Η συγγραφέας Μάρω Δούκα
Από την πρώτη εμφάνισή της στα νεοελληνικά γράμματα, με την Πηγάδα το 1974 και το Που ΄ναι τα φτερά το 1975, η Μάρω Δούκα εξέφρασε σαφώς την επιλογή της να παρακολουθήσει την κίνηση της πραγματικότητας, η οποία προχωράει "σα ρολόι" - κατά τον Κάφκα, καταγράφοντας τις εκτροπές και τις παραμορφώσεις της, προσωπικές και κοινωνικές, που ορίζουν την ιδιαιτερότητα των ανθρώπων.
Από τη νουβέλα στο διήγημα (Καρέ Φιξ) και στη συνέχεια στο μυθιστόρημα, σε μια πρώτη ανάγνωση κυρίαρχη είναι η Ιστορία. Από την Πηγάδα και την Αρχαία Σκουριά της δικτατορίας στο Εις τον πάτο της εικόνας του μετασχηματισμού της νεοελληνικής κοινωνίας στη δεκαετία του '80 και την Ουράνια μηχανική του τέλους του αιώνα και στο βυζαντινό Ένας σκούφος από πορφύρα, η Ιστορία δεν αποτελεί το υπόβαθρο της πλοκής, αλλά ένα χωριστό πρόσωπο, που κινείται αυτόνομα και έχει τη δυνατότητα να ορίζει τη μοίρα των υπολοίπων. Συμπορευόμενη με την πολιτική, η Ιστορία καθορίζει τη μοίρα των ηρώων της Δούκα, ακόμα και στα λιγότερο πολιτικά της έργα, όπως η Πλωτή πόλη που αφηγείται την ιστορία ενός αδιέξοδου έρωτα.
Τόσο η Ιστορία όσο και η πολιτική, ως εντοπισμένη χρονικά έκφρασή της, δεν αποτελούν ωστόσο έναν μονοσήμαντο άξονα στο έργο της Δούκα. Μαζί με την Πηγάδα, τον επόμενο αμέσως χρόνο, είχαν κυκλοφορήσει άλλες δύο νουβέλες της, η οποία εξιστορεί την οδύνη της ενηλικίωσης ως ένα μεγάλο ταξίδι στο δάσος των παιδικών φόβων, και Κάτι άνθρωποι, μια ντοκιμενταρίστικη καταγραφή της ιδιαιτερότητας ενός κρητικού χωριού, μέσα από την διάλεκτό του: το όνειρο, το ασυνείδητο, η γλώσσα ως άλλη πραγματικότητα, το φανταστικό δηλώνονταν ως εξίσου σημαίνοντα στοιχεία στο έργο της. Η Δούκα επιλέγει επομένως εξαρχής το ρεαλισμό, αλλά με την έννοια που ο Ρ. Γκαρωντύ έδινε στον όρο, ένα "ρεαλισμό χωρίς όρια", ένα ρεαλισμό δηλαδή που δεν αποτελεί φωτογραφική αποτύπωση αλλά ερμηνευτική απόδοση της πραγματικότητας, διεπόμενη μάλιστα από συμπάθεια για τον άνθρωπο και το μεγαλείο της αδυναμίας του. Διευρυμένος ρεαλισμός, ο οποίος μπορεί να χωρέσει το υποσυνείδητο ως εξίσου σημαντικό φορέα ιστορικότητας αλλά και αφομοιωμένος μοντερνισμός: η αισθητική της Δούκα, ακριβώς λόγω της πρωταρχικής της επιλογής, δεν μπορούσε παρά να ενσωματώνει τον κατακερματισμό του πραγματικού στον ασθματικό λόγο των εμμονών ή στην γωνιώδη και διαλείπουσα συνειδητή εξιστόρηση. Οι ήρωές της κινούνται σε έναν κόσμο ενδιάμεσο, ανάμεσα στο φανταστικό και το πραγματικό· σε μια δεδομένη στιγμή, μοιραία γέρνουν λίγο περισσότερο προς τη μια μεριά και εγκλωβίζονται, απεγκλωβίζονται με τρόπο ενίοτε επίπονο, αλλά συνεχίζουν. Ειδικά οι γυναίκες, αφού από την Πηγάδα ως το Εις τον πάτο της εικόνας, η συγγραφέας παίζει με την ταυτότητα και την ετερότητα, παρακολουθώντας την πορεία μιας γυναίκας με πολλά πρόσωπα, το λόγο της οποίας αποδίδει με εξαιρετική διαύγεια και ευαισθησία.
Η Μάρω Δούκα αφηγείται ιστορίες με τέχνη, ζωντανεύει τα πρόσωπά της, κινεί με επιδεξιότητα νήματα παράλληλα ανάμεσα στον κόσμο των πραγμάτων και στον κόσμο του μυαλού, όπως στο τελευταίο της έργο, την Ουράνια μηχανική. Αγγίζοντας προβλήματα υπαρξιακά στην ουσία τους, μέσα από τον εφήμερο αλλά καθοριστικό χαρακτήρα της ελληνικότητάς τους, αναζητεί τον πυρήνα της ευτυχίας, καταγράφοντας την αντίφαση της πραγμάτωσής της μέσα σε έναν κόσμο που τη μάχεται σε όλα τα επίπεδα. Αυτή η σύνθετη οπτική, που τη διαφοροποιεί τόσο από τους αμιγώς ρεαλιστικούς συγγραφείς όσο και από τους θεράποντες του φανταστικού, εκφράζεται κατά κύριο λόγο στο ύφος της, στις συνεχείς αναλήψεις της αφήγησης, στην τεθλασμένη ευθεία των γεγονότων ή στο παροξυσμό τους, που μοιάζει να εκπορεύεται άμεσα από τη συμπύκνωση των βιντεοπαιχνιδιών στο τελευταίο της έργο, στον εσωτερικό μονόλογο που κατακρημνίζει κομμάτια ολόκληρα συνείδησης υπέρ της αλήθειας του ήρωα. Αν όπως έλεγε ο Ρ. Μπαρτ ο ρεαλισμός έχει οριστεί πολύ περισσότερο σε σχέση με το περιεχόμενο παρά με την τεχνική του, η Δούκα μας δίνει μια απολύτως σύγχρονη και μοντερνιστική εκδοχή της τεχνικής αυτής.
Από τη νουβέλα στο διήγημα (Καρέ Φιξ) και στη συνέχεια στο μυθιστόρημα, σε μια πρώτη ανάγνωση κυρίαρχη είναι η Ιστορία. Από την Πηγάδα και την Αρχαία Σκουριά της δικτατορίας στο Εις τον πάτο της εικόνας του μετασχηματισμού της νεοελληνικής κοινωνίας στη δεκαετία του '80 και την Ουράνια μηχανική του τέλους του αιώνα και στο βυζαντινό Ένας σκούφος από πορφύρα, η Ιστορία δεν αποτελεί το υπόβαθρο της πλοκής, αλλά ένα χωριστό πρόσωπο, που κινείται αυτόνομα και έχει τη δυνατότητα να ορίζει τη μοίρα των υπολοίπων. Συμπορευόμενη με την πολιτική, η Ιστορία καθορίζει τη μοίρα των ηρώων της Δούκα, ακόμα και στα λιγότερο πολιτικά της έργα, όπως η Πλωτή πόλη που αφηγείται την ιστορία ενός αδιέξοδου έρωτα.
Τόσο η Ιστορία όσο και η πολιτική, ως εντοπισμένη χρονικά έκφρασή της, δεν αποτελούν ωστόσο έναν μονοσήμαντο άξονα στο έργο της Δούκα. Μαζί με την Πηγάδα, τον επόμενο αμέσως χρόνο, είχαν κυκλοφορήσει άλλες δύο νουβέλες της, η οποία εξιστορεί την οδύνη της ενηλικίωσης ως ένα μεγάλο ταξίδι στο δάσος των παιδικών φόβων, και Κάτι άνθρωποι, μια ντοκιμενταρίστικη καταγραφή της ιδιαιτερότητας ενός κρητικού χωριού, μέσα από την διάλεκτό του: το όνειρο, το ασυνείδητο, η γλώσσα ως άλλη πραγματικότητα, το φανταστικό δηλώνονταν ως εξίσου σημαίνοντα στοιχεία στο έργο της. Η Δούκα επιλέγει επομένως εξαρχής το ρεαλισμό, αλλά με την έννοια που ο Ρ. Γκαρωντύ έδινε στον όρο, ένα "ρεαλισμό χωρίς όρια", ένα ρεαλισμό δηλαδή που δεν αποτελεί φωτογραφική αποτύπωση αλλά ερμηνευτική απόδοση της πραγματικότητας, διεπόμενη μάλιστα από συμπάθεια για τον άνθρωπο και το μεγαλείο της αδυναμίας του. Διευρυμένος ρεαλισμός, ο οποίος μπορεί να χωρέσει το υποσυνείδητο ως εξίσου σημαντικό φορέα ιστορικότητας αλλά και αφομοιωμένος μοντερνισμός: η αισθητική της Δούκα, ακριβώς λόγω της πρωταρχικής της επιλογής, δεν μπορούσε παρά να ενσωματώνει τον κατακερματισμό του πραγματικού στον ασθματικό λόγο των εμμονών ή στην γωνιώδη και διαλείπουσα συνειδητή εξιστόρηση. Οι ήρωές της κινούνται σε έναν κόσμο ενδιάμεσο, ανάμεσα στο φανταστικό και το πραγματικό· σε μια δεδομένη στιγμή, μοιραία γέρνουν λίγο περισσότερο προς τη μια μεριά και εγκλωβίζονται, απεγκλωβίζονται με τρόπο ενίοτε επίπονο, αλλά συνεχίζουν. Ειδικά οι γυναίκες, αφού από την Πηγάδα ως το Εις τον πάτο της εικόνας, η συγγραφέας παίζει με την ταυτότητα και την ετερότητα, παρακολουθώντας την πορεία μιας γυναίκας με πολλά πρόσωπα, το λόγο της οποίας αποδίδει με εξαιρετική διαύγεια και ευαισθησία.
Η Μάρω Δούκα αφηγείται ιστορίες με τέχνη, ζωντανεύει τα πρόσωπά της, κινεί με επιδεξιότητα νήματα παράλληλα ανάμεσα στον κόσμο των πραγμάτων και στον κόσμο του μυαλού, όπως στο τελευταίο της έργο, την Ουράνια μηχανική. Αγγίζοντας προβλήματα υπαρξιακά στην ουσία τους, μέσα από τον εφήμερο αλλά καθοριστικό χαρακτήρα της ελληνικότητάς τους, αναζητεί τον πυρήνα της ευτυχίας, καταγράφοντας την αντίφαση της πραγμάτωσής της μέσα σε έναν κόσμο που τη μάχεται σε όλα τα επίπεδα. Αυτή η σύνθετη οπτική, που τη διαφοροποιεί τόσο από τους αμιγώς ρεαλιστικούς συγγραφείς όσο και από τους θεράποντες του φανταστικού, εκφράζεται κατά κύριο λόγο στο ύφος της, στις συνεχείς αναλήψεις της αφήγησης, στην τεθλασμένη ευθεία των γεγονότων ή στο παροξυσμό τους, που μοιάζει να εκπορεύεται άμεσα από τη συμπύκνωση των βιντεοπαιχνιδιών στο τελευταίο της έργο, στον εσωτερικό μονόλογο που κατακρημνίζει κομμάτια ολόκληρα συνείδησης υπέρ της αλήθειας του ήρωα. Αν όπως έλεγε ο Ρ. Μπαρτ ο ρεαλισμός έχει οριστεί πολύ περισσότερο σε σχέση με το περιεχόμενο παρά με την τεχνική του, η Δούκα μας δίνει μια απολύτως σύγχρονη και μοντερνιστική εκδοχή της τεχνικής αυτής.
Τιτίκα Δημητρούλια
Michel Grodent
Νεοελληνιστής
Εφημερίδα Le Soir
Lucille Farnoux
Δημοσιογράφος
Εφημερίδα Le Monde, 27.8.1993
Από πρόσφατη συνέντευξή της στον Κώστα Κατσουλάρη στο περιοδικό bookpress:
Πολλοί νέοι, πριν τα τριάντα ή και λίγο μετά, διαβάζουν μεταφρασμένη πεζογραφία, κι είναι μάλιστα αρκετά ενήμεροι και καλλιεργημένοι αναγνώστες. Όταν όμως η κουβέντα έρχεται στους σύγχρονους Έλληνες πεζογράφους, εισπράττουμε τη στερεότυπη απάντηση: «Έλληνες, δεν διαβάζω». Τι φταίει;
Πρώτα απ’ όλα, δεν πρέπει να αγνοούμε το σνομπισμό και την ξενομανία που μας διαπερνούν ως κοινωνία. Ούτε πρέπει επίσης να λησμονούμε ότι πολιτιστικά, από καταβολής νεοελληνικού κράτους, ετεροκαθοριζόμαστε σε σχέση με τα μεγάλα μητροπολιτικά κέντρα. Σε ό,τι αφορά, μάλιστα, τη λογοτεχνία, ακόμη και σε εποχές που ήταν κυρίαρχο το ρεύμα της αναζήτησης της πολιτισμικής μας ταυτότητας, οι κατευθυντήριες τάσεις ήταν ξενότροπες. Και, για να είμαστε δίκαιοι, ακόμη και οι παλαιότερες γενιές, όσο και αν είχαν σταθερό σημείο αναφοράς την ελληνική πεζογραφία, όταν ήθελαν να αναζητήσουν τα μυστικά και τα μυστήρια της γραφής, σε ξένους συγγραφείς κατέφευγαν. Ο σημερινός, λοιπόν, καλλιεργημένος αναγνώστης θα μπορούσε να αισθάνεται ότι έχει πιο πολλά να μάθει διαβάζοντας έναν ξένο συγγραφέα, και αυτό θα ήταν απολύτως θεμιτό, εάν δεν συνέβαινε, όπως εγώ πιστεύω, να έχει σε γενικές γραμμές παγιώσει τη σχέση του με το χρόνο και τον κόσμο έξω από τη δική του λογοτεχνική και ιστορική παράδοση. Και αυτό είναι το λυπηρό. Το ίδιο, όμως, θα έλεγα ότι ισχύει και με τις νεότερες γενιές των συγγραφέων, που ως επί το πλείστον εμπνέονται, όπως δηλώνουν, από την ξένη λογοτεχνία. Το ερώτημα, επομένως, θα μπορούσε να είναι γιατί θα πρέπει ένας απαιτητικός και καλλιεργημένος αναγνώστης να διαβάζει σύγχρονους Έλληνες συγγραφείς, όταν οι ίδιοι οι Έλληνες συγγραφείς δεν διαβάζουν Έλληνες συγγραφείς.
Το Δεκέμβρη που μας πέρασε, η Αθήνα, και η χώρα ολόκληρη, γνώρισε μια πρωτόγνωρη κατάσταση, την οποία ο καθένας, αναλόγως την οπτική του, την ονομάζει και την περιγράφει διαφορετικά. Τι σκέφτεστε σήμερα για όλα αυτά τα γεγονότα, τώρα που, όπως λέμε, έχει κατακαθίσει ο κουρνιαχτός;
Έχει στ’ αλήθεια κατακαθίσει ο κουρνιαχτός; Με τα προβλήματα που μας ροκανίζουν εδώ και δεκαετίες να χορεύουν «λεβέντικα» καλαματιανό, με τη ρητορεία των πολιτικών, την ασυδοσία της εξουσίας, τον κοινωνικό συντηρητισμό. Και με τον αυτισμό και την αγκύλωση της Αριστεράς να κρατούν το ίσο. Τι να σκεφτώ; Τόποι υποδοχής ή στρατόπεδα συγκέντρωσης θα είναι οι χώροι όπου θα στοιβάζονται κατακαλόκαιρο οι λαθρομετανάστες; Και θα έρθει πάλι ο Δεκέμβρης. Εθιμικά, αλλά και τιμώντας τη μνήμη του δολοφονημένου μαθητή Αλέξη Γρηγορόπουλου, θα ξεχυθούν για άλλη μια φορά οι νέοι στους δρόμους, θα γίνουν καταλήψεις στα σχολεία, θα πάρουν φωτιά τα τηλεοπτικά παράθυρα. Αυτό για δυο τρεις βδομάδες. Έπειτα θα μαζευτούν, ως συνήθως, στο μαντρί, θα συνεχίσουμε κι εμείς, ανακουφισμένοι, τη ζωούλα μας. Πριν από μήνες με ρώτησαν σ’ ένα σχολείο οι μαθητές τη γνώμη μου για τις καταλήψεις. Και φυσικά τους παραξένεψα λέγοντάς τους ότι εάν πραγματικά νοιάζονται για τη δημόσια δωρεάν εκπαίδευση και για την ποιότητά της θα πρέπει να αναζητήσουν άλλες μορφές διαμαρτυρίας… Και ότι πρωτίστως οφείλουν να σεβαστούν το σχολείο τους όπως ακριβώς σέβονται και το ακριβοπληρωμένο φροντιστήριο…
Ολόκληρη η συνέντευξη ΕΔΩ
Από τη συνέντευξη στην ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΔΑΦΕΡΜΟΥ
Κυριακή 28 Σεπτεμβρίου 2008 ΤΟ ΒΗΜΑ
«Σήμερα είμαι λιγότερο αφελής»
Η Μάρω Δούκα κοιτάζει τον συνομιλητή της κατευθείαν στα μάτια, χωρίς «λοξοδρομήσεις», με καθαρό βλέμμα, με τόλμη. Οπως στη γραφή της. Σπινθηροβόλα, σαφής, ακριβοδίκαιη. Και ανά στιγμές με ποιητική ελλειπτικότητα. Τις πρώτες φθινοπωρινές ημέρες, το κόκκινο αντιανεμικό της, το εντελώς άβαφο πρόσωπό της, η καρέ κόμμωση, τα τσιγάρα δεν προδίδουν τα 61 της χρόνια. Η Μάρω Δούκα γράφει ανελλιπώς. Το νέο της μυθιστόρημα είναι σχεδόν έτοιμο. Ταυτόχρονα η πρόσφατη επανέκδοση της Αρχαίας σκουριάς, του μυθιστορήματος με το οποίο μέστωσε η φωνή της μεταπολιτευτικής γενιάς, επισφραγίζει τη διαχρονικότητα της εκφραστικής της δύναμης (η επανέκδοση και άλλων χαρακτηριστικών βιβλίων της, όπως του Καρέ φιξ και της Πλωτής πόλης, όλα με εξώφυλλα φιλοτεχνημένα από τον ζωγράφο Αλέξη Βερούκα, ξεκίνησε πριν από δύο χρόνια στις εκδόσεις Πατάκη). Οι δύο όψεις του προβληματισμού της, η πολιτική και η υπαρξιακή, παραμένουν το ίδιο επίκαιρες σήμερα, τριάντα χρόνια αργότερα, ως επίμονα αιτήματα αλλαγής.
- Παραμένετε πολιτικό ον όπως τότε;
«Φυσικά. Μόνο που σήμερα είμαι λιγότερο αφελής και με την εντύπωση ότι το "έργο" αυτό το έχω ξαναδεί...».
- Το πολιτικό σχόλιο είναι πιο δυνατό όταν προέρχεται από τη λογοτεχνία;
«Ναι. Αλλά μόνο αν ενσωματώνεται δημιουργικά στο κείμενο, αν είναι δηλαδή αναπόσπαστο στοιχείο της μυθοπλασίας, άμεσα συνδεόμενο με τον ψυχισμό των χαρακτήρων και τη θερμοκρασία του κειμένου».
............................................................................
- Πώς κρίνετε λοιπόν την εποχή μας ιδεολογικά και καλλιτεχνικά σε σύγκριση με τον καιρό της πρώτης δημιουργίας σας;
«Κάθε εποχή - το είπαμε - έχει τα δικά της χαρακτηριστικά. Πριν από 30 χρόνια οι ατομικές αναζητήσεις συμπλέκονταν δυναμικά με τα συλλογικά οράματα. Και μέσα από αυτή τη συμπλοκή το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα είχε αναπόφευκτα μιαν άλλη δραστικότητα».
- Ποιο ήταν ιστορικά το γεγονός που σας στιγμάτισε περισσότερο;
«Η επταετής δικτατορία των συνταγματαρχών. Επειδή όμως το "στιγματίζω" έχει και αρνητική χροιά, θα ήθελα να διευκρινίσω ότι τα χρόνια της χούντας, που συμπίπτουν με τον ερχομό μου στην Αθήνα και με τις σπουδές μου, ήταν η πιο γόνιμη από κάθε άποψη περίοδος της ζωής μου».
- Ποιο προσωπικό τραύμα μετουσιώσατε στη λογοτεχνία και η πράξη αυτή σάς θεράπευσε; Διότι, επί παραδείγματι, έχετε περιγράψει αδιέξοδους έρωτες στην «Πλωτή πόλη».
«Τα τραύματα στη ζωή μας δεν απαριθμούνται, δεν ταξινομούνται, δεν αξιολογούνται. Εφόσον αυτά ακριβώς είναι η ίδια μας η ζωή, η ουσία της. Θυμάμαι έναν στίχο του Ρίτσου: Ζωή - ένα τραύμα στην ανυπαρξία. Οσο για το γράψιμο, παρηγορεί ίσως αλλά δεν θεραπεύει. Διότι αν θεράπευε... δεν θα υπήρχε λόγος να ξαναγράψουμε».
- Γιατί ως τρόπο αφήγησης επιλέξατε τον ρεαλισμό;
«Θα έλεγα ότι ο ρεαλισμός είναι αυτός που σε γενικές γραμμές, παρά τους όποιους πειραματισμούς μου, με έχει επιλέξει».
- Η κριτική έχει ρόλο σήμερα;
«Πολύ σημαντικό. Εστω και αν όλοι αναζητούμε τη "δικαίωσή" μας στις λίστες των ευπώλητων, η κριτική είναι αυτή που θα μας τοποθετήσει στην εποχή μας μεσολαβώντας επί της ουσίας στην επικοινωνία μας με τον αναγνώστη και είναι αυτή επίσης που σε γενικές γραμμές θα μας επισημάνει τα υπέρ και τα κατά ενός βιβλίου μας».
- Εχετε τιμηθεί με πολλά αξιόλογα βραβεία. Αυτά μπορούν να αποτελέσουν «μπούσουλα» για έναν υποψήφιο αναγνώστη; Αρκετοί νέοι συγγραφείς τα εκλαμβάνουν ως ύψιστη καταξίωση.
«Τα βραβεία είναι καλά όταν έρχονται στην ώρα τους. Δεν ξέρω όμως αν θα μπορούσαν να αποτελέσουν "μπούσουλα" για τον αναγνώστη. Επειδή, όχι σπανίως, είναι βραβεία ισορροπιών ή συγκυριών».
- Σε ποια χίμαιρα έχετε πιστέψει προσωπικά, κοινωνικά, πολιτικά;
«Δεν αφέθηκα ποτέ σε χίμαιρες. Από μικρή ήξερα ότι δικαιούμαι να προσβλέπω στους άλλους κωπηλάτες μόνο εφόσον και εγώ κωπηλατώ».
Διαβάστε όλη τη συνένυευξη ΕΔΩ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου