ΑΓΓΛΙΣΤΙ GOLDEN DAWN,
ΓΑΛΛΙΣΤΙ L’AURORE DOREE
Δεν θυμάμαι να έγραψα ή να συζήτησα ποτέ για τη Χρυσή Αυγή: είναι η πρώτη και, πιθανότατα, η τελευταία φορά. Η ζωή είναι σύντομη, δεν έχω ούτε χρόνο, ούτε διάθεση να ασχολούμαι με ηλιθίους. Το 2004, όταν έκανα μια έρευνα για τις ακροδεξιές και νεοναζιστικές οργανώσεις στις Ηνωμένες Πολιτείες (Κου Κλουξ Κλαν, Posse Comitatus, Αργυροχίτωνες) βρισκόμουν σε διαρκή κατάσταση κλαυσίγελου: δεν επρόκειτο για άτομα φυσιολογικά ή, έστω, «οριακά»· επρόκειτο για τρελούς, και μάλιστα τρελούς για δέσιμο. Αλλά στις ΗΠΑ δεν προβλέπεται «δέσιμο» σε τέτοιες περιπτώσεις, πράγμα που υπονομεύει, νομίζω, την αμερικανική δημοκρατία. Θα θίξω λοιπόν δύο ζητήματα: πρώτον, ένα πολιτικό και θεσμικό -το ότι ο Άρειος Πάγος όφειλε να αρνηθεί το δικαίωμα της Χρυσής Αυγής να συμμετάσχει στις εκλογές· δεύτερον, ένα προσωπικό – το ότι όχι μόνο δεν τη «φοβάμαι», ως πολίτης, αλλά ότι τη βρίσκω γκροτέσκα και αξιοθρήνητη.
Σύμφωνα με τη νομοθεσία απαγορεύεται
να συμμετέχουν στις εκλογές κόμματα και άτομα που απειλούν ή προτρέπουν σε
ποινικά εγκλήματα. Η Χρυσή Αυγή και απειλεί
και προτρέπει σε ποινικά εγκλήματα:
οι ιδέες της πρέπει να είναι ελεύθερες –όπως είναι όλες οι ιδέες ακόμα και οι
θεοπάλαβες (σατανιστικές, βρικολακίστικες, προφητικομεσσιανικές) - οι πράξεις
της όμως εμπίπτουν, απλούστατα, στον ποινικό κώδικα. Στην Ελλάδα πλανάται η
παρεξήγηση ότι στη δημοκρατία κάνουμε ό,τι θέλουμε· γι’ αυτό το κοινωνικό μας
οικοδόμημα είναι σαθρό, γι’ αυτό η πολιτική μας συμπεριφορά παραμένει νηπιώδης.
Επιπροσθέτως, δεν σεβόμαστε το Κοινοβούλιο: απόδειξη η ποιότητα του πολιτικού
μας προσωπικού· απόδειξη κι ότι το ανώτατο δικαστήριο της χώρας επιτρέπει την
κατάληψη εδράνων από εγκληματίες.
Το ότι η Χρυσή Αυγή απέσπασε τόσες ψήφους δεν μας δίνει
βαρυσήμαντες πληροφορίες πέρα από το αυτονόητο: η έλλειψη μεταναστευτικής
πολιτικής δημιούργησε δυσαρέσκεια και ρατσιστικά αντανακλαστικά – δεν
τεκμαίρεται ότι οι πολίτες έγιναν στρατευμένοι φασίστες. Έχουμε χαμηλό επίπεδο
παιδείας, ο κάθε άνθρωπος βασανίζεται από τις έγνοιες του και δεν γνωρίζει σε
βάθος τις κοινές υποθέσεις, οι οποίες είναι, εξάλλου, αρκετά περίπλοκες. Η
δράση μας προκύπτει από τις πληροφορίες που έχουμε για τον κόσμο: «ο κόσμος,
γιε μου, είναι μια γυάλα γεμάτη νερό», λέει ο μπαμπάς-ψάρι στο παιδί-ψάρι. Αν ο
μικρόκοσμος των ψηφοφόρων εκπίπτει καθημερινά από την παρουσία εξαθλιωμένων που
απειλεί τους εν εξαθλιώσει γηγενείς, ενισχύονται οι βάναυσες ιδεολογίες και οι
μισανθρωπικές αντιδράσεις. Οι θεσμοί –όπως ο Άρειος Πάγος- υπάρχουν για να
απομονώνουν τις ιδεολογίες και τα άτομα που οδηγούν σε παράνομους τρόπους
συμπεριφοράς. Εξάλλου, ο δημόσιος λόγος, μια εξουσία ανάμεσα στις άλλες, πρέπει
να έχει όρια: το πού θα βρούμε το κριτήριο που επιτρέπει να διακρίνουμε τους
«καλούς» περιορισμούς από τους «κακούς» είναι ένα ανοιχτό ζήτημα, το οποίο
ωστόσο μπορεί να οριστεί, σε μεγάλο βαθμό, μέσω της λογικής. Το να θέτουμε όρια
στην ελευθερία έκφρασης δεν σημαίνει ότι ζητάμε την εγκαθίδρυση της
λογοκρισίας· απλώς ζητάμε υπευθυνότητα εκ μέρους εκείνων που έχουν τη δύναμη να
μεταδίδουν πληροφορίες και γνώμες. Η υπευθυνότητα αυξάνεται με τη δύναμη που
διαθέτουν και που θα έπρεπε να προκαλεί ανάλογη επιφύλαξη. Κοντολογίς, η
ελευθερία που έχει η κότα να πιάσει την αλεπού είναι μια αστειότητα εφόσον δεν
έχει αυτή την ικανότητα. Η ελευθερία της αλεπούς είναι πιο επικίνδυνη εφόσον
είναι η πιο δυνατή. Υπό αυτή την έννοια τα μέσα ενημέρωσης δεν θα έπρεπε να
δίνουν βήμα στη Χρυσή Αυγή η οποία, επαναλαμβάνω, έχει την ελευθερία της
διάδοσης των ιδεών της πλην όμως με δικά της μέσα. Πράγματι, τα ΜΜΕ απέφυγαν να
δώσουν βήμα, αλλά, τελευταία, λίγο πριν από τις εκλογές, υπέκυψαν στις πιέσεις,
δικαιολογώντας την αλλαγή στάσης με ωφελιμιστική λογική: αν οι ψηφοφόροι δουν
τους τερατώδεις Χρυσαυγίτες δεν θα τους ψηφίσουν. Κατανοητή η ωεφελιμιστική
λογική· η ηθική όμως παραμένει ανώτερο μέγεθος και αξία: ό,τι δεν πρέπει να γίνεται
δεν πρέπει να γίνεται. Η Χρυσή Αυγή δεν έχει θέση ούτε στα μέσα ενημέρωσης,
ούτε στους δημοκρατικούς θεσμούς.
Το δεύτερο ζήτημα, όπως προανέφερα, σχετίζεται με την απόκρισή
μας στην ευκαιριακή ενίσχυση της Χρυσής Αυγής. Οι περισσότεροι ψηφοφόροι δεν
ήξεραν περί τίνος επρόκειτο, ότι ψήφιζαν δηλαδή αυτό που λέγαμε επιεικώς κάποτε
«ΚΔΟΑ» (κτηνώδης δύναμη, ογκώδης άγνοια) κι ότι η τιμωρητική τους ψήφος
τοποθετούσε στη Βουλή μια συμμορία ψυχωσικών. Ψυχικές ασθένειες διαγιγνώσκονται
εύκολα σε πολλούς πολιτικούς (εξουσιομανία, μυθομανία, ναρκισσισμός,
κλεπτομανία, παράνοια, επιδειξιμανία), η Χρυσή Αυγή όμως δεν εντάσσεται σ’
αυτές τις κατηγορίες των νευρωτικών. Οι αρχηγοί της πάσχουν από σαφείς
διανοητικές ανωμαλίες ψυχωσικού τύπου: απώλεια επαφής με την πραγματικότητα, τρέλα του
μεγαλείου, μισανθρωπισμό, παραισθήσεις. Πολλοί από αυτούς εκδηλώνουν συμπτώματα
σχιζοφρένειας: αυταπάτες,
αποδιοργανωμένη σκέψη και ομιλία, παραλήρημα, αμβλύνοια, φτώχεια του λόγου
(αλογία), ανηδονία, έλλειψη επιθυμίας να δημιουργήσουν σχέσεις με ανθρώπους
(ακοινωνία). Πρόκειται για
μια μεγάλη ποικιλία ασθενειών του κεντρικού νευρικού συστήματος, που οφείλονται
είτε σε σοβαρά ψυχικά τραύματα, είτε σε χαμηλή νοημοσύνη, ή και στα δύο. Επειδή
έχω αποφοιτήσει από τη Φαρμακευτική, μοιραία σκέφτομαι τη φαρμακευτική αγωγή
που συνιστάται σε αυτές τις περιπτώσεις, συχνά με θετικά αποτελέσματα. Αλλά
βεβαίως τον πρώτο λόγο έχουν οι ψυχίατροι, όχι οι φαρμακολόγοι.
Η Χρυσή Αυγή είναι μια καρικατούρα
και η γενική της συνέλευση μού φέρνει στο μυαλό μαζώξεις της Μαφίας: ο Μπάμπης
ο Χοντρός, ο Λάκης ο Φονιάς, ο Ρούλης ο Φρυδάτος, ο Στέλιος ο Φούρναρης
(υπαρκτό πρόσωπο που αρέσκεται σε φούρνους μικρο-Εβραίων), ο Βρασίδας ο Μάγκας,
ο Βάγγος ο Χασάπης – και πάει λέγοντας. Θέλω να πω: αυτοί οι άνθρωποι είναι
επικίνδυνοι σε ατομικό επίπεδο –μιας και εκδηλώνουν προθέσεις κατά συρροήν
δολοφόνου- αλλά όχι σε κοινωνικό· δεν απειλούν το πολίτευμα και την κοινωνία
μας. Παραείναι ανόητοι, παραείναι υστερικοί, παραείναι άρρωστοι και ταυτοχρόνως
γελοίοι… Λιγοστοί πολίτες έλκονται από τέτοια βλακεία και ασχήμια, ακόμα κι αν
δεν έχουν ιδέα από τα εγκλήματα του φασισμού και του ναζισμού. Εξάλλου, ας
δείξουμε υπομονή: οι νέοι, όσοι, για παράδειγμα, ακούνε σήμερα Black Metal και φοράνε μπλουζάκια με σβάστικες
θα μεγαλώσουν και θα ξεχάσουν το Black Metal και τις σβάστικες – θα συνιστούσα ψυχραιμία σε γονείς και δασκάλους· τα
«παιδιά» αναζητούν ψηλαφώντας τον δρόμο τους μέσα σ’ έναν λαβύρινθο. Όπως και
οι μεγάλοι.
Θα συνιστούσα ψυχραιμία και στους
ψηφοφόρους της Χρυσής Αυγής: όλοι κάνουμε λάθη· οι περισσότεροι από μας
παρασύρονται σε κάποια στιγμή της ζωής τους από αιματηρά οράματα, από συνθήματα
μίσους. Ωστόσο, όλα μπορούν να διορθωθούν: ακόμα και η αρρωστημένη ψυχοσύνθεση
των μελών της Χρυσής Αυγής επιδέχεται θεραπεία – με υπομονή και χωρίς καμιά
υποχώρηση. Χωρίς καμιά υποχώρηση.
ΣΩΤΗ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ
Η Σώτη Τριανταφύλλου γεννήθηκε στην Αθήνα το 1957. Σπούδασε
φαρμακευτική στην Αθήνα, ιστορία και πολιτισμούς στο Παρίσι, ιστορία της
αμερικανικής πόλης στη Νέα Υόρκη καθώς και γαλλική φιλολογία στην Αθήνα. Έχει
γράψει τρεις συλλογές διηγημάτων ("Μέρες που έμοιαζαν με μανταρίνι",
"Το εναέριο τρένο στο Στίλγουελ", "Άλφαμπετ Σίτυ"), δύο
βιβλία για τον κινηματογράφο ("Κινηματογραφημένες πόλεις",
"Ιστορία του παγκόσμιου κινηματογράφου 1976-1992"), οκτώ
μυθιστορήματα ("Σάββατο βράδυ στην άκρη της πόλης", "Αύριο, μια
άλλη χώρα", "Ο υπόγειος ουρανός", "Το εργοστάσιο των
μολυβιών", "Φτωχή Μάργκο", "Άλμπατρος", "Κινέζικα
κουτιά", "Λίγο από το αίμα σου"), που έγιναν τα περισσότερα
μπεστ σέλερ, τις νουβέλες: "Γράμμα από την Αλάσκα", "Θάνατος το
ξημέρωμα", "Η φυγή", "Συγχώρεση",
"Πιτσιμπούργκο", καθώς και τα βιβλία για παιδιά "Η Μάριον στα
ασημένια νησιά και τα κόκκινα δάση" και "Γράμμα από ένα δράκο".
Μαζί με τον Ηλία Ιωακείμογλου, έγραψαν από κοινού τα βιβλία: "Αριστερή
τρομοκρατία, δημοκρατία και κράτος" και "Για τη σημαία και το
έθνος".
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου