόε συγκαταλέγεται  ανάμεσα στους Αμερικανούς συγγραφείς του δέκατου ένατου αιώνα που είναι de facto προφήτες, αφού η νέα τους χώρα τούς δημιούργησε μόνο και μόνο για να μιλήσουν με τη φωνή της. Ας μην ξεχνάμε ότι και τον ίδιο και τους εμβληματικούς αμερικανούς του καιρού του – τον Έμερσον, τον Θορώ, τον Μέλβιλ, τον Γουίτμαν– ελάχιστες δεκαετίες τους χωρίζουν από την Αμερικανική Επανάσταση και την ανεξαρτησία. Όλοι τους βιώνουν εκστατικοί την αδιανόητη ως τότε εξάλειψη της βασιλείας και της κληρονομικής διαδοχής στην εξουσία, προσβλέπουν σε μιαν ελευθερία που δεν θα παρεμποδίζεται από την εκκλησία, και υπερβαίνουν τη μεταφυσική ανησυχία προς όφελος μιας εγκόσμιας Δημοκρατίας, μιας χαρτογραφημένης χώρας, μιας χώρας σε συμφωνία όχι με το Θεό αλλά με τον εαυτό της.
Ο φιλόσοφος Ρίτσαρντ Ρόρτυ υποστήριξε ότι η μεταφυσική της αμερικανικής πολιτικής είναι ο πραγματισμός. Το να μην προσβλέπει σε κάποια ουράνια διαπίστευση αλλά να κοιτάζει μπροστά, γειωμένη στο έδαφος, το να αντιστέκεται σε κάθε αυταρχικό περιορισμό της σκέψης: αυτή είναι η ουσία της πολιτικής της, μιας πλατειάς ανθρώπινης αντίληψης που βλέπει το ανθρώπινο γένος να αναλαμβάνει όλη τη δουλειά και την ευθύνη για μια ζωή που αξίζει να τη ζεις. Ποια λοιπόν θα ήταν η προσφορότερη ιδέα, ποια μεταφορά (η λέξη είναι πιο εύστοχη) θα ήταν καλύτερη για να ενσαρκώσει αυτή τη συνθήκη,  από ένα γιο χωρίς πατέρα και μητέρα, από ένα ορφανό απαρηγόρητο για την ίδια του την ύπαρξη, από έναν εραστή που η αγαπημένη του είχε χαθεί για πάντα; Από μόνος του ο Πόε εγκαθίδρυσε μια ποιητική, μια ψυχολογία, μια κοσμολογία, που όλες μαζί μπορούν να ειδωθούν σαν μια μεγαλειώδης προσπάθεια να αναπληρωθεί η απουσία νοήματος, που επικράτησε μετά τον διαφωτισμό. Η ποιητική του, που προηγήθηκε της Νέας Κριτικής κατά έναν αιώνα, αντιμετωπίζει την ποίηση ως ένα ανθρώπινο τεχνούργημα καμωμένο από ήχους, ρυθμούς και εικόνες. Η μεγαλεπήβολη κοσμολογία που αναδύεται από τη νουβέλα του Εύρηκα είναι η δική του Βίβλος. Και ζώντας μέσα στην ελευθερία των πιο ευτυχισμένων και προοδευτικών κοινωνικών δομών, μέσα στη Δημοκρατία που ο Λίνκολν θα ονόμαζε «τελευταία ελπίδα του ανθρώπινου γένους», ο Έντγκαρ Πόε, με τις ζοφερές του ιστορίες, αποκάλυψε τη σκοτεινή της πλευρά και τους αναπόδραστους εφιάλτες της.  
 Κατερίνα Σχινά, μεταφράστρια-κριτικός λογοτεχνίας.

Δεν υπάρχουν σχόλια: