Τρίτη 23 Ιουλίου 2019

Επειδή τα βιβλία είναι σαν τις γυναίκες που επιθυμούμε. Ή τις κατακτάμε μόνοι μας διαλέγοντάς τες από έναν ουρανό ανάλογων άστρων ή οποιοσδήποτε άλλος τρόπος είναι κίβδηλος.

Του Μάνου Στεφανίδη επ. καθ. του Παν/μίου Αθηνών

Ο Μάρλοου κι εγώ δεν περιφρονούμε τις τάξεις των πλουσίων για τα λεφτά και τα λουτρά τους, τις περιφρονούμε γιατί είναι κάλπικες

Ραίημοντ Τσάντλερ*

Μπήκα φουριόζος σ' ένα βιβλιοπωλείο του κέντρου. Ένα παλιό παραδοσιακό βιβλιοπωλείο απ' αυτά που τείνουν να εκλείψουν. Ένα βιβλιοπωλείο που δεν σερβίρει καφέ ή λουκάνικα, που δεν πουλάει dvd, cd ή gadgets, που δεν είναι συγκεκαλυμμένο super market, που δεν κάνει προσφορές, δεν παρουσιάζει best sellers ή χρυσούς δίσκους, δεν διαφημίζεται από τα free press της πόλης ή από τα περιοδικά που ενώ υποτίθεται ότι αναφέρονται στα βιβλία, κατ' ουσίαν ασχολούνται σχεδόν αποκλειστικά με την αγορά τους και τους εμπόρους της. Υπόθεση μπεστ σέλερ που θα 'λεγε κι ο πάντα επίκαιρος - απών Χρήστος Βακαλόπουλος. Ένα βιβλιοπωλείο που, ακόμη, μιλάει και γράφει ελληνικά, που έχει υπαλλήλους περισσότερο διαβασμένους από τους τρέχοντες καθηγητές πανεπιστημίου - ιδίως αυτούς που είναι παράλληλα και υπουργοί - και που μυρίζει τόσο έντονα χαρτί, ώστε σχεδόν να σε μεθάει.
Μπήκα, λοιπόν, φουριόζος σαν για να κερδίσω τον άδικα σπαταλημένο καιρό και παρήγγειλα μονορούφι όλα εκείνα τα βιβλία που νόμιζα ότι είχα διαβάσει αλλά στην πραγματικότητα τ' αγνοούσα κι άλλα που τα γνώριζα, από μικρός όμως τα θυμόμουν σαν όνειρο και τα οποία εν πάση περιπτώσει είχα να ξεφυλλίσω από δεκαετίες. Από σνομπισμό, αφέλεια, ψευτολογιοσύνη, ψευτοπαρανόηση;
Ποιος ξέρει!.. Αναφέρομαι στο "Κόκκινο και το Μαύρο", την "Καρδιά του Σκότους", τους "Αδελφούς Καραμαζώφ", τον "Μόμπι Ντικ", την "Ανθρώπινη Κωμωδία", τη "Μαντάμ Μποβαρύ", τους "Δαιμονισμένους", την "Αισθηματική Αγωγή", τον "Πόλεμο και Ειρήνη", τη "Δίκη", τον "Ηλίθιο", τον "Πύργο", τον "Μεγάλο Γκάτζμπι", το "Καθώς ψυχορραγώ", τον "Μεγάλο Μωλν", τον "Μαιτρ και τη Μαργαρίτα", την "Ανάσταση", το "Ανατολικά της Εδέμ", το "Μαγικό Βουνό", την "Πείνα", τους "Δουβλινέζους" (ιδιαίτερα το τελευταίο διήγημα που ο Αριστηνός) το παραβάλλει με τον "Έρωτα στα Χιόνια"), τον "Άνθρωπο χωρίς ιδιότητες", τη "Βοή και το πλήθος"...
Τ' αγκάλιασα όλα, τα φόρτωσα σε σακούλες, τα σεργιάνισα μέσα στους δρόμους που δήλωναν εορταστικοί αλλά δεν ήσαν, και σε ανθρώπους που θα ήθελαν να είναι αλλά δεν μπορούσαν. Στα καταστήματα οι τηλεοράσεις εξηγούσαν πόσο επιτυχημένες είναι οι κινήσεις του Γιωργάκη, τον οποίο έφερε στην εξουσία ο εξίσου επιτυχημένος Κωστάκης και οι ψήφοι αγελαίων οπαδών που πάντως δεν έχουν προχωρήσει ποτέ σε αυτοκριτική. Εξ ου και η σοβούσα κρίση. Η οποία, δυστυχώς, δεν είναι ούτε πρόσφατη, ούτε μόνο οικονομική. Και για την οποία ίσως να φταίει το ότι όλοι μας λίγο - πολύ έχουμε απομακρυνθεί από τις πηγές: τα κείμενα - πυλώνες του κοινού μας πολιτισμού. Ήμουν λοιπόν ο μόνος ευτυχισμένος εκείνου του κεντρικού δρόμου, του πλημμυρισμένου από βιτρίνες, μπαράκια και ανορεξικούς τύπους που κοιτούσαν αν τους κοιτάνε, επειδή κουβαλούσα υπερήφανα εκείνα τα βιβλία που ένωναν σαν βασιλική οδός (camino real) την ανώριμη νεότητά μου με την ανόρεχτη ωριμότητά μου. Ένα είδος μεταμέλειας πριν ένα συμβολικό Πάσχα.
Θα τα διάβαζα λοιπόν όλα ξανά, αμέσως αλλά και αλλιώς, βουτηγμένος σε νέες απολαύσεις και περιτριγυρισμένος από παλιές ηδονές, τέτοιες που ευτυχώς δεν μπορεί να νιώσει ο πρόεδρος του ΣΕΒ ή ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος. Κι αυτό είναι η μικρή μου εκδίκηση θα έλεγα, η μικρή μας εκδίκηση.
Σε τελική ανάλυση όσα νέα βιβλία κυκλοφορούν κατά χιλιάδες σήμερα, είναι, εν πολλοίς, σχόλια ή αναφορές ή αντιγραφές αυτών των κειμένων που έσφιγγα με ερωτικό πάθος κι ανάλογες τύψεις πάνω στο στήθος μου ανάμεσα Ιπποκράτους και Σόλωνος.
Πλήρωσα, που λέτε, στο ταμείο πανευτυχής και αρνήθηκα την οποιαδήποτε έκπτωση - προσφορά του ευγενικού υπαλλήλου. Όχι πια άλλα βιβλία - προσφορά ήταν ο συμβολισμός της άρνησής μου. Ήταν κάτι που το χρωστούσα στον εαυτό μου εδώ και πολλά χρόνια. Χρήματα για βιβλία, το καλύτερο αντίδοτο στην κρίση, η σοβαρότερη, αντικαταναλωτική χειρονομία. Κι επιτέλους η χαρά της ανάγνωσης χωρίς υποχρεώσεις, οπισθοβουλίες ή αντίδωρα προς τη συντεχνία. Ιδιαίτερα μάλιστα τώρα που την όποια κριτική ή δημιουργικό διάλογο, την όποια αντίρρηση έχει υποκαταστήσει η στρατηγική της αλλαξοκωλιάς.
Η έγγραφη συμπαιγνία των διανοουμένων. Το "σου γράφω, για να μου γράφεις". Δηλαδή το τίποτε της γραφής ως επικοινωνία των μετρίων. Βιβλία, τέλος, που δεν μου προμήθευσαν στανικά με την εφημερίδα της Κυριακής ο Τεγόπουλος ή ο Μπόμπολας σε πρόστυχο χαρτί και προστυχότερη συγκατάβαση. Είναι πάντως ντροπή για το συλλογικό μας φιλότιμο να συστήνει -ως προσφορά!- τον Γρηγόρη Μπιθικώτση στο πανελλήνιο ο κ. Χαντζηνικολάου και η εφημερίδα του. Επειδή τα βιβλία είναι σαν τις γυναίκες που επιθυμούμε. Ή τις κατακτάμε μόνοι μας διαλέγοντάς τες από έναν ουρανό ανάλογων άστρων ή οποιοσδήποτε άλλος τρόπος είναι κίβδηλος. (Ο Ραίημοντ Τσάντλερ θα έλεγε "κάλπικος")... 

 * Από το βιβλίο "Αντίο Γλυκιά μου" εκδ. Άγρα 1986, μτφρ. Ανδρέας Αποστολίδης, σελ. 336.
Είχα ξεκινήσει να γράφω κείμενο αντίστοιχου περιεχομένου όταν ψάχνοντας κάποιες πληροφορίες βρήκα το παραπάνω σχόλιο σε φύλλο της Αυγής λίγο μετά το Πάσχα. Με εκφράζει απόλυτα και το αναδημοσιεύω ευχαριστώντας την τύχη μου και το Μάνο Στεφανίδη.
Στην ΑΥΓΗ είχε τίτλο 
Πασχαλινό σκάνδαλο! Ολίγα για τη στρατηγική της αλλαξοκωλιάς.
Ν.Λ.
Υ.Γ.  Πρώτη ανάρτηση μετά το Πάσχα 2010
Δεύτερη ανάρτηση μετά το Πάσχα 2012
Τρίτη ανάρτηση Καλοκαίρι 2015
 Τέταρτη ανάρτηση καλοκαίρι 2017
(γιατί το κείμενο είναι διαχρονικό)
-->

Δεν υπάρχουν σχόλια: