Στο χώρο του βιβλιοπωλείου που γέμισε ασφυκτικά από τους φίλους της ποίησης γιορτάστηκε και φέτος Σάββατο 21 ΜΑΡΤΙΟΥ 2015
η ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΗΜΕΡΑ ΠΟΙΗΣΗΣ
με αφιέρωμα στον ποιητή ΜΑΝΟΛΗ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗ
από το ΤΡΟΦΩΝΙΟ ΩΔΕΙΟ,
το βιβλιοπωλείο ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΚΦΡΑΣΗ,
και τους φίλους τους
Τραγούδι : Άννα Μουζάκη, Παυλίνα Κατσή
Πιάνο : Παυλίνα Κατσή
Ποιήματα διάβασαν οι :Αγραφιώτης Γιώργος, Θεοχάρης Γιώργος
Καναβούρης Κώστας, Κατσικογιάννη Βάσω
Αναφορά στη ζωή και το έργο του Μανόλη Αναγνωστάκη έγινε από τον ποιητή και δημοσιογράφο Κώστα Καναβούρη ο οποίος ανάμεσα σε άλλα διάβασε και το παρακάτω κείμενο που είχε γράψει αποχαιρετώντας τον ποιητή.
Δεν μπορεί, κάτι παραπάνω θα σημαίνει η απώλεια ενός
ποιητή. Κάτι ίσως πέρα και από την οδύνη, ή πάλι κάτι που να μετράει τις
διαστάσεις της οδύνης. Μιλώ φυσικά για τα συναισθήματα που νιώθουν εκείνοι που
αγαπάνε την ποίηση και τους ποιητές. Μιλώ δηλαδή για κείνους που μέσα από τους
ποιητές και την ποίηση κατανοούν την εποχή και τον εαυτό τους μέσα στην εποχή.
Ο Μανόλης Αναγνωστάκης ανήκε σ’ αυτούς τους ποιητές. Είπε τον καιρό του και
μαζί μ’ αυτόν τον καιρό και όλους εκείνους που έζησαν μέσα στον καιρό και τον
έφτιαξαν. Και τώρα ο καιρός φεύγει μαζί με τους ανθρώπους του. εκείνους που
αποτέλεσαν το μέτρον της κατανοήσεώς του. Ο Μανόλης Αναγνωστάκης – θέλω να πω –
υπήρξε μέτρον συγκρίσεως ώστε να κατανοούμε. Άρα, εποίησε την εποχή του και
έγινε τω όντι ποιητής της. Δεν έχει σημασία αν σου άρεσε ή όχι η ποίησή του. Αν
συμφωνούσες ή όχι με τη σιωπή του. Αν έκρινες αυτή τη σιωπή είτε θετικά, είτε
αρνητικά, είτε ακόμα και απαξιωτικά. Δεν έχει σημασία καν αν τον θεωρούσες μέτριο,
καλό, σπουδαίο, μεγάλο ποιητή. Τίποτε απ΄ όλα αυτά δεν έχει σημασία. Το κύριο
είναι πως όταν εκδημούν τέτοιοι άνθρωποι χάνεται το μέτρον κατανοήσεως του
κόσμου, τουλάχιστον για όσους από εμάς εθιστήκαμε στο αχανές των μεγάλων
αφηγήσεων και ζήσαμε μέσα από αναμνήσεις άλλων πριν ακόμα γεννηθούμε και ζήσαμε
μέσα σε μια εντιμότητα που δεν μπορέσαμε να την κάνουμε καθολική ομιλία.
Ηττώμενοι, χωρίς να έχουμε ηττηθεί, νικώντας χωρίς να έχουμε νικήσει.
Ακούγοντας πάντα τον Μανόλη Αναγνωστάκη για να μπορούμε να στεκόμαστε στα πόδια
μας, τρέμοντας κάθε στιγμή μη και δεν είναι αλήθεια όσα πιστέψαμε. Μη και δεν είναι
περηφάνεια η περηφάνεια μας, μη και δεν είναι λύπη η λύπη μας, μη και δεν είναι
χαρά που την αξίζουμε η χαρά μας. Και ύστερα σε κάτι νύχτες με πανσέληνο, μη
και δεν είναι σιωπή η σιωπή μας.
Εμείς, όσοι εμείς, κάπως έτσι κατανοήσαμε την εποχή
μας, γι’ αυτό μας βρίσκει ξέσκεπους ο χρόνος κάθε φορά που φεύγει ένας ποιητής.
Μπορεί – πού ξέρεις; - να κάνουμε λάθος.
Αλλά είναι οδικός μας καιρός, ο δικός μας χρόνος.
αύριο τα παιδιά θα έχουν τους δικούς τους ποιητές. Και θα τους έχουν, δεν
υπάρχει αμφιβολία. Μόνο που δεν θα μοιάζουν με τους δικούς μας ποιητές,
εκείνους με την άχνα της σφαίρας στον κρόταφο και τη σελίδα του βιβλίου να
γίνεται λεπίδα ειρωνείας. Κι εμείς, όσο προλάβαμε, θα περιμένουμε και θα
χαρούμε τους νέους ποιητές. Και θα ζήσουμε μαζί τους γιατί χωρίς τους ποιητές
δεν γίνεται να ζήσουμε. Αυτό μας το έμαθαν οι ποιητές που ζήσαμε μαζί τους. Το
μέτρον του καιρού που λέγαμε. Αλλά όμως οι νέοι ποιητές είναι οι εποχή τους. Ο
Μανόλης Αναγνωστάκης είναι η εποχή μας. Γι’ αυτό και η οδύνη. Μια εποχή που
φεύγει, ποιητή προς ποιητή, κι εμείς τρέχουμε να την προλάβουμε για να την
πούμε και να την ξαναπούμε όσο το δυνατόν πληρέστερα και στους επόμενους. Ελπίζοντας
πάντα ότι δεν είναι μοιραίο οι επόμενοι ποιητές να πεθαίνουν νέοι. Ελπίζοντας
σε άλλες σιωπές από εκείνη του Μανόλη Αναγνωστάκη.
Αλλά τώρα οδύνη. Χωρίς μεγάλα λόγια. Αρκεί η οδύνη. Η
δύσκολη απώλεια που είναι κάτι πιο πέρα κι από το θάνατο. Μα- θα μου πεις –
υπάρχει κάτι πιο πέρα από τον θάνατο; Ναι, υπάρχει. Και δεν εννοώ τη
μεταθανάτιο ζωή. Το πιο πέρα από τον θάνατο είμαστε εμείς. Εμείς ζούμε. Η ζώσα
ζωή η διαρκώς. Η διαρκής διαρκώς. Βαρύ φορτίο όταν φεύγουν οι πλοηγοί και
αντιλαμβάνεσαι ότι η θάλασσα δεν είναι ποτέ δικιά σου χωρίς συντρόφους και τα
τραγούδια της ποτέ κατορθωμένα χωρίς το μέτρον των ήχων, χωρίς το μέτρον της
πραγματικότητας, χωρίς τον ρυθμό του κόσμου που ποιείται για να φανερωθεί, ώστε
να μπορέσει να γίνει τρόμος εξερευνήσιμος μ’ ένα επόμενο ποίημα, ένα επόμενο
τραγούδι, έναν επόμενο πόλεμο καθολικών ερώτων.
Κάπως έτσι είναι τα γεγονότα χωρίς τον Μανόλη
Αναγνωστάκη. Δεν ξέρουμε από πού ήρθε. Ξέρουμε απλώς ότι ήρθε εδώ κι ότι έφυγε
από εδώ. Εν τω μεταξύ εσήμανε εσπερινούς
και όρθρους και κάτι μεγάλες ολονυκτίες ανάμεσα στο αίμα και στο αίμα. Και ότι
κάποτε, καθότι διαπρύσιος ποδοσφαιρόφιλος, με μια ντρίμπλα του Θεού αλλά
Γκαρίντσα (για όσους ξέρουν) απέφυγε τον μέγα αντίπαλο. Γιατί έγραφε ποίηση. Γιατί
ποιούσε τον καιρό του. Γνωρίζοντας πάντα – ω εξαίσιο μάθημα – τι μπορεί να πει
και τι δεν μπορεί να πει. Για πόσα πράγματα δεν δικαιούται να σιωπήσει και για
πόσα άλλα να μην έχει λόγια να τα πει. Γιατί – ναι – μας το έμαθε ο Μανόλης
Αναγνωστάκης: Το να μην λες μπορεί και να είναι το απόλυτο της σιωπής. Αυτό το
άγριο δεν μπορώ. Που κάνει τους άλλους να νιώσουν την ευθύνη τους και να
μπορέσουν. Ώστε να ποιήσουν τον κόσμο, να ποιήσουν τον καιρό τους και να
αποτελέσουν το μέτρον του καιρού τους. Πηγαίνοντας βεβαίως προς τη δική τους
σιωπή. Προς τη δική τους ανωνυμία. Προς εκείνο τον τόπο όπου οι μελλούμενοι
ποιητές πεθαίνουν πάντα νέοι. Όπως ο Μανόλης Αναγνωστάκης.
Τον χαιρετούμε λοιπόν, αλλά χωρίς αντίο. Γιατί όποτε
το θελήσει θα είναι ευπρόσδεκτος. Έτσι, για να συζητήσουμε τις επίμαχες φάσεις
μεταξύ παρελθόντος και μέλλοντος. Πάντα εδώ. στη σέντρα του παρόντος. Άλλωστε
το λέει και ο Τέννυσον: «Ω τι ζωντανός θάνατος, οι μέρες που δεν υπάρχουν πια».
Κώστας Καναβούρης
Παυλίνα Κατσή, Κώστας Καναβούρης |
Παυλίνα Κατσή |
Άννα Μουζάκη |
Κώστας Καναβούρης, Γιώργος Θεοχάρης, Βασιλική Κατσικογιάννη, Γιώργος Αγραφιώτης, Άννα Μουζάκη |
Μιλῶ…
Μιλῶ γιὰ τὰ τελευταῖα σαλπίσματα
τῶν νικημένων
στρατιωτῶν
Γιὰ τὰ κουρέλια ἀπὸ τὰ γιορτινά μας φορέματα
Γιὰ τὰ παιδιά μας ποὺ πουλᾶν τσιγάρα στοὺς διαβάτες
Μιλῶ γιὰ τὰ λουλούδια ποὺ μαραθήκανε στοὺς τάφους καὶ τὰ σαπίζει ἡ βροχὴ
Γιὰ τὰ σπίτια ποὺ χάσκουνε δίχως παράθυρα σὰν κρανία ξεδοντιασμένα
Γιὰ τὰ κορίτσια ποὺ ζητιανεύουν δείχνοντας στὰ στήθια τὶς πληγές τους
Μιλῶ γιὰ τὶς ξυπόλυτες μάνες ποὺ σέρνονται στὰ χαλάσματα
Γιὰ τὶς φλεγόμενες πόλεις τὰ σωριασμένα κουφάρια σοὺς δρόμους
Τοὺς μαστρωποὺς ποιητὲς ποὺ τρέμουνε τὶς νύχτες στὰ κατώφλια
Μιλῶ γιὰ τὶς ἀτέλειωτες νύχτες ὅταν τὸ φῶς λιγοστεύει τὰ ξημερώματα
Γιὰ τὰ φορτωμένα καμιόνια καὶ τοὺς βηματισμοὺς στὶς ὑγρὲς πλάκες
Γιὰ τὰ προαύλια τῶν φυλακῶν καὶ γιὰ τὸ δάκρυ τῶν μελλοθανάτων.
Γιὰ τὰ κουρέλια ἀπὸ τὰ γιορτινά μας φορέματα
Γιὰ τὰ παιδιά μας ποὺ πουλᾶν τσιγάρα στοὺς διαβάτες
Μιλῶ γιὰ τὰ λουλούδια ποὺ μαραθήκανε στοὺς τάφους καὶ τὰ σαπίζει ἡ βροχὴ
Γιὰ τὰ σπίτια ποὺ χάσκουνε δίχως παράθυρα σὰν κρανία ξεδοντιασμένα
Γιὰ τὰ κορίτσια ποὺ ζητιανεύουν δείχνοντας στὰ στήθια τὶς πληγές τους
Μιλῶ γιὰ τὶς ξυπόλυτες μάνες ποὺ σέρνονται στὰ χαλάσματα
Γιὰ τὶς φλεγόμενες πόλεις τὰ σωριασμένα κουφάρια σοὺς δρόμους
Τοὺς μαστρωποὺς ποιητὲς ποὺ τρέμουνε τὶς νύχτες στὰ κατώφλια
Μιλῶ γιὰ τὶς ἀτέλειωτες νύχτες ὅταν τὸ φῶς λιγοστεύει τὰ ξημερώματα
Γιὰ τὰ φορτωμένα καμιόνια καὶ τοὺς βηματισμοὺς στὶς ὑγρὲς πλάκες
Γιὰ τὰ προαύλια τῶν φυλακῶν καὶ γιὰ τὸ δάκρυ τῶν μελλοθανάτων.
Μὰ πιὸ πολὺ μιλῶ γιὰ τοὺς ψαράδες
Π᾿ ἀφήσανε τὰ δίχτυά τους καὶ πήρανε τὰ βήματά Του
Κι ὅταν Αὐτὸς κουράστηκε αὐτοὶ δὲν ξαποστάσαν
Κι ὅταν Αὐτὸς τοὺς πρόδωσε αὐτοὶ δὲν ἀρνηθῆκαν
Κι ὅταν Αὐτὸς δοξάστηκε αὐτοὶ στρέψαν τὰ μάτια
Κι οἱ σύντροφοί τους φτύνανε καὶ τοὺς σταυρῶναν
Κι αὐτοί, γαλήνιοι, τὸ δρόμο παίρνουνε π᾿ ἄκρη δὲν ἔχει
Χωρὶς τὸ βλέμμα τους νὰ σκοτεινιάσει ἢ νὰ λυγίσει
Π᾿ ἀφήσανε τὰ δίχτυά τους καὶ πήρανε τὰ βήματά Του
Κι ὅταν Αὐτὸς κουράστηκε αὐτοὶ δὲν ξαποστάσαν
Κι ὅταν Αὐτὸς τοὺς πρόδωσε αὐτοὶ δὲν ἀρνηθῆκαν
Κι ὅταν Αὐτὸς δοξάστηκε αὐτοὶ στρέψαν τὰ μάτια
Κι οἱ σύντροφοί τους φτύνανε καὶ τοὺς σταυρῶναν
Κι αὐτοί, γαλήνιοι, τὸ δρόμο παίρνουνε π᾿ ἄκρη δὲν ἔχει
Χωρὶς τὸ βλέμμα τους νὰ σκοτεινιάσει ἢ νὰ λυγίσει
Ὄρθιοι καὶ μόνοι μὲς στὴ φοβερὴ ἐρημία τοῦ πλήθους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου