Η Χριστουγεννιάτικη εκδήλωση του βιβλιοπωλείου ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΚΦΡΑΣΗ με θεματική τα ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΤΟΥ ΦΤΩΧΟΥΛΗ πιο φιλόδοξη από κάθε άλλη φορά αντιπαρατέθηκε με επιτυχία στο κλίμα της μιζέριας και της απογοήτευσης των ημερών.
Βραδιά μυσταγωγίας αυτή του Σαββάτου 17/12/11 που χρωματίστηκε από τις ολοζώντανες περιγραφές των κειμένων που είχαν επιλέξει και άψογα διάβασαν όλοι οι φίλοι που συμμετείχαν, ενώ η λυρική και εκφραστική φωνή της Dilek Koc και των μουσικών που τη συνόδευσαν απογείωσε την εκδήλωση.
Η Dilek Koc τραγουδά με τησυνοδεία του Γ. Πούλου (λαούτο) και Μ. Πανουργιά (κιθάρα) |
Διαβάστηκαν κείμενα των Γουσταύου Ριβέ,(Γ. Θεοχάρης) Δημ.Βουτυρά, (Βάσω Βασιλού – Παπαγεωργίου) Αλ. Παπαδιαμάντη, (σεβ μητροπ.Αθηναγόρας) Οδ. Ελύτη, (Γιάννης Καλπούζος) Κώστα Βάρναλη, (Νώντας Παπαγεωργίου)ποίημα του Κων/νου Κρυστάλη,(Γ. Θεοχάρης) ένα διήγημα που γράφτηκε ειδικά για την εκδήλωσή μας από το συγγραφέα Κώστα Ακρίβο και ένα ακόμα που ακούστηκε για πρώτη φορά από τη συγγραφέα Μαρία Σκιαδαρέση.
Ο μητροπολίτης Ιλίου Αθηναγόρας διαβάζει "Έρωτας στα χιόνια" του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη.
Η Βάσω Βασιλού Παπαγεωργίου (εκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ) διαβάζει το "Χριστουγεννιάτικο δώρο" του Δημοσθένη Βουτυρά.
Ο Γ. Χ. Θεοχάρης διαβάζει το διήγημα του Γουσταύου Ρενέ "Χριστούγεννα" και το ποίημα του Κώστα Κρυστάλη "Χριστούγεννα της Στρουγγοκαλύβας".
Ο Νώντας Παπαγεωργίου (εκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ) διαβάζει το διήγημα του Κώστα Βάρναλη "Τα Χριστούγεννα του Παπαδιαμάντη".
Το διήγημά της "Οι μαύροι" διαβάζει η Μαρία Σκιαδαρέση.
Ο Κώστας Ακρίβος διαβάζει το διήγημά του "Ελίτσα στο μάγουλο"
Tα τραγούδια της Dilek Koc έδωσαν το δικό τους ξεχωριστό χρώμα στην εκδήλωση του βιβλιοπωλείου ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΚΦΡΑΣΗ στις 17/12/2011με θέμα ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΤΟΥ ΦΤΩΧΟΥΛΗ.
Τη συνόδευσαν οι μουσικοί:
Γιώργος Πούλος - λαούτο και Μαρία Πανουργιά - κιθάρα
Τη συνόδευσαν οι μουσικοί:
Γιώργος Πούλος - λαούτο και Μαρία Πανουργιά - κιθάρα
Τα διηγήματα του Κώστα Ακρίβου και της Μαρίας Σκιαδαρέση που πρωτοακούστηκαν στην εκδήλωσή μας σας παρουσιάζουμε και με κείμενο.
"Ελίτσα στο μάγουλο".Το διήγημα του Κώστα Ακρίβου γραμμένο για την Χριστουγεννιάτικη εκδήλωσή μας.
ελίτσα στο μάγουλο
Το χειμώνα του 1929, το βράδυ που την επομένη θα ξημέρωναν Χριστούγεννα, ο Στέφανος Μπρόζος γύρισε νωρίτερα απ΄ τις άλλες μέρες σπίτι του, στο χωριό Ζάρκος, δυο ώρες με τα πόδια από τα Τρίκαλα. Μουσκεμένος από την πάχνη, μισογερασμένος απ' τα αγροτικά βάσανα, με το κεφάλι σκυφτό, πήγε και κάθισε δίπλα στο τζάκι και σκάλιζε αμίλητος τη φωτιά. Το ίδιο αμίλητη πηγαινοερχόταν στο δωμάτιο και η γυναίκα του ΄ να φροντίσει να αλλάξει ο άντρας της καποτέλι, να ετοιμάσει φαγητό για τα εννιά παιδιά που, όλο φωνές, τσιριχτά, σκουντήματα και πειράγματα, έσπαγαν τη μουγγαμάρα των γονιών όπως η σβάρνα το σβολιασμένο χώμα. Έστρωσε η γυναίκα τον σοφρά και κάθισε το ανθρωπομάνι ένα γύρο, έτοιμο να απλώσει χέρι και να κόψει κομμάτι, μικρό ή μικρότερο, από την αλευρόπιτα. Αυτό για την αρχή. Γιατί μετά θα ερχόταν το γιορτινό φαΐ : σιγόβραζε στο τσουκάλι η κότα, που η μάνα είχε σφάξει και την άφησε μια νύχτα και μια ολόκληρη μέρα κρεμασμένη στην αποθήκη να στραγγίξει από τα αίματα, για να γίνει το κρέας της σκληρό στο μάσημα για τα αχόρταστα στόματα. Ο πατέρας στο μεταξύ συνέχεια σιωπηλός΄ χέρι δεν άπλωσε στην πίτα, κουβέντα δεν βγήκε από το στόμα του. Μονάχα κάποια στιγμή σήκωσε για λίγο το κεφάλι και είπε: “Σαν πολλοί δε μαζευτήκαμε εδώ μέσα, γυναίκα;... Ρίξε, λέω, στο τσουκάλι φαρμάκι να φύγουμε οι μισοί”. Αστείο του κολίγα΄ που νόμιζε τον εαυτό του ακαμάτη και ανεπρόκοπο – σήμερα έχουν φαγητό, αύριο όμως;
Έστρωσαν τα χράμια, τις φλοκάτες, έπεσε το τσούρμο να κοιμηθεί κατάχαμα, μπροστά από το τζάκι μπας και ζεσταθούν τα αδύνατα κορμιά.
Όλα τα παιδιά σφάλισαν τα μάτια και αποκοιμήθηκαν, ενός όμως τα μάτια δεν έλεγαν να κλείσουν. “Πώς μπορούν και κοιμούνται! Μα δεν φοβούνται;” σκεφτόταν συνέχεια ο εντεκάχρονος Νικολός, το μεγαλύτερο από τα τρία αγόρια – όλα τα υπόλοιπα κορίτσια, το ένα στα δεκαεφτά – κοπέλα πια της παντρειάς. Δέκα, έντεκα η ώρα, κόντευαν πια μεσάνυχτα αλλά ο Νικολός συνέχιζε να μένει ξάγρυπνος. Ξάγρυπνος και φοβισμένος. “Κι αν είμαι εγώ ένας απ' τους μισούς που θα ξεπαστρέψει το φαρμάκι;”. Τα ΄χε πάρει βαριά, τοις μετρητοίς τα λόγια του πατέρα.
Όταν βγήκε στη δημοσιά, μ΄ ένα δισάκι στον ώμο, ο πρώτος πετεινός δεν είχε ακόμα λαλήσει. Στον ξάστερο ουρανό ο αυγερινός, γύρω του η ερημιά και η παγωνιά. Περπάτησε, περπάτησε κι ούτε ήξερε πού πηγαίνει. Σάστισε μόνο σαν άκουσε πίσω του ύστερα από ώρα να πλησιάζει ένα κάρο . “Επ! Τι γίνεται εδώ; Για πού το ΄βαλες, καλόπαιδο, μες στα άγρια σκοτάδια;” Ο Θανάσης Αμπατζής, κουρέας απ΄ τους πρώτους στη Λάρισα, είχε πάει την προηγούμενη να επισκεφτεί τους γονείς του στη Φαρκαδόνα και τώρα γύριζε πίσω στην πόλη να κάνει Χριστούγεννα με τη γυναίκα και τα παιδιά του. Σήκωσε τους ώμους ο Νικολός΄ μήπως ήξερε κι αυτός; Δεν αρνήθηκε, όμως, να πηδήξει στην καρότσα και να ακολουθήσει τον μπαρμπέρη.
Ο Θανάσης Αμπατζής πήρε το παιδί βοηθό του στο κουρείο. Σκούπιζε από το πάτωμα τις τρίχες, έριχνε ταλκ στο σβέρκο, κολόνια να δροσίζουν οι πελάτες το ξυρισμένο τους μούτρο. Κοιμόταν σ΄ ένα αποθηκάκι στο σπίτι του αφεντικού, έτρωγε από το περίσσευμά τους, παράπονο δεν είχε. Μόνο που δεν του άρεσε αυτή η δουλειά΄ ένιωθε τα χέρια του ικανά για καλύτερα πράγματα. Γύρω στην άνοιξη σε κάποια βόλτα στον κήπο του Αλκαζάρ έκανε γνωριμία μ΄ ένα παιδί της ηλικίας του, ξενόφερτο κι αυτό, από τα Σέρβια της Κοζάνης. Αυτός ήταν που του ΄κανε την πρόταση που έμελλε να αλλάξει τη ζωή του: “Γιατί δεν έρχεσαι να δουλέψεις σ΄ εμάς;” Έτσι έγινε και ο Νικολός πήγε δεύτερο μπακαλοπαίδι στο ΕΔΩΔΙΜΑ-ΑΠΟΙΚΙΑΚΑ των αδελφών Σαμσαρέλου, στην κεντρική πλατεία της Λάρισας. Όμως πρώτα έπρεπε να περάσει τη δοκιμασία. Το ένα από τα τρία αδέρφια-μαγαζάτορες τον πήρε ένα πρωινό Κυριακής και τον πήγε στο κλειστό κατάστημα. Άνοιξε τα σακιά, πήρε από το ένα τρεις χουφτιές ρύζι, από το άλλο άλλες τόσες φακές, το ίδιο απ΄ τα φασόλια και τα ρεβίθια, τα αμόλησε όλα μαζί χύμα στο δάπεδο. “Μέχρι το μεσημέρι να ΄ναι ξεχωρισμένα στο είδος τους!”. Κρυφά ανάμεσα στο μπερδεμένο εμπόρευμα έβαλε και μια πεντάρα. Λίγο προτού το μεσημέρι ο Νικολός είχε φτιάξει τέσσερις μικρούς σωρούς με τα σπυριά από τα όσπρια και το ρύζι. Κούνησε με νόημα το κεφάλι ο μαγαζάτορας σαν είδε το αποτέλεσμα. “Άλλο τίποτα;” ρώτησε και μέσα του κρυφογελούσε με την παγίδα που είχε στήσει στον μικρό. Σήκωσε τους ώμους ο μικρός΄ τίποτα! Τον άρπαξε από το αυτί και τον πήγε πίσω στον κουρέα. “Τέτοιους κλεφτάκους εγώ δεν τους χρειάζομαι στο μαγαζί!”. Πρωί πρωί της Δευτέρας κίνησε φουριόζος ο κουρέας για το μεγαλομπακάλικο. Το και το εξήγησε στα τρία αφεντικά. Το παιδί είναι καλό, τίμιο, την πεντάρα δεν την κράτησε για λογαριασμό του, την έχει βάλει δίπλα στη μηχανή του ταμείου. Όταν τον ρώτησαν γιατί το έκανε αυτό και δεν έδωσε το νόμισμα στον μαγαζάτορα, “μα το μαγαζί το ΄χουν τρεις, δεν το ΄χει ένας!” βρήκε το κουράγιο και απάντησε ο Νικολός. Καλό παιδί, ξύπνιο παιδί, πήρε με το σπαθί του τη δουλειά, γρήγορα έγινε το δεξί χέρι του μεγαλύτερου από τα αδέρφια. Τον πήρε σπίτι του ο κυρ Ανέστης Σαμσαρέλος να κοιμάται, αλλά και να κάνει παρέα τα δικά του παιδιά μπας και παραδειγματιστούν απ΄ αυτόν, τον έστειλε σχολείο, λίγο μετά που μεγάλωσε άρχισε να τον στέλνει στις γειτονιές να μαζεύει τα βερεσέδια, αλλά και στις κοντινές πόλεις για να προμηθεύεται καινούρια εμπορεύματα. Έκοβε το μάτι του, έπιαναν τα χέρια του, ήταν καταφερτζής στα λόγια ο Νικολός, αετός στα παζάρια.
Πέρασαν τα χρόνια, μεγάλωσε κι άλλο το κατάστημα, προμήθευε πια την πόλη από μπαχαρικά μέχρι κοσμήματα, ήρθε και έγινε ο Νικολός αφεντικό μετά τα αφεντικά στο μαγαζί. Λίγο πριν από τον πόλεμο, το φθινόπωρο του 1938 βρέθηκε για δουλειές στην Πολωνία. Καινούριες χώρες, καινούρια εμπορεύματα: κεχριμπάρια και κασσίτερος. Στο τρίτο ταξίδι στην Κρακοβία γνωρίστηκε με την κόρη του ιδιοκτήτη στο ξενοδοχείο όπου έμενε. Ξανθωπή, με το δέρμα της να αχνοφέγγει και μια μικρή ελιά στο αριστερό μάγουλο – γούρι, δείγμα καλοτυχίας - πλάσμα αερικό η εικοσάχρονη Νεμπόσκα σκλάβωσε την καρδιά του θεσσαλού Νικολού. Αγαπηθήκανε στα κρυφά, πήγε στο επόμενο ταξίδι και τη ζήτησε από τον πατέρα της σε γάμο. Ξαφνιάστηκε αυτός μα δέχτηκε. Ο γάμος έγινε διπλός΄ πρώτα καθολικός στη δική τους εκκλησία, ύστερα με κλαρίνα και μπράτιμους στον Ζάρκο. Τώρα ήταν η στιγμή να αλλάξει και η ζωή του Νικολού. Είχε κάνει καλό κομπόδεμα, μίλησε στα αφεντικά του, εξήγησε τι είχε κατά νου, ζήτησε την άδεια να αποχωρήσει από τη δουλειά. Του ΄δωσαν αυτοί την ευχή, τις ευχαριστίες και από ένα γερό μπαξίσι ο καθένας για το καλό που είχε κάνει στην επιχείρησή τους. Καινούριος άνεμος φυσάει τώρα στα πανιά του νιόπαντρου Νικολού. Φεύγει από τη Λάρισα και κατεβαίνει στον Βόλο, χτίζει δίπατο πέτρινο σπίτι στην Ανακασιά να βλέπει με τις ώρες και να μη χορταίνει τη θάλασσα. Ξεκίνησε και το καινούριο επάγγελμα που είχε μάθει εδώ και κάμποσα χρόνια: να ράβει κοστούμια.
Τα χρόνια της δεκαετίας του ΄40 τα πέρασε λίγο πολύ όπως και οι υπόλοιποι συμπατριώτες του: πρώτα φαντάρος στην Αλβανία, στη συνέχεια μπόρεσαν με τη Νεμπόσκα να αντέξουν την πείνα, τα εμφύλια αίματα, τους εφιάλτες. Δέκα και βάλε χρόνια περίμεναν το παιδί που δεν έλεγε να ΄ρθεί και, όταν τον Αύγουστο του ΄50 γεννήθηκε η Φιλαρέτη – όνομα που ο Νικολός χρώσταγε στην πέμπτη αδερφή του, που την είχαν χάσει στο βουνό – μόνο που δεν τρελάθηκαν από τη χαρά τους. Το ίδιο καλά πήγαιναν και οι δουλειές του Νικολού΄ ανασταίνονταν η πόλη, πλήθαιναν οι βεγγέρες, ο κόσμος ζητούσε να αποξεχαστεί μ΄ ένα φανταχτερό ρούχο, ήταν και οι πλούσιοι Αιγυπτιώτες που δεν ήξεραν τι θα πει στέρηση και κάθε Χριστού, κάθε Λαμπρή ήθελαν καινούριο κοστούμι. Δούλευε το ζευγάρι από νύχτα σε νύχτα να προλάβει τις παραγγελίες. Ο Νικολός έπαιρνε τα μέτρα και έραβε τις τσόχες και τα κασμίρια, της Νεμπόσκας η δουλειά ήταν να ανοίγει επιδέξια κουμπότρυπες σε σακάκια και παντελόνια. Προχώρησαν κι άλλο τα χρόνια, αβγάτυνε το πουγκί τους, αγόρασαν εξοχικό στο Σουτραλί, μεγάλωσαν και οι καταθέσεις στην τράπεζα, καθώς είχαν όνειρα και όνειρα για τη μικρή Φιλαρέτη.
Το 1975 ο Βαγγέλης Χασιώτης φοιτούσε στην έκτη τάξη του 2ου γυμνασίου αρρένων Βόλου. Όνειρό του ήταν να γίνει αστροναύτης. Ο λόγος που έκλινε σ΄ ένα τέτοιο παράξενο επάγγελμα δεν ήταν άλλος από τη δεσποινίδα που τους δίδασκε το μάθημα της Κοσμογραφίας. Ψηλή, αέρινη, με λευκή επιδερμίδα και μια γοητευτική ελίτσα στο μάγουλο, εκεί γύρω στα 25, η καθηγήτρια είχε κάνει τους τελειόφοιτους να κλειδώνονται στα δωμάτιά τους με τη φαντασίωση μιας πιθανής συνεύρεσης μαζί της. Όλοι οι μαθητές ερωτευμένοι αλλά ο Βαγγέλης διπλά και τριπλά: “Τι κι αν με περνάει εφτά οχτώ χρόνια; Εγώ μια μέρα θα την κάνω γυναίκα μου!”. Μ΄ αυτό το όνειρο κοιμόταν, μ΄ αυτό ξυπνούσε. Κάπου κάπου θυμόταν τις εξετάσεις για το πανεπιστήμιο και άνοιγε καμιά Φυσική του Μάζη για να ΄ναι διαβασμένος στο φροντιστήριο.
Αρχές του Δεκέμβρη εκείνης της χρονιάς μπήκε στο μυαλό των αγοριών του Πρακτικού της Έκτης τάξης μια διπλή επιθυμία. Από τη μια, πήγαν και γράφτηκαν στη νεολαία Ρήγας Φεραίος, έβραζε το αίμα τους, ένιωθαν επαναστάτες, και από την άλλη – πόσο όμορφα αυτές οι ηλικίες ταιριάζουν τα αταίριαστα - ζήτησαν από τον γυμνασιάρχη την άδεια να κάνουν γιορτή στο αμφιθέατρο του σχολείου. Μοίρασαν ποιήματα, ετοίμασαν σκετς, στόλισαν το χώρο, φτιάξανε φάτνη, δέντρο χριστουγεννιάτικο, τους έλειπε όμως το άστρο της Βηθλεέμ. Ποιος κάτεχε καλύτερα τα της αστρικής και ποιος είχε γνώσεις επί του θέματος άλλος από την καθηγήτρια της Κοσμογραφίας; Ανέλαβε ο Βαγγέλης να της ζητήσει τη συνδρομή. Πήγε και τη βρήκε στο διάλειμμα, εξήγησε εκ μέρους όλων τι θέλει, τη φωνή του την κατάλαβε να τρέμει καθώς ένιωθε το αντικείμενο του πόθου του σε απόσταση αναπνοής. “Ευχαρίστως!” ήταν η απάντησή της, “Αλλά...”. Αλλά θα έπρεπε να πάει ένα απόγευμα σπίτι της, να ανοίξουν βιβλία κοσμογραφίας, να διαλέξουν ποιο άστρο θα ταίριαζε στη γιορτή τους, να της δώσει ένα χέρι βοήθειας να το σχεδιάσουν στο χαρτόνι. Θα ήθελε; είχε τον χρόνο;
Έφτασε στην Ανακασιά τρία τέταρτα νωρίτερα από την ώρα που είχαν κανονίσει. Πέρασε το κατώφλι του πέτρινου δίπατου σπιτιού και το φυλλοκάρδι του Βαγγέλη έτρεμε από την αγωνία και τις προσδοκίες. Η δεσποινίς Μπρόζου, αφού τον κέρασε φοινίκι και λεμονάδα ΕΨΑ, κατέβασε στη συνέχεια από τη βιβλιοθήκη και άνοιξε μπροστά του τα σχετικά βιβλία: άλμπουμ και λευκώματα με αστέρια και αστερισμούς. Δεν θα ΄χαν περάσει λίγα λεπτά όταν από το διπλανό δωμάτιο ακούστηκε μια γυναικεία φωνή να ρωτάει κάτι σε γλώσσα ξένη. “Συγγνώμη” είπε η καθηγήτρια και σηκώθηκε αναψοκοκκινισμένη. Ξαναφάνηκε ύστερα από λίγο στο άνοιγμα της πόρτας: “ Οι δικοί μου... Θέλουν να σε γνωρίσουν, να δουν ποιος είναι ο μαθητής... Μπορείς να έρθεις, σε παρακαλώ, μια στιγμή;” Όρθια, με κλωστές και καρφίτσες στα χέρια, στο κέντρο του δωματίου στεκόταν μια παχουλή γυναίκα, ξανθιά, ολόιδια στο πρόσωπο με την καθηγήτριά του. Πίσω από μια ραπτομηχανή χαμογελούσε ένας καλοχτενισμένος σενιαρισμένος άντρας, γύρω στα εξήντα. Και σ΄ ένα ντιβάνι, καθισμένος οκλαδόν, με τα μάτια τυφλά, ένας ασπρομάλλης γέρος. “Ο πατέρας... η μάνα μου... ο παππούς...”.
Δεν έμεινε πολλές ώρες εκείνο το απόγευμα στο σπίτι της Ανακασιάς ο Βαγγέλης Χασιώτης. Θα έμενε όμως αργότερα, τα επόμενα χρόνια΄ εκεί πια κυλάει η ζωή του.
Και όταν τώρα κάθεται στο γραφείο, με θέα τη θάλασσα του Παγασητικού, για να διορθώσει τα γραπτά και τις εξισώσεις των μαθητών του, αλλά πιο πολύ όταν είναι να γράψει κάνα διήγημα ή κανένα βιβλίο, γυρίζει κάπου κάπου το βλέμμα στις κορνιζαρισμένες φωτογραφίες με τον πεθερό του Νικολό και τον κολίγα Στέφανο Μπρόζο και τους χαμογελάει. Πόσες και πόσες ιστορίες απ΄ το στόμα τους. Πόσες λέξεις χαρισμένες σ΄ αυτόν, δώρα μιας τυχερής ζωής.
Κώστας Ακρίβος
Διήγημα γραμμένο για την Χριστουγεννιάτικη εκδήλωση
ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΤΟΥ ΦΤΩΧΟΥΛΗ
στο βιβλιοπωλείο Σύγχρονη Έκφραση
17/12/2011
"Οι Μαύροι" το διήγημα που η Μαρία Σκιαδαρέση πρωτοπαρουσίασε στη Χριστουγεννιάτικη εκδήλωσή μας.
Οι Μαύροι
Έχουν περάσει κιόλας χειμώνες έξι στην Ελλάδα. Η Αμίνα περπατάει στα δέκα, πηγαίνει στο δημοτικό της γειτονιάς, εγγυήθηκε γι’ αυτήν η κυρία Ζωή, έκλεισε πριν τρεις μέρες τα ενενήντα, τους κάλεσε να φάνε, μαγείρεψε η γυναίκα του αρνί στο φούρνο, νόστιμο ήταν. Κι αύριο, Χριστούγεννα, τους κάλεσε ν’ ανέβουν να περάσουνε μαζί, όπως και πέρσι. Θ’ ανέβουν, πού αλλού να πάνε; Αν και είναι μουσουλμάνος θέλει η Αμίνα του να μεγαλώνει με τις γιορτές των χριστιανών, σαν τους συμμαθητές της κι ας έχει άλλο χρώμα κι άλλο θρήσκευμα.
Μιλάει σαν Ελληνίδα! Τις μέρες που πρωτοήρθαν άκουγε γύρω της ελληνικά κι έμενε μ’ ανοιχτό το στόμα. Τώρα μιλούν κι αυτοί ελληνικά, όχι όπως η Αμίνα που τα μαθαίνει στο σχολείο, όμως συνεννοούνται. Έβγαλαν επιτέλους και χαρτιά, νά ’ναι καλά ο ξάδερφος, αυτός έντεκα χρόνια στην Ελλάδα, έκανε γνωριμίες.
Κοντεύει να νυχτώσει κι ακόμα τα παιδιά χτυπούν κουδούνια, ακούγονται ως εδώ. Χτυπάνε, τους ανοίγουν, τραγουδούν, κάλαντα λέει η Αμίνα το τραγούδι τους, και παίρνουνε λεφτά. Ωραίο έθιμο, μακάρι να μπορούσε κι αυτός να κάνει το ίδιο, θα έβγαζε μεροκάματο. Όχι πως έχει και παράπονο, τον πήρε ο ξάδερφος στη μεταφορική μαζί του, καλή δουλειά, πάει και η γυναίκα του σε τρία σπίτια, εκτός απ’ της κυράς, βολεύονται.
Σουρουπώνει. Στην πόρτα της ταράτσας η κλειδαριά έχει ξελασκάρει κι άμα τη σπρώξεις δυνατά, ανοίγει. Κάθε που πέφτει το σκοτάδι ανεβαίνει εδώ πάνω να κάνει ένα τσιγάρο και να χαζέψει την πόλη από ψηλά. Κάτω στο υπόγειο μόνο παπούτσια βλέπει απ’ το παράθυρο, παπούτσια μέσα σε πόδια βιαστικά.
Έβαλε κρύο πολύ, είπαν πως αύριο, ανήμερα Χριστούγενα, ίσως χιονίσει. Η Αμίνα δεν έχει δει χιόνι, όπως κι ο ίδιος δηλαδή, θα τρελαθεί απ’ τη χαρά της, όπως τρελαίνεται τέτοιες ημέρες κάθε χρόνο με τα πολύχρωμα φωτάκια, τα στολισμένα δέντρα, τα φωτισμένα μαγαζιά.
Η πόλη δείχνει αμέριμνη μέσα στη φωταψία της, όλα φαντάζουν όμορφα, δύσκολο να πιστέψεις αυτά που λένε για την κρίση, τρέμουν στο άκουσμά της όλοι, φοβούνται μην πεινάσουν. Φαίνεται δεν πείνασαν ποτέ ως τώρα, δεν έμειναν χωρίς νερό κάτω απ’ τον ήλιο, ούτε περπάτησαν ξυπόλητοι ποτέ.
Αυτός τίποτα δε φοβάται. Τον πρώτο καιρό, ναι, φοβήθηκε, ξένος σε χώρα άγνωστη, χωρίς δεκάρα, με τη φροντίδα ενός παιδιού. Το διαμέρισμα μικρό, σαράντα τετραγωνικά όλο κι όλο, η πολυκατοικία κάτω από την πλατεία Βικτωρίας, Αριστοτέλους. Τετράχρονη η Αμίνα τότε κι έκανε αυτός ότι μπορούσε νά ’χει το γάλα και το αυγό στην κούπα και στο πιάτο της, ένα σερβίτσιο παιδικό με κουνελάκια και κοτούλες ζωγραφισμένα πάνω του, που βρήκε πεταμένο στα σκουπίδια την πρώτη μέρα που ήρθαν να νοικιάσουν αυτό το δεύτερο υπόγειο, δίπλα στον καυστήρα του καλοριφέρ, αφόρητος ο θόρυβος το βράδυ, τώρα συνήθισαν. Από τα μάτια των ενοίκων έβγαινε ρεύμα κρύο που τους πάγωνε, πρώτα έμαθαν τη λέξη “μαύρος”, ανάμεσα στους ψίθυρους ξεχώριζε τη λέξη σε διάφορες μορφές× μαύρος, μαυράκι, μαύροι.
Ανάβει άλλο τσιγάρο. Πρέπει να φτιάξει αυτή την κλειδαριά, φοβάται η κυρά να μένει η πόρτα ανοιχτή, μην μπούνε κλέφτες από ταράτσες διπλανές και κατεβούν στο ρετιρέ της. Θα βρει έναν τρόπο να την φτιάξει, η θέληση της κυρίας Ζωής διαταγή γι’ αυτούς, θα ήταν αχάριστοι αν δεν της το χρωστούσαν, κανένας άλλος δεν τους κοίταξε όταν πρωτοήρθαν ξένοι και πεινασμένοι, μονάχα αυτή. Τι τα θες; Εκτός απ’ τη βαριά αρρώστια, πόνος πιο αφόρητος από τις πρώτες μέρες σε τόπο ξένο δεν υπάρχει κι όποιος την ώρα εκείνη απλώσει χέρι και πιάσει το δικό σου είναι για σένα πάντα πατέρας κι αδερφός. Τότε μονάχα το χέρι της κυρίας Ζωής αγκάλιασε αυτούς και το παιδί τους. Πήρε τη μάνα καθαρίστρια, τη σύστησε και σε άλλα σπίτια, βολεύτηκαν. Μένει μονάχη, πλούσια λένε οι γλώσσες γύρω τους, φαίνεται κι απ’ το σπίτι, έχει έπιπλα αξίας, όλοι στην πολυκατοικία ένοικοι, μόνον αυτή ιδιοκτήτρια, στο οικόπεδο αυτό ήταν το σπίτι της παλιά, τους έδειξε φωτογραφίες, ήθελε η Αμίνα να τη δει μικρή, σκάλες διπλές στην είσοδο κι απάνω η Ζωή μικρούλα, με δαντελένιο φόρεμα, φιόγκο στα μαλλιά και λουστρινάκια. Παλιά οικογένεια της Αθήνας, δασκάλα σπούδασε και δεν παντρεύτηκε ποτέ, τώρα της έμεινε ένας μονάχα συγγενής, ο ανιψιός της ο Μηνάς, γιος αδερφής, έρχεται που και που, μηχανολόγος, έχει επιχείρηση με εξοπλισμό θέρμανσης-ψύξης. Φαίνεται όμως πως ζορίζεται πολύ, η κρίση βλέπεις, κάθε που έρχεται ζητάει δανεικά “δύσκολα, θεία μου, τα πράγματα, στενότητα στην αγορά”. Του δίνει πάντα, εξάλλου είναι ο μόνος κληρονόμος της, αρκεί να ξέρει πού θα πάνε, έμαθε σ’ όλη τη ζωή της σε μια τάξη, δεν κόβεται το χούι στα γεράματα. Τσινάει εκείνος, “δε με πιστεύεις πως τα θέλω για δουλειά;” κι αυτή, “αλίμονο, Μηνά μου, μα είναι καλό να ξέρω που πάνε τα λεφτά μου, δε νομίζεις;” Γυναίκα με αγωγή κι ευγένεια κι αυτό που θέλει το απαιτεί με το δικό της τρόπο.
Μια μέρα, τότε, αρχή ακόμα, μίλησε και γι’ αυτόν στον ανιψιό της.
“Να τον βολέψεις κάπου, δείχνει καλό παιδί.”
“Έχει χαρτιά;”
“Δεν έχει. Όμως στη Σομαλία ήταν αγρότης, δούλευε στο λιβάνι, στο σουσάμι. Γερό παιδί, μπορεί να κάνει το χαμάλη”.
“Χωρίς χαρτιά, αδύνατον!”
“Κάνε κάτι, Μηνά μου..! Για το κοριτσάκι!”
Κάτι τον έπιανε το Μηνά με το που άκουγε για κοριτσάκι. “Μπας κι αγαπήσει το μούλικο των μαύρων η γριά κι αλλάξει τη διαθήκη της;” σκεφτόταν προφανώς. Δεν άντεξε και ξέσπασε.
“Δυο υπαλλήλους πρέπει ν’ απολύσω, με πνίξανε τα χρέη κι εσύ μου λες να πάρω τον Μαύρο να τον τρέφω τζάμπα;”
Δαγκώθηκε μόλις ξεστόμισε αυτά τα λόγια, απέφευγε να την ενημερώνει για τα δύσκολα, όλα ωραία τα παρουσίαζε συνήθως. Δεν είπε τίποτα η Ζωή όμως τον κοίταξε ψυχρά κι ανεξιχνίαστα.
Φαίνεται από τότε δεν πήγαινε καλά η δουλειά του, λένε πως τώρα δεν άντεξε την κρίση και πάει για πτώχευση.
Παίρνει βαθιά ανάσα. Αυτός, επιτέλους, ζει καλύτερα από ποτέ, μπορεί και ορίζει πλέον τη ζωή του! Μια δύναμη τον κατακλύζει, κι αν κάτι τέτοιο είναι η ευτυχία, τότε μπορεί να πει πως είναι ευτυχισμένος.
Τι θόρυβος ήταν αυτός; Αλαφιασμένος στήνει αυτί στον κάτω διάδρομο. Τίποτα τώρα! Κατεβαίνει αθόρυβα στον έκτο σαν γατί, πλησιάζει την πόρτα της. Απόλυτη ησυχία! Δεν ησυχάζει. Τρέχει στο υπόγειο, αρπάζει το κλειδί που έχει η γυναίκα του να μπαίνει και να καθαρίζει, ξανανεβαίνει στο ρετιρέ. Το αυτί του, στην πόρτα κολλημένο, σαν να έπιασε ένα θόρυβο πνιχτό. Ανησυχεί! Λες να έπεσε η κυρά και δεν μπορεί να σηκωθεί; Βάζει το κλειδί στην κλειδαριά, ανοίγει, περνάει στο διαμέρισμα. Ο όρθιος άντρας στο βάθος του καθιστικού φοράει μαύρα ρούχα και έχει καλύψει το κεφάλι του με μια κουκούλα. Κλέφτης! Ορμάει κατά πάνω του, σκοντάφτει όμως στο σώμα της Ζωής, πεσμένο στο χαλί ανάσκελα. Ύστερα κάτι πέφτει και σπάει στο κεφάλι του, μια ζάλη, και χάνει τις αισθήσεις του.
Δεμένο χειροπόδαρα ήρθε και τον συνάντησε η γυναίκα του στο κρατητήριο, δαρμένο αλύπητα, πρόσωπο σαν κιμά, μέσα στα αίματα, το χέρι το δεξί σπασμένο, ρούχα κουρέλια.
“Καμάρωσε τον άντρα σου! της είπε ο αστυνόμος. “Τον βρήκε ο ανιψιός της εκλιπούσης έτοιμο να ξαφρίσει τα πράγματα που είχε βγάλει από ντουλάπια και συρτάρια. Είχε μαζί του και σακκούλα για να τα βάλει μέσα!” έδειξε μια σακκούλα σκουπιδιών δίπλα στον άντρα της.
“Πήγε να επισκεφτεί τη θεία του ο άνθρωπος και τον βρήκε πάνω στο πλιάτσικο. Κατά πώς φαίνεται, έπνιξε τη γυναίκα με μαξιλάρι την ώρα που κοιμόταν”.
Άνοιξε τη σακκούλα κι έβγαλε από μέσα την ασημένια μπιζουτιέρα που τόσες φορές είχε ξεσκονίσει η γυναίκα πάνω στην τουαλέτα της κυρίας Ζωής.
“Δε χρειάζεται καν να ομολογήσει, μονάχα να ζητήσει συχώρεση από το Θεό” είπε ο αστυνόμος. “Έχουμε αυτόπτη μάρτυρα και όλα τα τεκμήρια. Μόλις συνέλθει ο ανιψιός της από την ταραχή θα έρθει να υπογράψει την κατάθεση!”
Μαρία Σκιαδαρέση
Πρωτοακούστηκε στην εκδήλωση του βιβλιοπωλείου μας με θέμα
«Τα Χριστούγεννα του φτωχούλη» 17/12/2011
και πρωτοδημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα
Tα
Xριστούγεννα του Παπαδιαμάντη
ΤΟΥ
ΚΩΣΤΑ ΒΑΡΝΑΛΗ διάβασε ο Νώντας Παπαγεωργίου
Ο
ουρανός έβρεχε διαρκώς λεπτόν νερόχιονον,
ο γραίος αδιάκοπος εφύσα και ήτο ψύχος
και χειμών τας παραμονάς των Χριστουγέννων
του έτους…
Ο
κυρ Αλέξανδρος είχε νηστεύσει ανελλιπώς
ολόκληρον το Σαρανταήμερον και είχεν
εξομολογηθή τα κρίματά του (Παπα-Δημήτρη
το χέρι σου φιλώ!). Και αφού εγκαίρως
παρέδωσε το χριστουγεννιάτικον διήγημά
του εις την «Ακρόπολιν» και διέθεσεν
ολόκληρον την γλίσχρον αντιμισθίαν του
προς πληρωμήν του ενοικίου και των
ολίγων χρεών του, γέρων ήδη κεκμηκώς
υπό των ετών και της νηστείας, αποφεύγων
πάντοτε την πολυάσχολον τύρβην, αλλά
φιλακόλουθος πιστός, έψαλεν, ως συνήθως,
με την βραχνήν και σπασμένην φωνήν του,
πλήρη όμως ενθέου πάθους, ως αριστερός
ψάλτης, εις το παρεκκλήσιον του Αγίου
Ελισσαίου τας Μεγάλας Ώρας, σχεδόν από
στήθους, και ότε επανήλθεν εις το πτωχικόν
του δωμάτιον, δεν είχεν ακόμη φέξει!
Ήναψε
το κηρίον του και τη βοηθεία του κηρίου
(και του Κυρίου!) έβγαλε το υπόδημά του
το αριστερόν, διότι τον ηνώχλει ο κάλος,
και ημίκλιντος επί της πενιχράς στρωμνής
του, πολλά ρεμβάζων και ουδέν σκεπτόμενος,
ήκουε τας ορυγάς του κραταιού ανέμου
και τους κρότους της βροχής και έβλεπε
νοερώς τον πορφυρούν πόντον να ρήγνυται
εις τους σκληρούς αιχμηρούς βράχους
του νεφελοσκεπούς και χιονοστεφάνου
Άθω.
Εκρύωνεν.
Αλλά το καφενείον του κυρ Γιάννη του
Αγκιστριώτη ήτο κλειστόν. Αλλά και
οβολόν δεν είχε να παραγγείλη:
– Πάτερ
Αβραάμ, πέμψον Λάζαρον! (ένα ποτηράκι
ρακή ή ρώμι).
Εκείνην
την χρονιάν τα Χριστούγεννα έπεσαν
Παρασκευήν. Τόσον το καλύτερον. Θα
νηστεύση και πάλιν, ως το είχε τάμα να
νηστεύη διά βίου κάθε Παρασκευήν δια
να εξαγνισθή ο αμαρτωλός δούλος του
Θεού από το μέγα κρίμα της νεότητός του,
που είδε τυχαίως από την κλειδαρότρυπαν
την νεαράν του εξαδέλφην να γδύνεται.
Έκαμε
τον σταυρόν του κ’ εσκεπάσθη με την
διάτρητον βατανίαν του, όπως ήτο ντυμένος
και με τα υποδήματα – πλην του αριστερού.
***
Και
τότε ευρέθη εις την προσφιλή του νήσον
των παιδικών του χρόνων με τα ρόδιν’
ακρογιάλια, τας αλκυονίδας ημέρας, τας
χλοϊζούσας πλαγιάς, με τα κρίταμα, την
κάππαριν και τας αρμυρήθρας των
παραθαλασσίων βράχων και με τους απλούς
παλαιούς ανθρώπους, θαλασσοδαρμένους
ή ναυαγούς, ζωντανούς και κεκοιμημένους.
Και
ήλθεν ο Χριστός με το τεθλιμμένον
πρόσωπον, η Παναγία η Γλυκοφιλούσα με
το λευκόν και ένθεον Βρέφος της, ο Άγιος
Στυλιανός, ο φίλος και φρουρός των
νηπίων, η Αγία Βαρβάρα και η Αγία Κυριακή
με τους σταυρούς και τους κλάδους των
φοινίκων εις τας χείρας, ο όσιος Αντώνιος
και Ευθύμιος και Σάββας με τας γενειάδας
και τα κομβοσχοίνιά των· και ήλθε και
ο όσιος Μωϋσής ο Αιθίοψ, «άνθρωπος την
όψιν και θεός την καρδίαν», η Αγία
Αναστασία η Φαρμακολύτρια κρατούσα εις
τας χείρας το μικρόν της ληκύθιον, το
περιέχον τα λυτήρια όλων των μαγγανειών
και επωδών, ο Άγιος Ελευθέριος, η Αγία
Μαρίνα και είτα ο Άγιος Γεώργιος και ο
Άγιος Δημήτριος με τα χαντζάρια των, με
τας ασπίδας και τους θώρακάς των –
ολόκληρον το Τέμπλον του παρεκκλησίου
της Παναγίας της Γλυκοφιλούσης εκεί
επάνω εις τον βράχον τον μαστιζόμενον
από θυέλλας και λαίλαπας και λικνιζόμενον
από το πολυτάραχον και πολύρροιβδον
κύμα....
Φέγγος
εαρινόν και θαλπωρή διεχύθησαν εντός
του υγρού δωματίου και ο κυρ Αλέξανδρος
λησμονήσας τον κάλον του ανεσηκώθη να
φορέση και το αριστερόν του υπόδημα δια
ν’ ασπασθή ευλαβώς τους πόδας του
Χριστού, της Παναγίας και των αγίων.
***
Αλλ’
η οπτασία εξηφανίσθη και ιδού ευρέθη
εις τον Άι-Γιάννην τον Κρυφόν, που
εγιάτρευε τους κρυφούς πόνους κ’ εδέχετο
την εξαγόρευσιν των κρυφών αμαρτιών.
Πλήθος πιστών είχεν ανέλθει από την
πολίχνην, ζωντανοί και συγχωρεμένοι,
να παρακολουθήσουν την Λειτουργίαν,
την οποίαν ετέλει ο παπα-Μπεφάνης
βοηθούμενος από τον μπάρμπ’ Αναγνώστην
τον Παρθένην.
Κατά
περίεργον αντινομίαν των στοιχείων,
ήτο καλοκαίρι κ’ η Λειτουργία είχε
τελειώσει και ήτον δεν ήτον τρίτη πρωινή,
ότε η αμφιλύκη ήρχισε να ροδίζη εις τον
αντικρυνόν ζυγόν του βουνού.
***
Όλοι
γείτονες, λάλοι και φωνασκοί, εκάθηντο
κατά γης πέριξ εστρωμένης καθαράς
οθόνης. Τέσσερ’ αρνιά, τρία πρόβατα,
δύο κατσίκια, αστακοουρές, κεφαλόπουλα
καπνιστά της λίμνης, αυγοτάραχον και
εγχέλεις αλατισμένοι, πίττες, κουραμπιέδες,
μπακλαβάδες, πορτοκάλια και μήλα – όλα
τα καλούδια, προϊόντα της μικρής και
ωραίας νήσου, περιέμενον τους συνδαιτυμόνας.
– Καλώς
ώρισες κυρ Αλέξαντρε, κάτσε κ’ η αφεντιά
σου, του είπεν η θεια η Αμέρσα.
Αλλά
τι βλέπει γύρω του; Όλους τους ήρωας και
τας ηρωίδας των Χριστουγεννιάτικων
διηγημάτων του. Εκεί ήτον η θεια-Αχτίτσα,
φορούσα καινουργή μανδήλαν και νέα
πέδιλα, επιδεικνύουσα μετ’ ευγνωμοσύνης
το συνάλλαγμα των δέκα λιρών, το οποίον
μόλις έλαβε από τον ξενητευμένον εις
την Αμερικήν υιόν της. Δίπλα της εκάθητο
κι ο Γιάννης ο Παλούκας, ο προσποιηθείς
τον Καλλικάντζαρον την Παραμονήν των
Χριστουγέννων και ληστεύσας τον Αγγελήν,
τον Νάσον, τον Τάσον – όλα τα παιδιά τα
οποία κατήρχοντο από την Επάνω ενορίαν,
αφού είχαν ψάλει τα Κάλανδα. Εσηκώθη
και παρέδωσεν εις τον κυρ Αλέξανδρον
τας κλεμμένας πεντάρας – δεν είχε πώς
να μεθύση και εορτάση τα Χριστούγεννα
εκείνην την χρονιάν (συχωρεμένος ας
είναι!).
Ιδού
κι ο Μπαρμπ-Αλέξης, ο Καλοκαιρής, που
δεν είχεν ανάγκην του πορθμείου του
Χάρωνος δια να πηδήση εις τον άλλον
κόσμον· είχε το ιδικόν του, υπόσαθρον
πλοιάριον, αυτόχρημα σκυλοπνίχτην. Μαζί
του ήτον κι ο σύντροφός του ο Γιάννης ο
Πανταρώτας ο ναυτολογημένος ως Ιωαννίδης
και διατελών εν διαρκεί απουσία κατά
τας ώρας της εργασίας.
– Να
φροντίσης, του είπεν ο Πανταρώτας, να
πάρω την σύνταξή μου!
Και
λησμονών την ιερότητα της στιγμής
εμούντζωσε το κενόν συνοδεύων την
άσεμνον χειρονομίαν με την ασεμνοτέραν
βλασφημίαν:
– Όρσε,
κουβέρνο!
Εκεί
ήτον κι ο Μπαρμπα-Διόμας, ευτυχής διότι
εγλύτωσεν από το ναυάγιον και ερρόφησεν
απνευστί επί του διασώσαντος αυτόν
τρεχαντηρίου ολόκληρον φιάλην πλήρη
ηδυγεύστου μαύρου οίνου δια να συνέλθη
– ω πενιχρά, αλλ’ υπερτάτη ευτυχία του
πτωχού!
Αλλ’
ιδού έτρεξε να του σφίξη την χείρα και
ο βοσκός ο Στάθ’ς του Μπόζα, του οποίου
δύο αίγες είχον βραχωθή εις τον κρημνόν
υπεράνω της αβύσσου, όπου έχαινεν ο
πόντος και ήτο αδύνατον να σωθούν, αν
δεν τον κατεβίβαζαν διά σχοινίου εις
τον βράχον με κίνδυνον της ζωής του.
– Την
Ψαρή την έχω τάξει ασημένια στην Παναγιά.
Τη Στέρφα (την άλλην αίγα) θα την σφάξω
για σένα, να την φάμε.
Και
η Ασημίνα του μαστρο-Στεφανή του βαρελά,
με τας τέσσαρας κακοτυχισμένας θυγατέρας,
τη Ροδαυγή, την Ελένη, τη Μαργαρώ και
την Αφέντρα, η Ασημίνα, που την μίαν
ημέραν εώρτασε τους γάμους της Αφέντρας
με τον Γρηγόρη της Μονεβασάς και την
άλλην ημέραν επένθησεν τον θάνατον του
υιού της του Θανάση.
***
Τέλος,
ω! της εκπλήξεως, ενεφανίσθη και ο έτερος
εαυτός του, ο Αλέξανδρος Παπαδημούλης,
ο πτωχαλαζών, ο ασχολούμενος εις έργα
μη κοινώς παραδεδεγμένης χρησιμότητος!
Ο
κυρ Αλέξανδρος ησθάνθη τύψεις, ότι
έπλασεν όλους αυτούς τους ανθρώπους
του λαού τόσον δυστυχείς και ταπεινούς
ή τόσον αμαρτωλούς (ουδείς αναμάρτητος!)
και τον εαυτόν του τόσον επηρμένον!...
Αλλά
την στιγμήν εκείνην τον διέκοψεν η
οκταόκαδος τσότρα, η περιφερομένη από
χειρός εις χείρα. Δεν επρόλαβε να την
εναγκαλισθή και ήχησαν τα λαλούμενα
(βιολιτζήδες ντόπιοι και τουρκόγυφτοι
με κλαρινέτα) και... εξύπνησεν.
Ποτέ
ο κοσμοκαλόγηρος κυρ Αλέξανδρος δεν
εξύπνησε τόσον χορτάτος, όσον εκείνην
την αγίαν ημέραν, ο νήστις του Σαρανταημέρου
και ο νήστις όλης της ζωής του! – ζωήν
να έχη!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου