"Έπιασα
να γράψω τούτο το στόρημα ως ιστορητής και ιστορούμενος. Να περπατήσουν πάνω
στο χαρτί όσα μονάχος μου αξιώθηκα να ζήσω και όσα οι μαρτυρίες άλλων
ακούμπησαν στην πένα μου. Γιατί πολλών εζήτησα τη βοήθεια και μ’ απολογήθηκαν
με το στόμα ή μου τα έδωκαν γραμμένα. Κι είναι και λόγια άλλων όπως τα εκράτησα
στον νου μου, γιατί σαν με πήρε αυτός ο πυρετός εκείνοι ήσαν αφανισμένοι απ’ τη
ζωή.
Ανίσως δε πλουτίζω με τη φαντασία μου όσα
μπροστά δεν ήμουνα, τίποτε δεν αλλάζει
απ’ την αλήθεια. Όλα τα βαθύτερα κατά πώς τα περιγράφω συνέβηκαν. Κι αν πελεκώ
τις κουβέντες των ανθρώπων όπως ο ντουβαρτζής την πέτρα, είναι για να ημπορεί
όποιος θελήσει να μετρηθεί με τις αράδες μου, να εννοεί και να καταλαβαίνει. Κι
ακόμα, για να γενεί ετούτο το κτίσμα πιότερο στέριο και παραστατικό. Γιατί
τότε, αφότου κινά η ιστορία μου, η γλώσσα μας σαν το θολό νερό ήταν, κι αν έτσι
ατόφια την άπλωνα ομπρός στα μάτια σας, οπίσω θα μου εγυρίζατε τα γραφούμενά
μου διά να σας εξηγώ. Και πλιο πού να με εύρετε! Κράτησα μονάχα ολίγον από το
χρώμα και τη μυρουδιά απ’ όσους μου συντύχαν με τη λαλιά τους κι άφηκα καθώς
μου τα έδωκαν τα γραφούμενα. Έτσι, σαν να μυρίζεται κανένας τον καφέ –που
καχβέ τον λέγαμε– να γεύεται μια δυο
ρουφηξιές και ίσαμε κει να μένει. Όλον να μην τον πίνει.
Αμά και να ’θελα, δεν θα ημπορούσα ολότελα τη
γλώσσα μου να την απαρατήσω. Γιατί ο άνθρωπος ένα γίνεται με τη γλώσσα του κι
αν την αποχωριστεί θε να ’ναι κάποιος άλλος. Θα ’ναι ωσάν να τον χτύπησε
συφόρεση, αφήνοντας άγγιχτο το κορμί του και μισό το μνημονικό του. Και τι
είναι ο άνθρωπος δίχως το βύζαγμα του χθες; Θεριό κι αγρίμι, και ντονμές και
μουρτάτης, κατά πώς λαλούσαμε τους αρνησίθρησκους.
Κι
αν καταγίνομαι να κάμω τούτο το στόρημα παραστατικό, είναι να μη σταθεί ο
αναγνώστης αδιάφορος όπως στέκουν οι περσότεροι στα ξένα παθήματα ή στ’
αλαργινά. Γιατί θαρρώ πως έχει να ωφεληθεί ανάβοντας το φιτίλι του στο καντήλι
των καιρών μου."
Έτσι ξεκινά τη διήγηση του ο Τζανής Κομνάς, ο
κύριος αφηγητής του μυθιστορήματος, του οποίου τον βασικό κορμό υφαίνουν οι
περιπετειώδεις διαδρομές των ρωμιών ηρώων του, η καταβύθιση στα μύχια της ψυχής τους, η
καθημερινή ζωή, καθώς και τα ιστορικά γεγονότα από το 1808 μέχρι το 1831 έτσι όπως
βιώθηκαν στην Πόλη, και όχι μόνο, από απλούς ανθρώπους, αυτούς που γράφουν την
κοινωνική ιστορία των λαών. Γιατί όπως χαρακτηριστικά λέει και ο Τζανής, ύστερα
από μια μικρή αναφορά σε όσα συνέβαιναν στο παλάτι του σουλτάνου:
«…τούτα των βασιλέων και των δεσποτών δεν
έχουν τελειωμό κι εγώ θέλω να ιστορήσω τα των απλών ανθρώπων που ποτίζουν με
τις ψυχές, με το αίμα τους και τις συνήθειες όλες τις κατοπινές γενιές. Γιατί,
κατά πώς στοχάζομαι, το μπόλι που βάνει στο νου του γιου ή της κόρης ο γονιός
έχει πλιότερη αξία. Γιατί αυτό το μπόλι, πότε καλό και πότε κακό, βλασταίνει,
γίνεται δεντρί και αποδείχνονται οι σκέψεις και τα χούγια οπού βύζαξε πιότερο
δυνατά κι από τα διδάγματα του σχολειού».
Αλλά ας δούμε
περιεκτικά το ιστορικό πλαίσιο αυτής της περιόδου. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία
βρίσκεται σε παρακμή· από το 1806 μέχρι το 1812 διαρκεί ο ρωσοτουρκικός πόλεμος κι αμέσως μετά ο Μέγας Ναπολέων
εκστρατεύει εναντίον των Ρώσων· οι σουλτάνοι, με πρώτο τον Σελίμ Γ΄, επιχειρούν
να προβούν σε στρατιωτικές μεταρρυθμίσεις στις οποίες οι γενίτσαροι αντιδρούν
με ανταρσίες· διάφοροι τοπάρχες επιδιώκουν να ανεξαρτητοποιηθούν και απελευθερωτικά
κινήματα ξεσπούν σε πολλές περιοχές· το εμπόριο και η ναυτιλία των Ρωμιών
ανθίζει ύστερα από τη συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή και πλέον λειτουργούν
αρκετά ελληνικά σχολεία· πατριωτικές εταιρείες, με κορυφαία τη Φιλική,
συστήνονται κι αναλαμβάνουν δράση για την ανάσταση του γένους, ενώ οι μεγάλες
δυνάμεις και η ιερή συμμαχία έχουν τις δικές τους βλέψεις.
Οι κάτοικοι της
Κωνσταντινούπολης, αν και οι φυλές δεν είχαν χάσει τελείως τη σημασία τους, χωρίζονταν
κυρίως σε μουσουλμάνους (κοντά στις 400.000) και μη μουσουλμάνους. Οι Ρωμιοί
(περί τις 100.000) κατείχαν ιεραρχικά την πρώτη θέση ανάμεσα στους ραγιάδες, οι
Αρμένιοι τη δεύτερη και οι Εβραίοι την τρίτη. Οι ραγιάδες αντιμάχονταν για την
πρωτοκαθεδρία, ενώ οι σουλτάνοι εφάρμοζαν το αιώνιο: διαίρει και βασίλευε. Οι
συνοικίες ήταν χωρισμένες κατά θρήσκευμα και οι σχέσεις μουσουλμάνων και μη
μουσουλμάνων αναπτύσσονταν κυρίως στον επαγγελματικό τομέα ή στους χώρους της
αγοράς και της διασκέδασης. Ωστόσο, δεν έλειπαν και οι προσωπικές σχέσεις
φιλίας. Τη μεγάλη μάζα του λαού αποτελούσαν οι φτωχοί Οθωμανοί και οι ραγιάδες
που ελάχιστα διέφεραν μεταξύ τους. Ακόμη και η ενδυμασία τους ήταν τέτοια που
πολλές φορές δεν ξεχώριζαν. Έμοιαζαν,
όπως και τα ονόματά τους. Ο φτωχός
Ιμπραήμ με τον φτωχό Ρωμιό που είχε το ίδιο όνομα Αβραάμ, ο Σουλεϊμάν με
τον Σολομώντα, ο Γιουσούφ με τον Ιωσήφ, ονόματα μέσα από την Παλαιά Διαθήκη, η
οποία είναι σχεδόν ταυτόσημη στην μουσουλμανική θρησκεία.
Το μυθιστόρημα ξεκινά και τελειώνει με μια
πυρκαγιά, τη φοβερότερη μάστιγα εκείνης της εποχής στην Πόλη. Ξεκινά και
τελειώνει με τη δύναμη της καταστροφής αλλά και της αναγέννησης, ενώ το
αφηγηματικό υλικό διασταυρώνεται σε ποικίλους θεματικούς πυρήνες με τη
διαχρονική ανθρώπινη πορεία κάνοντας το τόσο παλιό να μοιάζει τόσο σύγχρονο. Πρωταγωνιστές και δευτεραγωνιστές αλληλοδιαδέχονται
στη σκυτάλη της αφήγησης, ο καθένας με ξεχωριστό ύφος και τη δική του γλώσσα, ενώ
μαζί με τα μυθοπλαστικά πρόσωπα μπλέκονται και πραγματικά, είτε με ενεργή δράση
στη μυθιστορία είτε με αναφορές.
Για την καθ’ αυτού
μυθοπλασία δεν θα πω σχεδόν τίποτε για να μη στερήσω από τον πιθανό αναγνώστη
το στοιχείο της έκπληξης και για να μην χαθεί η μαγεία της ανάγνωσης. Ωστόσο
ένα μικρό μέρος της μυθοπλασίας θα το διακρίνετε μέσα από τα λεγόμενά μου.
Μέσα
λοιπόν στο πεδίο της δράσης και των παθών των ηρώων αναπαριστάνεται –προάγοντας και υπηρετώντας
τη μυθοπλασία– η ανθρωπογεωγραφία, η
τοπιογραφία και το λαογραφικό μωσαϊκό της εποχής, έτσι ώστε ο αναγνώστης να
μεταφερθεί σ’ αυτή, να κατανοήσει τον τρόπο ζωής και σκέψης των ανθρώπων, αλλά
και να συμμετέχει παραστατικά στα δρώμενα.
Στις σελίδες του βιβλίου
αναμένουν τον αναγνώστη έρωτες με την
απρόβλεπτη εξέλιξή τους· δυνατές φιλίες· ζωές ανθρώπων που αντιφεγγίζουν ωσάν
σε μαγικό καθρέφτη και δεν αξιώνονται να βυζάξουν το γάλα και τ’ αρώματα της
ζήσης· η μετάλλαξη των χαρακτήρων και η απογύμνωση των συναισθημάτων εμπρός
στις δοκιμασίες και στα δεινά· η αγριότητα του πολέμου, ο φανατισμός, η
μισαλλοδοξία, οι παγιδεύσεις και τα αδιέξοδα στα οποία οδηγεί η αμάθεια· η
μοναξιά κλεισμένη σε μεταξένια μπουντρούμια· η αλληλεγγύη, η υποκρισία,
αποσιωπημένες αλήθειες· η ζωή που θέλει τα πλάσματά της να δένονται στο άρμα
της ανεξάρτητα από τα βάσανα και τους κατατρεγμούς, καθώς και οι φυλές, οι
θρησκείες και η γλώσσα μας μέσα στο χρόνο. Κι ακόμα, μαζί με την πρόοδο και την
συχνά αναπάντεχη εξέλιξη της μυθιστορίας: ήθη, έθιμα, παροιμίες, αινίγματα, αστεία
περιστατικά, τραγούδια, πολλά από τα οποία λέγονταν πάνω σε εκκλησιαστικές
ψαλμωδίες βάζοντας ερωτικά λόγια κι άλλα σε μεικτή γλώσσα, ελληνική κι
οθωμανική.
Σεργιανίζοντας στα πολυδαίδαλα σοκάκια
της Πόλης ο αναγνώστης, θα δει ότι οι χριστιανοί και οι Εβραίοι απαγορευόταν να
περπατάνε στα στενά πεζοδρόμια (όπου αυτά υπήρχαν) όταν διάβαινε μουσουλμάνος· θα μάθει για τους κανόνες ενδυμασίας
και τους κώδικες συμπεριφοράς όπως για παράδειγμα ποιος χαιρετούσε πρώτος ποιον:
ο διαβάτης εκείνον που καθόταν· ο πεζός τον
καβαλάρη· ο καβαλάρης σε γαϊδούρι εκείνον σε μουλάρι· κι αυτός όποιον
ίππευε. Θα παρακολουθήσει απόκρυφες παγανιστικές τελετές που παραπέμπουν σε
ανάλογες τελετές των αμαζόνων, καθώς και το "αλάι", δηλαδή την παρέλαση των συντεχνιών· θα
μάθει για δεισιδαιμονίες, ερωτικά ξόρκια και μάγια· αλλά και για καπηλειά των 1.000
τ.μ. στις εισόδους των οποίων στέκονταν ομοφυλόφιλα αγόρια και χαμάληδες έτοιμοι
να μεταφέρουν με κοφίνια τους μεθυσμένους στα σπίτια τους, ενώ μέσα έπαιζαν
μουζικάντηδες στο μέτωπο των οποίων οι θαμώνες κολλούσαν κέρματα με μπόλικο
σάλιο, αφού ακόμη δεν είχαν κυκλοφορήσει τα χαρτονομίσματα· θα δει φαρμακεία με
ζωντανές οχιές σε γυάλες και
μπαίνοντας στους καφενέδες τους καφετζήδες να κάνουν αφαιμάξεις ή να κουρεύουν.
Στις
σελίδες του βιβλίου κι οι μηχανορραφίες των Φαναριωτών, ενώ καταγράφονται πολλά
για τη ζωή τους, τις αντιλήψεις τους για τους Οθωμανούς και τους Έλληνες, καθώς
και για τις προετοιμασίες των ηγεμόνων Φαναριωτών να μεταβούν στη Βλαχία ή τη
Μολδαβία όπου τους συνόδευε ακολουθία τριακοσίων ανθρώπων.
Θα
μεταφερθεί ο αναγνώστης σε μια εποχή κατά την οποία οι γυναίκες ζούσαν κρυμμένες
πίσω από τα σαχνισιά (υπερυψωμένοι εξώστες κλειστοί με τζάμια και κουρτίνες),
αν και αρκετές έβρισκαν τους τρόπους να έχουν εραστές. Βέβαια, για όποιες
συλλαμβάνονταν ακολουθούσε διαπόμπευση με κρεμασμένα έντερα και συκωταριές στο
λαιμό και στο τέλος θανάτωση. Θα περιδιαβεί και στις μεγάλες σκεπαστές αγορές
ανάμεσα σε πολύτιμους λίθους, πολύχρωμα υφάσματα, μπαχάρια, βότανα και κάθε
λογής προϊόντα. Θα δει βεγγαλικά ή τις τότε λεγόμενες: "τεχνητές φωτίες"·
παιχνίδια των παιδιών όπως το κλοτσοσκούφι· το αγώνισμα τζιρίτ με καβαλάρηδες
και ξύλινα ακόντια στο Ατ Μεϊντάν, τον Ιππόδρομο των βυζαντινών· στις γιορτές
και στις νύχτες του ραμαζανιού θα δει στους δρόμους και στις πλατείες σχοινοβάτες, παλαιστές, γόητες φιδιών, το Ορτά Ογιουνού
(θέατρο του δρόμου) και τον Αχμέτ Κάραγκιοζ· θα παρατηρήσει κι ορισμένες
εικόνες από τη ζωή στο παλάτι, με τις οδαλίσκες, τους μαύρους και λευκούς ευνούχους
και τους πιθανούς διαδόχους του σουλτάνου κλεισμένους σε χρυσά κλουβιά· και θα
σταθεί άναυδος μπροστά στη σκληρή μοίρα που ανέμενε τις γυναίκες του χαρεμιού
του σουλτάνου Μουσταφά.
Θα
συναναστραφεί, όπως και οι ήρωες του μυθιστορήματος, με λωποδύτες, συμμορίες
των δρόμων, ψεύτικους γενίτσαρους και ζητιάνους· θα μάθει για τους
τουλουμπατζήδες, δηλαδή τα άτακτα σώματα των πυροσβεστών· κι ίσως τον συλλάβει
η πατριαρχική αστυνομία, και τον κλείσει στο υπόγειο μπουντρούμι του
Πατριαρχείου ή στο χριστιανικό φρενοκομείο
του Εγρί Καπού ως δήθεν φρενοβλαβή.
Θα
διαβάσει τι σήμαινε για τους Ρωμιούς της Πόλης Ελλάδα, Έλληνας και γένος· πώς αντιμετώπιζαν
την αλλαξοπιστία, χειρότερα κι από το θάνατο· αλλά και για ερωμένες πατριαρχών,
τις ίντριγκες και τα αμύθητα μπαξίσια που έδιναν για να καταλάβουν το θρόνο. Ποσά,
τα οποία συγκέντρωναν κατόπιν από το λαό.
Αν
και το μυθιστόρημα στέκεται κυρίως στους Ρωμιούς, αποκομίζονται γνώσεις και για
τις λοιπές φυλές. Όπως για τους Οθωμανούς οι οποίοι δεν είχαν κληρονομικούς
τίτλους ευγενείας κι έτσι ακόμα κι ένας αγράμματος μουσουλμάνος βαρκάρης, αν
τον ευνοούσε η τύχη, μπορούσε να ανέλθει στα ανώτερα αξιώματα· καθώς και για
τους Αρμένιους, τους Εβραίους και τους Φράγκους όπως ονόμαζαν όλους τους
Δυτικοευρωπαίους.
Προχωρώντας
η μυθιστορία, κι όπως αυτή θα συμπορεύεται και θα συνυφαίνεται με τα πραγματικά
γεγονότα, ο αναγνώστης θα γνωριστεί με κρυπτοχριστιανούς και θα νιώσει το
μεγάλο φόβο τους να μη φανερωθεί η κρυφή τους πίστη. Θα συμμετάσχει σε μάχες κι
άλλοτε σε ανταρσίες των γενίτσαρων, θα μάθει και για τις σχέσεις των τελευταίων
με το λαό και θα ρίχνει το βλέμμα του προς τη Μεγάλη του Γένους Σχολή αλλά και
προς τα λεγόμενα Κοινά Σχολεία.
Συνάμα
θα συνδιαλέγεται με τον συγγραφέα και το κείμενο μέσα από τα διλλήματα, και όχι
μόνο, που θέτονται εδώ κι εκεί, σαν λογοτεχνικό παιχνίδι και διανοητικό πινγκ
πονγκ μεταξύ αναγιγνωσκόμενου και αναγνώστη.
Στις
σελίδες του βιβλίου θα παρακολουθήσει ο αναγνώστης τις τελετές των σεβιτζί,
δηλαδή των ομοφυλόφιλων μουσουλμανίδων. Θα βρεθεί ανάμεσα σε οπιομανείς. Θ’
αποστάξει αιθέρια έλαια και θα κατασκευάσει αρώματα. Θα γευτεί και θα μάθει για
τα παγωτά της εποχής, αλλά και για τα γλυκίσματα και τα φαγητά. Θα γνωρίσει τις
άθλιες συνθήκες νοσηλείας στα νοσοκομεία των Ρωμιών. Θα ζήσει τη φοβερή πανώλη
του 1812-13 κατά την οποία πέθαναν περί τις 300.000 άνθρωποι, ενώ εδώ κι εκεί θ’ ανασκαλεύει, όπως στις
στάχτες, μνήμες από την αρχαία Ελλάδα, το Βυζάντιο, το παιδομάζωμα και τα πρώτα
χρόνια των Οθωμανών στην Μικρά Ασία.
Θα διαβάσει και για εκπαιδευτές ωδικών
πουλιών και ταχυδρομικών περιστεριών· για δερβίσηδες με τις αυτοβασανιστικές
τελετές τους· για φυλακισμένους στο φοβερό Μπάνιον, αγγαρείες, εκτελέσεις και
βασανιστήρια· για τις χοροεσπερίδες στο Σταυροδρόμι, τα πανηγύρια των Ρωμιών, για
κάστρα, φάρους με χοντρά φυτίλια, ιστιοφόρα πλοία και ναυτικές περιπέτειες· τον
Πόντο, την Σκύλα και την Χάρυβδη, τα ρεύματα δηλαδή του Βοσπόρου· το Ιάσιο, το
Δραγατσάνι, το Μανιάκι, τη Χίο κι άλλους τόπους-σταθμούς στην ιστορία μας.
Επιπλέον θα διαβάσει βιβλία, περιοδικά
και εφημερίδες της εποχής· για τσουνάμι, όπως αυτό στο Αίγιο το 1817· θα πάρει
μια μυρουδιά κι από εικόνες της Ευρώπης· και θα περπατήσει στον Ίσιο Δρόμο, την
μετέπειτα Μεγάλη Οδό του Πέραν και σημερινή Ιστικλάλ.
Θα περιδιαβαίνει στις σελίδες του
βιβλίου και στις ανηφοριές και στις κατηφοριές
της Πόλης, κι αναπάντεχα θα εμφανίζεται ο έρωτας:
"«Ποια
είσαι;» ρώτησα στα τούρκικα κι άκουγα τη φωνή μου ωσάν από ξένο στόμα. Πώς
κράζεις αντίκρυ στον γκρεμό κι ακούς τον αντίλαλο; Έτσι.
«Ισμιχάν!» αποκρίθηκε.
Αέρας σιγανός η φωνή της που περνάει μες
στις τριανταφυλλιές, τους συντυχαίνει για όσα είδε στο διάβα του κι ανασαίνει
το μύρο τους. Και τα ρούχα της, καθώς τα έβγαζε και τα ’ριχνε στο μιντέρι, ίδια
ροδοπέταλα.
Πλιο, στεκόταν ολόγυμνη ομπρός μου.
Oλόγυμνο ρόδο. Κι εγώ γιαγκίνι (πυρκαγιά) ακούνητο. Απόμεινα να τη θαμάζω.
Θαρρείς κι όλοι οι άγγελοι συνάχτηκαν και τη σκάλισαν απ’ την κορφή μέχρι τα
νύχια και διόρθωνε ο ένας ως και το πιο μικρό σφάλμα του άλλου. Την κατάπινα με
τα μάτια. Βουτούσα στα μάτια της ωσάν το φεγγάρι στον Βόσπορο.
Ήμουν τόσο χαϊβάνι, οπού έμενα στητός,
δίχως να κινιούμαι. Δίχως να κάμνω τίποτε. Μονάχα να την ιγλέπω. Κείνη άπλωσε
τα χέρια της και βάλθηκε να με ξεντύνει. Μ’ άγγιζε και γλυκότρεμα. Ύστερα μ’
έσπρωξε ανάλαφρα στο στρώμα. Ξάπλωσα και με φιλούσε εδώ κι εκεί. Ωσάν μπουμπούκια
τα χείλια της όταν πρωτοσυναντούν τον ήλιο. Έχασα τον κόσμο ή μόλις τότε τον
αντάμωνα. Θαρρείς κι ήμουν το μύρο των μπουμπουκιών και σκόρπισα στην κάμαρα,
στην Πόλη, στον κόσμο όλο."
Θα φεύγει ο αναγνώστης απ’ τον έρωτα
και θα συμμετέχει στις συναντήσεις των Ρωμιών σε καπνοπωλεία, φαρμακεία και
υαλοπωλεία. Θα μοιράζεται τις σκέψεις τους για την επανάσταση, πώς την
αντιμετώπισε ο λαός, πώς η μεσαία τάξη και πώς οι άρχοντες και οι Φαναριώτες. Θα
μοιράζεται τις σκέψεις τους και για το σχέδιο ξεσηκωμού της Πόλης, γιατί υπήρχε
τέτοιο σχέδιο και περιγράφεται στο βιβλίο ποια ήταν η τύχη του, αλλά και για το
γενικότερο σχέδιο το οποίο μεταξύ άλλων προέβλεπε και τι θ’ απογίνουν οι
Τούρκοι μετά τη νίκη των Ρωμιών. «Όσοι…» έλεγε, «είναι μαυροκίτρινοι, με λοξά μάτια,
μικρό κούτελο και μύτη θα τους διώξουμε, ενώ όσοι έχουν παράστημα καυκάσιο, που
θα πει πως είναι εξισλαμισμένοι,
μπορούν να μείνουν στη γη των προγόνων τους κι ας κρατήσουν τη θρησκεία τους».
Θα βρίσκεται παρών σε προδοσίες, στον
απαγχονισμό του Πατριάρχη Γρηγορίου του Ε΄, και στις φοβερές σφαγές των
χριστιανών της Πόλης το 1821 με τις χιλιάδες νεκρών να επιπλέουν στον Κεράτιο
και στον Βόσπορο. Θα δει και αγαθούς Οθωμανούς να σώζουν χριστιανούς και θα
διαβάσει για τον σεϊχουλισλάμη Χατζή Χαλίλ εφέντη (ανώτερος θρησκευτικός ηγέτης
των Οθωμανών), ο οποίος αρνήθηκε να υπογράψει γνωμοδότηση (φετβά) για γενική
σφαγή των Ρωμιών σε όλη την αυτοκρατορία· απόφαση την οποία πλήρωσε με
καθαίρεση και πνιγμό.
Θ’ αντικρίσει και τις μεθόδους που
χρησιμοποιούσε ο σουλτάνος και η Οθωμανική Διοίκηση να φανατίζει τους
Οθωμανούς, καθώς ανάγκαζε να κυκλοφορούν κατά ομάδες στους δρόμους και στις
πλατείες τους λεγόμενους "μακελεμένους". Τούρκοι, δηλαδή, στρατιώτες
ή πολίτες που αιχμαλωτίστηκαν από τους Ρωμιούς στον Μοριά κι άλλοι στη
Μολδοβλαχία, τους έκοψαν χείλια, μύτες, αυτιά και τους έγδαραν τα κρανία και τα
τσίνορα και τους άφησαν ελεύθερους για να φοβίζουν τους υπόλοιπους. Όμως οι
κατά τόπους πασάδες τούς έστειλαν στην Πόλη, και πια τους ανάγκαζε ο σουλτάνος
να κυκλοφορούν με αυτές τις φοβερές πληγές ακάλυπτες για να εξαγριώνονται οι
μουσουλμάνοι.
Κάτω από την ημισέληνο, η οποία έμελλε
να είναι το σύμβολο της Πόλης από την εποχή του αρχαίου Βυζαντίου, ο αναγνώστης
θα ταξιδέψει και σ’ άλλους τόπους αντικρίζοντας
το φοβερό πρόσωπο της βίας που σκόρπισαν οι Οθωμανοί, ενίοτε και οι Έλληνες,
αλλά και τη στάση των πρέσβεων και προξένων των Ευρωπαϊκών κρατών, οι οποίοι άλλοτε
διασκέδαζαν αδιάφοροι για τον κατατρεγμό των Ελλήνων κι άλλοτε πουλούσαν στους
Τούρκους γυναικόπαιδα, που σύρονταν στη συνέχεια στα σκλαβοπάζαρα.
Αυτά και πάρα πολλά άλλα κτίζουν τον
καμβά πάνω στον οποίο οι ήρωες του βιβλίου δρουν και ονειρεύονται, ζουν και
πεθαίνουν, ερωτεύονται και πάσχουν, μέχρι την αποπληρωμή των ανοιχτών
λογαριασμών και τη γλυκόπικρη λύτρωση του τέλους. Ήρωες με τους ιδιαίτερους
χαρακτήρες τους, όπως: ο Τζανής και ο Λεωνής των μεγάλων δοκιμασιών, ο
τσιγκούνης Γεωργαντάς, οι οραματιστές Αναστάσης Κομνάς και ο Μποκρουζέ, η
Ζωσερή της αυτοθυσίας, ο γιγαντόσωμος και καλόκαρδος Παυλής, ο άγιος-δαίμονας
παπά Αλύπιος, ο Ανθίας της ομορφιάς, της καπατσοσύνης, του ανυπότακτου και των
αστείων περιστατικών και άλλοι. Θα ζήσει ο αναγνώστης την περιπετειώδη ζωή
τους, αλλά και θα στοχαστεί και θα φιλοσοφήσει, μετέχοντας «Στο αεί ζητούμενον
και το αεί απορούμενον», κατά τον Αριστοτέλη.
Γιατί το «Άγιοι και δαίμονες», εκτός
από την περιπλάνηση που υπόσχεται στο μαγικό κόσμο του λόγου και της φαντασίας,
καθώς και της δυνατότητας την οποία παρέχει για μια επανεκτίμηση ή διαφορετική
αποτίμηση των ιστορικών περιπετειών και γεγονότων, είναι και μια σπουδή πάνω σε
ποικίλους θεματικούς πυρήνες. Πάνω στην αλαζονεία της εξουσίας, στη φιλία, στην
αγάπη που φθάνει στα όρια της αυτοθυσίας, στην τύχη των ανένταχτων οραματιστών.
Όμως πάνω απ’ όλα πραγματεύεται το τρίπτυχο πόθος, φόβος όχλος. Το κείμενο
βέβαια περιγράφει κι επισημαίνει, οι ήρωες καταθέτουν τις απόψεις τους βάζοντας
το προσάναμμα για ν’ ανάψει η φωτιά του προβληματισμού και της αναζήτησης, αλλά
μέχρις εκεί. Τα συμπεράσματα αφήνονται στους αναγνώστες. Μπορεί ενίοτε να
προτείνει, ωστόσο, κυρίως, συνδαυλίζει τη σκέψη και δεν έρχεται ως διδαχή να
καθοδηγήσει.
Συνδαυλίζει
την αναζήτηση γύρω από τον πόθο, αυτή την ορμή και τη ζέση της ψυχής. Για τους
ατομικούς πόθους ή τους συλλογικούς·
Τον ερωτικό πόθο· τον πόθο για τον τόπο ή για την ελευθερία· τον πόθο για τα
υλικά και τα άυλα. Πόθος, ο οποίος λειτουργεί ως ανάσα για τη ζωή, όμως και ως μαχαίρι που μπορεί
την κόψει.
Πυροδοτεί
τον προβληματισμό και όσον αφορά τον
όχλο, μέσα στον οποίο το άτομο χάνει την ταυτότητα του, ομαδοποιείται και
σύρεται από τη γενική αντίληψη ή την καθοδήγηση που συνήθως δεν αντιλαμβάνεται
ότι υπάρχει. «Ο όχλος είναι η μητέρα όλων των
τυράννων», λέει ο Διογένης. «Είναι τρομερός ο όχλος όταν παρασύρεται από κακούς
δημαγωγούς», ο Ευριπίδης.
Πυροδοτεί επίσης τον προβληματισμό αναφορικά με τον φόβο. Αυτό το διαλυτικό
στοιχείο της προσωπικότητας, του αυτόβουλου, του στοχασμού και της σκέψης. Οι
εκάστοτε πολιτικές εξουσίες, οι θρησκείες, οι κατέχοντες τον πλούτο και κάθε
μορφή εξουσίας έχουν επενδύσει στο φόβο. Γιατί
κανένα πάθος δεν αφαιρεί τη θέληση και τη λογική από το νου του ανθρώπου, όσο
ο φόβος. Γιατί ο φόβος αποσυνθέτει τα γεννήματα του λογικού νου αλλά
και της ψυχής, δημιουργεί απελπισία, τρόμο και απόγνωση, εμποδίζει την έρευνα
και την αναζήτηση με αποτέλεσμα ο δογματισμός και ο φανατισμός να βρίσκουν
πρόσφορο έδαφος και μπορεί να στρέψει τον άνθρωπο από την τυφλή υπακοή μέχρι το
τυφλό μίσος και το έγκλημα.
Τέλος,
το μυθιστόρημα ψηλαφεί τη
διαφορετικότητα μεταξύ ατόμων, φυλών, θρησκευτικής πίστης και πιο επισταμένα
μέσα στον ίδιο άνθρωπο. Γι’ αυτό και ο τίτλος του, Άγιοι (και) δαίμονες, που διαβάζεται και Άγιοι δαίμονες παραλείποντας το και,
μιας και ήμερο με το άγριο, το ηθικό και το ανήθικο, η ομορφιά και η ασχήμια,
το καλό και το κακό, το αδιάφορο προς τα κοινά και το ηρωικό ή το πατριωτικό
στοιχείο, είναι δυνατό να συνυπάρχουν σε διάφορες εκφάνσεις της ζωής του ίδιου
ατόμου και να εκδηλώνονται ανάλογα με τις καταστάσεις που καλείται να
αντιμετωπίσει, τις συνθήκες που επικρατούν και το ειδικό βάρος της ψυχής και
του πνεύματός του.
Να πω και δυο λόγια για τη γλώσσα η
οποία αποπνέει το άρωμα της ρωμαίικης γλώσσας του 1800. Μια γλώσσα η οποία ήταν
ίδια από την Πόλη μέχρι την Ήπειρο, την Κρήτη και την Κύπρο. Εκείνο που διέφερε
ήταν η εκφορά του λόγου, οι κατά τόπους ιδιωματισμοί και όσο πιο ανατολικά τόσο
περισσότεροι τουρκισμοί. Στο βιβλίο έχουν θέση κι οι λεκτικές συνωμοσίες και
όλα εκείνα τα στοιχεία που επιδιώκουν η ίδια η γλώσσα του κειμένου να αναχθεί
σε τέχνη. Εξάλλου για όλες τις άγνωστες λέξεις υπάρχει η ερμηνεία στο κάτω
μέρος της σελίδας.
Θα κλείσω διαβάζοντάς σας ένα
απόσπασμα από τις σκέψεις που διατυπώνει ο Τζανής Κομνάς, λίγο πριν από το
τέλος του μυθιστορήματος. Απόσπασμα στο οποίο διαφαίνεται και ένα από τα
ζητούμενά μου σ’ αυτό το βιβλίο. Η θέλησή μου δηλαδή να μην γεννήσει το βιβλίο
μίσος στους αναγνώστες προς κανένα λαό. Γι’ αυτό, παρά τις περιγραφές ιδιαίτερα
σκληρών εικόνων, (αφού αυτή είναι η πραγματική ιστορία και δεν μπορεί ούτε
πρέπει να αποσιωπηθεί), το κείμενο έχει κτισθεί με τέτοιο τρόπο ώστε να μην
οδηγεί στο μίσος, στη μισαλλοδοξία και στο φανατισμό.
"Οι
Ρωμιοί που διάβαιναν κοίταζαν παραξενεμένοι καθώς έψηνα τον καφέ στ’ αποκαΐδια
του μαγαζιού μου. Το καρτερούσαν από τους μουσουλμάνους, αμά όχι από έναν
Ρωμιό. Όμως τα καλά μπόλια που πήραμε από κείνους και κείνοι από μας κανέναν
δεν βλάπτουν. Και δώκαμε και πήραμε μπόλικα. Και τούτο δεν είναι για κατηγόρια
μήτε της μιας φυλής, μήτε της άλλης. Βλαπτικά είναι κείνα που χωρίζουν τους
ανθρώπους. Αλλά ούτε ωφελεί να κολλήσει κανένας σε όσα δεινά γινήκανε. Δεν
έφτασα να λαλώ όπως ο Μποκρουζέ ότι δεν υπάρχει σωστό και λάθος (ρήση των Σούφι, της φιλοσοφικής έκφρασης
του Ισλάμ), όμως σαν γίνει κάτι δεν αλλάζει. Ωστόσο να μην πάει στα χαμένα.
Να γίνεται αφορμή για παίδεμα του νου και της ψυχής. Αλλιώς θα φέρνουμε γύρω
από τη λάμπα όπως ο περβανές (πεταλουδίτσα
στα περσικά), και σωσμό δεν θα ’χουνε τα βάσανά μας.
Για
κάπου τραβάμε. Όλοι μαζί; Ο καθένας μονάχος του; Δεν ηξεύρω. Αλλά σαν νιώσεις
πως για κάπου τραβάς, πως για κάποιον σκοπό είσαι απά στη γης, δεν έχεις παρά
να σύρεις το ποδάρι σου ένα βήμα παρέκει. Για να έχει νόημα η πατημασιά σου σ’
αυτόν τον κόσμο. Και δεν γίνεται πριν κάμεις το βήμα σου να μη θωρείς πού
πάταγες χθες και πού πατούσαν οι γεννημένοι πρωτύτερα από σένα. Είναι σαν να στεριώνεις το μαδέρι μονάχα από
τη μια μεριά και να θέλεις να διαβείς αντίκρυ. Είναι κι αυτός ένας λόγος οπού
ηθέλησα να ιστορήσω τη ζωή μου.
Άγιοι και δαίμονες λοιπόν - Άγιοι - Δαίμονες
- Άγιοι δαίμονες - εις ταν Πόλιν με το δωρικό άρθρο "ταν" αντί "την" το
οποίο χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι Μεγαρείς, ιδρυτές του αρχαίου Βυζαντίου,
αλλά και επί αιώνες οι Έλληνες της Πόλης,
εξ ου άλλωστε και Ιστανμπούλ.
Ευχαριστώ από καρδιάς τον Νίκο
Λαμπρόπουλο για την πρόσκληση και τη φιλοξενία στον τόσο ζεστό χώρο του
βιβλιοπωλείου "Σύγχρονη Έκφραση", το οποίο αποτελεί βουλευτήριο του
πνεύματος, πρότυπο για πολλούς βιβλιοπώλες σε όλη την Ελλάδα και τόπος
συνεύρεσης όσων οραματίζονται μια άλλη κοινωνία όπου πρωτοστατεί ο
καλλιεργημένος άνθρωπος (όχι κατ' ανάγκη ο εγγράμματος), ενώ είναι ολοφάνερη η
ενέργεια που μεταδίδει.
Σας ευχαριστώ όλες και όλους για την
παρουσία σας, για τη χαρά και τη συγκίνηση που μου προσφέρετε και εύχομαι καλή
ανάγνωση, σε όσες και όσους αποφασίσετε να περιπλανηθείτε στις σελίδες του
μυθιστορήματος.
Γιάννης Καλπούζος
Η ομιλία του κατά την παρουσίαση του μυθιστορήματός
του "Άγιοι και δαίμονες" στο βιβλιοπωλείο της Λιβαδειάς "Σύγχρονη
Έκφραση" στις 3-10-2011.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου