Πέμπτη 10 Δεκεμβρίου 2009

Με μια λέξη. ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΗ... η Σώτη Τριανταφύλλου στην παρουσίαση του βιβλίου της Ο ΧΡΟΝΟΣ ΠΑΛΙ


Με μια λέξη. «ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΗ». Ήταν το σχόλιο που ήρθε στον υπολογιστή μας λίγες ώρες μετά την εκδήλωση με τη Σώτη Τριανταφύλλου τη Δευτέρα 7 /12/09 στο βιβλιοπωλείο. Για το νέο της βιβλίο ο λόγος το οποίο η ίδια προσδιόρισε ως αυτοβιογραφία ενός συγγραφέα ή καλύτερα ως αυτοβιογραφία ενός πολίτη. Ένα βιβλίο που δεν περιέχει λεπτομέρειες της προσωπικής ζωής με αναφορές που θα ικανοποιούσε τους κουτσομπόληδες άρα αντενδείκνυται για τέτοια κατηγορία αναγνωστών.
Μια αυτοβιογραφία μέσα από την οποία σκιαγραφείται η ελληνική πολιτική πραγματικότητα. Μίλησε για την Αριστερά του 58 με το 25% που έφερε την ελπίδα για πραγματικές αλλαγές στην ελληνική κοινωνία και για την άνθιση των γραμμάτων και των τεχνών στους κόλπους της. Μια Δημοκρατική Αριστερά χωρίς σφυροδρέπανα.
Για τη Δημοκρατική Αριστερά που σήμερα δεν έχουμε και για τη βία της μονολιθικότητας.
Για την υπαρξιακή φιλοσοφία, τον Πλάτωνα και το Νίτσε που την έχουν σημαδέψει και για τη θαυματουργή σύνδεση της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας με τους φιλοσόφους του 19ου αιώνα.
Για τα πρώτα της βήματα στο χώρο της λογοτεχνίας και για την κοσμοπολίτικη ζωή της αφού μοιράζει το μισό χρόνο στην Ελλάδα και τον άλλο μισό στον υπόλοιπο κόσμο.


Ο Γιώργος Χ. Θεοχάρης προλόγισε τη Σώτη και το νέο της βιβλίο με το κείμενο που ακολουθεί.



Σώτη Τριανταφύλλου: Ο χρόνος πάλι
«Η κουζίνα του συγγραφέα», ως σειρά στις εκδόσεις Πατάκη, εμπνεύστηκε από τον συγγραφέα Μισέλ Φάις και ξεκίνησε με το βιβλίο «Μαύρα λουστρίνια» της Μάρως Δούκα. Όταν διάβασα εκείνο το πρώτο τομίδιο της σειράς αισθάνθηκα την ανάγκη και έγραψα στη συγγραφέα την εξαιρετική εντύπωσή μου, πράγμα που δεν είχα κάνει με τα μυθιστορήματά της, όσο κι’ αν κι’ εκείνα με είχαν συνεπάρει.
Αυτό που με ώθησε να επικοινωνήσω με την Δούκα ήταν το «μυστικό» συστατικό της σειράς: η προσωπική εξομολόγηση από μια τεχνίτρα της γραφής, ή με άλλη διατύπωση: το ξεχωριστό μπαχαρικό στην κατσαρόλα μιας καλής μαγείρισσας.
Το βιβλίο της Σώτης Τριανταφύλλου για το οποίο βρισκόμαστε εδώ απόψε δεν είναι ένα ακόμη μυθιστόρημα ούτε μία συλλογή διηγημάτων ή μία καινούρια νουβέλα. Έχει ωστόσο όλες τις συγγραφικές αρετές της Σώτης και επιπλέον το πλεονέκτημα των αυτοβιογραφικών στοιχείων.
Ως αρετές της γραφής της εννοώ π.χ. την περίπου εναρκτήρια φράση του βιβλίου: Γεννήθηκα όταν ο πατέρας μου αγαπούσε τη μητέρα μου.
Μία φράση που, έτσι διατυπωμένη, δημιουργεί μύριες προσδοκίες για την αναγνωστική συνέχεια: Πότε έπαψε να την αγαπά; Γιατί έπαψε να την αγαπά; Δεν την αγαπά, αλλά ζουν ακόμη κάτω από την ίδια στέγη; Εκείνη συνεχίζει να τον αγαπά; Το μικρό παιδί αντιλαμβάνεται αυτή τη συναισθηματική ρήξη ανάμεσα στους γονείς του; Αν την αντιλαμβάνεται ποια επίδραση θα έχει στον ψυχισμό του αυτή η κατάσταση; Μεγαλώνοντας ποιού το μέρος παίρνει; Ποιον δικαιώνει;…να μη συνεχίσω γιατί μπορεί να παραθέτω ερωτήματα για ώρα.
Από μια φράση λοιπόν! Από ένα ελάχιστο υλικό στο μαγείρεμα, από έναν ελάχιστο τρόπο στην παρουσίαση και στο σερβίρισμα, από ελάχιστα ξεχωρίζει η καλή μαγείρισσα, από ελάχιστα αλλά ουσιαστικά, έτσι και η καλή συγγραφέας.
Αλλά τι είναι αυτό το βιβλίο;
Είναι μια επινοημένη βιογραφία, θα μας πει η συγγραφέας. Μια επινοημένη αυτοβιογραφία ακριβέστερα. Κορμός δηλαδή της αφήγησης είναι πλευρές και όψεις και πτυχές και περίοδοι από την καθημερινότητα και από τη συγγραφική ζωή της Σώτης Τριανταφύλλου παρουσιασμένες με τον τρόπο που για κάθε μία από αυτές επιλέγει η ίδια. Για να μιλήσουμε με κινηματογραφικούς όρους: δεν πρόκειται για ένα ντοκυμανταίρ σχετικά με στιγμές της ζωής της συγγραφέως, παρά για ένα φιλμ σκηνοθετημένο με τον ρεαλισμό του ντοκυμανταίρ. Με λίγα λόγια είναι στοιχεία της αληθινής ζωής της φωτισμένα από τις γωνίες που η ίδια θέλει να τα φωτίσει.
Αλλά το βιβλίο δεν είναι μόνον αυτό.
Είναι και το ξεδίπλωμα της σκέψης της. Η κοινολόγηση των προτιμήσεών της σε ζητήματα Τέχνης. Οι απόψεις της για την πολιτική. Κι’ ακόμη οι τρόποι της γραφής της.
Το βιβλίο είναι ένας ύμνος στην παιδική ηλικία και στην εφηβεία. Ιχνογράφηση μιας εποχής αθωότητας.
Η συγγραφέας ιστορεί την εμπειρία της από τις δεκαετίες του 1960, 1970, 1980 τόσο στην Ελλάδα, όσο και στον κόσμο. Μιλά για τη γνώση της σχετικά με την πολιτική ακολουθία στην Ελλάδα από το 1958 (η Ε.Δ.Α. αξιωματική αντιπολίτευση) ως τις μέρες μας και για την ελληνική αριστερά. Μιλά για τις σπουδές της και για δασκάλους που αγάπησε. Για σπίτια και ξενοδοχεία στα οποία κατοίκησε. Εξομολογείται έρωτές της –την ευτυχία, τις διαψεύσεις και τον πόνο που γεννούν και συνεπάγονται οι έρωτες. Προσεγγίζει συγγραφείς και κείμενα.
Ακόμη το βιβλίο μπορεί να λειτουργήσει ως εγχειρίδιο: λογοτεχνικών αναγνώσεων, μουσικών ακροάσεων, κινηματογραφικών επιλογών, αλλά και ως ταξιδιωτικός οδηγός της ελληνικής ενδοχώρας μα κυρίως των ευρωπαϊκών και αμερικανικών πόλεων.
Κι ακόμη στο βιβλίο η Σώτη παραθέτει μέρη από βιβλία της, ως δείγματα ασκήσεων ύφους, δίνει παρένθετα κλειδιά ανάγνωσης κάποιων βιβλίων της καθώς και στοιχεία των μεθόδων και των εργαλείων της γραφής της. Ακόμη μας χαρίζει σε πρώτη δημοσίευση το διήγημα «Μικόλ», το οποίο χαρακτηρίζει «μισοαυτοβιογραφικό» και αξίζει να το προσέξουμε.

Τέλος είναι ένα βιβλίο με τολμηρό λόγο. Η συγγραφέας εκτίθεται χωρίς φόβο. Στηλιτεύει αλλά και αυτοσαρκάζεται. Ένα βιβλίο από μια γυναίκα σε διαρκή δημιουργική ανησυχία. Άλλωστε στη σ. 239 σημειώνει πως η χειρότερη συμβουλή είναι … «κάτσε στ’ αβγά σου»…
Να πω ακόμη και τούτο: κοιτάζοντας τη φωτογραφία του εξωφύλλου προσπάθησα να προσεγγίσω τη σημειολογία της. Βλέπω ένα πανέμορφο κοριτσάκι που, έχοντας ίσως τόσο νωρίς συναισθανθεί τη φυσιολογία του φύλλου του, δεν παίζει με τις κούκλες αλλά με κούκλους.
Υποθέτω πως στο κείμενο της επινοημένης αυτοβιογραφίας της θα υπάρχει πεδίο αναφοράς στις σχέσεις της με το άλλο φύλλο μεγαλώνοντας. Πράγματι υπάρχει! Ώσπου σε μιαν ημερολογιακή παράθεση της ζωής της διαβάζω: «1964 (είναι τότε 7 ετών) διαμέλισα και ξεκοίλιασα μια κούκλα –αγοράκι». Αρκετές σελίδες αργότερα, στο πρωτοδημοσιευόμενο εδώ διήγημα «Μικόλ», η ηρωίδα με το όνομα Μίνια θα πει στον ανάξιο σύντροφό της που φοβάται ότι απειλείται από την οργή της: «δεν σκοτώνω όποιον σιχαίνομαι. Απλώς σιχαίνομαι όποιον σιχαίνομαι».
Όταν στο τέλος του περασμένου Ιουλίου διάβασα τα χειρόγραφα αυτού του βιβλίου, της τηλεφώνησα λέγοντάς της ότι η ανάγνωση μ’ έκανε να την αγαπήσω πολλαπλασιαστικά, γιατί, γνωρίζοντας ως ένα βαθμό τη ζωή της, είδα το μέγεθος της τόλμης της να δημοσιοποιεί την αλήθεια της. Αυτή της η στάση, εκτός άλλων, δείχνει και πόσο σέβεται και εμπιστεύεται τους αναγνώστες της. Δείχνει την ουσία των ποιοτήτων του χαρακτήρα της.
Γιώργος Χ. Θεοχάρης

1 σχόλιο:

Manos Mayromatis είπε...
Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από τον συντάκτη.