Τρίτη 27 Οκτωβρίου 2020

Όταν η Ιστορία έρθει και σου ψιθυρίσει στ’ αυτί "Έλα …", Πηγαίνεις …(Με την ΕΛΛΗ ΠΑΠΠΑ στην Σύγχρονη Έκφραση το 1998)

Με την ΕΛΛΗ ΠΑΠΠΑ στην Σύγχρονη Έκφραση το 1998.

Κατάθεση μνήμης.

Όταν οι κοινοί μας φίλοι Θανάσης και Τίνα που είχαν μεσολαβήσει για μια εκδήλωση στο βιβλιοπωλείο με την – ογδοντάχρονη τότε - ΕΛΛΗ ΠΑΠΠΑ, είπαν ότι αποδέχτηκε την πρόσκληση, ο ενθουσιασμός και η συγκίνηση που με κυρίεψε αρχικά, μετατράπηκε γρήγορα σε άγχος αναλογιζόμενος την ευθύνη που αναλάμβανα έναντι του μεγέθους μιας τέτοιας προσωπικότητας. Αγωνία για τη μετακίνησή της, αγωνία για την υποδοχή της από το κοινό της μικρής μας πόλης.

Πόσοι θα θυμούνταν την Έλλη 50 χρόνια μετά την πολύκροτη δίκη, χωρίς την εικόνα του Μπελογιάννη δίπλα της, την Έλλη έξω από το κόμμα και άκουσον άκουσον σχεδόν εχθρικό προς αυτήν. Κι ας ήταν η στάση της και μετά τη δίκη μέχρι τότε, ένας αγώνας ατελεύτητος, πληρωμένος με καθημερινές θυσίες, για τις ιδέες της, για τα πανανθρώπινα ιδανικά που δεν οικοδομούνται στα κομματικά γραφεία, παρά στην καθημερινή αδυσώπητη μάχη με τη ζωή και τη διάθεση προσφοράς στον ΑΝΘΡΩΠΟ.

Να μη πολυλογώ, πήγα ο ίδιος να την παραλάβω απομεσήμερο από το σπίτι της. Παρκάρισα και χτύπησα το κουδούνι οπλισμένος με την υπομονή που συνήθως απαιτείται για να ετοιμαστεί και να αντιμετωπιστεί μια ηλικιωμένη κυρία και πανέτοιμος να προσφέρω όποια βοήθεια χρειαστεί.

Και αντ᾽αυτής ήρθε η θύελλα.

Μικροκαμωμένη, αειθαλής, καλοντυμένη, αεράτη και προσηνής, με μάτια που πετούσαν φλόγες.
Στο δρόμο - που πρώτη μου φορά οδήγησα με τόση χαμηλή ταχύτητα σε μια προσπάθεια να κερδίσω χρόνο μαζί της - ξεκινήσαμε την κουβέντα για τον Πλάτωνα που ήταν το θέμα της ομιλίας της και φυσικότατα περάσαμε στην πολιτική. Καταιγιστική, αφοπλιστική, αληθινή κατέθετε τις απόψεις της και μαεστρικά ξέφευγε από το θέμα που με έκαιγε αλλά δεν τολμούσα ν αναφέρω. Πως να ξεστομίσω δίχως να διαπράξω ιεροσυλία τη λέξη Μπελογιάννης; Πως να ζητήσω να γυρίσει τη σελίδα ντροπής της νεοελληνικής ιστορίας το ίδιο το θύμα της υπόθεσης;

Κι όμως φτάσαμε κι εκεί. Μια σειρά μικρών θαυμάτων στη συζήτηση και η κουβέντα οδηγήθηκε μόνη στον άντρα της ζωής της, μυθικό πρόσωπο για μένα, Νίκο Μπελογιάννη. Και καπάκι στον άλλο μύθο. Τον παρεξηγημένο, τον αδικημένο, Νίκο Πλουμπίδη. Μίλησε και γι αυτόν με τρυφερότητα κι αγάπη αμφισβητώντας τα γεγονότα όπως έχουν δοθεί. Κι ύστερα στις δίκες και στο κόμμα. Για τότε… αλλά και για τώρα... Μου είπε αρκετά. Άφησε να εννοηθούν περισσότερα.

Η διαδρομή όσο κι αν καθυστερούσα τέλειωνε. Η πινακίδα στην είσοδο της πόλης το επιβεβαίωνε. Σχεδόν δυο ώρες με την Έλλη Παππά κατέρριπταν ένα μέρος του ιδεολογήματος που είχε κτιστεί μέσα μου με τα υλικά της κομματικής γραφειοκρατίας. Την κοίταξα και είπα.

Αυτά γιατί δε τα λες γιατί δεν τα γράφεις; Σίγουρα άκουσα τόσα λίγα απ᾽όσα έχεις να καταθέσεις. Αλλά δικαιούμαστε να μάθουμε. Επίσημα. Δημόσια από τα χείλη σου και από τη γραφίδα σου.

Η απάντηση δε σήκωνε αντίρρηση. Μερικά πράγματα να ξέρεις, δε λέγονται όσο κάποιοι είμαστε στη ζωή. Κι η κουβέντα έκλεισε.

Να περιμένουμε μήπως τώρα Έλλη;

Στο βιβλιοπωλείο αδιαχώρητο. Οι φόβοι μου αποδείχτηκαν αβάσιμοι. Δεν είναι μόνο ο πολύς κόσμος. Αυτό που εντυπωσιάζει είναι ο βαθύς σεβασμός, η έκδηλη συγκίνηση. Να που δεν ξεχνάμε ως λαός τόσο εύκολα όπως κάποιοι νομίζουν. Άνθρωποι όλων των ηλικιών την προσμένουν και την ακούν με απόλυτη προσήλωση. Κι η ογδοντάχρονη Έλλη Παππά σαν έφηβη, μιλά με έξαψη για τον Πλάτωνα, τη φιλοσοφία του, την επιρροή του στην Μαρξιστική κοσμοθεωρία. Κι ύστερα οι ερωτήσεις. Κι οι απαντήσεις της διεξοδικές, με μεράκι αλλά και πάθος. Τελείωσε εισπράττοντας άλλη μια φορά την αγάπη του κόσμου. 

Ένα ταξί περίμενε να τη μεταφέρει στην Αθήνα.

Και το επόμενο πρωί το πρώτο τηλέφωνο ήταν της Έλλης.

«Βρε Νίκο μου λέει, έχω την εντύπωση ότι τον κύριο που καθόταν στην άκρη δεξιά της πέμπτης σειράς και έκανε την προτελευταία ερώτηση δεν τον έπεισα. Μήπως πρέπει να του μιλήσω στο τηλέφωνο να τα εξηγήσω καλύτερα»;

Αυτή ήταν η Έλλη Παππά που γνωρίσαμε από κοντά. Που αγαπήσαμε. Που δε θα ξεχάσουμε. Γιατί τέτοιοι άνθρωποι δε πεθαίνουν.

Λαμπρόπουλος Νίκος






«Γεννήθηκα στην Σμύρνη, παραμονή της καταστροφής, πέμπτο παιδί, αθέλητο και παραπεταμένο», γράφει αυτοβιογραφούμενη. «Η μάνα μου αρνήθηκε να με θρέψει», δήλωσε. «Δεν ήμουν παιδί, ήμουν άλλο πράμα και με πέταξε. Επέζησα χάρη στη μεγαλύτερη αδελφή της μητέρας μου. Η καταστροφή έφερε την οικογένεια στον Πειραιά. Την υγεία μου την ανέλαβε η θάλασσα του Πειραιά και την αγωγή μου τα αλητάκια του Πειραιά. Όλα έδειχναν ότι η προλεταριακή μου συνείδηση ήταν εξασφαλισμένη. Τότε μπήκαν στη ζωή μου τα μεγαλύτερα παιδιά της οικογένειας, ο Γιώργος, που έγινε ασυρματιστής, και ο «άγγελος της ζωής μου», η Διδώ (Σωτηρίου), που ζούσε με την πλούσια αντιδραστική θεία, αδελφή του πατέρα μας.
Από τη σκληρή δουλειά του ο Γιώργος, από μια έμφυτη συνείδηση η Διδώ, από κοντά κι η μάνα μας, είχαν γίνει και οι τρεις κομμουνιστές».
Η Ελλη Παππά ήταν ήδη από τα γυμνασιακά της χρόνια οργανωμένη σε αντιδικτατορική ομάδα και μετά, στην κατοχή, προσχώρησε στο ΕΑΜ και στο Κ.Κ.Ε.
Διέτρεξε όλo τον εμφύλιο και έως τη σύλληψή της, το 1950, δούλεψε για τα παράνομα έντυπα, σε στενή συνεργασία με διαπρεπείς αριστερούς διανοούμενους και κυρίως, στους παράνομους μηχανισμούς του Κ.Κ.Ε.
Καταδικάστηκε κι εκείνη σε θάνατο, στη δίκη Μπελογιάννη, αλλά η ποινή της δεν εκτελέστηκε, γιατί ο γιος που απέκτησε από τον Νίκο Μπελογιάννη, και που είχε στο μεταξύ γεννηθεί στη φυλακή, ήταν μόλις επτά μηνών.
«Απελευθέρωση, Δεκεμβριανά, προσπάθειες ανασυγκρότησης της Αριστεράς και της Δημοκρατίας, οι πρώτες εκλογές, ο ερχομός του Μπελογιάννη και του μεγάλου έρωτα», έγραψε η ίδια.
Αποφυλακίστηκε από τις φυλακές Αβέρωφ το 1963, δούλεψε στη σύνταξη της «Δημοκρατικής Αλλαγής» και σε τέσσερα χρόνια η απριλιανή χούντα την εξόρισε στη Γυάρο. Αποφυλακίστηκε σε ενάμιση χρόνο, γιατί είχε αρρωστήσει σοβαρά. Η Σοβιετική Ένωση την προσκαλεί να τη φιλοξενήσει με τον γιο της, αλλά η ίδια αρνείται γιατί είχε διαφωνήσει με την εισβολή των στρατιωτικών τανκς στην, τότε, Τσεχοσλοβακία.
Μέχρι την πτώση της δικτατορίας δεν εργάστηκε σε εφημερίδες της εποχής, αλλά σε εγκυκλοπαίδειες και περιοδικά και αργότερα στην εφημερίδα «Μακεδονία», με ψευδώνυμο.
Στη μεταπολίτευση, η Έλλη Παππά συνοψίζει την επανασύνδεσή της με το ΚΚΕ, ως εξής: «η επανένωση της Αριστεράς ξεκίνησε με καλούς οιωνούς και είχε οικτρό τέλος. Απεχώρησα από το ΚΚΕ, πράγμα που και η ηγεσία του επιθυμούσε».
Επαγγελματικά δούλεψε στις εφημερίδες «Έθνος», «Μακεδονία» και στο περιοδικό «Γυναίκα» έως το 1990, οπότε και αφιερώθηκε αποκλειστικά στο συγγραφικό της έργο. Τα τελευταία πολιτικά βιβλία της είναι «Αποχαιρετισμός στον αιώνα μου» (εκδόσεις Κέδρος) και «Μακιαβέλι ή Μαρξ» (εκδόσεις Αγρα), κυκλοφόρησαν το 2006.
Το αρχείο της Έλλης Παππά φυλάσσεται στο Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο (Ε.Λ.Ι.Α).
Τα βιογραφικά στοιχεία προέρχονται από την ΚΑΘΗΜΕΡΙ ΝΗ 27/10/09
(Η Έλλα Παππά γεννήθηκε το 1920 και πέθανε στις 27 Οκτωβρίου 2009) 


2 σχόλια:

μαριάννα είπε...

Πολύτιμη η κατάθεσή σου Νίκο, επιβεβαίωσε αυτά που πιστεύουμε όλοι για την υπέροχη γυναίκα-αγωνίστρια.
Τη γυναίκα που θα κρατήσουμε στην καρδιά και στη μνήμη μας μαζί με τον σύντροφο της ζωής της, σαν σύμβολα ιερά που καθόρισαν τη νιότη μας, τη ζωή μας.

Admin - Αμβρόσσιος είπε...

Συγκλονιστική εμπειρία.
Εμπειρία ζωής